ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
THE POLICE ASSOCIATION AND OTHERS ν. REPUBLIC (MINISTRY OF INTERIOR AND ANOTHER) (1972) 3 CLR 1
CYPRUS TANNERY ν. REPUBLIC (1980) 3 CLR 405
Xριστοδουλίδης Aνδρέας και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 3780
Δήμος Λεμεσού ν. Γεωργίου Aνδρέα Eυαγγέλου και Άλλων (1990) 3 ΑΑΔ 4263
Χατζημιτσής (Αρ. 2) ν. Επάρχου Πάφου (1991) 3 ΑΑΔ 488
Vafeadis Costas ν. the Republic of Cyprus through the Public Service Commission (1964) 1 CLR 454
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(1999) 4 ΑΑΔ 1068
8 Οκτωβρίου, 1999
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΕΟΦΥΤΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΑΡΧΗΣ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Aρ. 996/98)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Κατάργηση δίκης ― Προσφυγή που προσβάλλει άρνηση της διοίκησης να επιληφθεί αιτήματος καθώς και παράλειψης ικανοποίησης αιτήματος, καθίσταται άνευ αντικειμένου, όταν εκδοθεί απόφαση της διοίκησης επί του ζητήματος ― Η απόφαση, απορριπτική επί του αιτήματος, θα πρέπει να προσβληθεί με νέα προσφυγή.
Στο στάδιο της ένστασης που καταχωρήθηκε στην προσφυγή, με την οποία ο αιτητής προσέβαλλε τόσο την άρνηση της καθ' ης η αίτηση να εξετάσει αίτημά του για καταβολή υπερωριακής αμοιβής, όσο και την παράλειψη ικανοποίησης, ανακοινώθηκε από τους δικηγόρους της καθ' ης η αίτηση ότι η Αρχή εξέδωσε απορριπτική απόφαση επί του αιτήματος. Προβλήθηκε προδικαστική ένσταση ότι η δίκη καταργήθηκε.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Το θέμα το οποίο εγείρεται με την προδικαστική ένσταση έχει επιλυθεί από την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στη Δήμος Λεμεσού v. Ευαγγέλου κ.ά.. Από τα γεγονότα εκείνης της υπόθεσης, φαινόταν πως ελήφθη απόφαση από την διοίκηση, η οποία έγινε γνωστή στους αιτητές με την κοινοποίηση σ' αυτούς της ένστασης στην προσφυγή. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έκρινε ότι δεν υπήρχε αντικείμενο προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου.
Στην παρούσα υπόθεση, η Διοίκηση αποφάσισε την 3.9.98 πως «δεν μπορεί να αποδεχθεί το αίτημα του αιτητή για πληρωμή αποζημίωσης για υπερωριακή εργασία». Δεν εγείρεται, επομένως, θέμα «παράλειψης» (βλ. Θεραπεία Β), γιατί παράλειψη εντός της έννοιας του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος, προϋποθέτει ανυπαρξία απόφασης. Ούτε και εγείρεται θέμα άρνησης της διοίκησης να εξετάσει το αίτημα του αιτητή (βλ. Θεραπεία Α), γιατί η διοίκηση το έχει εξετάσει και το έχει απορρίψει.
Ο αιτητής έλαβε γνώση της πιο πάνω απόφασης της διοίκησης με την καταχώριση της ένστασης, αλλά δεν έχει ασκήσει προσφυγή εναντίον της απόφασης εκείνης. Δεν μπορεί δε να θεωρηθεί με οποιοδήποτε τρόπο ότι η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της πιο πάνω απόφασης της 3.9.98. Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι ταυτόσημα με εκείνα της Δήμου Λεμεσού (πιο πάνω). Τυγχάνουν επομένως εφαρμογής τα αποφασισθέντα σε εκείνη την υπόθεση. Ακολουθεί πως η προσφυγή στερείται αντικειμένου και πρέπει ν' απορριφθεί.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Δήμος Λεμεσού v. Ευαγγέλου κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 4263,
Χατζημιτσή v. Επάρχου Πάφου (Αρ. 2) (1991) 3 Α.Α.Δ. 488,
Cyprus Tannery Ltd v. Republic (1980) 3 C.L.R. 405,
Police Association a.ο. v. Republic (1972) 3 C.L.R. 1,
Vafeadis v. Republic (1964) C.L.R. 454,
Χριστοδουλίδης κ.ά. v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3780.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου με την οποία απορρίφθηκε το αίτημα του αιτητή για καταβολή των δεδουλευμένων υπερωριών του.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Κ. Χ" Ιωάννου, για την Καθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:
"Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η συνεχής σιωπηρά άρνηση της καθ' ης η αίτηση να εξετάσει και να ικανοποιήσει το αίτημα του αιτητή για καταβολή των δεδουλευμένων υπερωριών του, το οποίο αποτελεί δημόσιο δικαίωμα είναι άκυρη, παράνομη και πως ότι παραλήφθηκε θα πρέπει να διενεργηθεί."
Β. Δήλωση του Δικαστηρίου με την οποίαν να κηρύσσεται άκυρη παράλειψη της καθ' ης η αίτηση να ικανοποιήσει το δημόσιο δικαίωμα του αιτητή για καταβολή των δεδουλευμένων υπερωριών του και πως ότι παραλήφθηκε θα πρέπει να διενεργηθεί."
Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία σχετίζονται με την προσφυγή:
Ο αιτητής είναι υπάλληλος της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου (η Α.ΤΗ.Κ.). Υπηρετεί στο Μηχανογραφικό Τμήμα της Διεύθυνσης Οικονομικών Υπηρεσιών. Με επιστολή του ημερ. 24.12.1993 προς το Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών της Α.ΤΗ.Κ. τον πληροφόρησε ότι από τα τέλη Ιουνίου που παρουσιάστηκαν τα λειτουργικά λάθη στον ηλεκτρονικό υπολογιστή σχεδόν κάθε μέρα τα απογεύματα "χρειάζεται να έλθει υπηρεσία για να λύσει προβλήματα που παρουσιάζονται στις εργασίες που γίνονται από την απογευματινή βάρδια". Η επιστολή καταλήγει ως εξής:
"Ακριβή αριθμό ωρών που έχω εργαστεί δεν μπορώ να σας δώσω. Σύμφωνα όμως με τη συχνότητα των λειτουργικών λαθών του ηλεκτρονικού υπολογιστή, μέχρι σήμερα πρέπει να έχω εργαστεί πέραν των 300 ωρών."
Ο αιτητής επανήλθε επί του θέματος υπερωριών με επιστολή του προς τον Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών ημερ. 26.6.96. Τον πληροφόρησε ότι ο ακριβής αριθμός "κατ' έτος" των απλήρωτων υπερωριών της περιόδου 1993-1995 είναι:
"1993 01/06/93 - 31/12/93 378 ώρες
1994 01/01/94 - 31/12/94 537 ώρες
1995 01/01/95 - 31/10/95 339 ώρες
___
Σύνολο 1254 ώρες"
Σύμφωνα με τους Πίνακες Υπερωριών των ετών 1994 και 1995 "πέραν του 1/3 των ωρών είναι επίσημες αργίες, Σάββατα και Κυριακές".
Σε απάντηση ο Διευθυντής Υπηρεσιών Προσωπικού με επιστολή του ημερ. 24.2.97 ζήτησε να πληροφορηθεί πιο ακριβώς ήταν το αίτημα του αιτητή για να το εξετάσουν.
Ο αιτητής εξήγησε ως πιο κάτω το αίτημά του (βλ. επιστολή του προς το Διευθυντή Υπηρεσιών Προσωπικού ημερ. 27.3.97):
"(α) Αναγνώριση των υπηρεσιών και της προσφοράς μου που δικαιολογούν απόλυτα προαγωγή μου στο βαθμό του Τομεάρχη, πράγμα το οποίο θα θεωρήσω σαν μικρή αποζημίωση για την υπερωριακή μου απασχόληση. Με αυτή τη διευθέτηση θα θεωρήσω το θέμα αυτό ως λήξαν.
(β) Σε αντίθετη περίπτωση πληρωμή στο ακέραιο των υπερωριών της περιόδου 1/6/93 - 31/10/95 που είναι 1254 ώρες και κατ' αποκοπή αριθμό ελευθέρων ημερών για τις υπερωρίες της περιόδου 06/84 - 05/93, που είναι 3200 ώρες."
Ακολούθησε επιστολή του αιτητή προς τον Διευθυντή Υπηρεσιών Προσωπικού ημερ. 6.5.98. Τον πληροφόρησε ότι το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής του ημερ. 27.3.97 έπαψε να τον δεσμεύει. Όμως σαν "ένδειξη της διάθεσης του για επίλυση του θέματος θα περιμένει απάντηση ή και πρόταση της Αρχής, για πληρωμή ή διακανονισμό των απλήρωτων υπερωριών μέχρι την 6/10/1998".
Τελικά το αίτημα του αιτητή εξετάστηκε από το Συμβούλιο της Α.ΤΗ.Κ. στις 3.9.98 το οποίο αποφάσισε τα ακόλουθα:
"1. Ο κ. Παπανεοφύτου προβάλλει τον ισχυρισμό ότι εργάστηκε υπερωριακά, όμως τόσο το γεγονός αυτό όσο και ο αριθμός των ωρών δεν είναι επίσημα καταχωρημένα στα αρχεία της Αρχής και κατά συνέπεια δεν είναι δυνατό να επιβεβαιωθούν και να εκτιμηθούν ακριβώς. Ούτε είχε δοθεί προηγούμενη έγκριση της Αρχής για την προσφορά από τον κ. Παπανεοφύτου υπερωριακής εργασίας.
2. Ο άμεσος προϊστάμενος του, Διευθυντής Οικονομικών Υπηρεσιών, ο οποίος δεν έδωσε ποτέ συγκεκριμένες οδηγίες για υπερωριακή απασχόληση στον κ. Παπανεοφύτου, επιβεβαιώνει ότι ο κ. Παπανεοφύτου πρόσφερε υπηρεσίες πέραν του κανονικού ωραρίου, που ήταν ασφαλώς πολύ ωφέλιμες για την υπηρεσία, αλλά δεν μπορεί να προσδιορίσει πότε και πόσες ώρες εργάστηκε.
3. Με βάση τα πιο πάνω το Συμβούλιο δεν μπορεί να αποδεχθεί το αίτημα του κ. Παπανεοφύτου για πληρωμή αποζημίωσης για υπερωριακή εργασία.
4. Όμως, το Συμβούλιο, με βάση τα όσα αναφέρει ο Διευθυντής Οικονομικών Υπηρεσιών στην επιστολή του ημερομηνίας 25.2.1997, θα ήταν διατεθειμένο να εξετάσει ζήτημα καταβολής στον κ. Παπανεοφύτου εφ' άπαξ ποσού £5.000 ως υλική αμοιβή για εξαίρετες πράξεις (προσφορά υπερωριακής εργασίας χωρίς να του ζητηθεί), με βάση τον κανονισμό 17, αν και ο ίδιος ήταν δεκτός να εγκαταλείψει και/ή αποποιηθεί τις διεκδικήσεις και/ή τυχόν δικαιώματά του για υπερωριακή εργασία. Ως εκ τούτου, ο Γενικός Διευθυντής εξουσιοδοτείται να διερευνήσει τις προθέσεις του κ. Παπανεοφύτου και να επαναφέρει το ζήτημα στο Συμβούλιο, αν ο τελευταίος συμφωνεί.
5. Αν ο κ. Παπανεοφύτου επιμένει στις διεκδικήσεις του τότε θα πρέπει να προσφύγει στα δικαστήρια."
Ενώπιον του Συμβουλίου της Α.ΤΗ.Κ. είχε τεθεί και επιστολή του Διευθυντή Οικονομικών Υπηρεσιών της Αρχής σύμφωνα με την οποία ο αιτητής εργάσθηκε υπερωριακά από την 1.6.93 μέχρι 31.10.95. Η επιστολή καταλήγει ως εξής:
"Έτσι ενώ μπορώ να επιβεβαιώσω ότι ο Α. Παπανεοφύτου εργάσθηκε αρκετές υπερωρίες, δεν μπορώ να πιστοποιήσω τον αριθμό των δεδουλευμένων ωρών."
Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Α.ΤΗ.Κ. υπέβαλε ότι η "προσφυγή είναι άνευ αντικειμένου και πρέπει να απορριφθεί".
Η εισήγηση αυτή έχει σαν έρεισμα τους ισχυρισμούς του αιτητή οι οποίοι περιέχονται στο δικόγραφο της προσφυγής του (παραγ. 5 και 6). Σύμφωνα με την παραγ. 5 των γεγονότων της προσφυγής "ο αιτητής μέχρι σήμερα ουδεμία απάντηση έλαβε στο αίτημα του". Στην παραγ. 6 ο αιτητής ισχυρίζεται "ότι η παράλειψη της καθ' ης η αίτηση υπάρχει κατά παράβαση δημοσίου δικαιώματος και της εκ του Νόμου οφειλόμενης από την καθ' ης ενέργεια".
Περαιτέρω ο ευπαίδευτος συνήγορος έκαμε αναφορά στο γεγονός της καταχώρισης της ένστασης - στις 18.1.99 - μαζί με την πιο πάνω απόφαση της Α.ΤΗ.Κ. (Παράρτημα 1). Το Παράτημα 1, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο, "αποτελεί απόδειξη ότι η Αρχή εξέτασε σε βάθος το αίτημα του αιτητή". Η σχετική εισήγηση καταλήγει ως εξής: "Συνεπώς η πρώτη αιτούμενη θεραπεία δεν ευσταθεί και περαιτέρω αυτή η ένσταση συνιστά κοινοποίηση της αιτιολογημένης απόφασης της Αρχής στον αιτητή. Η απόφαση αυτή της Αρχής δεν έχει προσβληθεί με προσφυγή μέσα σε 75 ημέρες από την κοινοποίηση της και συνεπώς κατέστη τελεσίδικη. Δεν είναι δυνατόν να θεωρηθεί ότι το 'Β' αιτητικόν της προσφυγής προσβάλλει αυτή την απόφαση η οποία κατά τον αιτητή μέχρι την 18/1/99 αποτελούσε internum της Διοίκησης, δεν είχε δηλαδή ολοκληρωθεί με κοινοποίηση".
Από την άλλη ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή υποστήριξε πως η προδικαστική ένσταση της Α.ΤΗ.Κ. δεν ευσταθεί για τους πιο κάτω λόγους:
= "Η ΑΤΗΚ όπως προκύπτει από τα πρακτικά παραλείπει συνεχώς και δεν ικανοποίησε ένα δημόσιο δικαίωμα του αιτητή, δηλαδή καταβολή των δεδουλευμένων υπερωριών του και συνεχίζει μέχρι και σήμερα να παραλείπει την ικανοποίηση του δικαιώματος αυτού.
= Η ΑΤΗΚ θεώρησε ότι υπάρχει μεν αυτό το δικαίωμα, αλλά και πρότεινε 'διευθέτηση' με καταβολή ενός κατ' αποκοπή ποσού. Η μη αποδοχή της 'διευθέτησης' αυτής, δεν σημαίνει απόρριψη του αιτήματος.
= Η υποχρέωση υπάρχει και παραμένει ανεκπλήρωτη.
= Εάν δεν υπάρχει αυτό το δημόσιο δικαίωμα υπέρ του αιτητή, τότε δεν έχουμε παρανομία ή παράλειψη της καθ' ης η αίτηση.
= Όμως υπάρχει και παραμένει από πλευράς καθ' ων η αίτηση ανεκπλήρωτο."
Το θέμα το οποίο εγείρεται με την προδικαστική ένσταση έχει επιλυθεί από την απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Δήμος Λεμεσού ν. Ευαγγέλου κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 4263.
Στην υπόθεση εκείνη ο αιτητής ζητούσε διακήρυξη του δικαστηρίου,
(α) πως "η άρνησις και/ή παράλειψις του καθ' ου η Αίτησις να εκδώση την άδειαν διαχωρισμού οικοπέδων κατόπιν σχετικής Αιτήσεως των Αιτητών είναι άκυρος και ότι παν το παραληφθέν έδει να είχε εκτελεσθή", και
(β) πως "η απόφασις και/ή παράλειψις του καθ' ου η Αίτησις να μη εκδώση την άδεια διαχωρισμού οικοπέδων, ελήφθη καθ' υπέρβασιν και/ή κατάχρησιν εξουσίας και/ή καθ' υπέρβασιν του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου Κεφ. 96 και/ή ότι ο Καθ' ου η Αίτησις ενήργησε κατά παράβασιν των αρχών της χρηστής διοικήσεως."
Από τα γεγονότα της υπόθεσης φαινόταν πως ελήφθη απόφαση από τη διοίκηση η οποία έγινε γνωστή στους αιτητές με την κοινοποίηση σ' αυτούς της ένστασης στην προσφυγή. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έκρινε ότι δεν υπήρχε αντικείμενο προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου. Μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα:
"Άρνηση της διοίκησης να αποδεκτεί αίτημα που υποβάλλεται ή να εκτελέσει πράξη που κατ' ισχυρισμό είναι υποχρεωμένη, προϋποθέτει εκδήλωση της αρνητικής απόφασης ως προς το θέμα στο οποίο αφορά. Παράλειψη από την άλλη σημαίνει ανυπαρξία οποιασδήποτε απόφασης πάνω σε ζήτημα στο οποίο είναι νομικά υποχρεωμένη η διοίκηση να πάρει. Οι εφεσίβλητοι-αιτητές με τις θεραπείες που ζητούν στην αίτηση ακυρώσεως, και που παραθέτουμε πιο πάνω, προσβάλλουν την άρνηση του εφεσείοντος Δήμου να εκδώσει σ' αυτούς άδεια διαχωρισμού του κτήματος τους, προφανώς γιατί μετά από την πάροδο αρκετού χρόνου δεν είχε κοινοποιηθεί σ' αυτούς οποιαδήποτε απόφαση και επομένως εξέλαβαν τη στάση αυτή ως άρνηση στην αίτηση τους. Αντικείμενο δηλαδή της προσφυγής τους είναι η παράλειψη ενέργειας εκ μέρους του εφεσείοντος που επιβάλλει ο νόμος. (Δες την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ανδρέας Χριστοδουλίδης και Άλλοι ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3780, όπου παρατίθενται και οι σχετικές αποφάσεις στις οποίες συζητείται η νομολογία).
Από τα γεγονότα της υπόθεσης όμως που αναφέρουμε πιο πάνω, καταδεικνύεται πως ελήφθη απόφαση από τον εφεσείοντα Δήμο στην αίτηση για διαχωρισμό του κτήματος των αιτητών. Αυτή καταγράφεται στο πρακτικό συνεδρίασης του στις 4.11.83 και έγινε γνωστή στους εφεσίβλητους με την κοινοποίηση σ' αυτούς της ένστασης στην προσφυγή. Είμαστε της γνώμης, επομένως, ότι δεν υπήρχε αντικείμενο προς συζήτηση ενώπιον του εκδικάσαντος Δικαστηρίου. Η απόφασή του να αποδεκτεί την προσφυγή δεν συνάδει με τα γεγονότα που παραθέτουμε πιο πάνω. Η προσφυγή θα έπρεπε να απορριφθεί γιατί κατέστη άνευ αντικειμένου. Η έφεση συνεπώς γίνεται αποδεκτή. Η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται χωρίς οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα."
Η πιο πάνω απόφαση έχει υιοθετηθεί και στην Χατζημιτσή ν. Επάρχου Πάφου (Αρ. 2) (1991) 3 Α.Α.Δ. 488 στην οποία ο εφεσείων ζήτησε:
"Διακήρυξη του Δικαστηρίου
(α) Πως η άρνηση των καθ' ων η αίτηση να του ανανεώσουν την εκδοθείσα άδεια οικοδομής είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε νόμιμου αποτελέσματος, και
(β) πως η παράλειψή τους να ανανεώσουν την άδεια οικοδομής είναι άκυρη και επομένως ό,τι έχει παραληφθεί δέον να εκτελεστεί."
(Βλ. και Cyprus Tannery Ltd v. Republic (1980) 3 C.L.R. 405, 415, Police Association and Others v. Republic (1972) 3 C.L.R. 1, 23, Vafeadis v. Republic (1964) C.L.R. 454 και Χριστοδουλίδης κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 3780).
Στην παρούσα υπόθεση η Διοίκηση αποφάσισε την 3.9.98 πως "δεν μπορεί να αποδεχθεί το αίτημα του αιτητή για πληρωμή αποζημίωσης για υπερωριακή εργασία" (βλ. παραγ. 3 της απόφασης της ΑΤΗΚ η οποία παρατίθεται στη σελ. 1072, πιο πάνω). Δεν εγείρεται, επομένως, θέμα "παράλειψης" (βλ. Θεραπεία Β) γιατί παράλειψη εντός της έννοιας του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος προϋποθέτει ανυπαρξία απόφασης (βλ. Δήμος Λεμεσού και Vafeadis, πιο πάνω). Ούτε και εγείρεται θέμα άρνησης της διοίκησης να εξετάσει το αίτημα του αιτητή (βλ. Θεραπεία Α) γιατί η διοίκηση το έχει εξετάσει και το έχει απορρίψει.
Ο αιτητής έλαβε γνώση της πιο πάνω απόφασης της διοίκησης με την καταχώριση της ένστασης αλλά δεν έχει ασκήσει προσφυγή εναντίον της απόφασης εκείνης. Δεν μπορεί δε να θεωρηθεί με οποιοδήποτε τρόπο ότι η παρούσα προσφυγή στρέφεται κατά της πιο πάνω απόφασης της 3.9.98. Τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης είναι ταυτόσημα με εκείνα της Δήμου Λεμεσού (πιο πάνω). Τυγχάνουν επομένως εφαρμογής τα αποφασισθέντα σε εκείνη την υπόθεση. Ακολουθεί πως η προσφυγή στερείται αντικειμένου και πρέπει ν' απορριφθεί.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα £300.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.