ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 4 ΑΑΔ 1059
30 Σεπτεμβρίου, 1999
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/Η ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 561/97)
Πολεοδομική Άδεια ― Αίτηση για πολεοδομική άδεια ανέγερσης καφετέριας σε γεωργικό τεμάχιο που εκμισθωνόταν από τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών ― Τόσο η αίτηση, όσο και η ιεραρχική προσφυγή απορρίφθηκαν ― Καμία παραβίαση των αρχών της χρηστής διοίκησης δεν αποδείχτηκε.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Προθεσμία ― Έναρξη ― Από την αποδεδειγμένη γνώση της απόφασης ― Ημερομηνία επιστολής/κοινοποίησης, δεν αποδεικνύει την παραλαβή της ― Σε περίπτωση αμφιβολίας, η κρίση του Δικαστηρίου αποκλίνει υπέρ του εμπρόθεσμου της προσφυγής.
Γενικές Αρχές Διοικητικού Δικαίου ― Αρχή της καλής πίστης ― Η διοίκηση δεν μπορεί να δημιουργήσει καταστάσεις πλάνης, απάτης ή απειλής ― Αποκλείει την αυθαιρεσία και την επίκληση παραλείψεων από την διοίκηση, με σκοπό την άρνηση στον διοικούμενο ωφελημάτων που είχε ― Η δράση της διοίκησης θα πρέπει να οριοθετείται από τις αρχές της αγαθής κρίσης, της αναλογικότητας, και της επιλογής της ολιγότερο επαχθούς για τον διοικούμενο λύσης.
Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του, την απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής του κατά της απόφασης της Πολεοδομικής Αρχής, να απορρίψει αίτημά του για ανέγερση καφετέριας σε τεμάχιο γεωργικής γης, που εκμίσθωνε από τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Οι καθ' ων η αίτηση ήγειραν προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενοι ότι η παρούσα προσφυγή δεν μπορεί να εκδικαστεί, γιατί είναι εκπρόθεσμη. Η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη στις 12.3.1996 και κοινοποιήθηκε στο δικηγόρο του αιτητή με επιστολή ημερ. 22.4.1996. Η προσφυγή καταχωρήθηκε την 11.7.1997, σαφώς εκτός της προθεσμίας των 75 ημερών που ορίζονται από το Σύνταγμα.
Η προδικαστική ένσταση θα πρέπει να απορριφθεί. Ο αιτητής δεν ισχυρίζεται ότι η κοινοποίηση της απόφασης δεν είναι έγκυρη γιατί έγινε στο δικηγόρο του. Ισχυρίζεται ότι η επιστολή ημερ. 22.4.1996 περιήλθε σε γνώση του για πρώτη φορά ύστερα από το τηλεομοιότυπο στο δικηγόρο του στις 2.7.1997 και γι' αυτό η προσφυγή που καταχωρήθηκε στις 11.7.1997 δεν μπορεί να θεωρηθεί εκπρόθεσμη. Το Δικαστήριο συμφωνεί με την πιο πάνω θέση του αιτητή. Η κοινοποίηση της απόφασης στο δικηγόρο του αιτητή που έγινε με την επιστολή ημερ. 22.4.1996, δεν αποδεικνύει ότι ο αιτητής ή ο δικηγόρος του έλαβαν εν πάση περιπτώσει γνώση. Τα υπάρχοντα στοιχεία δεν επιτρέπουν τη συναγωγή τεκμηρίου γνώσης από χρόνο τέτοιο, που να καθιστά την αίτηση εκπρόθεσμη. Στην περίπτωση αμφιβολιών κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση περιήλθε σε γνώση του αιτητή έγκαιρα, η κρίση του Δικαστηρίου αποκλίνει υπέρ του εμπρόθεσμου της προσφυγής.
2. Η αρχή της καλής πίστης είναι πολύ γενική και γι' αυτό αόριστη. Η χρηστή διοίκηση οφείλει να διαφυλάττει τα έννομα συμφέροντα του ιδιώτη και να τον διευκολύνει στην άσκηση των δικαιωμάτων του. Από την αρχή της καλής πίστης, προκύπτει ότι η διοίκηση δεν δικαιούται να εκμεταλλευτεί ή ακόμα λιγότερο, να δημιουργήσει καταστάσεις πλάνης, απάτης ή απειλής. Η αρχή της καλής πίστης, που αποβλέπει στη διασφάλιση σύμμετρης λειτουργίας των διοικητικών οργάνων και τον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας, τονίζεται και στη νομολογία. Ακόμα κι' αν η παράλειψη της διοίκησης οφείλεται σε απλή αβλεψία, η αβλεψία αυτή δεν θα πρέπει να αφεθεί καθ' οιονδήποτε τρόπο να επηρεάσει δυσμενώς τον αιτητή. Η διοίκηση δεν μπορεί να χρησιμοποιεί της παραλείψεις της, με σκοπό να αρνηθεί στον επηρεαζόμενο ωφελήματα που είχε. Το πεδίο μέσα στο οποίο θα πρέπει να κινείται η διοίκηση κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας, οριοθετείται από την αρχή της αγαθής κρίσης, του ίσου μέτρου κρίσης για την αντιμετώπιση όμοιων περιπτώσεων και της επιλογής του ολιγότερο επαχθούς για τον διοικούμενο τρόπου πραγμάτωσης της διοίκησης.
Με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης, το Δικαστήριο κατέληξε ότι η διοίκηση δεν παραβίασε καμιά από τις αρχές που ισχυρίζεται ο αιτητής, ούτε την αρχή της καλής πίστης, ούτε την αρχή της αναλογικότητας ή κακόπιστης ανατροπής ευνοϊκής κατάστασης για τον διοικούμενο.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Zenios Cans Limited v. Δήμου Λεμεσού (1992) 4 Α.Α.Δ. 2144,
Γεωργίου v. Δήμου Λάρνακας (Αρ. 1) (1998) 3 Α.Α.Δ. 197,
Neophytou v. Republic (1964) C.L.R. 286,
Μάρκου v. Υπουργού Εσωτερικών κ.ά. (1996) 4 Α.Α.Δ. 2500,
Tamassos Tobacco Suppliers and Co. v. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 60,
Drousiotis v. The Cyprus Broadcasting Corporation (1984) 3 C.L.R. 546,
Παπαμιλτιάδους-Μπατίστα v. Κ.Ο.Τ. (1995) 4 Α.Α.Δ. 2614.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση με την οποία απέρριψαν την ιεραρχική προσφυγή του αιτητή εναντίον της απόφασης της πολεοδομικής αρχής να απορρίψει την αίτησή του για εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας για ανέγερση καφετερίας σε τουρκοκυπριακό τεμάχιο το οποίο εκμισθώθηκε σ' αυτόν για γεωργικούς σκοπούς.
Α. Νικολετοπούλου για Ε. Ευσταθίου, για τον Αιτητή.
Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
NIKOΛΑΪΔΗΣ, Δ.: O αιτητής είναι ενοικιαστής τουρκοκυπριακού τεμαχίου στο χωριό Τίμη το οποίο βρίσκεται σε γεωργική πολεοδομική ζώνη. Εκμισθώθηκε σ' αυτόν από τον Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών για γεωργικούς σκοπούς. Η σύμβαση μίσθωσης είναι ετήσια και η ισχύ της έληξε στις 31.10.1995. Υφιστάμενο εντός του τεμαχίου υποστατικό δεν καλύπτεται από άδεια οικοδομής.
Ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας για ανέγερση καφετέριας η οποία απορρίφθηκε από την πολεοδομική αρχή. Οι λόγοι της απόρριψης ήταν πολλοί. Η προτεινόμενη ανάπτυξη δεν ικανοποιούσε βασικές αρχές που διέπουν την ανάπτυξη που καθορίζονται από το Τοπικό Σχέδιο Πάφου, ενώ η υδροδότηση της ανάπτυξης δεν συστηνόταν από τον Επαρχιακό Λειτουργό του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων. Τέλος, τα αρχιτεκτονικά σχέδια της προτεινόμενης ανάπτυξης δεν ήταν δυνατόν να εγκριθούν από τον Κυπριακό Οργανισμό Τουρισμού, γιατί δεν ικανοποιούσαν τις ελάχιστες προϋποθέσεις των υφισταμένων περί κέντρων αναψυχής κανονισμών.
Εναντίον της απόρριψης καταχωρήθηκε ιεραρχική προσφυγή. Ύστερα από αλληλογραφία μεταξύ των διαφόρων αρμοδίων τμημάτων το Υπουργείο Εσωτερικών με σχετικό σημείωμά του προς την εξ Υπουργών Επιτροπή στην οποία έχουν εκχωρηθεί οι εξουσίες του άρθρου 31 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, εισηγήθηκε όπως η ιεραρχική προσφυγή απορριφθεί.
Πράγματι η εξ Υπουργών Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 12.3.1996, υιοθέτησε την εισήγηση του Υπουργείου Εσωτερικών και απέρριψε την προσφυγή, θεωρώντας πως η πολεοδομική αρχή εφάρμοσε ορθά, νομότυπα και μέσα στα πλαίσια των αρμοδιοτήτων της τις πρόνοιες του σχεδίου ανάπτυξης, σημειώνοντας πως το τεμάχιο αποτελεί τουρκοκυπριακή ιδιοκτησία που η σύμβαση μίσθωσής του δεν παρέχει δικαίωμα χρήσης του για σκοπούς άλλους από γεωργικούς.
Ο αιτητής αξιώνει ακύρωση της πιο πάνω απόφασης με τον ισχυρισμό ότι οι καθ' ων η αίτηση, με την εσφαλμένη άσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας, παραβίασαν την αρχή της καλής πίστης, της αναλογικότητας, της αμεροληψίας και της ισότητας.
Οι καθ' ων η αίτηση ήγειραν προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενοι ότι η παρούσα προσφυγή δεν μπορεί να εκδικαστεί γιατί είναι εκπρόθεσμη. Η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη στις 12.3.1996 και κοινοποιήθηκε στο δικηγόρο του αιτητή με επιστολή ημερ. 22.4.1996. Η προσφυγή καταχωρήθηκε την 11.7.1997, δηλαδή σαφώς εκτός της προθεσμίας των 75 ημερών που ορίζονται από το Σύνταγμα.
Ο δικηγόρος του αιτητή αντέταξε ότι η απόρριψη της ιεραρχικής προσφυγής περιήλθε σε γνώση του στις 2.7.1997 με τηλεομοιότυπο. Οι καθ' ων η αίτηση υπέβαλαν ότι ο πιο πάνω ισχυρισμός δεν μπορεί να μεταβάλει το εκπρόθεσμο της προσφυγής, γιατί η γνωστοποίηση απόφασης στον εξουσιοδοτημένο δικηγόρο του αιτητή θεωρείται έγκυρη γνωστοποίηση.
Η προδικαστική ένσταση θα πρέπει να απορριφθεί. Ο αιτητής δεν ισχυρίζεται ότι η κοινοποίηση της απόφασης δεν είναι έγκυρη γιατί έγινε στο δικηγόρο του. Ισχυρίζεται ότι η επιστολή ημερ. 22.4.1996 περιήλθε σε γνώση του για πρώτη φορά ύστερα από το τηλεομοιότυπο στο δικηγόρο του στις 2.7.1997 και γι' αυτό η προσφυγή που καταχωρήθηκε στις 11.7.1997 δεν μπορεί να θεωρηθεί εκπρόθεσμη.
Συμφωνώ με την πιο πάνω θέση του αιτητή. Η κοινοποίηση της απόφασης στο δικηγόρο του αιτητή που έγινε με την επιστολή ημερ. 22.4.1996 δεν αποδεικνύει ότι ο αιτητής ή ο δικηγόρος του έλαβαν εν πάση περιπτώσει γνώση. Τα υπάρχοντα στοιχεία δεν επιτρέπουν τη συναγωγή τεκμηρίου γνώσης από χρόνο τέτοιο που να καθιστά την αίτηση εκπρόθεσμη (Ζenios Cans Limited v. Δήμου Λεμεσού (1992) 4 Α.Α.Δ. 2144).
Όπως έχει λεχθεί (Γεωργίου ν. Δήμου Λάρνακας (Αρ. 1 ) (1998) 3 Α.Α.Δ. 197, στην περίπτωση αμφιβολιών κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση περιήλθε σε γνώση του αιτητή έγκαιρα, η κρίση του Δικαστηρίου αποκλίνει υπέρ του εμπρόθεσμου της προσφυγής (βλέπε επίσης Neophytou v. Republic (1964) C.L.R. 286).
Όπως είπαμε και πιο πάνω ο αιτητής ισχυρίζεται ότι οι καθ' ων η αίτηση παραβίασαν την αρχή της καλής πίστης που οφείλει η διοίκηση. Συγκεκριμένα η διοίκηση με τις ενέργειές της του δημιούργησε τη δικαιολογημένη πεποίθηση ότι θα του παραχωρείτο η άδεια για καφετέρια, αφ' ης στιγμής ο Έπαρχος Πάφου, το Συμβούλιο Βελτιώσεως Τίμης και οι κάτοικοι του χωριού, όχι μόνο δεν είχαν ένσταση στην παραχώρηση άδειας, αλλά αντίθετα δήλωναν την ανάγκη δημιουργίας μιας τέτοιας επιχείρησης.
Το σημαντικότερο κατά τον αιτητή ήταν η κατ' αρχήν έγκριση του Υπουργού των Εσωτερικών υπό την ιδιότητά του ως Κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών Περιουσιών για την ανέγερση της λυόμενης οικοδομής που θα εχρησιμοποιείτο ως καφετέρια. Περαιτέρω, το τεμάχιο είχε έκτοτε συνδεθεί με την κοινοτική υδατοπρομήθεια, ύστερα από τη συγκατάθεση της Επιτροπής Υδατοπρομήθειας Τίμης.
Επισημαίνεται εξάλλου από τον αιτητή ότι ο προβαλλόμενος λόγος απόρριψης, τόσο της αίτησης όσο και της ιεραρχικής προσφυγής, η με την υδροδότηση από την κοινοτική υδατοπρομήθεια δημιουργία σοβαρού προηγούμενου, δεν ευσταθεί, αφού κατ' ομολογίαν ύστερα από σύμφωνη γνώμη του Διευθυντή Αναπτύξεως Υδάτων έχουν δοθεί άδειες σε άλλες τρεις οικοδομές.
Επίσης σημειώνονται οι απόψεις του Επαρχιακού Μηχανικού του Τμήματος Δημοσίων Έργων που δεν ήταν αρνητικές, αλλά απλώς υπεδείκνυαν στον αιτητή τις ενέργειες στις οποίες έπρεπε να προβεί. Ούτε οι απόψεις του Επαρχιακού Μηχανικού του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων Πάφου ήταν αρνητικές σε τέτοιο βαθμό που να μην ήταν δυνατόν να μεταβληθούν, αφού στην τελευταία παράγραφο της σχετικής επιστολής αναφέρεται ότι στην περίπτωση που θα υπάρχουν λόγοι για τους οποίους ο Υπουργός Εσωτερικών, λόγω αρμοδιότητας, θα σύστηνε την προτεινόμενη ανάπτυξη, τότε το γραφείο του θα μπορούσε να αναλάβει όπως υποδείξει τον τρόπο υδροδότησής της οικοδομής από την κοινοτική υδατοπρομήθεια, καθώς και τα μέτρα που θα έπρεπε σε μια τέτοια περίπτωση να ληφθούν για την προστασία των εγκαταστάσεων του αρδευτικού δικτύου.
Τέλος υπενθυμίζεται επίσης ότι τα υποστατικά χρησιμοποιούνται ήδη ως φρουταρία, ενώ από αρκετά χρόνια μέρος τους χρησιμοποιείται και ως καφετέρια.
Σύμφωνα με τον αιτητή, η όλη συμπεριφορά της διοίκησης που περιγράφεται πιο πάνω, της δημιουργεί την υποχρέωση να εγκρίνει και εκδόσει την αιτηθείσα πολεοδομική άδεια, γιατί η άρνησή της προσκρούει στην αρχή της καλής πίστης, μια και η διοίκηση δεν δικαιούται να εκμεταλλευτεί ή να δημιουργήσει καταστάσεις πλάνης, απάτης ή απειλής, ούτε και να αναιρέσει προηγούμενες δικές της ενέργειες στις οποίες στηρίκτηκε ο διοικούμενος και οι οποίες δημιούργησαν γι' αυτόν μια ευνοϊκή κατάσταση.
Η αρχή της καλής πίστης είναι πολύ γενική και γι' αυτό αόριστη. Η χρηστή διοίκηση οφείλει να διαφυλάττει τα έννομα συμφέροντα του ιδιώτη και να τον διευκολύνει στην άσκηση των δικαιωμάτων του. Από την αρχή της καλής πίστης προκύπτει ότι η διοίκηση δεν δικαιούται να εκμεταλλευτεί ή ακόμα λιγότερο να δημιουργήσει καταστάσεις πλάνης, απάτης ή απειλής (Μάρκου ν. Υπουργού Εσωτερικών κ.ά. (1996) 4 Α.Α.Δ. 2500).
Η αρχή της καλής πίστης που αποβλέπει στη διασφάλιση σύμμετρης λειτουργίας των διοικητικών οργάνων και τον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας τονίζεται και στη νομολογία μας (Tamassos Tobacco Suppliers and Co. v. Δημοκρατίας (1992) 3 A.A.Δ. 60). Ακόμα κι' αν η παράλειψη της διοίκησης οφείλεται σε απλή αβλεψία, η αβλεψία αυτή δεν θα πρέπει να αφεθεί καθ' οιονδήποτε τρόπο να επηρεάσει δυσμενώς τον αιτητή. Η διοίκηση δεν μπορεί να χρησιμοποιεί τις παραλείψεις της με σκοπό να αρνηθεί στον επηρεαζόμενο ωφελήματα που είχε (Drousiotis ν. The Cyprus Broadcasting Corporation (1984) 3 C.L.R. 546, 552. Bλέπε επίσης Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, Τρίτη Έκδοση, σελ. 175).
Το πεδίο μέσα στο οποίο θα πρέπει να κινείται η διοίκηση κατά την άσκηση της διακριτικής της εξουσίας οριοθετείται από την αρχή της αγαθής κρίσης, του ίσου μέτρου κρίσης για την αντιμετώπιση όμοιων περιπτώσεων και της επιλογής του ολιγότερο επαχθούς για τον διοικούμενο τρόπου πραγμάτωσης της διοίκησης (βλέπε Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 181, 182, Παπαμιλτιάδους Μπατίστα ν. Κ.Ο.Τ. (1995) 4 Α.Α.Δ. 2614).
Δεν βλέπω πως οι πιο πάνω αρχές έχουν παραβιαστεί στην παρούσα υπόθεση. Δεν αντιλαμβάνομαι πως η γνώμη του Συμβουλίου Βελτιώσεως Τίμης, πολύ δε λιγότερο η γνώμη των κατοίκων του χωριού, αποτελούν ευνοϊκές πράξεις της διοίκησης η παραβίαση των οποίων αντιστοιχεί σε παραβίαση της αρχής της καλής πίστης.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό για κατ' αρχήν έγκριση του Υπουργού Εσωτερικών για την ανέγερση λυόμενης οικοδομής που θα χρησιμοποιείτο ως καφετέρια, δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει ότι η κατ' αρχήν έγκριση του υπουργού παραχωρήθηκε υπό τον όρο της εξασφάλισης πολεοδομικής άδειας και άδειας οικοδομής, μέσω της Υπηρεσίας Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών.
Αναφορικά δε με το θέμα της υδροδότησης της οικοδομής οι απόψεις του Διευθυντή του Τμήματος Υδάτων Πάφου για τη δυσκολία υδροδότησης της περιοχής δεν αποτέλεσαν τον αποκλειστικό παράγοντα απόρριψης της αίτησης, αλλά συνιστούσαν μέρος της δέουσας έρευνας που διεξήγαγε η αρμόδια αρχή. Το γεγονός ότι παρασχέθηκαν άδειες υδροδότησης σε άλλες οικοδομές στην ίδια περιοχή δεν συνιστά από μόνο του ένδειξη άνισης μεταχείρισης από τη διοίκηση, γιατί η κάθε αίτηση κρίνεται βάσει των δικών της δεδομένων, ενώ ο ισχυρισμός για μη τήρηση της αρχής της αναλογικότητας παραμένει πλήρως ατεκμηρίωτος, αφού δεν έγινε οποιαδήποτε, έστω και αόριστη, αναφορά στις κατ' ισχυρισμόν άδειες υδροδότησης άλλων οικοδομών.
Ως προς τον ισχυρισμό του αιτητή ότι τα υποστατικά χρησιμοποιούνταν ως φρουταρία και από αρκετά χρόνια μέρος τους ως καφετέρια, σημειώνεται ότι εναντίον του ασκήθηκε ποινική δίωξη για ανέγερση οικοδομής χωρίς άδεια. Ο αιτητής παραδέκτηκε ενοχή και καταδικάστηκε σε ποινή προστίμου. Το Δικαστήριο περαιτέρω εξέδωσε διάταγμα κατεδάφισης και πράγματι τον Απρίλη του 1990 κατεδαφίστηκε μέρος των υποστατικών. Η ανεκτικότητα που επιδείχθηκε με την παροχή προς τον αιτητή πίστωσης χρόνου, δεν μπορεί να ερμηνευτεί ως δημιουργία από τη διοίκηση ευνοϊκής κατάστασης υπέρ του ή κατάστασης πλάνης, έτσι που να θεωρηθεί ότι η απόρριψη της ιεραρχικής του προσφυγής συνιστά παραβίαση της αρχής της καλής πίστης.
Παρατηρώ επίσης ότι το Συμβούλιο Βελτιώσεως Τίμης απλώς δεν έφερε ένσταση στην παραχώρηση άδειας για ανέγερση λυόμενης οικοδομής που θα χρησιμοποιείτο σαν καφετέρια, ενώ επισημαίνεται ακόμα και από το Συμβούλιο ότι μια τέτοια άδεια θα εκδιδόταν κατά παρέκκλιση των προνοιών του Τοπικού Σχεδίου Πάφου.
Δεν βλέπω πως επηρεάζεται ευνοϊκά η υπόθεση του αιτητή γιατί το διάταγμα κατεδάφισης εκδόθηκε από το Δικαστήριο υπό την αίρεση εξασφάλισης άδειας οικοδομής. Εξ ίσου άνευ σημασίας είναι και ο ισχυρισμός ότι ανεστάλη η ποινική του δίωξη και το ότι το όλο θέμα τέθηκε ενώπιον της Κεντρικής Επιτροπής Προστασίας και Διαχείρισης Τουρκοκυπριακών Περιουσιών για να αποφασιστεί κατά πόσο θα του παραχωρείτο ή όχι καλυπτική άδεια.
Από τα πιο πάνω δεν προκύπτει ότι η παράνομη κατάσταση είχε γίνει ανεκτή επί πολύ και συνεπώς η ανατροπή της κάτω από τις περιστάσεις δεν μπορεί να θεωρηθεί κακόπιστη. Όπως όμως κι' αν έχουν τα πράγματα, θα πρέπει να λεχθεί ότι και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας επί του σημείου δεν είναι σταθερή.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους καταλήγω ότι η διοίκηση δεν παραβίασε καμιά από τις αρχές που ισχυρίζεται ο αιτητής. Έτσι η παρούσα προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £350.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.