ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 4 ΑΑΔ 785
5 Ιουλίου, 1999
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 531/97)
ΜΙΧΑΛΑΚΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΠΡΟΣΟΔΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 616/97)
ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΑ ΙΩΑΝΝΙΔΗ,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ
ΠΡΟΣΟΔΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 531/97, 616/97)
Φορολογία ― Φορολογία Κεφαλαιουχικών Κερδών ― Άρθρο 6 του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου ― Αυτό που εκπίπτει από το προϊόν πωλήσεως καθορίζεται ρητά στο Άρθρο 6(α) ― Είναι η αξία της ιδιοκτησίας κατά την 1/1/80 όπως καθορίστηκε βάσει γενικής εκτίμησης δυνάμει του Άρθρου 69 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας Νόμου, καθώς και η μετέπειτα αύξηση λόγω πληθωρισμού ― Η απόφαση του Εφόρου να προβεί μέσω του Κτηματολογίου σε αναλογική εκτίμηση του ακινήτου πριν το διαχωρισμό του σε οικόπεδα, όχι μόνο παράνομη, αλλά και αυθαίρετη.
Οι αιτητές προσέβαλαν με τις προσφυγές τους την απόφαση του Εφόρου να τους επιβάλει φόρο κεφαλαιουχικών κερδών για κέρδος που προέκυψε από πώληση ακινήτων τους τα οποία προέκυψαν από διαχωρισμό χωραφιού σε οικόπεδα το έτος 1984.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Το Άρθρο 6(α) του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου, μιλά καθαρά ότι το τι εκπίπτει είναι η αξία της ιδιοκτησίας κατά την 1.1.1980, όπως έχει καθορισθεί με τη γενική εκτίμηση δυνάμει του Άρθρου 69, και η μετέπειτα αύξησή της λόγω πληθωρισμού. Η ιδιοκτησία είναι ασφαλώς η ίδια η ιδιοκτησία η οποία πωλείται και φορολογείται το κέρδος από τη διάθεσή της, δηλαδή το συγκεκριμένο οικόπεδο, και όχι ως μέρος του αρχικού χωραφιού από το οποίο προήλθε. Η δε αξία της ως οικοπέδου έχει καθορισθεί με βάση το Άρθρο 69, στην εκτίμηση με βάση το οποίο παραπέμπει ρητά το Άρθρο 6(α). Το να προβαίνει το Κτηματολόγιο σε άλλη εκτίμηση με βάση την αναλογική αξία της ιδιοκτησίας ως μέρους του χωραφιού είναι εντελώς έξω από τα πλαίσια του Άρθρου 6(2). Είναι ενδεικτικό δε της αυθαιρεσίας με την οποία ενήργησε η διοίκηση το ότι, στον υπολογισμό του κέρδους, όχι μόνο βασίσθηκε στην εφευρεθείσα αναλογική αξία της γης αλλά και έλαβε υπόψη τα έξοδα διαχωρισμού των οικοπέδων αντίθετα με το Άρθρο 6(α) το οποίο προνοεί ρητά ότι το μόνο το οποίο λαμβάνεται υπόψη πέραν της αξίας κατά την 1.1.1980 είναι η αύξηση της αξίας λόγω πληθωρισμού. Παρεπιπτόντως δε ο ίδιος ο υπολογισμός της αναλογικής αξίας των οικοπέδων αποκαλύπτει το ανεπαρκές του εγχειρήματος και εγείρει αναπάντητα ερωτηματικά: Ενώ η εκτιμηθείσα αξία του μέρους του αρχικού χωραφίου από το οποίο προήλθαν τα 15 οικόπεδα ήταν Λ.Κ.96.000,- η συνολική αναλογική αξία των 15 οικοπέδων ήταν μόνο Λ.Κ.60.000,- το ίδιο δε ισχύει για το άλλο μέρος του χωραφιού, το 27552, η εκτιμηθείσα αξία του οποίου ήταν Λ.Κ.20.000 ενώ το σύνολο της αναλογικής αξίας των 4 οικοπέδων στα οποία διαχωρίσθηκε ήταν μόνο Λ.Κ.7.800.
Το Δικαστήριο δε συμφωνεί με την ευπαίδευτη συνήγορο της Δημοκρατίας στην εισήγησή της ότι η διοίκησης ενήργησε στα πλαίσια του Άρθρου 6. Η περαιτέρω αναφορά της στην επιφύλαξη (ΙΙ) του Άρθρου 6 καμιά σχέση δεν έχει με το θέμα μας, όπως παρατηρεί και ο Κωνσταντινίδης, Δ., στη Γεωργίου και στην Kokkalos και ο Νικήτας, Δ., στην Πετράκη, στα ανωτέρω παρατεθέντα αποσπάσματα.
Η κα Κλεόπα εισηγήθηκε περαιτέρω ότι οι υποθέσεις Γεωργίου, Kokkalos, Σωφρονίου κια Οράτη διαφοροποιούνται από την προκειμένη, καθ' όσον οι αποφάσεις εκεί εβασίζοντο στο ότι η αξία είχε υπολογισθεί από τον Έφορο αντί από το Κτηματολόγιο. Αυτό όμως δεν ήταν καθόλου το rationale των αποφάσεων, οι οποίες διατυπώνουν σαφώς τη θέση ότι δε χωρεί, βάσει του Άρθρου 6(α), άλλη εκτίμηση από τη γενική εκτίμηση που έγινε δυνάμει του Άρθρου 69, είτε αυτή διενεργείται από τον Έφορο, είτε από το Κτηματολόγιο. Αυτό που τονίσθηκε στις εν λόγω αποφάσεις ήταν ότι ο Έφορος οφείλει να ενεργήσει με βάση τη γενική εκτίμηση δυνάμει του Άρθρου 69 και όχι με βάση οποιαδήποτε άλλη εκτίμηση. Στην δε υπόθεση Πετράκη (1009/96) η εκτίμηση είχε γίνει από το ίδιο το Κτηματολόγιο και το θέμα ετέθη ακόμα πιο ευθέως. Η ουσία του πράγματος είναι ότι ούτε ο Έφορος ούτε το Κτηματολόγιο μπορούν να προβούν ή να βασισθούν σε οποιαδήποτε νέα εκτίμηση παρά μόνο στην εκτίμηση που έγινε δυνάμει του Άρθρου 69 στην οποία και μόνη αναφέρεται ρητά το ίδιο το Άρθρο 6(α).
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 A.A.Δ. 824,
John Kokkalos & Sons Ltd v. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1995) 4 A.A.Δ. 1203,
Σωφρονίου ν. Δημοκρατίας (1996) 4�A.A.Δ. 1489,
Πετράκη ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1997) 4 A.A.Δ. 1629,
Οράτη ν. Δημοκρατίας (1996) 4 A.A.Δ. 2967,
Πετράκη ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1997) 4 A.A.Δ. 2931.
Προσφυγές.
Προσφυγές εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση με την οποία επιβλήθηκε στους αιτητές φόρος κεφαλαιουχικών κερδών για τις πωλήσεις οικοπέδων.
Γ. Τριανταφυλλίδης, για τους Αιτητές.
Ε. Κλεόπα, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
XATZHXAMΠΗΣ, Δ.: Με την προσφυγή 531/97 ο Αιτητής κ. Ιωαννίδης ζητά ακύρωση της απόφασης του Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων η οποία του κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 24ης Απριλίου 1997 και με την οποία του επιβλήθηκε φόρος κεφαλαιουχικών κερδών επί έξη πωλήσεων αντιστοίχων οικοπέδων του με αριθμούς εγγραφής 27548, 27549, 27550, 29710 29711 και 29712 από το 1992 μέχρι το 1996. Ο προβαλλόμενος λόγος ακύρωσης είναι ότι ο Διευθυντής υπολόγισε εσφαλμένα την αξία των εν λόγω οικοπέδων κατά την 1.1.1980, που είναι η κρίσιμη ημερομηνία, με βάση τη μέθοδο που ακολούθησε, κατ' αντίθεση προς τις πρόνοιες του άρθρου 6 του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου 1980 και του άρθρου 69 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφάλαιο 224. Το ίδιο παράπονο έχει και η θυγατέρα του κου Ιωαννίδη, Αιτήτρια στη συνενωμένη προσφυγή 616/97, όσον αφορά αντίστοιχη απόφαση του Διευθυντή η οποία της κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 14ης Μαΐου 1997 σε σχέση με την πώληση ενός οικοπέδου της με αριθμό εγγραφής 27550 το 1996.
Τα εν λόγω οικόπεδα προέκυψαν από διαχωρισμό χωραφιού με αρ. εγγραφής 25645. Το 1984 το χωράφι διαχωρίσθηκε σε 15 οικόπεδα, μεταξύ των οποίων και τα 27548, 27549, 27553 (του κ. Ιωαννίδη) και 27550 (της κας. Ιωαννίδη), παρέμειναν δε δύο τεμάχια γης με αρ. εγγραφής 27552 και 27546. Το 1995 το ένα από αυτά τα τεμάχια, το 27552, διαχωρίσθηκε σε τέσσερα οικόπεδα, μεταξύ των οποίων και τα 29710, 29711 και 29712 του κ. Ιωαννίδη. Στη Δήλωση Διάθεσης Ακίνητης Ιδιοκτησίας την οποία υπέβαλαν οι Αιτητές αφαίρεσαν από το προϊόν διάθεσης την αξία εκάστου οικοπέδου κατά την 1.1.1980 όπως αυτή είχε εκτιμηθεί από το Κτηματολόγιο κατά τη γενική εκτίμηση, καθώς επίσης και το σχετικό πληθωρισμό. Η καθορισθείσα αγοραία αξία εκάστου οικοπέδου, όπως αναγράφετο και στους εκδοθέντες τίτλους, ήταν: 27548 £7,800, 27549 £7,500, 27550 £7,600, 27553 £8,500, 29710 £8,000, 29711 £8,300, 27912 £8,300. Ο Διευθυντής όμως, εφ' όσον κατά τον ουσιώδη για σκοπούς εκτίμησης χρόνο την 1.1.80 δεν υπήρχαν τα οικόπεδα παρά μόνο το χωράφι από το οποίο προέκυψαν, ζήτησε από το Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας να καθορίσει την αναλογική αξία της γης κατά την 1.1.1980 η οποία αντιστοιχούσε σε κάθε ένα από τα εν λόγω οικόπεδα, δυνάμει του προαναφερθέντος άρθρου 69. Ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας καθόρισε την εν λόγω αξία των οικοπέδων και πληροφόρησε σχετικά το Διευθυντή ο οποίος, με βάση τις αξίες αυτές, καθόρισε τον καταβλητέο φόρο κεφαλαιουχικών κερδών, αφαιρώντας από το προϊόν διάθεσης την καθορισθείσα αναλογική αξία εκάστου οικοπέδου καθώς και την αναλογία εξόδων διαχωρισμού και το σχετικό πληθωρισμό. Η καθορισθείσα αγοραία αξία του αρχικού χωραφιού 25645 κατά την 1.1.1980 ήταν £161,000, η δε καθορισθείσα αναλογική αξία κάθε οικοπέδου ήταν: 27548 £3,830, 27549 £3,680, 27550 £7,730, 27553 £4,170, 29710 £1,720, 29711 £1,790, 29712 £1,790. Ας σημειωθεί επίσης ότι η καθορισθείσα αγοραία αξία την 1.1.1980 των 27546 και 27552 που απέμειναν μετά από τον αρχικό διαχωρισμό ήταν £45,000 και £20,000 αντίστοιχα, ενώ του μέρους από το οποίο προήλθαν τα 15 οικόπεδα ήταν £96,000. Οι Αιτητές υπέβαλαν ενστάσεις κατά των εν λόγω φορολογιών, ισχυριζόμενοι ότι λανθασμένα βασίσθησαν στην αναλογική αξία του κάθε οικοπέδου αντί στην αγοραία αξία όπως είχε καθορισθεί με τη γενική εκτίμηση. Ο Διευθυντής μελέτησε και απέρριψε τις ενστάσεις με βάση το ότι ίσχυαν οι πρόνοιες του άρθρου 6(α)(ΙΙ) του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου και απέστειλε προς τους Αιτητές τις Τελικές Ειδοποιήσεις Επιβολής Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών οι οποίες και αποτελούν το αντικείμενο των προσφυγών.
Η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τους Αιτητές στη γραπτή αγόρευσή του είναι ότι η εκτίμηση της αναλογικής αξίας κάθε οικοπέδου στην οποία βασίσθηκε η φορολογία αντίκειται προς τις διατάξεις του άρθρου 6(α) του περί Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου, αναφοράς γενομένης και στη νομολογία, και ότι η φορολογία πρέπει να υπολογισθεί πάνω στη γενική εκτίμηση.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία στη γραπτή αγόρευσή της προβάλλει τη θέση ότι ο Διευθυντής βασίσθηκε μεν στη γενική εκτίμηση απλώς υπολόγισε δε την αξία του κάθε οικοπέδου χωριστά, σύμφωνα με το άρθρο 6.
Υπάρχει μόνο πρωτόδικη νομολογία επί του θέματος, η οποία όμως ακολουθεί δύο αντίθετες κατευθύνσεις που συνιστούν και τις θέσεις των δύο πλευρών. Στην υπόθεση Ατταλίδου ν. Δημοκρατίας, Πρ. Αρ. 517/93, 18.7.1995, στην οποία βασίζεται ιδιαίτερα η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία, ο Παπαδόπουλος, Δ., διατύπωσε την ακόλουθη άποψη στις σελίδες 3-4:
"Ο Διευθυντής Κτηματολογίου στον προσδιορισμό της αξίας του ακινήτου, κατά την 1.1.80, έλαβε υπόψη του πρώτο, τη γενική εκτίμηση του Κτηματολογίου ως προς την άξια του κατά την 1.1.80 όπως ήταν, δηλαδή ως χωράφι, υπολόγισε την αναλογική αξία του οικοπέδου και πρόσθεσε πάνω στην αξία αυτή τα έξοδα διαχωρισμού του.
Είναι η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας πως η μέθοδος αυτή είναι λανθασμένη, παράνομη και αντισυνταγματική και πως ο Διευθυντής του Κτηματολογίου έπρεπε να υπολογίσει την αξία του οικοπέδου αυτού ως οικόπεδο και να βασισθεί πάνω στην επανεκτίμηση που έγινε πολύ αργότερα από την 1.1.80.
Δεν μπορώ να συμφωνήσω με το δικηγόρο της αιτήτριας γιατί η επανεκτίμηση αυτή έγινε με βάση την αξία του κτήματος αυτού υπό τη μορφή του οικοπέδου και όχι ως χωράφι, όπως ήταν στην πραγματικότητα κατά την 1.1.1980. Κατά τη γνώμη μου, ο Νόμος είναι καθαρός και δεν επιδέχεται άλλης ερμηνείας.
Κατά την κρίση μου, ο Διευθυντής Κτηματολογίου ενήργησε νόμιμα, λογικά και δίκαια υπό τις περιστάσεις, με βάση την ισχύουσα νομοθεσία.
Παρόμοιο πρόβλημα αντιμετώπισα στην υπόθεση Δημητράκης Φακοντής ν. Δημοκρατίας, στην Προσφυγή Αρ. 211/91, ημερομηνίας 24.9.93 και η αντιμετώπιση μου ήταν ακριβώς η ίδια όπως και σήμερα. Στην υπό εξέταση υπόθεση δεν έχω πεισθεί από τα επιχειρήματα του ευπαιδεύτου δικηγόρου της αιτήτριας να αλλάξω γνώμη."
Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Αιτητές στηρίζεται στην υπόλοιπη νομολογία. Στη Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 A.A.Δ. 824, ο Κωνσταντινίδης, Δ., είχε την άποψη ότι, όπως ανάφερε στις σελίδες 830-831:
"Αναζητούμε την αξία του ακινήτου που διατέθηκε, ως συγκεκριμένου εδαφικού χώρου. Αυτή η αξία πρέπει να καθορίζεται από το Κτηματολόγιο στο πλαίσιο γενικής εκτίμησης, όπως ορίζει ο Νόμος. Ο Έφορος δεν εκτιμά την αξία. Εφαρμόζει το Νόμο πάνω στη βάση υπάρχουσας γενικής εκτίμησης από το Κτηματολόγιο. Χωρίς αυτή τη γενική εκτίμηση του ακινήτου που διατίθεται, δεν υπάρχει το υπόβαθρο για τον υπολογισμό του κέρδους από τον Έφορο.
Η γενική εκτίμηση που οδήγησε τον υπολογισμό του κέρδους στην παρούσα υπόθεση δεν ήταν εκτίμηση του ακινήτου που διατέθηκε αλλά κατά πολύ ευρύτερου εδαφικού χώρου. Η εξεύρεση της αξίας του ακινήτου που διατέθηκε με τη διαίρεση που έγινε, ήταν το αποτέλεσμα συλλογισμού του Εφόρου. Αναπόσπαστο στοιχείο αυτού του συλλογισμού ήταν η εξομοίωση, από την άποψη της αξίας, των 19 οικοπέδων στα οποία διαιρέθηκε μεταγενέστερα το κτήμα. Ο Έφορος, αφού εισήξε ο ίδιος ως σχετικό στοιχείο τον αριθμό των οικοπέδων στα οποία διαιρέθηκε το κτήμα εκ των υστέρων (τα οποία είναι αγνώστου εμβαδού, θέσης ή άλλων χαρακτηριστικών), εκτίμησε ότι ο εδαφικός χώρος που διατέθηκε αντιστοιχούσε σε ορισμένο αδιαίρετο μερίδιο.
Κρίνω ότι ο Έφορος δεν έχει τέτοιας μορφής εξουσία. Ο Έφορος οφείλει να ενεργεί πάνω στη βάση δοσμένης εκτίμησης και ο καθορισμός του κέρδους με τον πιο πάνω τρόπο, έγινε καθ' υπέρβαση εξουσίας. Η επιφύλαξη (ιι) στο άρθρο 6 δεν μπορεί να αναμειχθεί στη συζήτηση, αφού και αυτή, προϋποθέτει ορισμένη γενική εκτίμηση από το Κτηματολόγιο. Αν το Κτηματολόγιο λάμβανε υπόψη προσθήκες ή αλλαγές που έγιναν μετά την 1.1.80, ο Έφορος καθηκόντως θα εφάρμοζε την επιφύλαξη."
Ο Κωνσταντινίδης, Δ., και πάλι, στην υπόθεση John Kokkalos & Sons Ltd ν. Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων (1995) 4 A.A.Δ. 1203, ανάφερε τα ακόλουθα στις σελίδες 1215-1216:
"Στην υπόθεση Γεωργίου Α. Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 A.A.Δ. 824 θεώρησα πως υπερέβη τις εξουσίες του ο Διευθυντής όταν προέβη ο ίδιος σε συλλογισμούς προς ανεύρεση της αξίας του ακινήτου κατά τον ουσιώδη χρόνο. Έργο του Διευθυντή είναι η εφαρμογή του Νόμου πάνω στη βάση της Γενικής Εκτίμησης που διενεργήθηκε από το Κτηματολόγιο. Η παράγραφος (ιι) της επιφύλαξης στο άρθρο 6(α) δεν διαφοροποιεί το ρόλο του Διευθυντή και δεν συνιστά "εξαίρεση" με την έννοια αυτή. Τίθεται ζήτημα εφαρμογής της μόνο αν "κατά τη γενική εκτίμηση της ιδιοκτησίας ληφθούν υπόψη οποιεσδήποτε προσθήκες ή αλλαγές που έγιναν μετά την 1 Ιανουαρίου 1980". Σημείο αναφοράς είναι και πάλιν η γενική εκτίμηση και οριστικά δεν αποτελεί αρμοδιότητα του Διευθυντή η διεξαγωγή έρευνας προς διαπίστωση τυχόν προσθηκών ή αλλαγών όταν δεν αναφέρεται σε τέτοιες η γενική εκτίμηση. Ούτε ο Διευθυντής δικαιούται να ερευνήσει πέραν της γενικής εκτίμησης, ουσιαστικά παρακάμπτοντας την, ούτε είναι δυνατό να ελεγχθεί σ' αυτή τη διαδικασία η ορθότητα της γενικής εκτίμησης.
Η γενική εκτίμηση δεν αναφέρεται σε προσθήκες ή αλλαγές που έγιναν μετά την 1η Ιανουαρίου 1980, προσδιορίζει το ποσό των £220.000 λιρών ως την αξία του ακινήτου κατά την πιο πάνω ημερομηνία και ορθά έκρινε ο Διευθυντής πως δεν μπορούσε να την αλλάξει."
Το σκεπτικό της υπόθεσης Γεωργίου υιοθετήθηκε από τον Καλλή, Δ., στην υπόθεση Σωφρονίου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 A.A.Δ. 1489, από τον Αρτεμίδη, Δ., στην υπόθεση Πετράκη ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1997) 4 A.A.Δ. 1629, όπως και από το Νικήτα, Δ., στην υπόθεση Οράτη ν. Δημοκρατίας (1996) 4 A.A.Δ. 2967, ο οποίος προτίμησε την προσέγγιση αυτή από εκείνη στις υποθέσεις Ατταλίδου και Φακοντή. Την προσέγγιση αυτή επεξεργάσθηκε περαιτέρω ο Νικήτας, Δ., στην υπόθεση Πετράκη ν. Δημοκρατίας (Aρ. 2) (1997) 4 A.A.Δ. 2931, στη σελίδα 2934:
"Ο δικηγόρος της αιτήτριας παρέλαβε την παρούσα με τις υποθέσεις Γεωργίου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 A.A.Δ. 824, Kokkalos and Sons Ltd., ανωτέρω Σωφρονίου ν. Δημοκρατίας (1996) 4 A.A.Δ. 1489 και Όλγα Οράτη ν. Δημοκρατίας (1996) 4 A.A.Δ. 2967, που ακυρώθηκαν οι φορολογίες βασικά για το λόγο ότι στηρίχθηκαν σε εκτίμηση και συλλογισμούς του Εφόρου αντί να χρησιμοποιηθεί η γενική εκτίμηση που διενεργεί το Κτηματολόγιο, σύμφωνα με το άρθρο 69. Στην προκείμενη περίπτωση ναι μεν προέβη σε εκτίμηση το Κτηματολόγιο, αλλά δεν εφαρμόστηκε το νόμιμο κριτήριο.
Υποστηρίχθηκε από τον Έφορο ότι οι παραπάνω αποφάσεις διαφοροποιούνται διότι ο Έφορος προέβη σε εκτίμηση σε όλες, ενέργεια που είναι ανεπίτρεπτη από το νόμο. Δεν είναι ορθό το επιχείρημα ότι βασικά ο Έφορος επιχείρησε να ακολουθήσει την ίδια τακτική και σε αυτή την περίπτωση. Είναι το Κτηματολόγιο που καθόρισε την αξία κάθε οικοπέδου, όπως φαίνεται στον κατάλογο Γ, όπου λαμβάνονται υπόψη στον προσδιορισμό της αξίας τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.
Έχω την άποψη ότι από τη στιγμή που η αξία του ένδικου τεμαχίου γης εκτιμήθηκε συνολικά ως ενιαία οντότητα για να καθορισθεί μετέπειτα, πάνω σε αναλογική βάση, η αξία κάθε οικοπέδου, μεταβάλλεται άρδην το βάθρο εκτίμησης. Βγαίνει έξω από το πλαίσιο, που καθόρισε ο νόμος. Η παραπάνω επιφύλαξη δεν κάμνει τίποτε περισσότερο παρά να διευκρινίζει το αληθινό κριτήριο, που είχε κατά νουν ο νομοθέτης, δηλαδή τον προσδιορισμό της αξίας της φορολογικής ύλης την 1/1/80."
Δεν έχω τον παραμικρό ενδοιασμό στην προτίμησή μου της τεκμηριωμένης προσέγγισης της υπόθεσης Γεωργίου και της λοιπής νομολογίας η οποία την υποστηρίζει, έναντι εκείνης της υπόθεσης Ατταλίδη, στην οποία εν πάση περιπτώσει δεν διατυπώνεται συλλογιστική παρά μόνο άποψη. Η προσέγγιση αυτή όχι μόνο βρίσκει ευρύτερη και σημαντική στήριξη στη νομολογία αλλά συνάδει και με τη δική μου αντίληψη της ερμηνείας του Νόμου. Το άρθρο 6(α) μιλά καθαρά ότι το τι εκπίπτει είναι η αξία της ιδιοκτησίας κατά την 1.1.1980, όπως έχει καθορισθεί με τη γενική εκτίμηση δυνάμει του άρθρου 69, και η μετέπειτα αύξηση της λόγω πληθωρισμού. Η ιδιοκτησία είναι ασφαλώς η ίδια η ιδιοκτησία η οποία πωλείται και φορολογείται το κέρδος από τη διάθεσή της, δηλαδή το συγκεκριμένο οικόπεδο, και όχι ως μέρος του αρχικού χωραφιού από το οποίο προήλθε. Η δε αξία της ως οικοπέδου έχει καθορισθεί με βάση το άρθρο 69, στην εκτίμηση με βάση το οποίο παραπέμπει ρητά το άρθρο 6(α). Το να προβαίνει το Κτηματολόγιο σε άλλη εκτίμηση με βάση την αναλογική αξία της ιδιοκτησίας ως μέρους του χωραφιού είναι εντελώς έξω από τα πλαίσια του άρθρου 6(2). Είναι ενδεικτικό δε της αυθαιρεσίας με την οποία ενήργησε η διοίκηση το ότι, στον υπολογισμό του κέρδους, όχι μόνο βασίσθηκε στην εφευρεθείσα αναλογική αξία της γης αλλά και έλαβε υπ' όψη τα έξοδα διαχωρισμού των οικοπέδων αντίθετα με το άρθρο 6(α) το οποίο προνοεί ρητά ότι το μόνο το οποίο λαμβάνεται υπ' όψη πέραν της αξίας κατά την 1.1.1980 είναι η αύξηση της αξίας λόγω πληθωρισμού. Παρεπιμπτόντως, δε, ο ίδιος ο υπολογισμός της αναλογικής αξίας των οικοπέδων αποκαλύπτει το ανεπαρκές του εγχειρήματος και εγείρει αναπάντητα ερωτηματικά: Ενώ η εκτιμηθείσα αξία του μέρους του αρχικού χωραφιού από το οποίο προήλθαν τα 15 οικόπεδα ήταν £96,000, η συνολική αναλογική αξία των 15 οικοπέδων ήταν μόνο £60,000, το ίδιο δε ισχύει για το άλλο μέρος του χωραφιού, το 27552, η εκτιμηθείσα αξία του οποίου ήταν £20,000 ενώ το σύνολο της αναλογικής αξίας των 4 οικοπέδων στα οποία διαχωρίσθηκε ήταν μόνο £7,800.
Δεν βλέπω λοιπόν πώς θα μπορούσα να συμφωνήσω με την ευπαίδευτη συνήγορο της Δημοκρατίας στην εισήγησή της ότι η διοίκηση ενήργησε στα πλαίσια του άρθρου 6. Η περαιτέρω αναφορά της στην επιφύλαξη (ΙΙ) του άρθρου 6 καμιά σχέση δεν έχει με το θέμα μας, όπως παρατηρεί και ο Κωνσταντινίδης, Δ., στη Γεωργίου και στην Kokkalos και ο Νικήτας, Δ., στην Πετράκη, στα ανωτέρω παρατεθέντα αποσπάσματα.
Η κυρία Κλεόπα εισηγήθηκε περαιτέρω ότι οι υποθέσεις Γεωργίου, Kokkalos, Σωφρονίου και Οράτη διαφοροποιούνται από την προκειμένη καθ' όσον οι αποφάσεις εκεί εβασίζοντο στο ότι η αξία είχε υπολογισθεί από τον Έφορο αντί από το Κτηματολόγιο. Αυτό όμως δεν ήταν καθόλου το rationale των αποφάσεων, οι οποίες διατυπώνουν σαφώς τη θέση ότι δεν χωρεί, βάσει του άρθρου 6(α), άλλη εκτίμηση από τη γενική εκτίμηση που έγινε δυνάμει του άρθρου 69, είτε αυτή διενεργείται από τον Έφορο είτε από το Κτηματολόγιο. Αυτό που τονίσθηκε στις εν λόγω αποφάσεις ήταν ότι ο Έφορος οφείλει να ενεργήσει με βάση τη γενική εκτίμηση δυνάμει του άρθρου 69 και όχι με βάση οποιαδήποτε άλλη εκτίμηση. Στη δε υπόθεση Πετράκη (Αρ. 2), η εκτίμηση είχε γίνει από το ίδιο το Κτηματολόγιο και το θέμα ετέθη ακόμα πιο ευθέως. Η ουσία του πράγματος είναι ότι ούτε ο Έφορος ούτε το Κτηματολόγιο μπορούν να προβούν ή να βασισθούν σε οποιαδήποτε νέα εκτίμηση παρά μόνο στην εκτίμηση που έγινε δυνάμει του άρθρου 69 στην οποία και μόνη αναφέρεται ρητά το ίδιο το άρθρο 6(α).
Οι προσφυγές λοιπόν επιτυγχάνουν και οι προσβαλλόμενες αποφάσεις ακυρώνονται.
Η Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα των Αιτητών.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.