ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 4 ΑΑΔ 716
17 Ιουνίου, 1999
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΙΩΑΝΝΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση
(Υπόθεση Αρ. 632/96)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Τελικός κατάλογος ― Δυνατότητα συμπερίληψης σε αυτόν μη συστηθέντων υποψηφίων με αιτιολογημένη απόφαση της Ε.Δ.Υ. βάσει του Άρθρου 33(8) του Ν. 1/90 ― Αόριστη και γενική αιτιολογία κατά την επανεξέταση με την προσθήκη και νέων λόγων κρίνεται υπό τις περιστάσεις αναξιόπιστη και ανεπαρκής.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συνεντεύξεις ― Αιτιολογία εντυπώσεων ― Χρησιμοποίηση προσωπικών σημειώσεων των μελών της Ε.Δ.Υ. ― Δυνατή και ανέλεγκτο το περιεχόμενο των σημειώσεων ― Μόνη περίπτωση ελέγχου η καθαρή και εκτεταμένη διάσταση μεταξύ των σημειώσεων και της παρεχόμενης αιτιολογίας.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Συνεντεύξεις ― Αιτιολογία ― Απαιτείται αιτιολόγηση των συνεντεύξεων βάσει του Άρθρου 33(14) του Ν. 1/90 ― Ουσιώδης τύπος ― Ωφείλει να εμφαίνεται στο σώμα της πράξης ― Φραστικές γενικότητες για όλους τους υποψηφίους, με αναφορά σε απροσδιόριστα πράγματα δεν αποτελεί δέουσα αιτιολογία.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Επανεξέταση μετά από ακυρωτική απόφαση ― Σύνθετη διοικητική ενέργεια ― Η επανεξέταση θα πρέπει να γίνει από το σημείο της διαδικασίας στο οποίο επήλθε ακύρωση, στην προκειμένη περίπτωση από τον καταρτισμό του τελικού καταλόγου της Ε.Δ.Υ. ― Τα μεταγενέστερα συμπαρασύρθηκαν σε ακυρότητα και θα έπρεπε να επαναληφθούν.
Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του την απόφαση προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους, μετά από επανεξέταση της υπόθεσης που ακολούθησε την ακυρωτική απόφαση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Το πρώτο θέμα που προκύπτει είναι κατά πόσο η Ε.Δ.Υ. έχει κατά την επανεξέταση επαρκώς αιτιολογήσει την περίληψη από την ίδια του κ. Χριστοδουλίδη στον τελικό κατάλογο. 1. Κατ' αρχή είναι φανερό από τα πρακτικά ότι το τι έκανε η ΕΔΥ ήταν να αιτιολογήσει την τότε περίληψη του κ. Χριστοδουλίδη στον τελικό κατάλογο. Την προηγούμενη φορά η παρασχεθείσα αιτιολογία για την περίληψη από την Ε.Δ.Υ. του κ. Χριστοδουλίδη και δύο άλλων στον τελικό κατάλογο, ήταν ότι "δεν υστερούσαν σε αξία και προσόντα σε σύγκριση με μερικούς από τους συστηθέντες", που δεν εκρίθη επαρκής αφού ήταν γενική και αόριστη. Δεν θεωρείται ότι η παρασχεθείσα τώρα αιτιολογία διορθώνει τα πράγματα. Την προηγούμενη φορά η Ε.Δ.Υ. αναφέρθηκε σε δύο στοιχεία ως η βάση της αιτιολογίας της - την αξία και τα προσόντα. Τώρα δεν αναφέρεται καθόλου στην αξία, αφού εισάγει άλλο στοιχείο, τη βαθμολογία στη γραπτή εξέταση. Αυτό εγείρει ερωτήματα αναφορικά με την όλη αξιοπιστία της παρασχεθείσας αιτιολόγησης, δίδοντας τουλάχιστον την εντύπωση ότι επιδιώκεται εκ των υστέρων εφεύρεση αιτιολογίας σε αναφορά μάλιστα με στοιχεία που δεν εθίγησαν την προηγούμενη φορά και χωρίς ένδειξη του πως τώρα η ΕΔΥ υπομνήσθηκε τις διαστάσεις τους. Ενώ, και αν ακόμα η αναφορά στη βαθμολογία εκρίνετο ως αναφορά στην αξία, η αναφορά στην ίδια τη βαθμολογία δεν προσθέτει οτιδήποτε στην τότε εκφρασθείσα άποψη ότι "δεν υστερούσαν σε αξία". Για το άλλο στοιχείο, τα προσόντα, η αναφορά είναι εξ ίσου γενική και αόριστη όπως και πριν ("δεν υστερούν σε προσόντα έναντι των υποψηφίων που περιλήφθησαν ......."). Η Ε.Δ.Υ. εισάγει δε τώρα και τρίτο στοιχείο στην προτεινόμενη αιτιολόγηση, την προηγούμενη επαγγελματική πείρα, που επίσης δεν εμφανίζετο καθόλου στην προηγούμενη αιτιολογία. Ισχύουν και γι' αυτό τα όσα αναφέρθηκαν σε σχέση με την αξία, με ότι περαιτέρω ισχύει, πέραν του ότι και η ίδια η αναφορά ότι "δεν υστερούν ή/και υπερέχουν σε προηγούμενη επαγγελματική πείρα" είναι γενική και αόριστη και μάλιστα στο διαζευτικό "ή/και". Η συνολική άποψη του Δικαστηρίου είναι ότι η Ε.Δ.Υ. απλώς προέβη σε μια διατύπωση αιτιολογίας που ούτε συνέπεια προς την προηγούμενη της διατύπωση έχει, και επομένως ούτε και αξιοπιστία, αλλά ούτε και είναι επαρκής με βάση τις αρχές της νομολογίας (ίδε: Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574) σε σχέση με την εμβέλεια της απαιτούμενης από το Άρθρο 33(8) αιτιολογίας.
2. Η άλλη πτυχή της ακυρωτικής απόφασης αφορά την αιτιολόγηση της εντύπωσης της ΕΔΥ για τη γενική απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση. Δεν υπάρχει αμφιβολία, μετά την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Σωτηρίου ν. Κολοκοτρώνη, αλλά και σε αναφορά με τις αρχές της νομολογίας γενικά (ίδε: Republic v. Maratheftis (1986) 3 (B) C.L.R. 1402, P.S.C. v. Potoudes (1987) 3 (C) C.L.R. 1591), ότι οι προσωπικές σημειώσεις των μελών της Ε.Δ.Υ. μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να βοηθηθεί η μνήμη των μελών στην καταγραφή της αιτιολογίας έστω και αν δεν αποτελούσαν μέρος των πρακτικών. Ούτε, όπως απεφάνθη το δικαστήριο, μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά το περιεχόμενο των σημειώσεων.
Το θέμα του ελέγχου του περιεχομένου των σημειώσεων, έχει ιδιαίτερη αναφορά στην εισήγηση του κ. Αγγελίδη ότι οι σημειώσεις ενός μέλους της Ε.Δ.Υ. περιέχουν μόνο μια γενική αξιολόγηση με βαθμό 78ΠΠΚ για τον κ. Αντωνίου και 81Ε για τον κ. Χριστοδουλίδη, ενώ και εκείνες του Προέδρου περιέχουν μόνο βαθμολογία και γενικές κρίσεις ΠΚ, ΠΠΚ και Ε στους επί μέρους τομείς της αξιολόγησης. Αυτό είναι σωστό όμως κατά την άποψη του Δικαστηρίου ο Νικολάου, Δ., στη δική του σύμφωνη απόφαση στην Κολοκοτρώνης (ανωτέρω) είχε υπ' όψη του αυτή την περίπτωση στα πλαίσια της δυνατότητας επέμβασης του δικαστηρίου, παρά μάλλον την περίπτωση καθαρής και εκτεταμένης διάστασης μεταξύ του συνόλου των σημειώσεων και της βάσει αυτών παρεχόμενης αιτιολογίας, που δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.
3. Παραμένει το ουσιαστικό ερώτημα κατά πόσο η παρεχόμενη τώρα αιτιολογία είναι επαρκής για σκοπούς του Άρθρου 33(14). Την προηγούμενη φορά η Ε.Δ.Υ. είχε απλώς χαρακτηρίσει τους υποψηφίους ως "πολύ καλός", "πάρα πολύ καλός", ή "εξαίρετος" ανάλογα. Αυτή τη φορά η Ε.Δ.Υ. παραθέτει και πάλι την πιο πάνω γενική της εκτίμηση για κάθε υποψήφιο και ακολούθως προβαίνει σε επί μέρους σχόλια, τα οποία όμως δεν θεωρείται ότι πληρώνουν το κενό της αιτιολογίας. Η αιτιολόγηση της εντύπωσης της Ε.Δ.Υ. προβλέπεται από το Νόμο και συνιστά έτσι ουσιώδη τύπο της πράξης, οφείλει δε να εμφαίνεται πλήρως στο σώμα της.
Η παρεχόμενη στην προκειμένη περίπτωση αιτιολόγηση δεν εκφεύγει των ορίων συνηθισμένων φραστικών γενικοτήτων που εκφράζονται για όλους τους υποψηφίους με ανάλογο βαθμό έμφασης σε αναφορά με τέτοια εξίσου απροσδιόριστα πράγματα όπως γνώσεις, έκφραση, κρίση, προσωπικότητα, χωρίς αναφορά στο υπόβαθρο που θα προσέδιδε και σημασία στο δικαστικό έλεγχο. Η αιτιολόγηση της εντύπωσης της Ε.Δ.Υ. κατά τη γνώμη του Δικαστηρίου δεν μπορεί να προκύπτει είτε από το ό,τι παρατίθεται σε μερικές γραμμές είτε μονολεκτικά είτε από την απλή επεξεργασία της με καταληκτικές απόψεις. Άλλως ποιο νόημα θα είχε ο δικαστικός έγχος, αν η επάρκεια της αιτιολόγησης εκρίνετο με βάση το μήκος και τη φραστική δομή της διατύπωσής της.
4. Υπάρχει ακόμα ένας λόγος για το οποίο η απόφαση της Ε.Δ.Υ. υπόκειται σε ακύρωση. Η ακυρωτική απόφαση ανάγεται στο στάδιο της περίληψης του κ. Χριστοδουλίδη στον τελικό κατάλογο. Προκειμένου περί σύνθετης διοικητικής ενέργειας, η ακύρωση επέρχεται αναδρομικά από το στάδιο της ενδιάμεσης αυτής πλημμελούς πράξης που συνιστούσε και ουσιώδη τύπο της σύνθετης διοικητικής ενέργειας.
Από το στάδιο εκείνο λοιπόν το διοικητικό όργανο έχει υποχρέωση να ακολουθήσει και πάλι την από το νόμο προβλεπόμενη διαδικασία με βάση τα τότε δεδομένα, αφού η ακυρωτική απόφαση συμπαρασύρει ό,τι ακολουθεί το στάδιο της ακύρωσης. Αυτό δεν έπραξε η Ε.Δ.Υ. αφού μετά από την καταγραφή της αιτιολογίας της για περίληψη του κ. Χριστοδουλίδη στον τελικό κατάλογο, ενήργησε με βάση τα όσα είχαν ακολουθήσει το στάδιο εκείνο. Συγκεκριμένα και ιδιαίτερα η Ε.Δ.Υ. ώφειλε να διεξάγει νέα προσωπική συνέντευξη των υποψηφίων, αφού το στάδιο της προηγούμενης τοιαύτης έπετο του καταρτισμού του τελικού καταλόγου και έτσι είχε ακυρωθεί και εξαφανισθεί εξ υπαρχής μαζί με την ακύρωση της περίληψης του κ. Χριστοδουλίδη στον τελικό κατάλογο. Η διαδικασία του Άρθρου 33 ώφειλε λοιπόν να επαναληφθεί από το σημείο της παροχής αιτιολογίας για την περίληψη του κ. Χριστοδουλίδη στον τελικό κατάλογο, αφού τα όσα είχαν τότε ακολουθήσει δεν υπήρχαν πλέον ως δεδομένα.
H προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες Υποθέσεις:
Σωτηρίου ν. Κολοκοτρώνη (1998) 3 Α.Α.Δ. 452,
Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574,
Republic v. Maratheftis (1986) 3 (B) C.L.R. 1402,
P.S.C. v. Potoudes (1987) 3 (C) C.L.R. 1591,
Κολοκοτρώνη ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1997) 4 Α.Α.Δ. 1817,
Δημοκρατία ν. Αναστασιάδου-Vantieghem (1995) 3 Α.Α.Δ. 119,
Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 365/98 κ.ά., ημερ. 12/5/99,
Ευθυμίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 992,
Καραολή ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 129/98, ημερ. 31/12/98,
Σιακαλλή-Τζιακούρη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 223,
Ελισσαίου v. Δημοκρατίας (1997) 4 A.A.Δ. 1889,
Mytides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 737,
Republic v. Safirides (1985) 3 C.L.R. 163,
Πετρώνδας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 507.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος προάχθηκε μετά από επανεξέταση στη θέση Μηχανολόγου Μηχανικού 2ης τάξης.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
E. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Γ. Γεωργίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Cur. adv. vult.
ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Η προσφυγή αυτή ακολουθεί άλλη μεταξύ των ιδίων, την 36/94, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της ΕΔΥ με την οποία προήχθη το Ενδιαφερόμενο Μέρος κ. Χριστοδουλίδης στη θέση Μηχανολόγου Μηχανικού 2ης τάξης. Η ακύρωση επήλθε ως εκ του ότι η απόφαση της ΕΔΥ για τη συμπερίληψη του κ. Χριστοδουλίδη στον τελικό κατάλογο και η γενική εντύπωση της ΕΔΥ ως προς την απόδοση των υποψηφίων κατά την τελική προφορική εξέταση δεν αιτιολογήθησαν σύμφωνα με το Νόμο. Το παράπονο του Αιτητή κ. Αντωνίου στην παρούσα προσφυγή είναι ότι η ΕΔΥ, εκτός του ότι καθυστέρησε κατά ενάμισυ χρόνο να προβεί σε επανεξέταση μετά την ακυρωτική απόφαση, αποσπώντας εν τω μεταξύ τον κ. Χριστοδουλίδη στην εν λόγω θέση και προκαλώντας έτσι άλλη προσφυγή (την 841/95) εναντίον της απόσπασης, έλαβε την προσβαλλόμενη απόφαση αυθαίρετα και ευνοϊκά υπέρ του κ. Χριστοδουλίδη, τα προσόντα του οποίου δεν ερεύνησε δεόντως για να διαπιστώσει ότι δεν κατείχε τα από το σχέδιο υπηρεσίας απαιτούμενα, και παραγνωρίζοντας την έκδηλα υπέρτερη αξία, προσόντα και πείρα του κ. Αντωνίου.
Όντως, φαίνεται ότι η ΕΔΥ, αν και έλαβε γνώση της ακυρωτικής απόφασης στη συνεδρία της 1.3.1995, οπότε και αποφάσισε να προβεί σε επανεξέταση το συντομότερο δυνατό, εν τούτοις ανεξήγητα δεν επανήλθε παρά μόνο στη συνεδρία της 2.5.1996, δηλαδή δεκατέσσερις μήνες μετά. Μη σχολιάζοντας όμως περαιτέρω το θέμα αφού δεν είναι του παρόντος, παρατηρώ ότι στα πρακτικά αναφέρεται ότι η ΕΔΥ ασχολήθηκε με την επανεξέταση των δύο θεμάτων που εγείροντο στην ακυρωτική απόφαση. Αναφορικά με τον τελικό κατάλογο, η ΕΔΥ επαναβεβαίωσε την απόφασή της να συμπεριλάβει σε αυτό τον κ. Χριστοδουλίδη και δύο άλλους υποψήφιους που δεν είχαν περιληφθεί στον προκαταρκτικό κατάλογο από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, προσφέροντας ως αιτιολογία το ότι στην προφορική εξέταση ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής είχαν βαθμολογηθεί οριακά χαμηλότερα από τους άλλους τέσσερις που είχαν περιληφθεί, ενώ στη γραπτή εξέταση είχαν βαθμολογηθεί υψηλότερα από δύο άλλους υποψηφίους που είχαν περιληφθεί στον προκαταρκτικό κατάλογο, ούτε υστερούσαν σε προσόντα των περιληφθέντων πλην ενός, ενώ υπερείχαν ή/και δεν υστερούσαν σε προηγούμενη επαγγελματική πείρα άλλων τριών περιληφθέντων. Αναφορικά με τη γενική εντύπωση της ΕΔΥ των υποψηφίων, η ΕΔΥ προχώρησε στην καταγραφή της αιτιολόγησης της αξιολόγησης της προφορικής εξέτασης που είχε διεξαχθεί τότε με βάση τις πρόχειρες προσωπικές σημειώσεις που το κάθε μέλος της κατείχε και που ετηρούντο ταυτόχρονα με την εξέταση. Για τον κ. Αντωνίου η αξιολόγηση είχε ως εξής:
"Αντωνίου Ιωάννης: Πάρα πολύ καλός. Πολύ ικανοποιητικό επίπεδο γνώσεων, περιλαμβανομένων γνώσεων που σχετίζονται με διοικητικά και οργανωτικά θέματα. Εκφράζεται με σαφήνεια και είναι ώριμος, με ικανοποιητικό επίπεδο κρίσης. Ευγενικός ως προσωπικότητα."
Και για τον κ. Χριστοδουλίδη ως εξής:
"Χριστοδουλίδης Χριστάκης: Εξαίρετος. Εξαίρετο επίπεδο γνώσεων. Έχει ολοκληρωμένες γνώσεις και ορθές απόψεις πάνω σε θέματα που σχετίζονται με οργάνωση και διοίκηση. Πολύ σαφής και αναλυτικός στις απαντήσεις του και στο χειρισμό των διαφόρων θεμάτων και υποστηρίζει πλήρως τις απόψεις που εκφράζει. Ψηλό επίπεδο κρίσης. Ευχάριστη προσωπικότητα, με ηγετικά χαρίσματα."
Ακολούθως η ΕΔΥ, αφού διαπίστωσε ότι κανένας από τους υποψηφίους δεν διέθετε το προνοούμενο στο σχέδιο υπηρεσίας πλεονέκτημα, προέβη στη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Αναφέρεται στα πρακτικά ότι ελήφθησαν υπ' όψη τα αποτελέσματα της γραπτής και προφορικής εξέτασης που διεξήγαγε η Συμβουλευτική Επιτροπή, η απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της ΕΔΥ προφορική εξέταση, οι υπηρεσιακές εκθέσεις, τα προσόντα και η πείρα των υποψηφίων, όπως και η αρχαιότητά τους με βάση την οποία ο κ. Χριστοδουλίδης ήταν αρχαιότερος του κ. Αντωνίου. Καταλήγοντας στην απόφασή της, η ΕΔΥ αναφέρει τα ακόλουθα:
"Επιλέγοντας το Χριστοδουλίδη, η Επιτροπή σημείωσε ότι αυτός συγκέντρωσε ψηλή βαθμολογία στη γραπτή εξέταση που διεξήγαγε η Συμβουλευτική Επιτροπή, αξιολογήθηκε ως "Πολύ καλός - Εξαίρετος" στην προφορική εξέταση, που έγινε από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και ως "Εξαίρετος" από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση, στο ψηλότερο δηλαδή επίπεδο, και επιπλέον είναι ο πρώτος σε αρχαιότητα μεταξύ των υποψηφίων που είναι δημόσιοι υπάλληλοι.
................................................................................................
Η Επιτροπή δεν παρέλειψε επίσης να σημειώσει τη μακρόχρονη πείρα του υποψήφιου Αντωνίου Ιωάννη, σημείωσε όμως ότι η πείρα αυτή αποκτήθηκε σε θέσεις Τεχνικού Προσωπικού και ακολούθως στη θέση Εκπαιδευτή, Ανώτερο Τεχνολογικό Ινστιτούτο, θέση για την οποία δεν απαιτείται Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση, ενώ η πείρα του Χριστοδουλίδη, αν και μικρότερης διάρκειας, αποκτήθηκε σε πιο υπεύθυνες και σχετικές θέσεις και κατά τον ουσιώδη χρόνο αυτός κατείχε τη θέση Επιθεωρητή Πλοίων, Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας, για την οποία απαιτείται Πανεπιστημιακό Δίπλωμα. Η Επιτροπή σημείωσε τέλος ότι ο Χριστοδουλίδης αξιολογήθηκε ψηλότερα από τον Αντωνίου κατά την ενώπιον της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας προφορική εξέταση και προηγείται σε αρχαιότητα, και έκρινε ότι ο Χριστοδουλίδης γενικά υπερέχει και είναι ο πιο κατάλληλος για διορισμό στην υπό πλήρωση θέση."
Τέλος, η ΕΔΥ απεφάσισε ότι, με την αποδοχή του διορισμού από τον κ. Χριστοδουλίδη, η από 13.6.1995 απόσπασή του στην εν λόγω θέση θα θεωρείται τερματισθείσα.
Στη γραπτή του αγόρευση, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον κ. Αντωνίου εισηγείται ότι η παρεχόμενη από την ΕΔΥ αιτιολογία για συμπερίληψη του κ. Χριστοδουλίδη στον τελικό κατάλογο δεν θεραπεύει τη διαπιστωθείσα στην ακυρωτική απόφαση έλλειψη αιτιολογίας αφού αποτελεί απλή γενική αναμόρφωση των τότε λεχθέντων στα οποία και δεν προσθέτει οτιδήποτε ουσιαστικό. Ο κ. Αγγελίδης εισηγείται επίσης ότι, εν πάση περιπτώσει, μετά την ακυρωτική απόφαση η ΕΔΥ είχε υποχρέωση να επανεξετάσει το θέμα εξ υπαρχής, ακολουθώντας όλες τις διαδικασίες που προβλέπονται στο άρθρο 33 του Νόμου 1/1990, περιλαμβανομένων του καταρτισμού νέου τελικού καταλόγου, της επανακλήσεως του Διευθυντή και της διεξαγωγής νέας προφορικής εξέτασης ενώπιον της ΕΔΥ. Περαιτέρω, ο κ. Αγγελίδης εισηγείται ότι η ΕΔΥ δεν μπορούσε να παρέχει εκ των υστέρων αιτιολόγηση της γενικής της εντύπωσης για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση με βάση τις πρόχειρες προσωπικές σημειώσεις των μελών, υποδεικνύοντας ότι αυτές δεν αποτέλεσαν μέρος των πρακτικών όταν ετηρήθησαν, και μάλιστα προ τριετίας, ούτε συνιστούν τη συλλογική άποψη της ΕΔΥ. Ακόμα δε, ότι και η διατυπωθείσα εντύπωση της ΕΔΥ με βάση τις εν λόγω σημειώσεις παραμένει αναιτιολόγητη. Προχωρώντας, ο κ. Αγγελίδης εισηγείται ότι η απόφαση της ΕΔΥ είναι αναιτιολόγητη ως αντίθετη προς τα στοιχεία των φακέλων και ότι εδόθη υπέρμετρη βαρύτητα στην ενώπιον της ΕΔΥ προφορική εξέταση. Ο κ. Αγγελίδης εγείρει και θέμα έλλειψης δέουσας έρευνας και πλάνης της ΕΔΥ όσον αφορά την κατοχή του προνοούμενου από το σχέδιο υπηρεσίας πλεονεκτήματος από τον κ. Αντωνίου, καθώς και όσον αφορά την κατοχή από τον κ. Χριστοδουλίδη του απαιτούμενου από το σχέδιο υπηρεσίας πανεπιστημιακού διπλώματος ή τίτλου στη Μηχανολογία.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία στη γραπτή της αγόρευση εισηγείται ότι με την κατάθεση των προσωπικών σημειώσεων των μελών της ΕΔΥ, που αποτελούσαν περιεχόμενο του φακέλου, κατέστη δυνατή και παρεσχέθη η προηγούμενη ελλείπουσα αιτιολογία. Ότι δεν υπήρχε υποχρέωση στην ΕΔΥ να ακολουθήσει εξ υπαρχής όλες τις διαδικασίες του άρθρου 33 αφού η προηγούμενη απόφαση ακυρώθηκε μόνο λόγω έλλειψης αιτιολογίας. Ότι ορθώς έκρινε η ΕΔΥ ότι ο κ. Χριστοδουλίδης είχε αρχαιότητα έναντι του κ. Αντωνίου, και ότι τόσο η μη κατοχή του προνοούμενου από το σχέδιο υπηρεσίας πλεονεκτήματος από τον κ. Αντωνίου όσο και η κατοχή του προνοούμενου από το σχέδιο υπηρεσίας πανεπιστημιακού πτυχίου στη Μηχανολογία αποτελούν δεδικασμένο ως έτσι αποφασισθέντα στην ακυρωτική απόφαση στην προσφυγή 36/94.
Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι σχολιάζουν περαιτέρω το θέμα των προσωπικών σημειώσεων των μελών της ΕΔΥ σε αναφορά με την απόφαση της Ολομέλειας Σωτηρίου ν. Κολοκοτρώνη (1998) 3 A.A.Δ. 452, και την άλλη σχετική νομολογία.
Το πρώτο θέμα που προκύπτει είναι κατά πόσο η ΕΔΥ έχει τώρα επαρκώς αιτιολογήσει την περίληψη από την ίδια του κ. Χριστοδουλίδη στον τελικό κατάλογο. Κατ' αρχή είναι φανερό από τα πρακτικά ότι το τι έκανε η ΕΔΥ ήταν να αιτιολογήσει την τότε περίληψη του κ. Χριστοδουλίδη στον τελικό κατάλογο. Την προηγούμενη φορά η παρασχεθείσα αιτιολογία για την περίληψη από την ΕΔΥ του κ. Χριστοδουλίδη και δύο άλλων στον τελικό κατάλογο ήταν ότι "δεν υστερούσαν σε αξία και προσόντα σε σύγκριση με μερικούς από τους συστηθέντες", που δεν εκρίθη επαρκής αφού ήταν γενική και αόριστη. Δεν θεωρώ ότι η παρασχεθείσα τώρα αιτιολογία διορθώνει τα πράγματα. Την προηγούμενη φορά η ΕΔΥ αναφέρθηκε σε δύο στοιχεία ως η βάση της αιτιολογίας της - την αξία και τα προσόντα. Τώρα δεν αναφέρεται καθόλου στην αξία, αφού εισάγει άλλο στοιχείο, τη βαθμολογία στη γραπτή εξέταση. Αυτό εγείρει ερωτήματα αναφορικά με την όλη αξιοπιστία της παρασχεθείσας αιτιολόγησης, δίδοντας τουλάχιστον την εντύπωση ότι επιδιώκεται εκ των υστέρων εφεύρεση αιτιολογίας σε αναφορά μάλιστα με στοιχεία που δεν εθίγησαν την προηγούμενη φορά και χωρίς ένδειξη του πως τώρα η ΕΔΥ υπομνήσθηκε τις διαστάσεις τους. Ενώ, και αν ακόμα η αναφορά στη βαθμολογία εκρίνετο ως αναφορά στην αξία, η αναφορά στην ίδια τη βαθμολογία δεν προσθέτει οτιδήποτε στην τότε εκφρασθείσα άποψη ότι "δεν υστερούσαν σε αξία". Για το άλλο στοιχείο, τα προσόντα, η αναφορά είναι εξ ίσου γενική και αόριστη όπως και πριν ("δεν υστερούν σε προσόντα έναντι των υποψηφίων που περιλήφθησαν ......."). Η ΕΔΥ εισάγει δε τώρα και τρίτο στοιχείο στην προτεινόμενη αιτιολόγηση, την προηγούμενη επαγγελματική πείρα, που επίσης δεν εμφανίζετο καθόλου στην προηγούμενη αιτιολογία. Ισχύουν και γι' αυτό τα όσα ανάφερα σε σχέση με την αξία, με έτι περαιτέρω ισχύ, πέραν του ότι και η ίδια η αναφορά ότι "δεν υστερούν ή/και υπερέχουν σε προηγούμενη επαγγελματική πείρα" είναι γενική και αόριστη και μάλιστα στο διαζευτικό "ή/και". Η συνολική μου άποψη είναι ότι η ΕΔΥ απλώς προέβη σε μια διατύπωση αιτιολογίας που ούτε συνέπεια προς την προηγούμενη της διατύπωση έχει, και επομένως ούτε και αξιοπιστία, αλλά ούτε και είναι επαρκής με βάση τις αρχές της νομολογίας (ίδε: Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574) σε σχέση με την εμβέλεια της απαιτούμενης από το άρθρο 33(8) αιτιολογίας. Το άρθρο 33(8) απαιτεί όπως η ΕΔΥ μπορεί να περιλάβει στον τελικό κατάλογο υποψηφίους που δεν περιλαμβάνονται στον προκαταρκτικό μόνο με αιτιολογημένη απόφαση της. Η πρόνοια αυτή τονίζει τη σημασία της διαδικασίας ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής η οποία, ως εκ της σύστασής της όπως προβλέπεται στο άρθρο 32, είναι και επαΐουσα και σε μοναδική θέση να κρίνει τη συνολική καταλληλότητα των υποψηφίων, η ίδια δε η δική της σύσταση πρέπει να είναι επαρκώς αιτιολογημένη δυνάμει του άρθρου 33(6). Στην προκειμένη περίπτωση είναι δεδομένη η επάρκεια της αιτιολογίας της σύστασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η παρασχεθείσα από την ΕΔΥ αιτιολογία για ανατροπή της δεν είναι επαρκής.
Η άλλη πτυχή της ακυρωτικής απόφασης αφορά την αιτιολόγηση της εντύπωσης της ΕΔΥ για τη γενική απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση. Δεν υπάρχει αμφιβολία, μετά την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Σωτηρίου ν. Κολοκοτρώνη, ανωτέρω, αλλά και σε αναφορά με τις αρχές της νομολογίας γενικά (ίδε: Republic v. Maratheftis (1986) 3 (B) C.L.R. 1402, P.S.C. v. Potoudes (1987) 3 (C) C.L.R. 1591), ότι οι προσωπικές σημειώσεις των μελών της ΕΔΥ μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για να βοηθηθεί η μνήμη των μελών στην καταγραφή της αιτιολογίας έστω και αν δεν αποτελούσαν μέρος των πρακτικών. Ούτε, όπως απεφάνθη το δικαστήριο, μπορεί να ελεγχθεί δικαστικά το περιεχόμενο των σημειώσεων, αφού, όπως το έθεσε στην σελ. 457:
"Στις σημειώσεις αυτές καταγράφεται η νοητική λειτουργία και η προσωπική αξιολόγηση του κάθε μέλους. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις με φράσεις ή λέξεις, που αποτελούν κλειδιά για τον ίδιο τον γράψαντα μόνο, και που δεν μπορούν να αποκρυπτογραφηθούν από τον αναγνώστη. Η νοητική λειτουργία των μελών δεν ελέγχεται. Ελέγχεται η απόφαση και η αιτιολογία, όπως διαμορφώνεται μετά από τη συζήτηση του συλλογικού οργάνου."
Δεν συμφωνώ με την άποψη αυτή, θεωρώντας ορθή την άποψη του Καλλή, Δ., πρωτοδίκως (Κολοκοτρώνη ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1997) 4 Α.Α.Δ. 1817, αν και δεσμεύομαι από αυτή στην άσκηση της παρούσας δικαιοδοσίας μου. Αν είναι οι σημειώσεις που καθιστούν δυνατή την εκ των υστέρων παροχή αιτιολογίας (και θα χρειαζόταν τεράστια προσπάθεια να πεισθώ ότι απλώς βοηθούν τη μνήμη των μελών μετά από χρόνια, στη διάρκεια των οποίων η ΕΔΥ ασφαλώς προέβη σε πολύ μεγάλο αριθμό συνεντεύξεων), τότε οι σημειώσεις πρέπει να συνιστούν και το κριτήριο ελέγχου της έτσι παρεχόμενης αιτιολογίας. Άλλως, εκμηδενίζεται η σημασία της επιταγής του άρθρου 33(14) ότι η γενική εντύπωση της ΕΔΥ καταγράφεται στα πρακτικά και αιτιολογείται. Η άρνηση δικαστικού ελέγχου των σημειώσεων σε συσχετισμό με την παρεχόμενη αιτιολογία ουσιαστικά επιτρέπει την κατά το δοκούν και αρμόζον στην περίσταση εκ των υστέρων διαμόρφωση της επιδιωκόμενης αιτιολογίας και εύλογα επιτρέπει την εντύπωση ότι η υποχρέωση της ΕΔΥ να συμμορφωθεί πραγματικά με την ακυρωτική απόφαση μπορεί να καλύπτεται πίσω από το ανεξέλεγκτο των δεδομένων της και ότι η έλλειψη αιτιολογίας μπορεί τυπικά να διορθωθεί με μια φραστική διατύπωση που δεν ελέγχεται.
Ο Νικολάου, Δ., στη δική του σύμφωνη απόφαση παρατήρησε ότι η χρήση των σημειώσεων δεν αποκλείει εντελώς το δικαστικό έλεγχο τους ως εμφανώς μη συνάδουσες με τη βάσει αυτών παρεχόμενη αιτιολογία. Όπως το έθεσε στις σελίδες 458-459:
"Ενώ οι σημειώσεις δεν αποτελούν μέρος του προβλεπόμενου πρακτικού, εντούτοις όπου γίνεται επίκληση σ' αυτές για την ανανέωση μνήμης και τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου προς επιβεβαίωση της έλευσης αυτής της δυνατότητας, δεν θα απέκλεια χρήση του περιεχομένου τους όπου με αυτό αντικατοπτρίζεται ευκρινώς ορισμένη κατάσταση. Χρήση όχι άμεσα συναρτημένη με την ουσία οποιασδήποτε πτυχής της ληφθείσας απόφασης αλλά σε σχέση με το κατά πόσο έχει ή όχι νόημα η επίκληση.
Το ζητούμενο δεν είναι βέβαια το κατά πόσο υπάρχει επί μέρους αντιστοιχία μεταξύ σημείωσης και τελικής τοποθέτησης. Γιατί μεσολαβεί η ελευθερία συλλογισμού - με τη συμβολή και της συζήτησης όπου πρόκειται για συλλογικό όργανο - που μπορεί να επιφέρει μεταβολή. Ας πάρουμε όμως και την περίπτωση οξείας και ανεξήγητης διάστασης. Την περίπτωση όπου το ευκρινές περιεχόμενο των σημειώσεων όλων των μελών συλλογικού οργάνου μηδενίζει τον ένα υποψήφιο και τοποθετεί στην κορυφή της πυραμίδας τον άλλο. Η εν τέλει πλήρης αναστροφή χωρίς ο,τιδήποτε άλλο, θα έθετε, όπως μου φαίνεται, αναπόφευκτα ερωτηματικό τουλάχιστο αναφορικά με το κατά πόσο εκπληρώθηκε ο σκοπός των σημειώσεων. Είναι με μια τέτοια προοπτική που, κατά τη γνώμη μου, το Δικαστήριο διατηρεί δυνατότητα να προβεί σε χρήση του περιεχομένου των σημειώσεων. Δεν προκύπτει όμως κάτι τέτοιο εδώ."
Συμφωνώ με την προσέγγιση αυτή και ως λογική και ως συνάδουσα με την ανάγκη τελικής διατήρησης του δικαστικού ελέγχου, και θα την επέκτεινα σε κάθε πτυχή του πράγματος που έχει να κάνει με την αντικειμενική αντιστοιχία της αιτιολογίας προς τις σημειώσεις.
Το θέμα αυτό έχει ιδιαίτερη αναφορά στην εισήγηση του κ. Αγγελίδη ότι οι σημειώσεις ενός μέλους της ΕΔΥ περιέχουν μόνο μια γενική αξιολόγηση με βαθμό 78ΠΠΚ για τον κ. Αντωνίου και 81Ε για τον κ. Χριστοδουλίδη, ενώ και εκείνες του Προέδρου περιέχουν μόνο βαθμολογία και γενικές κρίσεις ΠΚ, ΠΠΚ και Ε στους επί μέρους τομείς της αξιολόγησης. Αυτό είναι σωστό, δεν νομίζω όμως ότι ο Νικολάου, Δ., είχε υπ' όψη του αυτή την περίπτωση στα πλαίσια της δυνατότητας επέμβασης του δικαστηρίου, παρά μάλλον την περίπτωση καθαρής και εκτεταμένης διάστασης μεταξύ του συνόλου των σημειώσεων και της βάσει αυτών παρεχόμενης αιτιολογίας, που δεν συμβαίνει στην προκειμένη περίπτωση.
Παραμένει βέβαια το ουσιαστικό ερώτημα κατά πόσο η παρεχόμενη τώρα αιτιολογία είναι επαρκής για σκοπούς του άρθρου 33(14). Την προηγούμενη φορά η ΕΔΥ είχε απλώς χαρακτηρίσει τους υποψηφίους ως "πολύ καλός", "πάρα πολύ καλός", ή "εξαίρετος" ανάλογα. Αυτή τη φορά η ΕΔΥ παραθέτει και πάλι την πιο πάνω γενική της εκτίμηση για κάθε υποψήφιο και ακολούθως προβαίνει σε επί μέρους σχόλια, τα οποία όμως δεν θεωρώ ότι πληρώνουν το κενό της αιτιολογίας. Η αιτιολόγηση της εντύπωσης της ΕΔΥ προβλέπεται από το Νόμο και συνιστά έτσι ουσιώδη τύπο της πράξης, οφείλει δε να εμφαίνεται πλήρως στο σώμα της. Όπως υπέδειξε ο Κωνσταντινίδης, Δ., στην ακυρωτική απόφαση του στη σελ. 5:
"Οι καθ' ων η αίτηση και το ενδιαφερόμενο μέρος εισηγήθηκαν πως η αιτιολογία που δόθηκε είναι αρκετή γιατί, αντίθετα προς την περίπτωση των συστάσεων των προϊσταμένων, ο Νόμος απαιτεί απλή και όχι ειδική αιτιολογία. Δεν υπάρχει περιθώριο για τέτοια διάκριση. Ο Νόμος αναφέρεται σε "αιτιολογημένη σύσταση" και σε "αιτιολογημένη απόφαση". Το απλό μήνυμα είναι πως χρειάζεται να αποκαλύπτει η ίδια η απόφαση το συγκεκριμένο λόγο που οδήγησε στη διαμόρφωσή της, χωρίς αοριστίες και γενικότητες."
Η αρχή του πράγματος έχει τονισθεί επανειλημμένα στη νομολογία. Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αναστασιάδου-Vantieghem (1995) 3 Α.Α.Δ. 119 ο Αρτεμίδης, Δ., ο οποίος έδωσε την απόφαση, είπε τα ακόλουθα στη σελ. 126:
"Το γεγονός πως καθορίστηκαν γενικά κριτήρια, για την αξιολόγηση των υποψηφίων στη συνέντευξη, δεν σημαίνει πως αυτά αποτελούν την αιτιολογία για την απόδοση του καθενός τη συνέντευξη.
Δεν κρίνουμε ορθό να κάμουμε νύξη ως προς το πώς, κατά την άποψή μας, θα ικανοποιούνταν οι πρόνοιες του Νόμου αναφορικά με την αιτιολογία. Εναπόκειται στα αρμόδια όργανα να διατυπώνουν την αιτιολογία της απόφασης τους σύμφωνα με το νόμο, έχοντας πάντα υπόψη πως βασικός σκοπός της αιτιολογίας είναι ο έλεγχος της απόφασης από το Δικαστήριο.
Αντιλαμβανόμαστε πως τα διοικητικά όργανα επιφορτίζονται με ένα βαρύ και δύσκολο έργο, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν, όπως και στην παρούσα υπόθεση, πάρα πολλοί υποψήφιοι. Είμαστε όμως όλοι υποχρεωμένοι να εφαρμόζουμε πιστά τις διατάξεις του νόμου."
Εκρίθη δε ότι η σημείωση που ακολουθούσε τη γενική εντύπωση δεν προσέθετε οτιδήποτε στην περιγραφή της.
Παραπέμπω επίσης στην υπόθεση Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, Προσφ. Αρ. 365/98 και 402/98, ημερ. 12.5.1999, στην οποία ο Καλλής, Δ., αναφέρθηκε στις προηγούμενες αποφάσεις του στις υποθέσεις Ευθυμίου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 4 Α.Α.Δ. 992 και Καραολή ν. Δημοκρατίας, Προσφ. Αρ. 129/98, ημερ. 31.12.1998. Στην Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας είχε πει τα ακόλουθα:
"Η απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση είναι ένα από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη κατά τη διαδικασία επιλογής του πιο κατάλληλου υποψήφιου (βλ. άρθρο 34(9) του Νόμου).
Η καταγραφή της γενικής εντύπωσης όσο αφορά την απόδοση των υποψηφίων σε προφορική εξέταση αποτελεί επιταγή του άρθρου 34(10) του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο η εντύπωση "καταγράφεται στα πρακτικά και αιτιολογείται". Έχω την άποψη πως σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του άρθρου 34(10) του Νόμου μετά την προφορική εξέταση πρέπει να γίνει πρώτα η καταγραφή της γενικής εντύπωσης και ν' ακολουθήσει η αιτιολόγησή της (Βλ. και Χατζηχάννα κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 3/97, 51/97, 149/97/19.6.98).
Έχω παραθέσει το μέρος των πρακτικών της Ε.Δ.Υ. το οποίο, σύμφωνα με την ίδια την Ε.Δ.Υ. - αποτελεί την αιτιολογία της αξιολόγησης της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση (βλ. σελ. 722-723).
Θεωρώ ότι η τελευταία στήλη η οποία αφορά τη 'Γενική αξιολόγηση' αποτελεί απλώς καταγραφή της γενικής εντύπωσης. Στην περίπτωση του αιτητή αυτή ήταν 'Πολύ καλή' και στην περίπτωση του Ε.Μ. 'Πάρα πολύ καλή+'. Το ίδιο ισχύει και με τις προηγούμενες 5 στήλες. Καταγράφουν την εντύπωση σε σχέση με τα στοιχεία της γνώσης, έκφρασης, επικοινωνίας, νοητικών ικανοτήτων και άλλων στοιχείων της προσωπικότητας. Ελλείπει παντελώς η οποιαδήποτε αιτιολογία της γενικής εντύπωσης όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση. Η πορεία που έχει υιοθετήσει η Ε.Δ.Υ. - η καταγραφή της εντύπωσης σε στήλες - δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 34(10) του Νόμου. Ακολουθεί πως η Ε.Δ.Υ. έχει ενεργήσει κατά παράβαση του άρθρου 34(10) του Νόμου.
Εφόσο η απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση αποτελεί ανεξάρτητο και αυτοτελές στοιχείο κρίσης αυτή αποτελεί και συστατικό στοιχείο της πράξης προαγωγής απαραίτητο για την τελείωση της. Στην απουσία έγκυρης αιτιολόγησης της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση η πράξη είναι ατελής, γεγονός που την αποστερεί νομικού κύρους. Η αιτιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση αποτελεί ουσιώδη νομοθετικό τύπο για την κατάρτιση της πράξης προαγωγής, παρέκκλιση από τον οποίο καθιστά την πράξη άκυρη (Βλ. Αργύρη ν. Ε.Δ.Υ. (1995) 4(Β) Α.Α.Δ. 845 - απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε και Στασινόπουλου 'Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων', σελ. 216, Βλ. και Λεωνίδου κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 385)."
Η παρεχόμενη στην προκειμένη περίπτωση αιτιολόγηση δεν εκφεύγει των ορίων συνηθισμένων φραστικών γενικοτήτων που εκφράζονται για όλους τους υποψηφίους με ανάλογο βαθμό έμφασης σε αναφορά με τέτοια εξ ίσου απροσδιόριστα πράγματα όπως γνώσεις, έκφραση, κρίση, προσωπικότητα, χωρίς αναφορά στο υπόβαθρο που θα προσέδιδε και σημασία στο δικαστικό έλεγχο. Είμαι της γνώμης ότι η αιτιολόγηση της εντύπωσης της ΕΔΥ δεν μπορεί να προκύπτει είτε από το ό,τι παρατίθεται σε μερικές γραμμές αντί μονολεκτικά είτε από την απλή επεξεργασία της με καταληκτικές απόψεις. Άλλως, ποιο νόημα θα είχε ο δικαστικός έλεγχος, αν η επάρκεια της αιτιολόγησης εκρίνετο με βάση το μήκος και την φραστική δομή της διατύπωσής της.
Υπάρχει ακόμα ένας λόγος για τον οποίο η απόφαση της ΕΔΥ υπόκειται σε ακύρωση. Η ακυρωτική απόφαση ανάγεται στο στάδιο της περίληψης του κ. Χριστοδουλίδη στον τελικό κατάλογο. Προκειμένου περί σύνθετης διοικητικής ενέργειας, η ακύρωση επέρχεται αναδρομικά από το στάδιο της ενδιάμεσης αυτής πλημμελούς πράξης που συνιστούσε και ουσιώδη τύπο της σύνθετης διοικητικής ενέργειας (ίδε: Τζιακούρη-Σιακαλλή v. Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 223 (απόφαση της Ολομέλειας), Ελισσαίου v. Δημοκρατίας (1997) 4 A.A.Δ. 1889, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-1959, σελ. 280). Από το στάδιο εκείνο λοιπόν το διοικητικό όργανο έχει υποχρέωση να ακολουθήσει και πάλι την από το νόμο προβλεπόμενη διαδικασία με βάση τα τότε δεδομένα, αφού η ακυρωτική απόφαση συμπαρασύρει ό,τι ακολουθεί το στάδιο της ακύρωσης (ίδε: Mytides v. Republic (1988) 3 C.L.R. 737, Republic v. Safirides (1985) 3 C.L.R. 163). Αυτό δεν έπραξε η ΕΔΥ, αφού, μετά από την καταγραφή της αιτιολογίας της για περίληψη του κ. Χριστοδουλίδη στον τελικό κατάλογο, ενήργησε με βάση τα όσα είχαν ακολουθήσει το στάδιο εκείνο. Συγκεκριμένα, και ιδιαίτερα, η ΕΔΥ ώφειλε να διεξάγει νέα προσωπική συνέντευξη των υποψηφίων αφού το στάδιο της προηγούμενης τοιαύτης έπετο του καταρτισμού του τελικού καταλόγου και έτσι είχε ακυρωθεί και εξαφανισθεί εξ υπαρχής μαζί με την ακύρωση της περίληψης του κ. Χριστοδουλίδη στον τελικό κατάλογο. Η διαδικασία του άρθρου 33 ώφειλε λοιπόν να επαναληφθεί από το σημείο της παροχής αιτιολογίας για την περίληψη του κ. Χριστοδουλίδη στον τελικό κατάλογο αφού τα όσα είχαν τότε ακολουθήσει δεν υπήρχαν πλέον ως δεδομένα.
Δεν κρίνω σκόπιμο να ασχοληθώ με τους υπόλοιπους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης. Θα έλεγα όμως, αναφορικά με το εύλογα επιτρεπτό της τελικής απόφασης της ΕΔΥ, ότι, όπως παρατηρήθηκε και στην ακυρωτική απόφαση, είναι προφανής η σημασία που προσδόθηκε στην ενώπιον της ΕΔΥ προσωπική συνέντευξη, αφού ο κ. Αντωνίου όχι μόνο είχε καλύτερη επίδοση από τον κ. Χριστοδουλίδη στο γραπτό όσο και στον προφορικό διαγωνισμό που διεξήγαγε η Συμβουλευτική Επιτροπή αλλά και συστήθηκε από αυτή. Εγείρεται λοιπόν καθαρά θέμα απόδοσης από την ΕΔΥ υπέρμετρης βαρύτητας στην προσωπική συνέντευξη (ίδε: Πετρώνδας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1999) 4 Α.Α.Δ. 507, και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία).
Και μια τελευταία παρατήρηση. Στις 1.3.1995 η ΕΔΥ έλαβε γνώση της ακυρωτικής απόφασης. Στις 13.6.1995 απέσπασε τον κ. Χριστοδουλίδη στην εν λόγω θέση. Και δεν προέβη σε συμμόρφωση παρά μόνο στις 2.5.1996. Ο μέσος πολίτης δικαιούται να έχει την εντύπωση ότι η ΕΔΥ όχι μόνο απέτυχε στο καθήκον της να συμμορφωθεί το συντομώτερο δυνατό με την ακυρωτική απόφαση αλλά και ότι είχε προαποφασίσει εμμονή στην αρχική και ακυρωθείσα επιλογή της.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Η Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα του κ. Αντωνίου.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.