ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 4 ΑΑΔ 500
19 Μαΐου, 1999
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 1030/96)
ΜΑΡΙΟΣ ΠΑΠΑΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 80/97)
ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΤΣΙΟΥΛΛΟΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 113/97)
ΣΤΕΛΛΑ ΚΟΝΤΟΥ,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 1030/96, 80/97, 113/97)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Συμβουλευτική Επιτροπή ― Η διαδικασία ενώπιόν της και η ετοιμασία αιτιολογημένης έκθεσης, είναι υποχρεωτική βάσει του Άρθρου 33(6) του Ν. 1/90 ― Η παράκαμψη της διαδικασίας αυτής κατά την επανεξέταση αποτελεί παράβαση του νόμου και ακυρώνει όλη τη διαδικασία.
Οι αιτητές προσέβαλαν την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας να διορίσει τα ενδιαφερόμενα μέρη αντί τους ιδίους, μετά από επανεξέταση ακυρωτικής απόφασης, στη θέση Διοικητικού Λειτουργού, αναδρομικά από 20/4/93.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Η μη εκ νέου παραπομπή του θέματος ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής για ετοιμασία και υποβολή σχετικής αιτιολογημένης έκθεσης στα πλαίσια της επανεξέτασης, προβάλλεται ως ένας από τους λόγους ακυρότητας της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης. Η θέση των αιτητών είναι ότι η συγκεκριμένη παράλειψη συνιστά παράβαση των προνοιών του Άρθρου 33(6) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90) η οποία επιφέρει την ακυρότητα της πράξης. Στην Τζιακούρη - Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (απόφαση διευρυμένης Ολομέλειας) εξετάστηκε θέμα παρόμοιο με αυτό που εγείρεται τώρα στις υπό εξέταση συνεκδικαζόμενες προσφυγές.
Το Ανώτατο Δικαστήριο δέχθηκε την εισήγηση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα με την παρατήρηση πως δεν είχε οποιαδήποτε πρακτική σημασία το κατά πόσο η διαδικασία της Συμβουλευτικής Επιτροπής που ρητά προβλέπεται από το νόμο συνιστά όρο ή ουσιώδη τύπο. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η Επιτροπή είχε καθήκον να παραπέμψει το θέμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή γιατί ο νόμος 1/90 καθιστά τούτο υποχρεωτικό. "Η Συμβουλευτική Επιτροπή μπορούσε να επανασυσταθεί, με διαφορετική σύνθεση, με σκοπό τη διερεύνηση των προσόντων των υποψηφίων και την ετοιμασία του καταλόγου που προβλέπεται από το Άρθρο 34(6), χωρίς βέβαια να λάβει υπόψη τα αποτελέσματα της συνέντευξης των υποψηφίων. Η διαδικασία αυτή δεν μπορούσε να παρακαμφθεί". Καταλήγοντας, το Ανώτατο Δικαστήριο, αποφάσισε πως η Επιτροπή ενήργησε κατά παράβαση του Άρθρου 34(6) του Νόμου 1/90 και ότι η ΕΔΥ τελούσε σε ουσιώδη πλάνη όταν θεώρησε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν μπορούσε να επανασυσταθεί και να ετοιμάσει νέο κατάλογο.
Με την απόφαση στη Τζιακούρη - Σιακαλλή (ανωτέρω) η διάσταση η οποία μέχρι προ τινός υπήρχε στη νομολογία επί του θέματος πράγματι έχει αρθεί. Κατ' ανάλογη εφαρμογή του λόγου (ratio decidendi) της Τζιακούρη-Σιακαλλή, το Δικαστήριο αποφαίνεται πως και στην προκείμενη περίπτωση θα έπρεπε να είχε συγκληθεί νέα Συμβουλευτική Επιτροπή για να προβεί στα δέοντα με βάση το Άρθρο 33(6) του νόμου, εφόσον η προηγουμένως δοθείσα σύσταση ήταν άκυρη. Η παράλειψη επιδρά καταλυτικά επί του κύρους της προσβαλλόμενης απόφασης.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1027,
Σιακαλλή-Τζιακούρη ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 223.
Προσφυγές.
Προσφυγές εναντίον της απόφασης της�Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας με την οποία διόρισε, κατόπιν επανεξέτασης, τα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Διοικητικού Λειτουργού, Γενικό Διοικητικό Προσωπικό,�Γενικές Κατηγορίες Προσωπικού, αναδρομικά από 20.4.93 αντί των αιτητών.
Μ. Παπαχριστοδούλου, Αιτητής στην Υπόθεση αρ. 1030/96 παρουσιάζεται προσωπικά.
A. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές στις Υποθέσεις αρ. 80/97 και 113/97.
Α. Χριστοφόρου, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Ν. Οικονομίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος Μ. Αναστασιάδου σε όλες τις υποθέσεις.
Τ. Παπαδόπουλος. για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1 (Α. Χριστοδουλίδου) στις Υποθέσεις αρ. 80/97 και 113/97.
Γ. Τριανταφυλλίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 2 (Λ. Γωγάκη) στις Υποθέσεις αρ. 80/97 και 113/97.
Πασπαλλίδης, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 5 (Α. Τσιαπάρη) στις Υποθέσεις αρ. 80/97 και 113/97.
Cur. adv. vult.
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Με τις συνεκδικαζόμενες αυτές προσφυγές, προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής "η ΕΔΥ") με την οποία, κατόπιν επανεξέτασης, ύστερα από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ελένη Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1027, διόρισε τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Αννα Χριστοδουλίδου, Λαμπρινή Γωγάκη, Μαρία Καμένου, Κυριάκο Κρέκο, Αννα Τσιαπάρη και Μαρία Χίννη Αναστασιάδου στη θέση Διοικητικού Λειτουργού (Τακτ. Προϋπ.), Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, Γενικές Κατηγορίες Προσωπικού, αναδρομικά από 20.4.93 αντί των αιτητών. Συγκεκριμένα οι αιτητές στις προσφυγές 80/97 και 113/97 προσβάλλουν το διορισμό όλων των ενδιαφερόμενων προσώπων ενώ ο αιτητής στην προσφυγή 1030/96 προσβάλει το διορισμό του ενδιαφερόμενου προσώπου Μαρίας Χίνη Αναστασιάδου. Η προσβαλλόμενη διοικητική απόφαση δημοσιεύθηκε στις 6.12.96 στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.
Η ΕΔΥ, κατά τη διαδικασία της επανεξέτασης, ζήτησε από το Διευθυντή Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού επανάληψη της διαδικασίας πλήρωσης των θέσεων από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Και αυτό, καθώς αναφέρεται στη σχετική επιστολή, "..... επειδή, σύμφωνα με εύρημα του Δικαστηρίου, υπήρξε ουσιώδης παράλειψη της καταγραφής στα πρακτικά της Συμβουλευτικής Επιτροπής της αιτιολογίας της απόδοσης των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση."
Ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού πληροφόρησε την ΕΔΥ ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή αδυνατούσε να καταγράψει την αιτιολογία της απόδοσης των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση επειδή μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής που έλαβαν τότε μέρος στην προφορική εξέταση δεν είχαν τις σημειώσεις που τήρησαν για τους σκοπούς εκείνης της διαδικασίας. Πρόσθετα, ο Διευθυντής πληροφόρησε την ΕΔΥ ότι η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής στο μεταξύ είχε αλλάξει λόγω αφυπηρέτησης ενός εκ των μελών της.
Κατόπιν των ανωτέρω και επειδή η γενική εντύπωση αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων που είχαν προσέλθει στην ενώπιον της ΕΔΥ σε προφορική εξέταση, όπως καταγράφηκε στα πρακτικά, κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο αναιτιολόγητη η ΕΔΥ προχώρησε στην αιτιολόγηση της γενικής εντύπωσης σε σχέση με την απόδοση ενός εκάστου των υποψηφίων χωριστά. Έγινε ανταλλαγή απόψεων με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία και καταγράφηκαν η αξιολόγηση και η τελική κρίση στην οποία κατέληξαν τα μέλη της ΕΔΥ κατά την προφορική εξέταση.
Στις 8.11.96 "για σκοπούς επανεξέτασης" η ΕΔΥ αποφάσισε να συμπεριλάβει στον κατάλογο των υποψηφίων και την Στέλλα Κοντού - αιτήτρια στη συνεκδικαζόμενη προσφυγή 113/97 - η οποία διορίστηκε στη θέση Διοικητικού Λειτουργού από 1.9.92 και ο διορισμός της ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο χωρίς να καταστεί δυνατός ο επαναδιορισμός της κατά την επανεξέταση για την πλήρωση της θέσης.
Η ΕΔΥ έχοντας υπόψη τα καθήκοντα και τις ευθύνες καθώς και το επίπεδο της υπό πλήρωση θέσης αποφάσισε να αποδώσει το βάρος που αρμόζει στα επιμέρους στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη και να σταθμίσει ένα έκαστο από τα στοιχεία επιλογής με βάση τις 100 μονάδες ως εξής:
(α) Ειδικός γραπτός διαγωνισμός 70%.
(β) Προσόντα 10%.
(γ) Σχετική πείρα 20%.
Η ΕΔΥ αποφάσισε επίσης να αποδώσει στάθμιση 20 μονάδων επιπλέον για την επίδοση στην προφορική εξέταση που έγινε στις 22.2.93, 23.2.93 και 3.3.93 με βάση την αξιολόγηση που έγινε στις 29.10.96. Επιμετρήθηκαν οι μονάδες που πήρε ο κάθε υποψήφιος και αφού λήφθηκαν υπόψη τα στοιχεία που αφορούν όλους τους υποψηφίους ήτοι τα αποτελέσματα του ειδικού γραπτού διαγωνισμού, τα προσόντα και η πείρα, κρίθηκαν ως επικρατέστεροι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα στα οποία προσφέρθηκε ο διορισμός αναδρομικά από 20.4.93.
Η μη εκ νέου παραπομπή του θέματος ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής για ετοιμασία και υποβολή σχετικής αιτιολογημένης έκθεσης στα πλαίσια της επανεξέτασης, προβάλλεται ως ένας από τους λόγους ακυρότητας της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης. Η θέση των αιτητών είναι ότι η συγκεκριμένη παράλειψη συνιστά παράβαση των προνοιών του άρθρου 33(6) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90) η οποία επιφέρει την ακυρότητα της πράξης. Στην Χρύσα Τζιακούρη-Σιακαλλή ν. Δημοκρατίας (1999) 3 Α.Α.Δ. 223 (απόφαση διευρυμένης Ολομέλειας) εξετάστηκε θέμα παρόμοιο με αυτό που εγείρεται τώρα στις υπό εξέταση συνεκδικαζόμενες προσφυγές.
Στην Χρύσα Τζιακούρη-Σιακαλλή (ανωτέρω) η ΕΔΥ προήγαγε κατόπιν επανεξέτασης το ενδιαφερόμενο πρόσωπο στη μόνιμη θέση Επιμελητή (Ακτινολογίας) Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίας Δημόσιας Υγείας. Η ΕΔΥ προχώρησε στην επανεξέταση με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο χωρίς την εκ νέου παραπομπή του θέματος στη Συμβουλευτική Επιτροπή. Η αιτήτρια ισχυρίστηκε, πως η ΕΔΥ, εσφαλμένα αποφάσισε να μη συνέλθει νέα Συμβουλευτική Επιτροπή και ότι η συγκεκριμένη απόφαση αποτελεί παράβαση του άρθρου 34(9) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 (Ν. 1/90).
Η επί του θέματος νομολογία ήταν μέχρι τότε διϊστάμενη. Στην Χρύσα Τζιακούρη-Σιακαλλή (ανωτέρω) ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας κάλεσε την Ολομέλεια να δεχθεί πως η παράλειψη σύγκλησης της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατά τη διαδικασία της επανεξέτασης, συνιστά παράλειψη τήρησης ουσιώδους τύπου εφόσον η τοιαύτη σύγκληση απαιτείται ρητά από το νόμο. Το Ανώτατο Δικαστήριο δέχθηκε την εισήγηση του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα με την παρατήρηση πως δεν είχε οποιαδήποτε πρακτική σημασία το κατά πόσο η διαδικασία της Συμβουλευτικής Επιτροπής που ρητά προβλέπεται από το νόμο συνιστά όρο ή ουσιώδη τύπο. Το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η Επιτροπή είχε καθήκον να παραπέμψει το θέμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή γιατί ο νόμος 1/90 καθιστά τούτο υποχρεωτικό. "Η Συμβουλευτική Επιτροπή μπορούσε να επανασυσταθεί, με διαφορετική σύνθεση, με σκοπό τη διερεύνηση των προσόντων των υποψηφίων και την ετοιμασία του καταλόγου που προβλέπεται από το άρθρο 34(6), χωρίς βέβαια να λάβει υπόψη τα αποτελέσματα της συνέντευξης των υποψηφίων. Η διαδικασία αυτή δεν μπορούσε να παρακαμφθεί." Καταλήγοντας, το Ανώτατο Δικαστήριο, αποφάσισε πως η Επιτροπή ενήργησε κατά παράβαση του άρθρου 34(6) του Νόμου 1/90 και ότι η ΕΔΥ τελούσε σε ουσιώδη πλάνη όταν θεώρησε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν μπορούσε να επανασυσταθεί και να ετοιμάσει νέο κατάλογο.
Με την απόφαση στην Χρύσα Τζιακούρη-Σιακαλλή (ανωτέρω) η διάσταση η οποία μέχρι προ τινός υπήρχε στη νομολογία επί του θέματος πράγματι έχει αρθεί. Κατ' ανάλογη εφαρμογή του λόγου (ratio decidendi) της Χρύσας Τζιακούρη-Σιακαλλή (ανωτέρω) αποφαίνομαι πως και στην προκείμενη περίπτωση θα έπρεπε να είχε συγκληθεί νέα Συμβουλευτική Επιτροπή για να προβεί στα δέοντα με βάση το άρθρο 33(6) του νόμου εφόσον η προηγουμένως δοθείσα σύσταση ήταν άκυρη. Η παράλειψη, επιδρά καταλυτικά επί του κύρους της προσβαλλόμενης απόφασης. Παρέλκει η εξέταση των άλλων λόγων ακυρότητας της επίδικης απόφασης που επικαλούνται οι αιτητές.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Τα έξοδα σε βάρος των καθ' ων η αίτηση.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.