ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 4 ΑΑΔ 357

29 Απριλίου, 1999

[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΡΕΒEΚΚΑ ΠΑΠΑΔAΚΗ,

(Αιτήτρια στην Υπόθεση Αρ. 167/97),

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

(Αιτητής στην Υπόθεση Αρ. 231/97),

ΒΡΥΩΝΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

(Αιτητής στην Υπόθεση Αρ. 290/97),

ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,

(Αιτητής στην Υπόθεση Αρ. 309/97),

1. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ,

2. ΕΛΕΝΗ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ,

3. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

4. ΡΟΛΑΝΔΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,

(Αιτητές στην Υπόθεση 343/97),

ΜΑΡΙΟΣ ΚΑΡΑΚΟΚΚΙΝΟΣ,

(Αιτητής στην Υπόθεση Αρ. 371/97),

v.

ΑΡΧΗΣ ΛΙΜΕΝΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ' ης η αίτηση.

(Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 167/97, 231/97, 290/97, 309/97, 343/97, 371/97)

 

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Αρχή Λιμένων Κύπρου ― Διορισμοί ― Οι περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Αύξησις των Μισθών και Αναδιάρθρωσις του Μισθολογίου των Θέσεων) Κανονισμοί του 1982 ―Για τους διορισμούς ισχύει ο περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμος του 1990 (Ν. 1/90) ― Προφορικές Συνεντεύξεις ενώπιον της Υπηρεσιακής Επιτροπής ― Αιτιολογία Αξιολόγησης ― Παράλειψη αιτιολόγησης καθιστά την τελική απόφαση του Συμβουλίου που την έλαβε υπόψη, άκυρη ― Η ακυρότητα δεν επεκτείνεται και στους διαδίκους, για τους οποίους ίσχυε το δεδικασμένο, ότι οι αξιολογήσεις ορθά λήφθηκαν υπόψη από το Συμβούλιο.

Αναθεωρητική Δικαιοδοσία ― Δεδικασμένο ― Προκύπτει σε υποθέσεις μεταξύ των ίδιων διαδίκων για το ίδιο ζήτημα ― Inter partes.

Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Γραπτές εξετάσεις ― Η χάραξη ορίου συνιστά νόμιμο τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας, για επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου ― Πρέπει όμως να γίνεται υπό το φως και των λοιπών στοιχείων για σκοπούς ισορροπίας.

Οι αιτητές προσέβαλαν την απόφαση της καθ' ης η αίτηση, με την οποία κατά την δέυτερη επανεξέταση μετά από δύο ακυρωτικές αποφάσεις, αποφάσισε τον διορισμό των ενδιαφερομένων προσώπων, αντί των ιδίων.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας μερικώς την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

1.  Στις προσφυγές υπ' αρ. 167/97, 290/97, 309/97 και 343/97 τέθηκε και συζητήθηκε ως ένας από τους λόγους ακύρωσης και το ότι η Υπηρεσιακή Επιτροπή δεν αιτιολόγησε τη γενική εντύπωση για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση. Προέχει η εξέταση αυτού του λόγου που αφορά το προπαρασκευαστικό στάδιο. Το Άρθρο 33(14) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 διαλαμβάνει ότι:

     "Η γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Επιτροπής αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά της καθεμιάς Επιτροπής και αιτιολογείται."

     Στην προκείμενη περίπτωση η Υπηρεσιακή Επιτροπή που συστάθηκε, κατ' αναλογία προς τη Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία ενεργεί βάσει του Άρθρου 33 του Νόμου και η οποία όφειλε να είχε ενεργήσει κατά τον ίδιο τρόπο - βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Βασιλείου κ.ά. - δεν αιτιολόγησε την εντύπωσή της. Αυτό είναι αδιαμφισβήτητο.

     Ωστόσο η Αρχή επικαλέστηκε, αναφορικά με αυτό το ζήτημα, δεδικασμένο που δημιούργησε η δικαστική απόφαση στην προσφυγή υπ' αρ. 932/94. Σε εκείνη την υπόθεση απασχόλησε πρώτα από όλα, το κατά πόσο το Συμβούλιο της Αρχής νομίμως είχε λάβει υπόψη την Έκθεση της Υπηρεσιακής Επιτροπής. Αρχικά οι εκεί αιτητές υπέβαλαν ότι η όλη διαδικασία θα έπρεπε να είχε επαναληφθεί εξ υπαρχής. Όμως εν τέλει ο συνήγορός τους συμφώνησε, όπως αναφέρεται στην απόφαση, "ότι η Έκθεση της Επιτροπής (Παράρτημα Η) καλώς συνεκτιμήθηκε με τα άλλα στοιχεία της υπόθεσης". Το Δικαστήριο σημείωσε δε ότι ο συνήγορος ορθά ήταν που συμφώνησε. Φαίνεται ότι, παρά την εν τέλει σύγκληση απόψεων επί του εν λόγω ζητήματος, με την εν λόγω απόφαση εκφράστηκε επί του ζητήματος δικαστική κρίση. Δημιουργήθηκε ως εκ τούτου δεδικασμένο ως προς την από κάθε άποψη χρήση της Έκθεσης της Υπηρεσιακής Επιτροπής παρόλο που, όπως διαπιστώθηκε από το φάκελο της υπόθεσης το οποίο διεξήλθε το Δικαστήριο, το ζήτημα που είχε τεθεί δεν άγγιζε, ειδικά το πρόβλημα της αιτιολόγησης. Αφορούσε άλλη πτυχή. Εν τούτοις, σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας στην Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης, δεδικασμένο υπάρχει αφού το πρόβλημα της αιτιολόγησης θα μπορούσε να είχε τεθεί από τους τότε διαδίκους. Το δεδικασμένο περιορίζεται ωστόσο σε μόνο τους ίδιους διαδίκους, όπως άλλωστε επανέλαβε και η Ολομέλεια στην υπόθεση Παπαδόπουλος (ανωτέρω) όπου λέχθηκαν σχετικά τα εξής:

     ".. Δημιουργήθηκε δεδικασμένο από την προηγούμενη απόφαση σε υποθέσεις μεταξύ των ιδίων διαδίκων για το ίδιο ζήτημα. Και εννοούμε δεδικασμένο Inter partes."

     Από τους παρόντες αιτητές, αιτητές στην προσφυγή υπ' αρ. 932/94 στην οποία εκδόθηκε η υπό συζήτηση δικαστική απόφαση ήταν μόνο οι Κυριάκος Μ. Κωνσταντίνου, αιτητής τώρα στην προσφυγή υπ' αρ. 231/97 και ο Βρυώνης Κωνσταντίνου αιτητής τώρα στην προσφυγή υπ' αρ. 290/97. Συνεπώς το δεδικασμένο καλύπτει μόνο τις δικές τους περιπτώσεις, όχι και εκείνες των αιτητών στις άλλες τώρα συνεκδικαζόμενες προσφυγές.

     Ενόψει αυτής της διάκρισης αναφορικά με το δεδικασμένο, το ζήτημα της έλλειψης αιτιολόγησης της γενικής εντύπωσης της Υπηρεσιακής Επιτροπής για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση μπορεί να εξεταστεί σε μόνο τρεις από τις τέσσερις προσφυγές στις οποίες ηγέρθη, ήτοι στις υπ' αρ/ 167/97, 309/97 και 343/97 όπου οι αιτητές δεν δεσμεύονται με δεδικασμένο, ενώ στην προσφυγή υπ' αρ. 290//97 ο αιτητής δεσμεύεται.

     Αυτά όσον αφορά τους αιτητές. Ως προς το Συμβούλιο της Αρχής είναι σαφές ότι από τη στιγμή που υπήρχε το δεδικασμένο, έστω και αν αυτό προέκυψε σε σχέση με μόνο μερικούς από τους υποψηφίους, η Αρχή ήταν υποχρεωμένη να ενεργήσει βάσει του δεδικασμένου, με αναπόφευκτη βέβαια την ευρύτερη επενέργειά του, αφού επρόκειτο για ενιαία διαδικασία. Αυτή η δέσμευση της Αρχής δεν προεξοφλεί όμως τη νομιμότητα του αποτελέσματος. Το οποίο, όπως αναφέρθηκε, ελέγχεται τώρα στο πλαίσιο των προσφυγών υπ' αρ. 167/97, 309/97 και 343/97. Με δεδομένη λοιπόν την αναγκαιότητα αιτιολόγησης εφενός και την ανυπαρξία αιτιολόγησης αφετέρου, η διαδικασία ενώπιον της Υπηρεσιακής Επιτροπής έπασχε ως προς την υπό συζήτηση πτυχή. Της οποίας το αποτέλεσμα μεταφέρθηκε με τη σχετική Έκθεση στο Συμβούλιο και λήφθηκε υπόψη. Κατέστη ως εκ τούτου μεμπτή η προσβαλλόμενη απόφαση.

2.  Απομένει να εξεταστούν οι λόγοι που προβάλλονται από τον αιτητή Μάριο Καρακόκκινο στην προσφυγή υπ' αρ. 371//97 για ακύρωση του διορισμού της Μελανής Κουρσάρου. Οι προβληθέντες λόγοι έχουν ως κύριο άξονα τη θέση ότι δεν έπρεπε να περιοριστεί η επιλογή μεταξύ των υποψηφίων που είχαν συγκεντρώσει τουλάχιστον 59.5 μονάδες στη γραπτή εξέταση στην οποία, με το όριο που τέθηκε, δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα ενώ παραγνωρίστηκαν άλλοι σχετικοί παράγοντες όπως τα προσόντα και η πείρα. Ας σημειωθεί ότι στη γραπτή εξέταση ο Μάριος Καρακόκκινος πήρε μόνο 54.25 μονάδες. Ήταν μια από τις χαμηλότερες βαθμολογίες στον πρώτο κατάλογο των εβδομήντα δύο προκριθέντων υποψηφίων. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Μελανή Κουρσάρου πρώτευσε με 80 μονάδες. Σημειώνεται επίσης ότι στην προφορική εξέταση ενώπιον της Υπηρεσιακής Επιτροπής η απόδοση του κ. Καρακόκκινου αξιολογήθηκε ως "καλή" ενώ της Κουρσάρου ως "πάρα πολύ καλή" ψηλότερη δεν υπήρχε.

     Ας σημειωθεί ότι κανείς εκ των δύο δεν κατείχε το πρόσθετο προσόν. Πάντως είναι προφανής η υπεροχή της Μ. Κουρσάρου έναντι του Μ. Καρακόκκινου. Δε θα μπορούσε λογικά να είχε προτιμηθεί εκείνος.

     Ωστόσο θα εξεταστεί ως γενικότερο ζήτημα διαδικασίας το παράπονο του Μ. Καρακόκκινου για το ότι με το τεθέν όριο βαθμολογίας, δεν περιλήφθηκε στο τελικό στάδιο κρίσης. Η Ολομέλεια εξέτασε ακριβώς το ίδιο ζήτημα στη Δημοκρατία ν. Παπαλεοντίου κ.ά.. Έκρινε ότι στο στάδιο της αξιολόγησης προσοντούχων υποψηφίων, η χάραξη ορίου με βάση τη βαθμολογία στη γραπτή εξέταση "συνιστά νόμιμο τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας για επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου". Η χάραξη ορίου με βάση τη βαθμολογία στη γραπτή εξέταση πρέπει βέβαια να γίνεται υπό το φως και των υπολοίπων στοιχείων ώστε να διατηρείται η ισορροπία στη σχετική τους αξίας. Στην προκείμενη περίπτωση, το τεθέν όριο δεν ήταν ασυμβίβαστο με μια τέτοια ισορροπία. Ο αιτητής Μ. Καρακόκκινος δεν μπορεί λοιπόν να επιτύχει σε ό,τι αφορά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Μ. Κουρσάρου.

3.  Ενόψει των όσων αναφέρθηκαν.

(α)   Οι προσφυγές υπ' αρ. 167/97, 309/97 και 343/97 επιτυγχάνουν. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Ηρακλή Α. Κουζούπη, Κυριακή Α. Κυπριανού, Έλενα Ορθοδόξου, Παναγιώτη Παναγιώτου, Εμμανουήλ Βασιλείου, Λουκία Πάταλλου και Ιωάννη Ορφανίδη.

(β)   Οι προσφυγές υπ' αρ. 231/97, 290/97 καθίστανται άνευ αντικειμένου ενόψει της ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης στις τρεις προαναφερθείσες προσφυγές, όπως το ίδιο καθίσταται χωρίς αντικείμενο και η προσφυγή υπ' αρ. 371//97 σε ό,τι αφορά τα ανωτέρω αναφερθέντα ενδιαφερόμενα πρόσωπα αλλά όχι σε ό,τι αφορά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Μελανή Κουρσάρου σε σχέση με την οποία αυτή η τελευταία προσφυγή απορρίπτεται.

(γ)   Επιδικάζονται προς όφελος των αιτητών και εναντίον της Αρχής το 1/3 των εξόδων στις προσφυγές υπ' αρ. 167/97, 231/97, 290/97, 309/97 και 343/97 και το1/4 των εξόδων στην προσφυγή υπ' αρ. 371/97.

Διαταγή ως ανωτέρω.

Αναφερόμενες υποθέσεις:

Aρχή Λιμένων Κύπρου ν. Βασιλείου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 54,

Μιλτιάδους κ.ά. ν. Ε.Δ.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318,

Δημοκρατία ν. Χαραλάμπους κ.ά. (1992) 3 Α.Α.Δ. 251,

Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608,

Δημοκρατία ν. Παπαλεοντίου κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 466.

Προσφυγές.

Προσφυγές εναντίον της απόφασης της Αρχής Λιμένων Κύπρου με την οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη διορίστηκαν στη θέση Λιμενικού Λειτουργού 2ης Τάξης.

Μ. Ορφανίδης, για την Αιτήτρια στην Υπόθεση Αρ. 167/97.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 231/97.

Αγ. Ευσταθίου, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 290/97.

Α. Παναγιώτου, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 309/97.

Αγ. Ευσταθίου, για τους Αιτητές στην Υπόθεση Αρ. 343/97.

Κ. Καλλής, για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 371/97.

Τ. Παπαδόπουλος, για την Καθ' ης η αίτηση.

Ε. Μαρκίδου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 1, Εμμανουήλ Βασιλείου.

Γ. Παπαντωνίου, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος 7, Έλενα Ορθοδόξου.

Καμιά εμφάνιση, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη 2, 3, 4, 5, 6 και 8.

Cur. adv. vult.

ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.: Στις 16 Νοεμβρίου 1990 η Αρχή Λιμένων Κύπρου ξεκίνησε διαδικασία για πλήρωση έντεκα θέσεων Λιμενικού Λειτουργού 2ης Τάξης, θέσεις πρώτου διορισμού. Υποβλήθηκαν, ως αποτέλεσμα σχετικής προκήρυξης, μερικές εκατοντάδες αιτήσεις. Οι οποίες παραπέμφθηκαν σε συσταθείσα Υπηρεσιακή Επιτροπή. Κατόπιν γραπτών εξετάσεων στα Αγγλικά και στις γενικές γνώσεις, πέτυχαν μόνο εβδομήντα δύο υποψήφιοι, ήτοι, εκείνοι των οποίων η βαθμολογία ανερχόταν σε τουλάχιστον 25 μονάδες στο κάθε θέμα. Η Υπηρεσιακή Επιτροπή υπέβαλε τους επιτυχόντες και σε προφορική εξέταση, ενόψει των αποτελεσμάτων της οποίας κατάρτισε κατάλογο σαράντα τεσσάρων προκριθέντων.  Ωστόσο, το Συμβούλιο της Αρχής εξέτασε την υποψηφιότητα και των εβδομήντα δύο που πέτυχαν στις γραπτές εξετάσεις και τους υπέβαλε και το ίδιο σε προφορική εξέταση. Με απόφαση του Συμβουλίου ημερ. 10 Απριλίου 1991, η Αρχή προέβη στην πλήρωση των θέσεων.

Στις 27 Οκτωβρίου 1993, το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε, σε δύο προσφυγές, την υπ' αρ. 558/91 του Εμμανουήλ Βασιλείου και  την υπ' αρ. 642/91 του Μιχαλάκη Παύλου, το διορισμό εννέα από τους έντεκα διορισθέντες. Στους λόγους εκείνης της ακύρωσης δεν χρειάζεται να επεκταθώ αφού δεν συσχετίζονται με ό,τι τώρα απασχολεί. Η Αρχή άσκησε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης. Η Ολομέλεια, με απόφαση ημερ. 23 Φεβρουαρίου 1996, απέρριψε την έφεση: βλ. Αρχή Λιμένων  Κύπρου ν. Εμμανουήλ Βασιλείου κ.ά. (1996) 3 Α.Α.Δ. 54. Σημαντικό για τους σκοπούς της παρούσας περίπτωσης είναι το μέρος της απόφασης της Ολομέλειας με το οποίο επικροτήθηκε η πρωτόδικη κατάληξη ότι σύμφωνα με τους Κανονισμούς της Αρχής - τους  περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Αύξησις των Μισθών και Αναδιάρθρωσις του Μισθολογίου και των Θέσεων) Κανονισμούς του 1982 - για το διορισμό προσωπικού της Αρχής ίσχυε ό,τι και στην περίπτωση των δημοσίων υπαλλήλων, ήτοι, εν προκειμένω ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 1990 (Ν. 1/90). Στο μεταξύ όμως, στις 5 Οκτωβρίου 1994, η Αρχή, δηλώνοντας συμμόρφωση προς την πρώτη απόφαση, προέβη σε επανεξέταση της πλήρωσης των εννέα θέσεων και αποφάσισε τον επαναδιορισμό των ίδιων προσώπων.

Εκείνη, η δεύτερη απόφαση της Αρχής, προσβλήθηκε με τις προσφυγές υπ' αρ. 932/94 και 1045/94. Στην πρώτη προσφυγή αιτητές ήταν οι υποψήφιοι, Μελανή Κουρσάρου, Βρυώνης Κωνσταντίνου, Λουκία Πάταλλου, Ιωάννης Ορφανίδης και Κυριάκος Μ. Κωνσταντίνου. Η προσφυγή στρεφόταν κατά του επαναδιορισμού των οκτώ από τους εννέα: μη περιληφθείς ήταν ο Ανδρέας Ηρακλέους. Η δεύτερη προσφυγή, με αιτητή τον Εμμανουήλ Βασιλείου, στρεφόταν κατά του επαναδιορισμού των επτά από τους εννέα: δεν περιλάμβανε τον Ανδρέα Ηρακλέους και τον Ηρακλή Α. Κουζούπη. Οι προσφυγές συνεκδικάσθηκαν.

Το Δικαστήριο, με απόφαση ημερ. 29 Φεβρουαρίου 1996, αποδέχθηκε πρώτα ως βάσιμο το λόγο ακύρωσης που προέβαλε ο Εμμανουήλ Βασιλείου στην προσφυγή αρ. 1045/94, ήτοι, ότι η Αρχή δεν αιτιολόγησε ικανοποιητικά τη μη επιλογή του ιδιαίτερα ενόψει του ότι αυτός κατείχε, έναντι των επιλεγέντων, το προβλεπόμενο πρόσθετο προσόν, δηλαδή τη γνώση ξένης γλώσσας άλλης από την Αγγλική. Κατόπιν ακύρωσης του διορισμού των επτά σε εκείνη την προσφυγή, το Δικαστήριο μετέφερε το αποτέλεσμα για τα ίδια ενδιαφερόμενα πρόσωπα και στην άλλη προσφυγή. Ανέφερε σχετικά την απόφαση της Ολομέλειας στην Κλέαρχος Μιλτιάδους κ.ά. ν. Ε.Δ.Υ. (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318, όπου λέχθηκε ότι "μετά από ακυρωτική απόφαση σε μία προσφυγή, άλλη προσφυγή, με την οποία προσβάλλεται η ίδια πράξη, καθίσταται χωρίς αντικείμενο και απαράδεκτη λόγω του δεδικασμένου". Παρεμβάλλω εδώ και την απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Χαραλάμπους κ.ά. (1992) 3 Α.Α.Δ. 251 η οποία αποτέλεσε συνέχεια στην Κλέαρχος Μιλτιάδους κ.ά. (ανωτέρω) και  στην οποία λέχθηκε, (στις σελ. 256-7) ότι:

"Μετά από ακυρωτική απόφαση σε μια προσφυγή, άλλη προσφυγή, με την οποία προσβάλλεται η ίδια πράξη, καθίσταται χωρίς αντικείμενο και απαράδεκτη, εκτός εάν υπάρχει λόγος έκδοσης νέας ακυρωτικής απόφασης για τους σκοπούς της παραγράφου 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος."

Σε σχέση με το διορισθέντα Ηρακλή Α. Κουζούπη τον οποίο δεν κάλυπτε η ακύρωση αφού δεν περιλαμβανόταν ως ενδιαφερόμενο πρόσωπο στην προσφυγή του Εμμανουήλ Βασιλείου, το Δικαστήριο εξέτασε στην άλλη προσφυγή, την υπ' αρ. 932/94, τη θέση των πέντε αιτητών, την κεντρική, καθώς τη χαρακτήρισε, ότι "αγνοήθηκε ανεπίτρεπτα το αποτέλεσμα των γραπτών εξετάσεων σαν καθοριστικός παράγοντας της αξίας των υποψηφίων, που παρέχει ίσο μέτρο κρίσης για όλους με αντικειμενική υπόσταση".  Έκρινε ότι η προσφυγή των τριών από τους αιτητές, οι οποίοι είχαν υπέρτερη βαθμολογία - όχι όμως και των άλλων δύο που, καθώς διαπίστωσε, υστερούσαν - έπρεπε να επιτύχει. Ως εκ τούτου ακύρωσε και το διορισμό του Ηρακλή Α. Κουζούπη. Η εν λόγω δικαστική απόφαση στις συνδεκδικασθείσες προσφυγές υπ' αρ. 932/94 και 1045/94 δεν εφεσιβλήθηκε.

Η Αρχή επανεξέτασε και πάλι την πλήρωση των κενών θέσεων, που ήταν οκτώ αυτή τη φορά. Το Συμβούλιο της Αρχής, στη συνεδρία του ημερ. 11 Φεβρουαρίου 1997, έθεσε για αυτοκαθοδήγηση τα ακόλουθα, τα οποία μεταφέρω από το σχετικό πρακτικό:

".... το Συμβούλιο αποφάσισε όπως προβεί στην επιλογή των καταλληλότερων υποψηφίων για διορισμό στην πιο πάνω θέση αφού προσδώσει την κατά το δυνατό και εύλογο μεγαλύτερη βαρύτητα στα αποτελέσματα της γραπτής εξέτασης, η οποία, σύμφωνα με τη νομολογία, είναι το πιό ασφαλές κριτήριο για τον προσδιορισμό της αξίας. Περαιτέρω το Συμβούλιο έκρινε ότι προτού καταλήξει στην τελική του απόφαση, θα πρέπει να συνεκτιμηθούν όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του και να δοθεί επίσης, άν και ήσσονος σημασίας, βαρύτητα (ι) στην απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική τους εξέταση ενώπιον της αρμόδιας υπηρεσιακής επιτροπής, η κλιμάκωση της οποίας, όπως προκύπτει από τη σχετική έκθεση, καλύπτει τις διαβαθμίσεις "ανεπαρκής", "μέτρια", "καλή", "πολύ καλή" και "πάρα πολύ καλή", και (ιι) στο κατά πόσο τηρείται το επιπρόσθετο προσόν της γνώσης άλλων ξένων γλωσσών. Επί του προκειμένου το Συμβούλιο αποφάσισε ότι τυχόν τήρηση όσο το δυνατό περισσότερων από αυτά τα κριτήρια, σε συνάρτηση με τη συνολική βαθμολογία που συγκέντρωσε κάθε υποψήφιος στη γραπτή εξέταση και στην οποία αποδίδεται η μεγαλύτερη δυνατή βαρύτητα, αποτελεί σημαντικούς παράγοντες για την επιλογή των καταλληλότερων υποψηφίων."

Ας σημειωθεί ότι η προφορική εξέταση των υποψηφίων ενώπιον του Συμβουλίου πριν από τη λήψη της πρώτης απόφασης, δεν λήφθηκε υπόψη - όπως το ίδιο δεν λήφθηκε υπόψη στην προηγούμενη επανεξέταση - προφανώς λόγω αλλαγής στη σύνθεση. Έπειτα, το Συμβούλιο αποφάσισε να περιορίσει την επιλογή του σε μόνο τους υποψηφίους που είχαν συγκεντρώσει στη γραπτή εξέταση τουλάχιστον 59.5 μονάδες. Αναφέρονται στο πρακτικό τα εξής:

"Αφού έλαβε υπόψη τη βαθμολογία της γραπτής εξέτασης όλων των υποψηφίων (εξαιρουμένου του κου Μ. Παύλου όπως  προαναφέρεται καθώς και των κων Δ.Γ. Πίστου - υπ' αριθμόν 59, Μ. Κωνσταντίνου - υπ' αριθμόν 32, Α.Σ. Μιχαήλ - υπ' αριθμόν 38 και του μ. Α. Ηρακλέους - υπ' αριθμόν 11, οι διορισμοί των οποίων έχουν επικυρωθεί με βάση τις μέχρι τώρα δικαστικές αποφάσεις), το Συμβούλιο αποφάσισε όπως θεωρήσει ότι οι 39 υποψήφιοι που συγκέντρωσαν στη γραπτή εξέταση βαθμολογία τουλάχιστον 59,5 μονάδες υπερτερούσαν κατά τον ουσιώδη χρόνο έναντι των υπολοίπων υποψηφίων για παραπέρα εξέταση της υποψηφιότητάς τους για τη θέση του Λιμενικού Λειτουργού, 2ης Τάξης."

Με το κατώτατο βαθμολογικό όριο των 59.5 μονάδων παρέμειναν, μεταξύ των προκριθέντων τριάντα εννέα υποψηφίων, οι εξής από τους παρόντες αιτητές: ο Κυριάκος Κωνσταντίνου στην προσφυγή αρ. 231/97, ο Βρυώνης Κωνσταντίνου στην προσφυγή αρ. 290/97 και ο Χριστάκης Κωνσταντίνου στην προσφυγή αρ. 309/97.  Ενώ αποκλείστηκαν από την τελική κρίση οι ακόλουθοι: η Ρεβέκκα Παπαδάκη στην προσφυγή αρ. 167/97, ο Χριστόφορος Χριστοφόρου στην προσφυγή αρ. 343/97, η Ελένη Διονυσίου στην προσφυγή αρ. 343/97, ο Κωνσταντίνος Ιωάννου στην προσφυγή αρ. 343/97, ο Ρολάνδος Ιωάννου στην προσφυγή αρ. 343/97 και ο Μάριος Καρακόκκινου στην προσφυγή αρ. 371/97.

Με απόφαση που λήφθηκε κατά την εν λόγω συνεδρία, το Συμβούλιο προέβη στο διορισμό των Ηρακλή Α. Κουζούπη, Κυριακής Α. Κυπριανού, Έλενας Ορθοδόξου, Παναγιώτη Παναγιώτου, Εμμανουήλ Βασιλείου, Μελανής Κουρσάρου, Λουκίας Πάταλλου και Ιωάννη Ορφανίδη. Οι πρώτοι τέσσερεις είχαν διοριστεί και προηγουμένως ενώ οι άλλοι τέσσερεις διορίζονταν για πρώτη φορά.

Οι αιτητές προσβάλλουν την τελευταία απόφαση της Αρχής.  Εκτίθενται διάφοροι λόγοι, που βέβαια δεν είναι όλοι οι ίδιοι στην κάθε περίπτωση. Ενδιαφερόμενα πρόσωπα στην προσφυγή υπ' αρ. 371/97, είναι όλοι οι διορισθέντες. Στις προσφυγές υπ' αρ. 290/97 και 343/97 δεν περιλαμβάνεται στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα η Μελανή Κουρσάρου, όπως δεν περιλαμβάνεται και στις υπόλοιπες προσφυγές που αφορούν μικρότερο αριθμό διορισθέντων ως ενδιαφερομένων προσώπων.

Στις προσφυγές υπ' αρ. 167/97, 290/97, 309/97 και 343/97 τέθηκε και συζητήθηκε ως ένας από τους λόγους ακύρωσης και το ότι η Υπηρεσιακή Επιτροπή δεν αιτιολόγησε τη γενική εντύπωση για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση. Προέχει, κατά τη γνώμη μου, η εξέταση αυτού του λόγου που αφορά το προπαρασκευαστικό στάδιο. Το άρθρο 33(14) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 διαλαμβάνει ότι:

"Η γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Επιτροπής αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά της καθεμιάς Επιτροπής και αιτιολογείται."

Στην προκείμενη περίπτωση η Υπηρεσιακή Επιτροπή που συστάθηκε, κατ' αναλογία προς τη Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία ενεργεί βάσει του άρθρου 33 του Νόμου και η οποία όφειλε να είχε ενεργήσει κατά τον ίδιο τρόπο - βλ. την απόφαση της Ολομέλειας στην Αρχή Λιμένων Κύπρου ν. Εμμανουήλ Βασιλείου κ.ά. (ανωτέρω) - δεν αιτιολόγησε την εντύπωσή της. Αυτό είναι αδιαμφισβήτητο.

Ωστόσο η Αρχή επικαλέστηκε, αναφορικά με αυτό το ζήτημα, δεδικασμένο που δημιούργησε η δικαστική απόφαση στην προσφυγή υπ' αρ. 932/94. Σε εκείνη την υπόθεση απασχόλησε πρώτα από όλα, το κατά πόσο το Συμβούλιο της Αρχής νομίμως είχε λάβει υπόψη την Έκθεση της Υπηρεσιακής Επιτροπής. Αρχικά οι εκεί αιτητές υπέβαλαν ότι η όλη διαδικασία θα έπρεπε να είχε επαναληφθεί εξ υπαρχής. Όμως εν τέλει ο συνήγορός τους συμφώνησε, όπως αναφέρεται στην απόφαση, "ότι η Έκθεση της Επιτροπής (Παράρτημα Η) καλώς συνεκτιμήθηκε με τα άλλα στοιχεία της υπόθεσης". Το Δικαστήριο σημείωσε δε ότι ο συνήγορος ορθά ήταν που συμφώνησε. Φαίνεται ότι, παρά την εν τέλει σύγκληση απόψεων επί του εν λόγω ζητήματος, με την εν λόγω απόφαση εκφράστηκε επί του ζητήματος δικαστική κρίση. Δημιουργήθηκε ως εκ τούτου δεδικασμένο ως προς την από κάθε άποψη χρήση της Έκθεσης της Υπηρεσιακής Επιτροπής παρόλον που, όπως διαπίστωσα από το φάκελο της υπόθεσης τον οποίο διεξήλθα, το ζήτημα που είχε τεθεί δεν άγγιζε ειδικά το πρόβλημα της αιτιολόγησης.  Αφορούσε άλλη πτυχή. Εντούτοις, σύμφωνα με την απόφαση της Ολομέλειας στη Μάριος Παπαδόπουλος ν. Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (1998) 3 Α.Α.Δ. 608, δεδικασμένο υπάρχει αφού το πρόβλημα της αιτιολόγησης θα μπορούσε να είχε τεθεί από τους τότε διαδίκους. Το δεδικασμένο περιορίζεται ωστόσο σε μόνο τους ίδιους διαδίκους, όπως άλλωστε επανέλαβε η Ολομέλεια στην υπόθεση Μάριος Παπαδόπουλος (ανωτέρω) όπου λέχθηκαν σχετικά τα εξής:

".... δημιουργήθηκε δεδικασμένο από την προηγούμενη απόφαση σε υποθέσεις μεταξύ των ιδίων διαδίκων για το ίδιο ζήτημα.  Και εννοούμε δεδικασμένο inter partes."

Από τους παρόντες αιτητές, αιτητές στην προσφυγή υπ' αρ. 932/94 στην οποία εκδόθηκε η υπό συζήτηση δικαστική απόφαση ήταν μόνο οι Κυριάκος Μ. Κωνσταντίνου, αιτητής τώρα στην προσφυγή υπ' αρ. 231/97 και ο Βρυώνης Κωνσταντίνου αιτητής τώρα στην προσφυγή υπ' αρ. 290/97. Συνεπώς, το δεδικασμένο καλύπτει μόνο τις δικές τους περιπτώσεις, όχι και εκείνες των αιτητών στις άλλες τώρα συνεκδικαζόμενες προσφυγές.

Ενόψει αυτής της διάκρισης αναφορικά με το δεδικασμένο, το ζήτημα της έλλειψης αιτιολόγησης της γενικής εντύπωσης της Υπηρεσιακής Επιτροπής για την απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση μπορεί να εξεταστεί σε μόνο τρεις από τις τέσσερεις προσφυγές στις οποίες ηγέρθη, ήτοι στις υπ' αρ. 167/97, 309/97 και 343/97 όπου οι αιτητές δεν δεσμεύονται με δεδικασμένο ενώ στην προσφυγή υπ' αρ. 290/97 ο αιτητής δεσμεύεται.

Αυτά όσον αφορά τους αιτητές. Ως προς το Συμβούλιο της Αρχής είναι νομίζω σαφές ότι από τη στιγμή που υπήρχε το δεδικασμένο, έστω και αν αυτό προέκυψε σε σχέση με μόνο μερικούς από τους υποψηφίους, η Αρχή ήταν υποχρεωμένη να ενεργήσει βάσει του δεδικασμένου, με αναπόφευκτη βέβαια την ευρύτερη επενέργειά του, αφού επρόκειτο για ενιαία διαδικασία. Αυτή η δέσμευση της Αρχής δεν προεξοφλεί όμως τη νομιμότητα του αποτελέσματος. Το οποίο, όπως ανέφερα, ελέγχεται τώρα στο πλαίσιο των προσφυγών υπ' αρ. 167/97, 309/97 και 343/97. Με δεδομένη λοιπόν την αναγκαιότητα αιτιολόγησης αφενός και την ανυπαρξία αιτιολόγησης αφετέρου, η διαδικασία ενώπιον της Υπηρεσιακής Επιτροπής έπασχε ως προς την υπό συζήτηση πτυχή. Της οποίας το αποτέλεσμα μεταφέρθηκε με τη σχετική Έκθεση στο Συμβούλιο και λήφθηκε υπόψη. Κατέστη ως εκ τούτου μεμπτή η προσβαλλόμενη απόφαση.

Απομένει να εξεταστούν  οι λόγοι που προβάλλονται από τον αιτητή Μάριο Καρακόκκινο στην προσφυγή υπ' αρ. 371/97 για ακύρωση του διορισμού της Μελανής Κουρσάρου. Πρόκειται για λόγους που αφορούσαν και τους υπόλοιπους από τους διορισθέντες, σε σχέση με τους οποίους ήδη κατέληξα σε ακύρωση της απόφασης βάσει διαφορετικού λόγου σε τρεις από τις συνεκδικαζόμενες  προσφυγές. Οι προβληθέντες λόγοι έχουν ως κύριο άξονα τη θέση ότι δεν έπρεπε να περιοριστεί η επιλογή μεταξύ των υποψηφίων που είχαν συγκεντρώσει τουλάχιστον 59.5 μονάδες στη γραπτή εξέταση στην οποία, με το όριο που τέθηκε, δόθηκε υπέρμετρη βαρύτητα ενώ παραγνωρίστηκαν άλλοι σχετικοί παράγοντες όπως τα προσόντα και η πείρα. Ας σημειωθεί ότι στη γραπτή εξέταση ο Μάριος Καρακόκκινος πήρε μόνο 54.25 μονάδες. Ήταν μια από τις χαμηλότερες βαθμολογίες στον πρώτο κατάλογο των εβδομήντα δύο προκριθέντων υποψηφίων. Το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Μελανή Κουρσάρου πρώτευσε με 80 μονάδες. Σημειώνω επίσης ότι στην προφορική εξέταση ενώπιον της Υπηρεσιακής Επιτροπής η απόδοση του κ. Καρακόκκινου αξιολογήθηκε ως "καλή" ενώ της Κουρσάρου ως "πάρα πολύ καλή"( ψηλότερη δεν υπήρχε. Παρότι σε σχέση με τα άλλα ενδιαφερόμενα πρόσωπα η μη αιτιολόγηση της εντύπωσης για την απόδοση στην προφορική εξέταση οδηγεί, αφού ηγέρθη ως λόγος, σε ακύρωση της προσβαλλόμενης απόφασης, εντούτοις η προφορική εξέταση διατηρεί επί του προκειμένου τη σημασία της. Τα προσόντα και η πείρα τους σημειώνονται στην έκθεση της Υπηρεσιακής Επιτροπής ως εξής:

"Μάριος Καρακόκκινος, 28 χρονών .................

..........................................................................................

Έχει απολυτήριο του Γυμνασίου Μακαρίου Γ΄ Λάρνακας.  Έχει πιστοποιητικό επιτυχίας στην Κυβερνητική εξέταση και T.O.E.F.L. - βαθμός 513.

Από τον 6/83 εργάζεται ως χρονομέτρης, ασυρματιστής και γραφέας στο Επαρχιακό Γραφείο του Τμήματος Δημοσίων Έργων Λάρνακας."

"Μελανή Κουρσάρου, 33 χρονών .....................

...........................................................................................

Αποφοίτησε από το Λανίτειο Γυμνάσιο Λεμεσού. Απέκτησε πτυχίο Οικονομικών Επιστημών από τη Σχολή Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών (6/83). Έχει πιστοποιητικό L.C.C. - Interm. "Book-keeping".

Εργάστηκε ως λογίστρια στη "Σπηλιώτης & Κλαππής Λτδ." (5/84-6/89) και στην "H & H (Agencies & Stores) Ltd." (7/89-1/90). Από τον 5/90 εργάζεται ως λογίστρια στο δικηγορικό γραφείο του κ. Πανίκου Σωτηρίου."

Στο σχέδιο υπηρεσίας προβλέπονται τα εξής προσόντα:

"(α) Απολυτήριο αναγνωρισμένης σχολής μέσης εκπαίδευσης και επιτυχία σε ειδικές γραπτές και προφορικές εξετάσεις, που θα διεξάγει η Αρχή.

(β)  Ακεραιότητα χαρακτήρα, αξιοπιστία, υπευθυνότητα, πρωτοβουλία και ευθυκρισία.

(γ)   Καλή γνώση της Ελληνικής και της Αγγλικής γλώσσας.

(δ)  Γνώση άλλων ξένων γλωσσών θα θεωρηθεί ως επιπρόσθετο προσόν."

Ας σημειωθεί ότι κανείς εκ των δύο δεν κατείχε το πρόσθετο προσόν. Πάντως είναι νομίζω προφανής η υπεροχή της Μ. Κουρσάρου έναντι του Μ. Καρακόκκινου. Δεν θα μπορούσε λογικά να είχε προτιμηθεί εκείνος.

Ωστόσο θα εξετάσω, ως γενικότερο ζήτημα διαδικασίας το παράπονο του Μ. Καρακόκκινου για το ότι με το τεθέν όριο βαθμολογίας, δεν περιλήφθηκε στο τελικό στάδιο κρίσης. Η Ολομέλεια εξέτασε ακριβώς το ίδιο ζήτημα στη Δημοκρατία ν. Ιφιγένειας Παπαλεοντίου κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 466. Έκρινε ότι στο στάδιο της αξιολόγησης προσοντούχων υποψηφίων, η χάραξη ορίου με βάση τη βαθμολογία στη γραπτή εξέταση "συνιστά νόμιμο τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας για επιλογή του καταλληλότερου υποψηφίου". Η χάραξη ορίου με βάση τη βαθμολογία στη γραπτή εξέταση πρέπει βέβαια να γίνεται υπό το φως και των υπολοίπων στοιχείων ώστε να διατηρείται η ισορροπία στη σχετική τους αξία. Στην προκείμενη περίπτωση, το τεθέν όριο δεν ήταν ασυμβίβαστο με μια τέτοια ισορροπία. Ο αιτητής Μ. Καρακόκκινος δεν μπορεί λοιπόν να επιτύχει σε ό,τι αφορά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Μ. Κουρσάρου.

Ενόψει λοιπόν των όσων ανέφερα:

1. Οι προσφυγές υπ' αρ. 167/97, 309/97 και 343/97 επιτυγχάνουν. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται σε σχέση με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα Ηρακλή Α. Κουζούπη, Κυριακή Α. Κυπριανού, Έλενα Ορθοδόξου, Παναγιώτη Παναγιώτου, Εμμανουήλ Βασιλείου, Λουκία Πάταλλου και Ιωάννη Ορφανίδη.

2. Οι προσφυγές υπ' αρ. 231/97, 290/97 καθίστανται άνευ αντικειμένου ενόψει της ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης στις τρεις προαναφερθείσες προσφυγές, όπως το ίδιο καθίσταται χωρίς αντικείμενο και η προσφυγή υπ' αρ. 371/97 σε ό,τι αφορά τα ανωτέρω αναφερθέντα ενδιαφερόμενα πρόσωπα αλλά όχι σε ό,τι αφορά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Μελανή Κουρσάρου σε σχέση με την οποία αυτή η τελευταία προσφυγή απορρίπτεται.

3. Επιδικάζονται προς όφελος των αιτητών και εναντίον της Αρχής το 1/3 των εξόδων στις προσφυγές υπ' αρ. 167/97, 231/97, 290/97, 309/97 και 343/97 και το 1/4 των εξόδων στην προσφυγή υπ' αρ. 371/97.

Διαταγή ως ανωτέρω.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο