ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 4 ΑΑΔ 162
9 Φεβρουαρίου, 1999
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡΟ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ.
ΜΑΡΙΟΣ ΣΑΒΒΑ,
Αιτητής,
v.
ΔHΜΟΥ ΜEΣΑ ΓΕΙΤΟΝΙAΣ,
Καθ' oυ η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 503/97)
Δήμοι ― Υπάλληλοι ― Διορισμοί ― Συνεντεύξεις ― Αιτιολογία ― Ακολουθήθηκε διαδικασία βαθμολόγησης, χωρίς αιτιολογία των εντυπώσεων ― Απαιτείται αιτιολογία για σκοπούς ευχέρειας αναθεωρητικού ελέγχου ― Ανεπίτρεπτα κριτήρια και παράνομα κίνητρα στην υπόθεση αυτή στη βαθμολόγηση κατά τις συνεντεύξεις όπου οι ίδιοι υποψήφιοι βαθμολογήθηκαν από μέλη του συμβουλίου με το μέγιστο της βαθμολογίας και από άλλα μέλη με το ελάχιστο αυτής.
Ο αιτητής προσέβαλε με την προσφυγή του την απόφαση του Δήμου Μέσα Γειτονιάς, να διορίσει στη θέση Δημοτικού Μηχανικού το ενδιαφερόμενο μέρος αντί του ιδίου.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Eίναι βασική αρχή του διοικητικού δικαίου, ότι πρέπει να καταγράφονται οι εντυπώσεις από τις προσωπικές συνεντεύξεις.
Στην παρούσα περίπτωση τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου κατά τη συνέντευξη κατέγραψαν απλώς τη βαθμολογία τους για κάθε υποψήφιο παραλείποντας να καταγράψουν, όπως απαιτεί η νομολογία, τις εντυπώσεις από τη συνέντευξη κάθε υποψηφίου, ούτως ώστε να αιτιολογείται η κατάληξη στη βαθμολόγηση για να μπορεί και το Δικαστήριο να ελέγχει την ορθότητα στην άσκηση του ακυρωτικού του ελέγχου. Αυτό και μόνο το γεγονός καθιστά την επίδικη απόφαση πάσχουσα ανεπανόρθωτα και οδηγεί στην ακύρωσή της.
2. Οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης σε σχέση με τη διαφορά στη βαθμολόγηση στη συνέντευξη σε σύγκριση με τις βαθμολογίες κατά την προφορική εξέταση που προηγήθηκε, εγείρουν σοβαρότατα ερωτηματικά τόσο για την ορθότητα της βαθμολόγησης κατά τη συνέντευξη, όσο και για τα κίνητρα που οδήγησαν στη βαθμολόγηση αυτή. Συγκεκριμένα, δημιουργούνται ερωτηματικά για το πως ο αιτητής, που πρώτευσε στην προφορική εξέταση, απέτυχε κατά τη συνέντευξη και γεννάται περαιτέρω το ερώτημα πως ήταν δυνατόν ένας αριθμός μελών του Δημοτικού Συμβουλίου να τον είχε βαθμολογήσει κατά τη συνέντευξη με 100%, ενώ άλλα μέλη με 50% και 52%, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ισοδυναμεί με 0% ή 2%. Δεν πρέπει επίσης να παραμείνει απαρατήρητο το γεγονός ότι όσοι βαθμολόγησαν το ενδιαφερόμενο μέρος με 100% έδωσαν 50% και ένας 52% (δηλαδή 0% και 2%) στον αιτητή.
Παρόμοιο θέμα ηγέρθηκε και στις αποφάσεις στις υποθέσεις Βασιλείου ν. Δήμου Αγίου Αθανασίου και Βασιλείου ν. Δήμου Αγίου Αθανασίου, όπου οι επίδικες πράξεις ακυρώθηκαν και το Δικαστήριο έκρινε πως υπεισήλθαν σε αυτές ενεπίτρεπτα κριτήρια και παράνομα κίνητρα εκ μέρους μελών του αρμοδίου διοικητικού οργάνου.
H προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228,
Χρυσομηλά ν. Κ.Ο.Τ., Υποθ. Αρ. 140/97, ημερ. 20/2/98,
Βασιλείου ν. Δήμου Αγίου Αθανασίου (1994) 4 Α.Α.Δ. 691,
Βασιλείου ν. Δήμου Αγίου Αθανασίου (1993) 4 Α.Α.Δ. 1301.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης του Δήμου Μέσα Γειτονιάς με την οποία το ενδιαφερόμενο μέρος διορίστηκε στη θέση Δημοτικού Μηχανικού.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Κ. Μαυραντώνης για Π. Αναστασιάδη, για τον Καθ' ου η αίτηση.
Ουδεμία εμφάνιση, για το Ενδιαφερόμενο Μέρος.
Cur. adv. vult.
AΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση του Δήμου Μέσα Γειτονιάς με την οποία διόρισε το Ρολάνδο Καυκαλιά στη θέση Δημοτικού Μηχανικού.
Η θέση προκηρύχθηκε με δημοσίευση στον ημερήσιο τύπο της 1ης Φεβρουαρίου 1997 μετά την παραίτηση του Δημοτικού Μηχανικού. Αίτηση υπέβαλε τόσο ο αιτητής όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος.
Το Δημοτικό Συμβούλιο διόρισε Εξεταστική Επιτροπή για τις προφορικές εξετάσεις που θα διεξάγονταν για την πλήρωση της θέσης. Τα μέλη της αποτελούντο από το Δήμαρχο Μέσα Γειτονιάς, αρμόδιο λειτουργό του Τμήματος Πολεοδομίας & Οικήσεως και εκπροσώπους του Συνδέσμου Πολιτικών Μηχανικών και Αρχιτεκτόνων Κύπρου και του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου.
Υποβλήθηκαν 60 αιτήσεις οι οποίες δόθηκαν στον αποχωρούντα Δημοτικό Μηχανικό για αξιολόγηση.
Το Δημοτικό Συμβούλιο ενέκρινε τα μέλη της Εξεταστικής Επιτροπής καθώς επίσης και τους όρους εντολής της. Στις 20 Φεβρουαρίου 1997 το Δημοτικό Συμβούλιο αποφάσισε:
"Το Δημοτικό Συμβούλιο, μετά από εισήγηση του Δημάρχου, αποφάσισε όπως, καλέσει σε προφορική συνέντευξη τους οκτώ επικρατέστερους που θα εισηγηθεί η Εξεταστική Επιτροπή. Οι βαθμολογίες της Εξεταστικής Επιτροπής να δοθούν στο Δημοτικό Συμβούλιο σε κλειστό φάκελο. Στην προφορική συνέντευξη με το Δημοτικό Συμβούλιο, ο κάθε Δημοτικός Σύμβουλος να βαθμολογήσει χωριστά τον καθένα από τους οκτώ και στο τέλος να γίνει συμψήφιση των δύο βαθμολογιών (της Εξεταστικής Επιτροπής και του Δημοτικού Συμβουλίου). Ο πρώτος που θα είναι στην πιο πάνω βαθμολογία να προσληφθεί."
Κατά τις προφορικές εξετάσεις που διεξήγαγε η Εξεταστική Επιτροπή, πρώτος κατετάγη ο αιτητής με 97.25% και τέταρτος το ενδιαφερόμενο μέρος με 90.25%.
Στις 3 Απριλίου 1997 συνήλθε το Δημοτικό Συμβούλιο για τη διεξαγωγή των προσωπικών συνεντεύξεων.
"Ο Δήμαρχος ανέφερε ότι, σκοπός της σημερινής συνεδρίασης είναι η προσωπική συνέντευξη των οκτώ επικρατέστερων υποψηφίων για την πλήρωση της θέσης του Δημοτικού Μηχανικού από την ολομέλεια του Δημοτικού Συμβουλίου.
Μετά από διεξοδική συζήτηση αποφασίστηκε ότι, κατά την διάρκεια της προσωπικής συνέντευξης τα Μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου θα βαθμολογούν από 50 - 100 ο καθένας ξεχωριστά πάνω σε ειδικό έντυπο που έχει δοθεί ονομαστικά και το κάθε μέλος παραδώσει το έντυπο βαθμολογίας του μετά την εξέταση των υποψηφίων."
Κατά την προσωπική συνέντευξη παρουσιάστηκαν 7 από τους 8 υποψηφίους.
Στον αιτητή πέντε μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου έδωσαν από 100 βαθμούς ο καθένας. Τέσσερις έδωσαν από 50, ένας 52. Η βαθμολογία του τελευταίου συμβούλου είναι δυσανάγνωστη από το φωτοτυπημένο πρακτικό.
Για το ενδιαφερόμενο μέρος δόθηκαν 95 βαθμοί από το Δήμαρχο, 85 από τον αντιδήμαρχο, 60, 80 και 85 από τρία άλλα μέλη ενώ άλλα πέντε μέλη έδωσαν από 100 βαθμούς και ο τελευταίος 80. Επισημαίνεται ότι όσοι βαθμολόγησαν τον αιτητή με 100 έδωσαν χαμηλότερη βαθμολογία στον ενδιαφερόμενο, ενώ αντίθετα όσοι πίστωσαν τον ενδιαφερόμενο με 100 βαθμούς έδωσαν ανά 50 βαθμούς (ένας 52) στον αιτητή.
Μετά την καταγραφή της βαθμολογίας της συνέντευξης από την Ολομέλεια του Δημοτικού Συμβουλίου έγινε συγχώνευση των δύο βαθμολογιών, Εξεταστικής Επιτροπής και Δημοτικού Συμβουλίου. Πρώτος στην βαθμολογία κατετάγη το ενδιαφερόμενο μέρος Ρολάνδος Καυκαλιάς στον οποίο προσφέρθηκε διορισμός στη θέση του Δημοτικού Μηχανικού από 1.5.97. Ο αιτητής που κατετάγη τρίτος, πληροφορήθηκε για το μη διορισμό του με επιστολή ημερ. 16 Απριλίου 1997 και στις 18 Ιουνίου 1997 καταχωρήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Ο δικηγόρος του αιτητή προέβαλε διάφορους λόγους ακυρότητας. Είναι η θέση του πως υπάρχει απόλυτο κενό αιτιολογίας για την κρίση από τις συνεντεύξεις. Η εντύπωση από τις συνεντεύξεις για τους υποψηφίους έπρεπε να καταγράφεται στα πρακτικά. Δεν υπάρχει αιτιολογία της κρίσης των μελών παρά μόνο η καταγραφή κάποιου βαθμού δίπλα από το όνομα εκάστου υποψηφίου.
Ως δεύτερος λόγος ακυρότητας προβλήθηκε η έλλειψη δέουσας έρευνας αναφορικά με τα προσόντα των υποψηφίων. Για παράδειγμα δεν φαίνεται πουθενά ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο κατέχει την απαιτούμενη καλή γνώση της Αγγλικής. Οι αιτήσεις αξιολογήθηκαν από τον αποχωρούντα Δημοτικό Μηχανικό ενώ αρμόδιο για τη διαπίστωση και την κατοχή των προσόντων ήταν το ίδιο το Δημοτικό Συμβούλιο.
Υποβλήθηκε επίσης ότι η αιτιολογία της επίδικης απόφασης πάσχει γιατί λήφθηκε με ψηφοφορία από τις συνεντεύξεις. Δεν έγινε σύγκριση των υποψηφίων μεταξύ τους και δεν λήφθηκαν υπόψη τα προσόντα, η πείρα και γενικά η καταλληλότητα για τη θέση.
Όσον αφορά τον πρώτο λόγο ακυρότητας, είναι βασική αρχή του διοικητικού δικαίου ότι πρέπει να καταγράφονται οι εντυπώσεις από τις προσωπικές συνεντεύξεις. Το ακόλουθο είναι απόσπασμα από την απόφαση της Ολομέλειας στην Κωνσταντίνου ν. Συμβ. Αμπελ. Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228:
"Από την πλούσια νομολογία που έχει ως σήμερα διαμορφωθεί, προκύπτει ότι το διορίζον όργανο έχει καθήκον να καταγράψει τις εντυπώσεις από τη συνέντευξη του κάθε υποψηφίου. Μόνο έτσι είναι εφικτός ο ακυρωτικός έλεγχος.
Δεν ικανοποιεί η γενικευμένη κρίση πως λήφθηκε υπόψη η απόδοσή τους. Αρκεί να παραπέμψουμε στην απόφαση της Ολομέλειας Φειδίας Εκτωρίδης ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 922".
Αναφορικά με τις συνεντεύξεις σε θέσεις πρώτου διορισμού σχετική είναι η προσφυγή Μαρίας Χρυσομηλά ν. Κ.Ο.Τ., Υπ. Αρ. 140/97, ημερ. 20.2.98, όπου ο Δικαστής Νικήτας είπε τα ακόλουθα:
"Η αναβάθμιση της προφορικής συνέντευξης στην περίπτωση πλήρωσης ψηλών θέσεων πρώτου διορισμού και πρώτου διορισμού και προαγωγής είναι δεδομένη: Τhe Public Service Commission v. Marina Potoudes and Others (1987) 3 C.L.R. 1591, Kυπριακή Δημοκρατία ν. Ανδρέα Γιαλλουρίδη κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 4316. Θεωρώ χρήσιμη την αναφορά στην Αντώνης Κελεπενιώτης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (αρ. 1) (1994) 4 Α.Α.Δ. 1795:
". . . η υπεργενικευμένη δήλωση της Υπεπιτροπής αναφορικά με την εικόνα των υποψηφίων στη συνέντευξη δεν μεταδίδει την κρίση του οργάνου αυτού σε βαθμό που επιτρέπει τον έλεγχο. Εκφράσεις όπως "απέδειξαν ότι υπερτερούν απέναντι των υπολοίπων υποψηφίων" ή "θεωρούνται οι πλέον κατάλληλοι για διορισμό" θα μπορούσαν να καταντήσουν φραστικά κλισέ για κάθε περίπτωση. Η νομολογία όμως επιβάλλει στο όργανο που είναι επιφορτισμένο με τη διεξαγωγή των συνεντεύξεων "να καταγράψει τις εντυπώσεις από τη συνέντευξη του κάθε υποψηφίου . . . . . Δεν ικανοποιεί η γενικευμένη κρίση πως λήφθηκε υπόψη η απόδοση τους": Χρύσανθος Κωνσταντίνου ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων (1992) 3 Α.Α.Δ. 228. Εκείνο που χρειάζεται είναι συγκεκριμενοποίηση συνδυασμένη με σαφήνεια. Επομένως η επίδικη απόφαση, που είχε σαν υπόβαθρο την προγενέστερη της Υπεπιτροπής (γίνεται αναφορά στη μελέτη του πρακτικού των συνεδριάσεων της), πρέπει να ακυρωθεί."
Στην παρούσα περίπτωση τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου κατά την συνέντευξη κατέγραψαν απλώς τη βαθμολογία τους για κάθε υποψήφιο παραλείποντας να καταγράψουν, όπως απαιτεί η νομολογία, τις εντυπώσεις από τη συνέντευξη κάθε υποψηφίου, ούτως ώστε να αιτιολογείται η κατάληξη στη βαθμολόγηση για να μπορεί και το Δικαστήριο να ελέγχει την ορθότητα της στην άσκηση του ακυρωτικού του ελέγχου. Αυτό και μόνο το γεγονός καθιστά την επίδικη απόφαση πάσχουσα ανεπανόρθωτα και οδηγεί στην ακύρωσή της.
Περαιτέρω, θα ήθελα να παρατηρήσω ότι οι ιδιαίτερες περιστάσεις της υπόθεσης σε σχέση με τη διαφορά στη βαθμολόγηση στη συνέντευξη σε σύγκριση με τις βαθμολογίες κατά την προφορική εξέταση που προηγήθηκε, εγείρουν σοβαρότατα ερωτηματικά τόσο για την ορθότητα της βαθμολόγησης κατά τη συνέντευξη, όσο και για τα κίνητρα που οδήγησαν στη βαθμολόγηση αυτή. Συγκεκριμένα, δημιουργούνται ερωτηματικά για το πως ο αιτητής, που πρώτευσε στην προφορική εξέταση, απέτυχε κατά τη συνέντευξη και γεννάται περαιτέρω το ερώτημα πώς ήταν δυνατόν ένας αριθμός μελών του Δημοτικού Συμβουλίου να τον είχε βαθμολογήσει κατά τη συνέντευξη με 100%, ενώ άλλα μέλη με 50% και 52%, που στη συγκεκριμένη περίπτωση ισοδυναμεί με 0% ή 2%. Δεν πρέπει επίσης να παραμείνει απαρατήρητο το γεγονός ότι όσοι βαθμολόγησαν το ενδιαφερόμενο μέρος με 100% έδωσαν 50% και ένας 52% (δηλαδή 0% και 2%) στον αιτητή.
Παρόμοιο θέμα ηγέρθηκε και στις αποφάσεις στις υποθέσεις Βασιλείου ν. Δήμου Αγίου Αθανασίου (1994) 4 Α.Α.Δ. 691 και Βασιλείου ν. Δήμου Αγίου Αθανασίου (1993) 4 Α.Α.Δ. 1301, όπου οι επίδικες πράξεις ακυρώθηκαν και το Δικαστήριο έκρινε πως υπεισήλθαν σε αυτές ανεπίτρεπτα κριτήρια και παράνομα κίνητρα εκ μέρους μελών του αρμοδίου διοικητικού οργάνου.
Εν όψει της κατάληξής μου επί του θέματος της βαθμολογίας κατά τη συνέντευξη δεν θα ασχοληθώ με τους άλλους λόγους ακυρότητας που πρόβαλε ο αιτητής.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα υπέρ του αιτητή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.