ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Συνεκδικασθείσες υποθέσεις
αρ. 855/96, 882/96 και 1032/96
ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.
Αναφορικά με τα άρθρα 28 και 146 του Συντάγματος
Προσφ. αρ. 855/96
Μεταξύ -
1. Λοΐζου Προδρόμου, τώρα στη Νέα Υόρκη
2. Ανθής Κωνσταντίνου, από τη Λευκωσία
Αιτητών
- και -
Kυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθής η αίτηση
----------------------
Προσφ. αρ. 882/96
Μεταξύ -
Παναγιώτας Χριστοδουλίδου, από τη Λάρνακα
Αιτήτριας
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθής η αίτηση
----------------------
Προσφ. αρ. 1032/96
Μεταξύ -
Νίκου Νικολαΐδη
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθής η αίτηση
---------------------------
Ημερομηνία: 6 Δεκεμβρίου, 1999
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Για τους αιτητές στις προσφ. αρ. 855
και 882/96: Α. Κωνσταντίνου
Για τον αιτητή στην προσφ. αρ. 1032/96: Α. Μαθηκολώνης
Για την καθής η αίτηση: Γ. Φράγκου, Εισαγγελέας της
Δημοκρατίας
----------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι προσφυγές αυτές συνεκδικάστηκαν ύστερα από σχετικό διάταγμα που εξέδωσα. Πλήττουν την ίδια διοικητική πράξη. Περαιτέρω το πραγματικό και νομικό υπόβαθρο σε ουσιώδη θέματα ταυτίζεται. Στοχεύουν και οι τρεις στην ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (Ε.Δ.Υ.), που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 11/10/96. Με αυτήν η Ε.Δ.Υ. είχε προάξει τα ενδιαφερόμενα μέρη στη θέση Γραμματειακού Λειτουργού. Στις προαγωγές δόθηκε αναδρομική δύναμη από 15/1/95.
Θα ευκολύνει η καταγραφή των ονομάτων των ενδιαφερόμενων μερών. Όμως δε θα αναφέρομαι στο εξής στο όνομα του καθενός, αλλά στον αριθμό που προηγείται του ονόματος του, ως ακολούθως:
1. Αργυρόπουλος Δημήτριος
2. Καλλής Κυριάκος
3. Κτωρίδης Ανδρέας
4. Κωνσταντίνου Εύα
5. Παντελίδου Αυγή
6. Σάββα Χαρίτων
7. Σωκράτους Άννα
8. Χριστούδια Νίκη
9. Χριστοδούλου Ελευθερία
Χρειάζεται εδώ μια αποσαφήνιση. Οι αιτητές στις προσφυγές αρ. 855 και 882/96 προσβάλλουν την προαγωγή μόνο τεσσάρων από τους προαχθέντες, δηλαδή, τους υπ' αρ. 1, 2, 4 και 5 ενώ ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 1032/96 στρέφεται εναντίον όλων.
Η επίδικη απόφαση έχει κάποιο ιστορικό που πρέπει να έχουμε υπόψη. Η κρινόμενη είναι περίπτωση επανεξέτασης, που ακολούθησε την ανάκληση προηγούμενης απόφασης της Ε.Δ.Υ. Η απόφαση της ημερ. 8/12/94 αφορούσε την προαγωγή 9 υποψηφίων στην ίδια θέση. Ήταν οι ίδιοι με τα ενδιαφερόμενα μέρη στις προσφυγές αυτές πλην του υπ' αρ. 6. Προαγωγή δόθηκε τότε σε άλλο υποψήφιο. Η απόφαση προσβλήθηκε με τις προσφυγές 287/95, 292/95, 420/95, 447/95, 448/95, 449/95 και 451/9
5. Οι προσφυγές 287/95, 292/95 και 420/95 ασκήθηκαν από τους νυν αιτητές στις υποθέσεις 855/96 και 882/96.Ενώ η διαδικασία εκείνη βρισκόταν ακόμη σε εκκρεμότητα, η Ε.Δ.Υ., κατά τη συνεδρία της ημερ. 2/7/96, ανακάλεσε την απόφαση προαγωγής, αντικείμενο των παραπάνω προσφυγών, κατόπιν συμβουλής της νομικής υπηρεσίας. Τούτο συνέβη μετά την έκδοση της απόφασης της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Φιλάρετου Στυλιανίδη κ.α. (1996) 3 Α.Α.Δ. 274. Εκεί κρίθηκε πως δεν ήταν επιτρεπτό να προβεί σε συστάσεις εκπρόσωπος του Προϊστάμενου του Τμήματος. Πρόκειται για αρμοδιότητα που έπρεπε να ασκηθεί από τον ίδιο προσωπικά. Από το ίδιο σφάλμα έπασχε και η απόφαση για τις προαγωγές που ανακάλεσε η Ε.Δ.Υ.
Η επανεξέταση έλαβε χώρα στις 29/8/96. Προάξιμοι θεωρήθηκαν οι υποψήφιοι με αύξοντα αριθμό 1-814. Ο Αναπληρωτής Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, που κλήθηκε να υποβάλει συστάσεις στη βάση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο, εισηγήθηκε για προαγωγή τα 9 ενδιαφερόμενα μέρη στις κρινόμενες υποθέσεις. Η Ε.Δ.Υ. τελικά τα επέλεξε και τα διόρισε αναδρομικά από 15/1/95, ημερομηνία από την οποία ίσχυσαν οι προαγωγές που ανακλήθηκαν.
Προβάλλονται αρκετοί λόγοι για την ακύρωση της επίδικης απόφασης. Οι πλείστοι στρέφονται κατά των συστάσεων. Θα ασχοληθώ όμως πρώτα με ένα θέμα, καίριας σημασίας, που εγείρεται μόνο από την αιτήτρια (Ανθή Κωνσταντίνου) στην 855/96. Τούτο άπτεται του κύρους της υπηρεσιακής έκθεσης της για το 1990. Τη χρονιά εκείνη η αιτήτρια αξιολογήθηκε για την περίοδο από τον Ιανουάριο μέχρι τον Οκτώβριο από τον πρέσβυ, που ήταν άμεσα προϊστάμενος της και για το υπόλοιπο της χρονιάς από το συνάδελφο του, που τον διαδέχθηκε αργότερα.
Με χωριστές επιστολές τους ημερ. 19/9/91 και 11/10/91, αντίστοιχα, προς τον Πρόεδρο της Ε.Δ.Υ., οι Προϊστάμενοι της αιτήτριας υποστήριξαν ότι η αρχική τους αξιολόγηση ήταν λανθασμένη. Και ότι πρόθεση τους ήταν να κατατάξουν την αιτήτρια ως εξαίρετη. Συνοδεύθηκαν μάλιστα η μεν πρώτη επιστολή με νέο προσχέδιο αξιολόγησης, η δε δεύτερη με νέα αξιολόγηση σε νέο έντυπο. Παρενθετικά, τότε είχε σημειωθεί νομοθετική αλλαγή στο όλο σύστημα αξιολόγησης. Η αιτήτρια έφερε το θέμα στο προσκήνιο με επιστολή του δικηγόρου της ημερ. 9/10/92. Μετά τη λήψη της, η Ε.Δ.Υ. έγραψε, στις 22/10/92, στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εξωτερικών για να πληροφορηθεί τις απόψεις του καθώς και τις απόψεις της ομάδας αξιολόγησης, αναφορικά με τους ισχυρισμούς της αιτήτριας.
Στη συνεδρία της, που ακολούθησε στις 26/10/92, στα πλαίσια διαδικασίας που αφορούσε και πάλι προαγωγές στη θέση Γραμματειακού Λειτουργού, η Ε.Δ.Υ., χωρίς να αναμένει την απάντηση του Υπουργείου Εξωτερικών, απέρριψε τις παραστάσεις της αιτήτριας, κρίνοντας ότι η έκθεση συντάχθηκε νομότυπα. Στο πρακτικό αναφέρεται ότι η Ε.Δ.Υ. δεν είχε λάβει τις
επιστολές των δύο πρώην προϊσταμένων της. Σημειώνεται στη συνέχεια ότι "Εν πάση περιπτώσει, και αν ακόμη τα νέα έντυπα παραλαμβάνονταν και πάλι δε θα μπορούσε να ληφθούν υπόψη, δεδομένου ότι εκ των υστέρων αναθεώρηση της αξιολόγησης δεν είναι αποδεκτή".Η αιτήτρια, που δεν επιλέγηκε, προσέφυγε στο δικαστήριο. Εκκρεμούσης της διαδικασίας οι προαγωγές ανακλήθηκαν για το λόγο ότι οι συστάσεις του οικείου προϊσταμένου για τις προαγωγές δεν ήταν αιτιολογημένες. Ακολούθησε επανεξέταση με κατάληξη νέες προαγωγές
, τις οποίες η αιτήτρια πρόσβαλε και πάλι: βλ. προσφ. αρ. 429/95, 465/95, 524/95 Ανθή Κωνσταντίνου ν. Δημοκρατίας ημερ. 10/9/96. Η απόφαση για την αναδρομική προαγωγή 7 ενδιαφερόμενων μερών στην υπόθεση εκείνη ακυρώθηκε. Το σκεπτικό ήταν ότι η Ε.Δ.Υ. δεν άφησε να ολοκληρωθεί, προτού εκδώσει την απόφαση της, η έρευνα που, με δική της πρωτοβουλία, ξεκίνησε και προχώρησε με την έκδοση της απόφασης της. Είναι σχετικό - και αντανακλά την παραπάνω σκέψη - το ακόλουθο απόσπασμα της απόφασης μου στις παραπάνω προσφυγές:"Από οποιαδήποτε οπτική γωνία, το θέμα της έκθεσης του 1990 έπρεπε να είχε διερευνηθεί από την Επιτροπή, προτού πάρει την επίδικη απόφαση, υπό το πρίσμα των επιστολών των δύο Πρέσβεων - προϊσταμένων της αιτήτριας. Για την αναγκαιότητα της πορείας αυτής δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία. Άλλωστε η ίδια η Επιτροπή αισθάνθηκε ότι είχε καθήκον να δράσει και απέστειλε την παραπάνω επιστολή ερυθρό 32. Δεν ξεκαθάρισε όμως το ζήτημα πριν τον κρίσιμο χρόνο. Πρέπει να αναφερθεί εδώ ότι είναι αμοιβαία αποδεκτό - και δικαίως - ότι το κρίσιμο πραγματικό και νομικό καθεστώς που διείπε την κρινόμενη υπόθεση ήταν εκείνο της 27/10/92. Εντούτοις η Ε.Δ.Υ. δεν ανέμενε την εκκαθάριση του θέματος."
Επέκταση του παραπάνω συλλογισμού, που αποτελεί μέρος του σκεπτικού, ήταν ότι δεν ήταν δυνατό να προβλεφθεί η επίδραση που η μη ολοκλήρωση της έρευνας θα είχε στη λήψη της απόφασης. Υπό τις συνθήκες αυτές, το ενδεχόμενο πλάνης δεν ήταν δυνατό να αποκλεισθεί. Η αιτιολογική σκέψη στο σημείο αυτό έχει ως εξής:
"Η πραγματικότητα είναι πως η αιτήτρια είχε βαθμολογία "πολύ ικανοποιητικά" σε αντίθεση με όλους τους ενδιαφερόμενους που είχαν ψηλότερη βαθμολογία. Έχοντας υπόψη τα υπόλοιπα δεδομένα και ότι η κρίσιμη έκθεση ήταν από τις δύο τελευταίες, η επίδραση που δυνατό να είχε είναι εμφανής. Η έρευνα που δε συμπληρώθηκε θα μπορούσε ενδεχόμενα να οδηγήσει σε πλανεμένη απόφαση. Για το λόγο αυτό η επίδικη απόφαση ακυρώνεται χωρίς να χρειάζεται να αποφανθώ για το δεύτερο ζήτημα αναφορικά με τις συστάσεις του Διευθυντή."
Πρέπει να πούμε ότι η απόφαση μου ήταν μεταγενέστερη της επίδικης διοικητικής πράξης. Γιαυτό ο δικηγόρος της αιτήτριας υπέβαλε ότι υπάρχει ταυτότητα περιστάσεων που καθιστούν τη δικαστική απόφαση δεσμευτική για την Ε.Δ.Υ. Έχει όμως λεχθεί από την άλλη πλευρά ότι η τελευταία συμπλήρωσε την έρευνα της, συμμορφούμενη έτσι με τη δικαστική ακυρωτική απόφαση στις 22/10/96. Η έρευνα έδειξε ότι οι ισχυρισμοί της αιτήτριας δεν είχαν αποδειχθεί. Υποστήριξε ακόμη ότι η μη συμπλήρωση της έρευνας δεν αποτελεί ουσιώδη πλάνη που μπορεί να επιφέρει ακυρότητα.
Είναι φανερό ότι η ολοκλήρωση οποιασδήποτε έρευνας, που τυχόν έγινε, πραγματοποιήθηκε μετά τον ουσιώδη χρόνο, δηλαδή, τη λήψη της επίδικης απόφασης. Κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου δε λαμβάνεται υπόψη οποιαδήποτε μεταγενέστερη απόφαση της Ε.Δ.Υ. επί του θέματος. Υπό τις συνθήκες αυτές δεν είχαμε επανάκριση υπό το πρίσμα της ακυρωτικής απόφασης του δικαστηρίου προς την οποία η Ε.Δ.Υ. όφειλε συμμόρφωση. Ως προς την πιθανότητα πλάνης, η εισήγηση της δικηγόρου της καθής παραγνωρίζει ότι η έκθεση του 1990 αφορούσε ένα από τα τελευταία χρόνια αξιολόγησης στα οποία και ο ίδιος ο Αναπληρωτής Διευθυντής προσέδωσε σημασία.
Η κατάληξη μου είναι ότι η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί για τους ίδιους λόγους που ακυρώθηκε η απόφαση αντικείμενο των προσφυγών αρ. 429/95, 465/95 και 524/95. Θα πρόσθετα ότι και οι συστάσεις πάσχουν από τη σκοπιά αυτή, αφού στηρίχθηκαν και στην παραπάνω έκθεση.
Σε περιπτώσεις συνεκδικαζόμενων προσφυγών, η ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης σε μια από αυτές αποστερεί τις άλλες του αντικειμένου τους: Δημοκρατία ν. Χαραλάμπους κ.α. (1992) 3 Α.Α.Δ. 251, Γενακρίτου κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 497, συνεκδικασθείσες υποθέσεις 323/95 και 376/95 Παρτασίδη Βάγιου κ.α. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 21/11/96. Θα υπομνήσω στο σημείο αυτό ότι η αιτήτρια προσβάλλει την προαγωγή μόνο τεσσάρων από τα εννέα ενδιαφερόμενα μέρη, δηλαδή των υπ' αρ. 1, 2, 4 και 5. Εδώ σταματά και η εμβέλεια της ακυρωτικής απόφασης. Οι προσφυγές των Προδρόμου (855/96) και Χριστοδουλίδου (882/96), που προσβάλλουν τις προαγωγές των ιδίων ενδιαφερόμενων μερών, απώλεσαν το αντικείμενο τους. Και απορρίπτονται χωρίς έξοδα. Απορρίπτεται επίσης η προσφυγή 1032/96 από τον Ν. Νικολαΐδη, η οποία απώλεσε το αντικείμενο της, αναφορικά με τα ίδια ενδιαφερόμενα μέρη.
Απομένει όμως για εξέταση το μέρος της τελευταίας αυτής προσφυγής (1032/96), που αφορά τα υπόλοιπα ενδιαφερόμενα μέρη. Οι ισχυρισμοί του αιτητή επικεντρώνονται στην αιτιολογία τόσο της σύστασης όσο και της τελικής απόφασης. Υποστηρίζει ότι ελλείπει η δέουσα αιτιολογία για το λόγο ότι δε γίνεται αναφορά στον αιτητή ούτε αξιολόγηση και σύγκριση του με τους υπόλοιπους υποψηφίους. Ιδιαίτερα τους συστηθέντες και επιλεγέντες. Επιπλέον ότι η σύσταση πάσχει γιατί δεν καταγράφονται οι πληροφορίες που ο Αναπληρωτής Διευθυντής πήρε από τους Προϊσταμένους των υποψηφίων. Και, τέλος, ότι δεν αιτιολογείται το συμπέρασμα ότι οι επιλεγέντες ήταν καταλληλότεροι του αιτητή που, όπως ισχυρίστηκε, πλεονεκτούσε σε προσόντα και αρχαιότητα.
Έχει καθιερωθεί από τη νομολογία μας ότι η Ε.Δ.Υ., κατά την αξιολόγηση των υποψηφίων για προαγωγή, δε χρειάζεται να αναφέρει ονομαστικά όλους τους υποψηφίους: Α.Ε. 789, 791, 796 Κλέαρχος Μιλτιάδους κ.α. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 30/5/89. Ιδιαίτερα εδώ που ξεπερνούσαν τους 800. Αναφορικά με τις απόψεις που ο συστήνων πήρε από τους προϊσταμένους των υποψηφίων έχει κατά κόρο διακηρυχθεί πως δεν είναι απαραίτητο να καταγράφονται. Παραπέμπω στην πιο πρόσφατη απόφαση μου προσφ. αρ. 916/96 Τατιάνα Ραχματούλινα ν. Δημοκρατίας, ημερ. 9/9/99.
Αξίζει να σταθώ εδώ για να τονίσω για μια ακόμη φορά ότι δεν πρέπει να ακούγονται πια αυτού του είδους τα επιχειρήματα, που δεν βρίσκουν πουθενά οποιοδήποτε νόμιμο έρεισμα. Η επανάληψη τους δεν προάγει τους σκοπούς της δικαιοσύνης. Αποτελεί μόνο απώλεια χρόνου για όλους.
Η απλή υπεροχή στα κριτήρια, του υποψηφίου που δεν επιλέγηκε, δεν αρκεί για να ανατρέψει την απόφαση του διορίζοντος οργάνου. Χρειάζεται έκδηλη υπεροχή, η οποία παραγνωρίστηκε σε συγκεκριμένη περίπτωση. Ο βαθμός αυτός υπεροχής πρέπει να διαπιστώνεται με μια πρώτη ματιά στα δεδομένα. Τα προσόντα, στα οποία αναφέρεται ο αιτητής για να αποδείξει το στοιχείο αυτό (γνώση αγγλικής γλώσσας, επιτυχία σε κυβερνητικές εξετάσεις, Γενικές Οδηγίες και Κανονισμούς Αποθηκών), άνκαι δεν περιλαμβάνονται στα σχέδια υπηρεσίας, είναι, εντούτοις, απαραίτητα για την εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. Άλλωστε δεν υπάρχει καν νύξη ότι οι προαχθέντες δεν κατείχαν είτε τα ίδια είτε παρόμοια προσόντα. Πέραν αυτού, ο δικηγόρος του αιτητή δεν εξειδίκευσε οποιαδήποτε προσόντα που θα έδιναν
στον πελάτη του το προβάδισμα.Παρεμπιπτόντως, αναμένεται από τους δικηγόρους, ειδικότερα σε περιπτώσεις όπως οι παρούσες με το ογκώδες υλικό, να ανιχνεύουν και επισημαίνουν στη συνέχεια κάθε τι σχετικό. Εν πάση περιπτώσει, από τη δική μας έρευνα των φακέλων διαπιστώνεται ότι και τα ενδιαφερόμενα μέρη κατείχαν τα προσόντα αυτά καθώς και άλλα που είναι σχετικά με τα καθήκοντα τους. Δεν υφίσταται, επομένως, στον τομέα αυτό υπεροχή του αιτητή.
Από τους πίνακες που η δικηγόρος της Δημοκρατίας έθεσε στη διάθεση του δικαστηρίου προκύπτει ότι ο αιτητής και τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν περίπου ισότιμες αξιολογήσεις. Έτσι ούτε στο κριτήριο αυτό ο αιτητής διέθετε υπεροχή. Αναφορικά με την αρχαιότητα δεν κατατέθηκαν συγκριτικοί πίνακες. Ο δικηγόρος του αιτητή ανέφερε, γενικά και αόριστα, ότι ο πελάτης του υπερτερεί. Ούτε η αγόρευση της δικηγόρου της Δημοκρατίας είναι πλήρης στο σημείο αυτό. Είπε πως τα ενδιαφερόμενα μέρη, όπως και ο αιτητής, προάχθηκαν σε θέση Γραφέα 1ης τάξης την ίδια ημερομηνία, δηλαδή, 15/2/85. Ο αιτητής όμως υστερούσε σε αρχαιότητα λόγω της ημερομηνίας γέννησης του.
Από την έρευνα στους φακέλους του αιτητή και των ενδιαφερόμενων μερών 3, 6, 7, 8 και 9, διαπιστώνεται ότι όλοι είχαν προαχθεί στην τελευταία τους θέση, Γραφέα 1ης τάξης, την ίδια ημερομηνία, δηλαδή, 15/2/85, όπως και στην προηγούμενη τους θέση του Γραφέα 2ης τάξης. Στη θέση εκείνη είχαν προαχθεί την 1/11/80. Όμως στη θέση Βοηθού Γραφέα, που είναι θέση πρώτου διορισμού, οι ημερομηνίες δεν συμπίπτουν. Τα ενδιαφερόμενα μέρη 8 και 9 διορίστηκαν στη θέση αυτή από 1/5/68, το ενδιαφερόμενο μέρος 7 από 1/4/70 και τα ενδιαφερόμενα μέρη 3 και 6, όπως και ο αιτητής, την 1/5/70. Έτσι, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρ. 49 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, τα ενδιαφερόμενα μέρη 7, 8 και 9 προηγούνται σε αρχαιότητα του αιτητή λόγω της ημερομηνίας πρώτου διορισμού τους. Συγκρινόμενος δε με τα ενδιαφερόμενα μέρη 3 και 6, ο αιτητής έπεται αυτών σε αρχαιότητα, λόγω της ημερομηνίας γέννησης του (γεννήθηκε στις 9/5/49 και τα ενδιαφερόμενα μέρη στις 30/8/43 και 2/3/44, αντίστοιχα). Γιαυτό και είναι ανακριβής ο ισχυρισμός του ότι ήταν αρχαιότερος των ενδιαφερόμενων μέρων.
Από την προηγηθείσα ανάλυση είναι φανερό ότι δεν ευσταθεί η σφαιρική τοποθέτηση ότι ο αιτητής είχε έκδηλη υπεροχή απέναντι στα ενδιαφερόμενα μέρη 3, 6, 7, 8 και 9. Η προσφυγή του αιτητή (1032/96) σε σχέση με τα πρόσωπα αυτά απορρίπτεται. Με έξοδα εναντίον του.
Η προσφυγή της αιτήτριας Ανθής Κωνσταντίνου (αρ. 855/96) πετυχαίνει για το λόγο που προαναφέρθηκε. Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος της τα οποία θα υπολογίσει ο Πρωτοκολλητής.
Σ. Νικήτας, Δ.