ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 671/97
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ
:Αναστάσιος Ιωάννου (STASINO SELF DRIVE CARS)
εκ Λεμεσού
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του
Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας
Καθ΄ων η αίτηση
_____________
22 Δεκεμβρίου, 1999
Για τον αιτητή : κα Α. Χριστοφίδου για κ.κ. Κώστα Μελά
και Συνεργάτες.
Για τους καθ΄ων η αίτηση : κα Ελ. Ζαχαριάδου, Δικηγόρος της
Δημοκρατίας, για Γεν. Εισαγγελέα της
Δημοκρατίας.
_____________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής στην παρούσα προσφυγή αξιώνει τις πιο κάτω θεραπείες:
Α. Απόφαση του Δικαστηρίου ότι η διοικητική πράξη του Καθ΄ ου η αίτηση, που περιέχεται στην επιστολή του ημερομηνίας 3.10.1996, με την οποία ο Καθ΄ ου η αίτηση προέβηκε σε βεβαίωση Φόρου Προστιθέμενης Αξίας για τις φορολογικές περιόδους 1.7.1992-30.11.1992, 1.9.1993-30.1
Β. Επιπρόσθετα και/ή διαζευκτικά δήλωση του Δικαστηρίου, ότι η παράλειψη του Καθ΄ ου η αίτηση να γνωστοποιήσει γραπτώς στον Αιτητή μέσα σε 30 μέρες το αργότερο και/ή μέχρι σήμερα δεόντως αιτιολογημένη απόφαση σε σχέση με τη γραπτή ένσταση του Αιτητή, η οποία υποβλήθηκε με επιστολές του λογιστή του ημερομηνίας 15.11.1996 και 3.1.1997 καθώς και με επιστολή του ιδίου του Αιτητή ημερομηνίας 24.6.1997 με τις οποίες αμφισβητούσε το ποσό των ΛΚ3.738,87 του παραρτήματος Β[11] της βεβαίωσης φόρου για τις φορολογικές περιόδους 1.7.1992-30.11.1992, 1.9.1993- 30.11.1993, 1.6.1994-31.8.1994, 1.12.1994-31.5.1995, 1.9.1995-31.5.1996, καθώς και η επιβολή πρόσθετης χρηματικής επιβάρυνσης, καθώς και τόκου είναι άκυρη και οτιδήποτε έχει παραληφθεί έπρεπε να είχε εκτελεσθεί
.
Ο αιτητής είναι εγγεγραμμένος στο Μητρώο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και έχει ως εμπορική δραστηριότητα τη μίσθωση αυτοκινήτων χωρίς οδηγό. ΄Υστερα από σχετικό έλεγχο που έγινε στα υποστατικά του διαπιστώθηκαν ορισμένες παραλείψεις.
΄Ετσι ο ΄Εφορος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (στο εξής "ο ΄Εφορος"), έκρινε ότι οι φορολογικές δηλώσεις που είχαν υποβληθεί για τις πιο πάνω αναφερόμενες περιόδους ήταν ελλειπείς και εσφαλμένες. Ως εκ τούτου προχώρησε σε βεβαίωση του ποσού του οφειλόμενου φόρου, για μεν το φόρο
εκροών δυνάμει του άρθρου 34(1) και για δε το φόρο εισροών δυνάμει του άρθρου 34(2) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990, Ν. 246/90.Στη συνέχεια ειδοποίησε ανάλογα τον αιτητή με επιστολή ημερ. 3.10.1996. Σύμφωνα με την επιστολή, ο αιτητής όφειλε να καταβάλει το ποσό των £3.195,75.
Με επιστολές ημερ. 15.11.1996, 3.1.1997 και 24.6.1997 ο αιτητής υπέβαλε ένσταση. Οι ενστάσεις εξετάζονταν από τον ΄Εφορο κάθε φορά υπό το φως των νέων προβαλλόμενων ισχυρισμών του αιτητή. Ο ΄Εφορος απάντησε αντίστοιχα τον αιτητή με επιστολές του ημερ. 25.11.1996, 14.1.1997 και 31.7.1997, πληροφορώντας τον ότι το αίτημά του δεν γινόταν αποδεκτό και ως εκ τούτου η απόφαση ημερ. 3.10.1996 εξακολουθούσε να ισχύει.
Τελικά, με επιστολή του ημερ. 9.7.1997, ο ΄Εφορος κάλεσε τον αιτητή όπως μέσα σε δεκατέσσερις ημέρες εξοφλήσει το ποσό που είχε καθοριστεί με τη βεβαίωση φόρου ημερ. 3.10.1996, καθώς και τις επιβαρύνσεις και τόκους που είχαν προκύψει στο μεταξύ λόγω της μη συμμόρφωσής του.
Ο αιτητής με επιστολή ημερ. 17.7.1997, μέσω του δικηγόρου του, ζήτησε αναστολή λήψης οποιωνδήποτε μέτρων εναντίον του μέχρι την ολοκλήρωση της εξέτασης της ένστασης που υπέβαλε. Ο ΄Εφορος στις 20.8.1997, πληροφόρησε τον αιτητή ότι οι ενστάσεις του είχαν εξεταστεί και απορριφθεί και ως εκ τούτου θα έπρεπε να συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις του. Ο αιτητής απάντησε με καταχώρηση της παρούσας προσφυγής.
Ο καθ΄ ου η αίτηση ήγειρε αριθμό προδικαστικών ενστάσεων. Κατ΄ αρχήν προβάλλει το επιχείρημα ότι η προσφυγή στο βαθμό που στρέφεται εναντίον της απόφασης ημερ. 3.10.1996 είναι εκπρόθεσμη. Περαιτέρω προβάλλεται ότι η προσφυγή, στο βαθμό που στρέφεται εναντίον παράλειψης του καθ΄ ου η αίτηση να απαντήσει σε επιστολές του αιτητή ημερ. 15.11.1996, 3.1.1997 και 24.6.1997, δεν μπορεί να εκδικαστεί επειδή οι επιστολές αυτές απαντήθηκαν και συνεπώς η προσφυγή είναι άνευ αντικειμένου.
Η τρίτη προδικαστική ένσταση που εγείρεται είναι ότι η προσφυγή στο βαθμό που στρέφεται εναντίον της πράξης ημερ. 9.7.1997, προσβάλλει απόφαση που δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη επειδή είναι πράξη εκτέλεσης και ως εκ τούτου δεν μπορεί να προσβληθεί με βάση το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος.
Τέλος ο καθ΄ ου η αίτηση προβάλλει, υπό μορφή και πάλιν προδικαστικής ένστασης, το επιχείρημα ότι ο αιτητής με την αίτηση ακύρωσης προσβάλλει αριθμό πράξεων ή παραλείψεων, οι οποίες δεν είναι συναφείς.
Ως προς την ένσταση περί του εκπρόθεσμου της καταχώρησης ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η προθεσμία αρχίζει από την 31.7.1997 κατά την οποία εκφράστηκε η τελική θέση του καθ΄ ου η αίτηση και συνεπώς η καταχώρηση της προσφυγής έγινε εμπρόθεσμα. Εξάλλου, συνεχίζει ο αιτητής, λόγω των μέχρι την πιο πάνω ημερομηνία διαβουλεύσεων ο ισχυρισμός περί εκπρόθεσμης καταχώρησης είναι εναντίον της καλής πίστης.
΄Εχω τη γνώμη ότι πριν από την εξέταση των πιο πάνω ενστάσεων θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο η προσβαλλόμενη απόφαση, δηλαδή η απόφαση ημερ. 3.10.1996, είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. ΄Ανκαι το θέμα δεν έχει εγερθεί μπορεί να εξεταστεί από το Δικαστήριο και
αυτεπάγγελτα.Σύμφωνα με πάγια νομολογία, τόσο του δικού μας δικαστηρίου, όσο και του Συμβουλίου Επικρατείας, πράξη εναντίον της οποίας υποβλήθηκε ένσταση ή ιεραρχική προσφυγή σύμφωνα με το νόμο, χάνει την εκτελεστότητά της και συγχωνεύεται με την πράξη που ελήφθη ή θα ληφθεί επί της ένστασης ή της ιεραρχικής προσφυγής η οποία είναι και η μόνη εκτελεστή πράξη και κατά συνέπεια η μόνη απόφαση που μπορεί να προσβληθεί (
Economides and Others v. Republic (1978) 3 C.L.R. 230, Mitidou v. CYTA (1982) 3 C.L.R. 555, 577, 580, Iordanou and Others v. Republic (1985) 3 C.L.R. 476, Strongiliotis v. Imp. Board Ayia Napa (1985) 3 C.L.R 1085, Kotsoni v. E.S.C. (1986) 3 C.L.R. 2394, 2400-2401. Bλέπε επίσης ΣτΕ 617/73, 618/73 και 925/73). Βλέπε όμως και την απόφαση στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Ματθαίου, Α.Ε. 832, ημερ. 12.7.1990.Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 241, 242, κάτω από τον τίτλο "Απώλεια Εκτελεστότητας" αναφέρεται ότι στερούνται εκτελεστού χαρακτήρα και απαραδέκτως προσβάλλονται οι πράξεις που απόβαλαν την εκτελεστότητά τους δι΄ ενσωμάτωσης σε άλλη εκτελεστή πράξη. Η ενσωμάτωση αυτή επέρχεται εν πρώτοις όσες φορές ασκείται εναντίον της απόφασης, η λεγόμενη ενδικοφανής ιεραρχική προσφυγή. Το ίδιο ισχύει και σε πράξεις εναντίον των οποίων υποβάλλεται ένσταση που προβλέπεται από το νόμο και η οποία πράξη ενσωματώνεται στην απόφαση που εκδίδεται επί της ένστασης.
Εν όψει των πιο πάνω η απόφαση που προσβάλλεται με την θεραπεία (Α) δηλαδή η πράξη ημερ. 3.10.1996 δεν μπορεί να θεωρηθεί εκτελεστή διοικητική πράξη, αφού αυτή έχασε την εκτελεστότητά της και ενσωματώθηκε στην απόφαση ημερ. 31.7.1997 που έκρινε τις ενστάσεις του αιτητή και η οποία απόφαση δεν προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή.
Στη θεραπεία (Α) αξιώνεται επίσης ακύρωση και της επιβολής πρόσθετης χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου, όπως και η απαίτηση εξόφλησης του χρέους. ΄Οπως είδαμε πιο πάνω, ο καθ΄ ου η αίτηση έχει εγείρει αναφορικά με το σημείο αυτό προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενος ότι η απόφαση αυτή δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη επειδή είναι πράξη εκτέλεσης, η οποία βέβαια δεν είναι δυνατόν να προσβληθεί ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Η ένσταση ευσταθεί. Πράξη είναι εκτελεστή εφ΄ όσον επιβάλλει υποχρεώσεις στο διοικούμενο, που δεν υφίστανται πριν από την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη διοίκηση να επικαλεστεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους. Διοικητικά μέτρα για την εφαρμογή εκτελεστής πράξης συνιστούν πράξη εκτέλεσης η οποία δεν είναι αφ΄ εαυτής γενεσιουργός δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αλλά μοχλός για την υλοποίηση της γενέτειρας πράξης ή απόφασης (Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Ltd (1994) 3 A.A.Δ. 26
).Ο τόκος και η πρόσθετη επιβάρυνση προβλέπονται άμεσα από το νόμο και δεν συνιστούν άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Εφόρου (Χρ. Σ. Χριστοφίδης Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 425/97, ημερ. 12.5.1998
, Καλαπαλίκκης κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 704/96, κ.α., ημερ. 5.2.1999. Βλέπε όμως και Κώστας Γαβριηλίδης και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 767/95, ημερ. 20.6.1996, όπου υποστηρίκτηκε ότι η σχετική επιβολή επιβάρυνσης ήταν πληροφοριακού περιεχομένου και όχι εκτελεστή πράξη. Εξ άλλου η υποχρέωση προς καταβολή τόκων ή πρόσθετων τελών συνιστά επέκταση της αρχικής φορολογικής υποχρέωσης (Η. Γ. Κυριακόπουλος, Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον, Τόμος Γ΄,Τέταρτη ΄Εκδοση, σελ. 353, Παξιόλας ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 988/96, ημερ. 21.4.1999).Εν όψει όλων των πιο πάνω είναι φανερό ότι η ένσταση θα πρέπει να επιτύχει. Η επιβολή τόκου και επιβάρυνσης είναι πράξη εκτέλεσης και όχι εκτελεστή διοικητική πράξη.
΄Οσον αφορά τη θεραπεία (Β) με την οποία αξιώνεται ακύρωση της παράλειψης του καθ΄ ου η αίτηση να απαντήσει μέσα σε τριάντα μέρες, σημειώνω ότι και ο αιτητής στη γραπτή του αγόρευση παραδέχεται ότι εξέλειπε στο μεταξύ το αντικείμενο της προσφυγής σ΄ αυτά τα σημεία αφού, όπως εξελίκτηκε η υπόθεση, παρέμεινε μία μόνο επίδικη πράξη. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή στην απαντητική του αγόρευση, από τη μια δηλώνει ότι δεν αποδέχεται τις τελευταίες τρεις προδικαστικές ενστάσεις και από την άλλη επαναλαμβάνει ότι εξέλειπε το αντικείμενο της προσφυγής, πράγμα που είναι, σύμφωνα πάντα με τον αιτητή, διαφορετικό. Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν αντιλαμβάνομαι γιατί ο αιτητής θεωρεί ότι ενώ εξέλειπε το αντικείμενο της προσφυγής, η ένσταση
πρέπει να απορριφθεί. Πράγματι το αντικείμενο της θεραπείας (Β) έχει εκλείψει, αφού ο ΄Εφορος πράγματι απάντησε στον αιτητή. ΄Ετσι και η θεραπεία (Β) θα πρέπει να απορριφθεί.Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £300.
Φρ. Νικολαΐδης
Δ.
/ΜΔ