ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 637/98
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ
:Χρυστάλλα Πετούση-Στυλιανίδου
Αιτήτριας
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας
Καθ΄ων η αίτηση
_____________
30 Νοεμβρίου, 1999
Για την αιτήτρια : κ. A. Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ων η αίτηση : κα Ελ. Λοϊζίδου, Δικηγόρος της
Δημοκρατίας Α΄, για Γεν. Εισαγγελέα
της Δημοκρατίας.
_____________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
H αιτήτρια διορίστηκε στη μόνιμη θέση της καθηγήτριας Εμπορικών από 8.11.1985. Επειδή σύμφωνα με τον Κανονισμό 3 (1) (ζ) (i) της Κ.Δ.Π. 382/97 υπηρεσία ή προϋπηρεσία στο Τμήμα Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας αναγνωρίζεται, η αιτήτρια που προηγουμένως υπηρετούσε στο Γραφείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων υπέβαλε στις 7.5.1998 αίτηση για αναγνώριση της προϋπηρεσίας της.
Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (στο εξής "η Επιτροπή") αποφάσισε στις 18.5.1998 ότι δεν μπορούσε να αναγνωρίσει την προϋπηρεσία της, γιατί δεν ήταν υπηρεσία στο Τμήμα Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, όπως ρητά αναφέρεται στους σχετικούς Κανονισμούς. Την πιο πάνω απόφαση της Επιτροπής, η αιτήτρια προσέβαλε με την παρούσα προσφυγή και αξιώνει ακύρωσή της.
Ισχυρίζεται ότι η πρόβλεψη του Καν. 3 (1) (ζ) (i) των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμών του 1997, Κ.Δ.Π. 382/97, διακρίνει άνισα και καθ΄ υπέρβαση εξουσίας του νόμου (ultra vires) την υπηρεσία της αιτήτριας από άλλη υπηρεσία στο ίδιο Υπουργείο. Υποστηρίζει επίσης ότι η Επιτροπή, κατ΄ άνιση μεταχείριση απέρριψε το αίτημά της, παρά τα πραγματικά δεδομένα. Προβάλλει τέλος τον ισχυρισμό ότι η απόφαση, ως ιδιαίτερα δυσμενής για την αιτήτρια, επέβαλλε ειδική αιτιολογία.
Ο Καν. 3 (1) (ζ) (i) της Κ.Δ.Π. 382/97 έχει ως εξής:
" 3.-(1) Εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες προβλέπεται διαφορετικά στο Νόμο και τηρουμένων των υπόλοιπων διατάξεων των Κανονισμών αυτών, αναγνωρισμένη υπηρεσία ή προϋπηρεσία για σκοπούς διορισμού, προαγωγής και προσαυξήσεων λογίζεται ότι περιλαμβάνει επίσης την εκπαιδευτική υπηρεσία, εφόσον είναι υπηρεσία ή προϋπηρεσία-
.................................. .................................................. ............
.................................. .................................................. ............
.................................. .................................................. ............
(ζ) (i) Στο Τμήμα Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας που, σύμφωνα με σχετική βεβαίωση του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, εμπεριέχει το στοιχείο της καθοδήγησης και της εποπτείας."
Είναι φανερό από τη διατύπωση του Κανονισμού ότι η πρόνοια τυγχάνει εφαρμογής σε εκπαιδευτικούς λειτουργούς που έχουν προϋπηρεσία στο Τμήμα Κοινωνικής Ευημερίας.
Οι καθ΄ ων η αίτηση χαρακτήρισαν τον ισχυρισμό που προβλήθηκε από την αιτήτρια για την αντισυνταγματικότητα του Κανονισμού 3 (1) (ζ) και το χαρακτηρισμό του ως τεθέντα καθ΄ υπέρβαση εξουσίας του νόμου, ως ασαφή και ατεκμηρίωτο, γιατί δεν αναφέρεται ρητά το συγκεκριμένο άρθρο του Νόμου με το οποίο ο Κανονισμός έρχεται σε αντίθεση. Ο δικηγόρος της αιτήτριας αντικρούοντας τον πιο πάνω ισχυρισμό, αναφέρει ότι ο Κανονισμός είναι αντίθετος προς το Σύνταγμα και έξω από το Νόμο που όρισε τι είναι προϋπηρεσία. Περαιτέρω, ισχυρίζεται ότι ο Νόμος καθιέρωσε άνιση μεταχείριση μη αναγνωρίζοντας την προϋπηρεσία της αιτήτριας σε άλλη υπηρεσία του ίδιου Υπουργείου.
Το άρθρο 28 Β (13) του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969-1999, ορίζει την "εκπαιδευτική προϋπηρεσία" ως προϋπηρεσία σε δημόσια ή αναγνωρισμένα σχολεία μέσης ή δημοτικής εκπαίδευσης της Δημοκρατίας ή της αλλοδαπής και, αναφορικά με υποψηφίους για διορισμό στη δημοτική εκπαίδευση, προϋπηρεσία σε δημόσια ή αναγνωρισμένα ιδιωτικά σχολεία δημοτικής εκπαίδευσης της Δημοκρατίας ή της αλλοδαπής και περιλαμβάνει, σε κάθε περίπτωση, προϋπηρεσία σε οποιαδήποτε άλλα σχολεία, σχολές, ιδρύματα ή υπηρεσίες, όπως θα καθοριστεί με Κανονισμούς.
Το άρθρο 35 Β (4) του ίδιου Νόμου καθορίζει ότι "υπηρεσία" σημαίνει την εκπαιδευτική υπηρεσία εκπαιδευτικού λειτουργού μετά το διορισμό του στη μόνιμη θέση που κατέχει στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία, ενώ "προϋπηρεσία" σημαίνει την εκπαιδευτική υπηρεσία εκπαιδευτικού λειτουργού πριν από το διορισμό του στη μόνιμη θέση που κατέχει στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία σε εγγεγραμμένα ή αναγνωρισμένα σχολεία της Κύπρου ή του εξωτερικού και περιλαμβάνει εκπαιδευτική υπηρεσία σε οποιαδήποτε άλλα σχολεία, σχολές, ιδρύματα ή υπηρεσίες, όπως θα καθοριστεί με Κανονισμούς.
Η έκδοση κανονισμών για καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου, προβλέπεται από το άρθρο 76 του Νόμου. Οι κανονισμοί που περιέχονται στην Κ.Δ.Π. 382/97 αποτελούν ακριβώς άσκηση των εξουσιών που παρέχονται από το άρθρο 76 στο Υπουργικό Συμβούλιο.
Εν όψει των πιο πάνω είναι σαφές ότι ο Κανονισμός 3 (1) (ζ) (i) που αφορά την παρούσα υπόθεση είναι αναμφίβολα μέσα στο πνεύμα και την εξουσιοδότηση του Νόμου και συνεπώς, ούτε καθ΄υπέρβαση εξουσίας έχει νομοθετηθεί, ούτε και αντίκειται στο Σύνταγμα.
Ο Κανονισμός αναφέρεται σε υπηρεσία στο Τμήμα Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας, ενώ η αιτήτρια εργάστηκε στο Επαρχιακό Γραφείο Εργασίας Λεμεσού. Ο νομοθέτης έχοντας υπ΄ όψιν τη δομή και τα καθήκοντα των τμημάτων του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αναγνώρισε ως προϋπηρεσία μόνο την υπηρεσία στο Τμήμα Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας.
Η αιτήτρια είχε εργαστεί στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων και ήταν τοποθετημένη στο Επαρχιακό Γραφείο Εργασίας Λεμεσού, όπου εκτελούσε καθήκοντα σχετικά με την εγγραφή και τοποθέτηση ανέργων, την καθοδήγηση για παρακολούθηση μαθημάτων κατάρτισης για ταχύρρυθμη εκπαίδευση και επαγγελματικό προσανατολισμό στα σχολεία μέσης εκπαίδευσης και την τοποθέτηση μαθητών για απασχόληση τους καλοκαιρινούς μήνες. Είναι σαφές ότι η προϋπηρεσία αυτή δεν εμπίπτει στα πλαίσια που προβλέπονται από τον Κανονισμό 3 (1) (ζ) (i).
Η αιτήτρια προβάλλει επίσης τον ισχυρισμό ότι επιδείχτηκε άνιση μεταχείρισή της και παράβαση των αρχών της ισότητας που καθιερώνεται από το Σύνταγμα. Από τα ενώπιόν μου στοιχεία είναι φανερό ότι δεν στοιχειοθετείται ένα τέτοιο συμπέρασμα. Δεν παραβιάζεται η αρχή της ισότητας, αφού πρόκειται περί άνισων και όχι ίσων περιπτώσεων. Η αντιμετώπιση της αιτήτριας θα ήταν άνιση αν δεν της αναγνωριζόταν προϋπηρεσία στο Τμήμα Υπηρεσιών Κοινωνικής Ευημερίας. ΄Οπως είδαμε πιο πάνω, τα καθήκοντα της αιτήτριας δεν είχαν σχέση με το Τμήμα Κοινωνικής Ευημερίας και συνεπώς η βεβαίωση που προσκόμισε δεν προωθεί την υπόθεση της. Δεν μπορούμε να αχθούμε στο συμπέρασμα ότι έτυχε δυσμενούς ή άνισης διάκρισης.
΄Οπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Παπαδόπουλος και άλλοι ν. Δημοκρατίας κ.α. (Αρ.1) (1991) 3 Α.Α.Δ. 1250, το βαθύτερο νόημα του κανόνα είναι πως η ίση μεταχείριση των άνισων είναι το ίδιο απαράδεκτη με την άνιση μεταχείριση των ίσων. Κριτήριο για τον προσδιορισμό της ομοιογένειας είναι η ουσιαστική σε αντίθεση με τη φαινομενική υπόσταση ή την ποσοτική αρίθμηση των υποκειμένων του δικαίου (Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά 2/89, ημερ. 29.8.1989. Βλέπε επίσης Republic ν. Αrakian and Others (1972) 3 C.L.R. 294 και Αpostolides and Others v. Republic (1984) 3 C.L.R. 233).
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £300.
Φρ. Νικολαΐδης
Δ.
/ΜΔ