ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(1999) 4 ΑΑΔ 12
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 482/98
Ενώπιον
: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Μάκης Σαββίδης (Ακίνητα) Λτδ
Αιτήτριας
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Του Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων
Κα θ΄ ου η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 5.11.1999Για την αιτήτρια: κ. Σπ. Ευαγγέλου.
Για τον καθ΄ου η αίτηση: κ. Γ. Λαζάρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η προσφυγή στρέφεται εναντίον των φορολογιών φόρου εισοδήματος για τα φορολογικά έτη 1986 μέχρι 1990 και των φορολογιών έκτακτης εισφοράς για τις τριμηνίες 1/1990-4/1990 που επιβλήθηκαν στην αιτήτρια από τον καθ΄ου η αίτηση και της κοινοποιήθηκαν με επιστολή του ημερομηνίας 27.3.1998.
Η αιτήτρια είναι ιδιωτική εταιρεία. Το εισόδημά της κατά τα επίδικα πέντε έτη προερχόταν από τη διάθεση ακινήτων και από τόκους. Αφού η αιτήτρια υπέβαλε Εξελεγμένους Λογαριασμούς μαζί με Δηλώσεις Εισοδήματος για τα εν λόγω έτη, ο καθ΄ου η αίτηση επέβαλε αρχικές φορολογίες εναντίον των οποίων η αιτήτρια επέβαλε ενστάσεις με τον ισχυρισμό ότι αυτές δεν συμφωνούσαν με τους υποβληθέντες λογαριασμούς φορολογητέου εισοδήματος/ζημιάς. Κατά την εξέταση των ενστάσεων ο Έφορος, με επιστολή του ημερομηνίας 12.12.1996, ζήτησε από την αιτήτρια να του υποβάλει λεπτομερή στοιχεία και, συγκεκριμένα, συμφιλιωτική κατάσταση των μισθών που εμφανίζονταν στους λογαριασμούς με τους μισθούς που δηλώνονταν στο Έντυπο Ε.Πρ.7. Σε απάντηση, οι τότε ελεγκτές της αιτήτριας Σαββίδης και Συνεταίροι, με επιστολή τους ημερομηνίας 6.7.1997, πληροφόρησαν τον καθ΄ου η αίτηση ότι δεν κατέστη δυνατόν να ανευρεθούν τα βιβλία της αιτήτριας αναφορικά με τα έτη πριν το 1989, δηλαδή το 1986, το 1987 και το 1988 και, ως εκ τούτου, δεν ήταν σε θέση να δώσουν τις πληροφορίες που τους ζητήθηκαν.
Στις 15.9.1997, με νέα επιστολή του, ο καθ΄ου η αίτηση ζήτησε εκ νέου τα στοιχεία που είχε ήδη ζητήσει με την επιστολή της 12.12.1996. Σε απάντηση, στις 14.11.1997, οι νέοι ελεγκτές της αιτήτριας Κακοφεγγίτης, Θεοδώρου και Σία, με επιστολή τους, παρουσίασαν, μεταξύ άλλων, τη συμφιλιωτική κατάσταση των μισθών που τους ζητήθηκε από τον καθ΄ου η αίτηση για τα έτη 1986, 1987 και 1988. Με βάση την εν λόγω κατάσταση διαπιστώθηκε διαφορά £15.726 μεταξύ των μισθών στους λογαριασμούς (£62.262) και των μισθών στο Έντυπο Ε.Πρ.7 (£46.536). Οι ελεγκτές ανέφεραν ότι η διαφορά αφορούσε γενικά υπεργολαβίες και ζήτησαν όπως αυτή κατανεμηθεί εξίσου στα τρία χρόνια που αφορούσε. Όμως, για τα εν λόγω ποσά, δεν παρουσίασαν οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία όσον αφορά τα άτομα στα οποία πληρώθηκαν και το σκοπό για τον οποίο πληρώθηκαν. Ως εκ τούτου, δεν υπήρχε απόδειξη ότι αυτά είχαν δοθεί εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά για την απόκτηση του εισοδήματος της αιτήτριας.
Στις 19.12.1997 ο καθ΄ου η αίτηση ενημέρωσε με επιστολή του την αιτήτρια και τους ελεγκτές της για τις τροποποιήσεις στους λογαριασμούς για τα έτη 1986 έως 1991, τροποποιήσεις που περιλάμβαναν και τη διαφορά στους μισθούς αναφορικά με τα έτη 1986, 1987 και 1988. Στις 4.3.1998, σε επικοινωνία που είχαν οι ελεγκτές της αιτήτριας με τον καθ΄ου η αίτηση, συμφωνήθηκε όπως γίνουν οι τροποποιήσεις ως η επιστολή του καθ΄ου η αίτηση ημερομηνίας 19.12.1997 για τελική διευθέτηση της υπόθεσης.
Στις 27.3.1998 ο καθ΄ου η αίτηση ενημέρωσε με επιστολή του την αιτήτρια και τους ελεγκτές της για την επελθούσα συμφωνία και την επακόλουθη διευθέτηση σύμφωνα με τον πίνακα που επεσύναψε στην επιστολή (Τεκμήριο 1 στην Προσφυγή).
Ο δικηγόρος του καθ΄ου η αίτηση πρόβαλε την προδικαστική ένσταση ότι η αιτήτρια δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την επίδικη απόφαση για το λόγο ότι αυτή εκδόθηκε με τη συναίνεσή της εφόσον, οι επίδικες φορολογίες, βεβαιώθηκαν ως αποτέλεσμα συμφωνίας που επιτεύχθηκε μεταξύ του καθ΄ου η αίτηση και των ελεγκτών της στις 4.3.1998. Επικαλέσθηκε σχετικά την αρχή ότι «δεν υφίσταται έννομο συμφέρον προς προσβολή διοικητικής πράξεως εκδοθείσης τη αιτήσει ή τη προκλήσει ή τη συναινέσει του αιτούντος». (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας του Σ.τ.Ε. (1929 έως 1959) σελ. 260 - 261).
Εις απάντηση ο δικηγόρος της αιτήτριας υπέβαλε τρεις εισηγήσεις, τις ακόλουθες:
(α) Ότι η βεβαίωση των επίδικων φορολογιών δεν έγινε ανεπιφύλακτα αποδεκτή εκ μέρους της αιτήτριας, αφού την αμφισβήτησε με αυτή τούτη την προσφυγή,
(β) Ότι η συμφωνία που επιτεύχθηκε μεταξύ του καθ΄ου η αίτηση και των ελεγκτών της αιτήτριας στις 4.3.1998 δεν έχει καμιά δεσμευτική και ή νομική ισχύ, και
(γ) Ότι, εν πάση περιπτώσει, καμιά συμφωνία ή ανάληψη υποχρέωσης από μέρους φορολογούμενου για πληρωμή φόρου δεν νομιμοποιεί την επιβολή φορολογίας αν δεν υπάρχει υποχρέωση από μέρους του φορολογούμενου για την καταβολή του φόρου με βάση το νόμο που τον επιβάλλει, και ότι, στην περίπτωση της αιτήτριας, η φορολογία για τα έτη 1986 και 1987 είναι παράνομη ως εκπρόθεσμη.
Η πρώτη εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας δεν ευσταθεί. Η αμφισβήτηση μιας διοικητικής απόφασης με προσφυγή δεν αποδεικνύει αφ΄ εαυτής ότι η απόφαση δεν λήφθηκε με τη συναίνεση του προσφεύγοντος, που προηγήθηκε της προσφυγής, ή δεν έγινε αποδεκτή από τον προσφεύγοντα, πριν την καταχώρηση της προσφυγής. Εφόσον προκύπτει ότι προηγήθηκε τέτοια συναίνεση ή αποδοχή, ή αμφισβήτηση της απόφασης με προσφυγή δεν εξουδετερώνει τις συνέπειες της συναίνεσης ή, ανάλογα της αποδοχής, που δεν είναι άλλες από την απόρριψη της προσφυγής λόγω έλλειψης εννόμου συμφέροντος.
Το ίδιο ισχύει και για τη δεύτερη εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας. Συμφωνίες που επιτυγχάνονται μεταξύ του Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων και φορολογούμενου, εφόσον συνάδουν με τη φορολογική νομοθεσία, είναι απόλυτα δεσμευτικές. Σχετικές είναι οι ρητές διατάξεις των εδαφίων (1), (4) και (5) του άρθρου 20 και του εδαφίου (1) του άρθρου 21 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978 (Ν. 4/78, όπως τροποποιήθηκε) (ο Νόμος), οι οποίες έχουν ως ακολούθως:
«20.(1) Παν πρόσωπον το οποίον αμφισβητεί την εις αυτό επιβληθείσαν φορολογίαν, δύναται, δι΄ εγγράφου ειδοποιήσεως ενστάσεως, να αποταθή εις τον Διευθυντήν προς επανεξέτασιν και αναθεώρησιν αυτής αλλά οφείλει όπως ταυτοχρόνως αποστείλη εις τον Διευθυντήν δήλωσιν του αντικειμένου του φόρου εάν δεν έχη υποβάλη τοιαύτην, και καταβάλλει τον οφειλόμενον φόρον βάσει ιδικού του υπολογισμού. Η ειδοποίησις αύτη δέον όπως εκθέτη επακριβώς τους λόγους της ενστάσεώς του εις την φορολογίαν, εκτός δε εάν άλλως προβλέπηται εν οιωδήποτε ετέρω νόμω, δέον όπως αύτη δοθή ουχί βραδύτερον του τέλους του μηνός ο οποίος έπεται του μηνός εν τω οποίω η εν τω άρθρω 19 αναφερομένη ειδοποίησις εδόθη εις το πρόσωπον τούτο:
.................................. ................
(4) Οσάκις επέρχεται συμφωνία μεταξύ του Διευθυντού και του υποβάλλοντος την ένστασιν διά την επ΄ αυτού επιβληθείσαν φορολογία προσώπου αναφορικώς προς το ποσόν δι΄ ο το ενιστάμενον πρόσωπον υπέχει φορολογικής υποχρέωσιν, η φορολογία τροποποιείται αναλόγως και επιδίδεται εις το πρόσωπον αυτό ειδοποίησις περί του υπ΄ αυτού πληρωτέου φόρου.
(5) Οσάκις παν φορολογηθέν πρόσωπον, το οποίον ενέστη εις την επιβληθείσαν εις αυτό φορολογίαν, δεν συμφωνεί μετά του Διευθυντή ως προς το ποσόν επί του οποίου υπόκειται εις φορολογία, ο Διευθυντής χωρεί εις καθορισμόν του ποσού του αντικειμένου φόρου του ενισταμένου προσώπου βάσει της διαθεσίμου αυτώ μαρτυρίας και πληροφορεί καταλλήλως το ενιστάμενον πρόσωπον:
..........................
21.(1) Παν πρόσωπον όπερ, θεωρούν εαυτό ηδικημένον δια της επ΄ αυτού επιβληθείσης φορολογίας, απέτυχε να έλθη εις συμφωνίαν μετά του Διευθυντού ως προβλέπεται εν εδαφίω (5) του άρθρου 20, δύναται να ασκήση προσφυγήν εις το Ανώτατον Δικαστήριο.»
(οι υπογραμμίσεις δικές μου).
Είναι πρόδηλο από τις πιο πάνω διατάξεις ότι η υπό συζήτηση συμφωνία, εφόσον με αυτή επιβλήθηκε νόμιμη φορολογία, πράγμα που θα εξετάσω στη συνέχεια, έχει δεσμευτική νομική ισχύ. Δεν θα είχε τέτοια ισχύ μόνο στην περίπτωση που θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως «παράνομη», υπό την έννοια ότι με αυτή επιβλήθηκε φορολογία που δεν προνοείται ή που δεν επιτρέπεται από το Νόμο. (Βλ. σχετικά Frangos v. The Republic (1985) 3 CLR, σελ. 64
1).Όπως έχω ήδη αναφέρει, η τρίτη εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας είναι ότι, έστω και αν ήθελε θεωρηθεί ότι συμφωνία ή ανάληψη υποχρέωσης από μέρους φορολογούμενου για πληρωμή φόρου έχει νομική ισχύ και είναι δεσμευτική, στην περίπτωση της αιτήτριας η συμφωνία αυτή δεν έχει νομική ισχύ ούτε είναι δεσμευτική στο μέτρο που αφορά τα έτη 1986 και 1987, και τούτο για το λόγο ότι οι φορολογίες για τα έτη αυτά επιβλήθηκαν εκπρόθεσμα μετά, δηλαδή, την παρέλευση της προθεσμίας των έξι ετών που προβλέπει το άρθρο 23(1) του Νόμου.
Αντικρούοντας την τρίτη αυτή εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας, ο δικηγόρος του καθ΄ου η αίτηση υποστήριξε ότι δεν ευσταθεί για το λόγο ότι η προθεσμία των έξι ετών που προβλέπει το άρθρο 23(1) δεν έχει εφαρμογή σε περίπτωση τροποποίησης ζημιών ή, άλλως, αναπροσαρμογής αρνητικού αριθμού προηγούμενων ετών, δηλαδή προηγούμενων λογαριασμών που δείχνουν ζημιές, όπως ήταν η περίπτωση των ετών 1986 και 1987, κατά τα οποία υπήρχαν ζημιές και ο καθ΄ου η αίτηση, με τις τροποποιήσεις που επέφερε, απλώς μείωσε τις ζημιές αυτές. Επικαλέσθηκε σχετικά το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση River Estates Ltd v. The Republic (1986) 3 CLR, σελ. 2575
:«Dealing first with the preliminary objection I am of the opinion that the period of Limitation provided by section 23(1) of the Assessment and Collection of Taxes Laws 1978-1979 - and on which the objection is based, is confined to instances where the Commissioner raises an assessment or additional assessment and does not cover cases such as the instant one where no assessment or additional assessment was raised imposing tax, because the tax payer had no income liable to tax, and what was done was merely to adjust a negative figure. This conclusion is also born out from the case of Mavrommati v. Republic (1966) 3 C.L.R. 143 in which it was held that the period of six years prescribed by section 45 of the Income Tax Law, Cap. 323 and the Taxes (Quantifying and Recovery) Law, 1963 (Law No. 53 of 1963) is to be reckoned as from the date when an assessment is made.»
Εις απάντηση, ο δικηγόρος της αιτήτριας αμφισβήτησε την ορθότητα της απόφασης στην
River Estates. Επικαλέσθηκε σχετικά το άρθρο 20 του Νόμου (που αναφέρεται σε ένσταση κατά «επιβληθείσης φορολογίας») και το άρθρο 21 (που μιλά για «προσφυγή» αν δεν επιτευχθεί συμφωνία με το Διευθυντή) και, με ιδιαίτερη έμφαση, την απόφαση του Ανακτοβουλίου στην υπόθεση Lloyds Bank Export Finance Ltd v. Commissioner of Inland Revenue (1991) 3 WLR., σελ. 153, όπου η λέξη «assessment», στα άρθρα 19 και 25(1) του Income Tax Act 1976 της Νέας Ζηλανδίας, ερμηνεύθηκε να σημαίνει τη διαδικασία καθορισμού του εισοδήματος του φορολογούμενου, αν υπήρχε τέτοιο εισόδημα, διαδικασία που μπορεί να απολήξει είτε σε θετικό αριθμό, είτε σε μηδέν, είτε σε αρνητικό αριθμό.Μελέτησα με προσοχή το σκεπτικό της
River Estates, όπως και το σκεπτικό της Lloyds Bank Export Finance Ltd. Έχω την άποψη ότι η River Estates ερμηνεύει και εφαρμόζει ορθά το άρθρο 23(1) του δικού μας Νόμου. Στη Lloyds Bank Export Finance Ltd, το Ανακτοβούλιο καταλήγει στην ερμηνεία που έδωσε στη λέξη «assessment», στα άρθρα 19 και 25(1) του νόμου της Νέας Ζηλανδίας, ύστερα από ενδελεχή ανάλυση του λεκτικού (wording) και του περιεχομένου σειράς άρθρων του εν λόγω νόμου, άρθρων που διαφέρουν ουσιαστικά ή και δεν συναντώνται καθόλου στο δικό μας Νόμο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι, στη σελίδα 159 της απόφασής του, το Ανακτοβούλιο διαπιστώνει ότι η αναφορά που έγινε κατά τη διάρκεια της δίκης στην Αυστραλιανή υπόθεση Batagol v. Commissioner of Taxation of the Commonwealth of Australia (1963) 109 CLR 243, όπου συζητήθηκε παρόμοιο ζήτημα, δεν ήταν υποβοηθητική, για το λόγο ότι το λεκτικό του υπό εξέταση νόμου της Νέας Ζηλανδίας διέφερε σημαντικά από το λεκτικό του αντίστοιχου νόμου της Αυστραλίας.Ενόψει των πιο πάνω, ευρίσκω ότι όλες οι επίδικες φορολογίες επιβλήθηκαν στην αιτήτρια με τη συναίνεση των αντιπροσώπων-ελεγκτών της, μέσα στα πλαίσια ορθής ερμηνείας και εφαρμογής του Νόμου, και, επομένως, η αιτήτρια στερείται εννόμου συμφέροντος να τις προσβάλει με την παρούσα προσφυγή.
Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη με έξοδα εις βάρος της αιτήτριας.
Ρ. Γαβριηλίδης
Δ.
/ΧΤΘ