ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1999) 4 ΑΑΔ 1083
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 1030/98
Ενώπιον
: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:-
Κορνηλίας Χριστοφή, από τη Λευκωσία
Αιτήτριας
και
΄Εφορου Φόρου Εισοδήματος
Καθ΄ ου η Αίτηση
_ _ _ _ _ _ _ _
12 Οκτωβρίου, 1999
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Για την Αιτήτρια: Κος. Π. Μιχαήλ.
Για τον Καθ΄ ου η Αίτηση: Κος. Γ. Λαζάρου, Δικηγόρος της
Δημοκρατίας Α΄.
_ _ _ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στις 5/12/1996 ο καθ΄ ου η αίτηση επέβαλε στην αιτήτρια αρχική φορολογία για το έτος 1990 με βάση την κρίση του επειδή αυτή παρέλειψε να υποβάλει δήλωση του εισοδήματος της σύμφωνα με το νόμο. Στις 24/10/1997 η αιτήτρια υπέβαλε εκπρόθεσμη ένσταση στην εν λόγω φορολογία. Η ένσταση έγινε δεκτή από τον ΄Εφορο ο οποίος ακολούθως, στις 6/2/1998, επέβαλε στην αιτήτρια φορολογία με βάση τη δήλωση εισοδήματος που η ίδια υπέβαλε, στις 28/1/1998, για το επίδικο έτος. Η φορολογία δόθηκε δια χειρός στο σύζυγο της αιτήτριας.
Στις 26/6/1998 το Γραφείο Είσπραξης Φόρων έστειλε επιστολή στην αιτήτρια με την οποία την πληροφορούσε για τις φορολογικές της υποχρεώσεις. Ο σύζυγος της αιτήτριας ζήτησε παράταση του χρόνου αποπληρωμής μέχρι το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου ώστε να του δοθεί, όπως είπε, χρόνος να εξασφαλίσει δάνειο για να εξοφλήσει το οφειλόμενο ποσό. Ακολούθως, και αφού εξέπνευσε η παράταση που δόθηκε χωρίς να εξοφληθεί ο οφειλόμενος φόρος, το Γραφείο Είσπραξης Φόρων, στις 15/10/1998, απέστειλε στην αιτήτρια νέα επιστολή, που έφερε τον τίτλο «Πρώτη και Τελευταία Ειδοποίηση», με την οποία την προειδοποιούσε για λήψη δικαστικών μέτρων αν δεν εκπλήρωνε τις φορολογικές της υποχρεώσεις μέσα σε τακτή προθεσμία. Αντίγραφο της επιστολής αυτής επισυνάφθηκε στην προσφυγή ως Τεκμήριο 1.
Με την προσφυγή η αιτήτρια ζητά από το Δικαστήριο την ακόλουθη θεραπεία:-
« Απόφαση και/ή Διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η φορολογία του έτους 1990 που κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια ημερ. 15.10.98 (Τεκμ.1) είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη οιασδήποτε νομικής ισχύος.»
Ο δικηγόρος του καθ΄ ου η αίτηση πρόβαλε την προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά πράξη εκτέλεσης και ή πληροφοριακή πράξη.
Σύμφωνα με τη νομολογία η εκτελεστότητα της διοικητικής πράξης είναι απαραίτητη προϋπόθεση για το παραδεκτό της προσφυγής. Είναι προϋπόθεση που εξετάζεται ακόμα και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο. (Βλ., μεταξύ άλλων, Δημητρίου και ΄Αλλος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 775, απόφαση 30/5/1989.). Δεν είναι, μεταξύ άλλων, εκτελεστές οι πράξεις στις οποίες εκφράζεται η πρόθεση και όχι η βούληση της διοίκησης. Τέτοια πράξη είναι, παραδείγματος χάριν, και αυτή είναι η περίπτωση που έχω ενώπιον μου, μια επιστολή που καλεί την αιτήτρια να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προειδοποιώντας την ταυτόχρονα ότι αν δεν συμμορφωθεί θα ληφθούν εναντίον της δικαστικά μέτρα. (Βλ., σχετικά
Makris and Another v. Republic (1984) 3 C.L.R. 10, στις σελίδες 12 έως 13.). Επίσης, δεν είναι εκτελεστές οι πράξεις που έπονται της εκτελεστής και τείνουν στην εκτέλεση της, όπως είναι οι πράξεις που αποβλέπουν, όπως στην προκείμενη περίπτωση, στην είσπραξη φόρου που επιβλήθηκε. (Βλ., Μ. Στασινοπούλου - Δίκαιον των Διοικητικών Διαφορών, σελ. 174 έως 175 και, μεταξύ άλλων, Colokasides v. Republic (1965) 3 C.L.R. 542, στη σελ. 551.).Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας, ευρίσκω ότι η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη της 15/10/1998 δεν είναι εκτελεστή για το λόγο ότι με αυτή εκφράζεται η πρόθεση και όχι η βούληση της διοίκησης και, επίσης, για το λόγο ότι αυτή είναι πράξη που αποβλέπει στην εκτέλεση εκτελεστής διοκητικής πράξης που προηγήθηκε.
Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με έξοδα σε βάρος της αιτήτριας.
Ρ. Γαβριηλίδης,
Δ.
/ΜΝ