ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
CHRISTODOULIDES & ANOTHER ν. REPUBLIC (1986) 3 CLR 1637
Συμεωνίδου & άλλοι ν. Δημοκρατία(Αρ.2) (1993) 3 ΑΑΔ 258
Πεττεμερίδης ν. Συμβ. Βελτ. Αμαθούντος (1991) 4 ΑΑΔ 820
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας στους οποίους κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.1
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.2
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.4
Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας Δ.5
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 301/98
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Intercollege από τη Λευκωσία
Αιτητών
και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
1. Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού
3. Συμβουλίου Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης-
Πιστοποίησης Κλάδων Σπουδών
Καθ΄ων η Αίτηση
--------------
15 Οκτωβρίου 1999
Για τους Αιτητές: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.
Για τους Καθ΄ων η Αίτηση: κα. Ρ. Παπαέτη, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
-------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η Αιτήτρια Σχολή Intercollege ζητά ακύρωση των αποφάσεων του Συμβουλίου Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης - Πιστοποίησης (ΣΕΚΑΠ) με τις οποίες δεν ενεκρίθησαν οι αιτήσεις της για αξιολόγηση και πιστοποίηση δέκα κλάδων σπουδών, και συγκεκριμένα, Business Administration (Λευκωσία, Λεμεσό και Λάρνακα), Hotel/Hospitality Management (Λευκωσία, Λεμεσό και Λάρνακα), Accounting (Λευκωσία), Banking (Λευκωσία), Liberal Arts (Λευκωσία) και Law (Λευκωσία).
Προς εξέταση του αιτήματος της Σχολής και αφού η Σχολή υπέβαλε τις εκθέσεις αυτοαξιολόγησης της, το ΣΕΚΑΠ κατάρτισε τις ανάλογες Ομάδες Αξιολόγησης-Πιστοποίησης οι οποίες και επισκέφθησαν τις διάφορες εγκαταστάσεις της Σχολής και ακολούθως υπέβαλαν τις εκθέσεις της προς το ΣΕΚΑΠ. Οι εκθέσεις διαβιβάσθησαν και στη Σχολή η οποία υπέβαλε τις παρατηρήσεις της επ΄αυτών στο ΣΕΚΑΠ. Με βάση και τις παρατηρήσεις της Σχολής, οι Ομάδες Αξιολόγησης-Πιστοποίησης συνέταξαν τις τελικές τους εκθέσεις τις οποίες και υπέβαλαν στο ΣΕΚΑΠ. Το ΣΕΚΑΠ, αφού μελέτησε όλα τα ενώπιον του στοιχεία ως ανωτέρω, αποφάσισε να αναβάλει τη λήψη απόφασης προς θεραπεία με κατάλληλα μέτρα ορισμένων αναφερομένων για κάθε κλάδο αδυναμιών μέχρι το τέλος του ακαδημαϊκού έτους 1997-1998, βασιζόμενο στα άρθρα 37(β)(iv) και 59(2)(δ) του Νόμου 67(1)/96.
Η Δημοκρατία εγείρει προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενη ότι η προσφυγή προσβάλλει περισσότερες από μια διοικητικές πράξεις, η κάθε μια από τις οποίες έχει τη δική της αυτοτέλεια και οι οποίες δεν είναι συναφείς. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Σχολή απαντά επ΄αυτού λέγοντας ότι οι πράξεις είναι συναφείς καθ΄ όσον αφορούν τον ίδιο Αιτητή, λήφθησαν από το ίδιο όργανο, βασίζονται στις ίδιες νομοθετικές διατάξεις, διέπονται από την ίδια διαδικασία (που κατ΄ισχυρισμό είναι παράνομη) και έχουν την ίδια θεμελίωση υποβάθρου στη λήψη τους.
Επί της ουσίας, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Σχολή στη γραπτή του αγόρευση εγείρει διάφορα θέματα, μεταξύ των οποίων και άσχετα προς την προσφυγή ως γενικής φύσεως ή ως αναφερόμενα στο ιστορικό υπόβαθρο της νομοθεσίας που μάλλον τείνουν να συγχίσουν τα επίδικα θέματα. Το Δικαστήριο δεν ενδιαφέρει αν η Σχολή "έγινε αποδεκτή από το Κυπριακό κοινό ότι είναι εξαιρετικού επιπέδου", ή αν υπήρξε καθυστέρηση εκ μέρους της διοίκησης στην έκδοση των βάσει της προηγούμενης νομοθεσίας κανονισμών, ή ποιες προσφυγές έγιναν βάσει της προηγούμενης νομοθεσίας. Ούτε εγείρεται στην προσφυγή θέμα αντισυνταγματικότητας του νόμου 67(1)/96 ως προς τη διάκριση των εξουσιών σε σχέση με επανεξέταση δυνάμει του προηγούμενου Νόμου 1/87, αφού η ίδια η προσφυγή αφορά τη νομιμότητα των προσβαλλόμενων αποφάσεων επί των δεδομένων τους και όχι τα θέματα αυτά. Ιδιαίτερα
, δεν αφορά την παράλειψη της διοίκησης να προβεί σε επανεξέταση βάσει του Νόμου 1/87, αλλά ζητά την ακύρωση των προσβαλλόμενων αποφάσεων αυτών καθ΄αυτών. Άλλη θέση του κ. Αγγελίδη είναι ότι η σχετική νομοθεσία αποτελεί περιορισμό του δικαιώματος εκπαίδευσης δυνάμει του άρθρου 20 του Συντάγματος και ότι στην προκειμένη περίπτωση υπήρξε αδικαιολόγητη επέμβαση στην άσκηση του εν λόγω δικαιώματος. Φαίνεται να εννοείται όχι ότι προβάλλεται αντισυνταγματικότητα του Νόμου 67(1)/96 αλλά ότι υπήρξε παρανομία στη λήψη των αποφάσεων σε συνάρτηση με το άρθρο 20, όπως και τα άρθρα 19, 25, 26 και 28 που επίσης αναφέρονται. Περαιτέρω, ο κ. Αγγελίδης παραπονείται για σωρεία άλλων θεμάτων, ως ακολούθως:Όσον αφορά τις Ομάδες Αξιολόγησης-Πιστοποίησης:
- Η Ομάδα Αξιολόγησης-Πιστοποίησης Business, παράρτημα Β1 στην Ένσταση, λειτούργησε κακώς αφού αποφάσισαν μόνο τα επτά από τα οκτώ μέλη της.
- Η Ομάδα Αξιολόγησης-Πιστοποίησης Hospitality, Hotel Management and Travel and Tourism, παράρτημα Β2 της Ένστασης, είχε παράνομη σύνθεση.
- Οι τελικές εκθέσεις των Ομάδων Αξιολόγησης-Πιστοποίησης Business, παράρτημα Δ.1 της Ένστασης, και Hospitality, Hotel Management and Travel and Tourism, παράρτημα Δ.2 της Ένστασης, είναι ανυπόγραφες.
Παρόμοια αναφορά στο παράρτημα Γ4 της Ένστασης είναι προφανώς λανθασμένη αφού το παράρτημα Γ4 αφορά όχι έκθεση Ομάδας Αξιολόγησης-Πιστοποίησης αλλά παρατηρήσεις της Σχολής.
- Οι τελικές εκθέσεις των Ομάδων Αξιολόγησης-Πιστοποίησης Liberal Arts, παράρτημα Δ.4 στην Ένσταση, και Law, παράρτημα Δ.5 στην Ένσταση, δεν αναφέρονται σε συνεδρίαση των εν λόγω ομάδων.
Όσον αφορά τις προσβαλλόμενες αποφάσεις του ΣΕΚΑΠ:
- Δεν παρουσιάσθησαν τα πρακτικά της ΣΤ συνόδου του ΣΕΚΑΠ, τα οποία όμως παρουσιάσθησαν και έγιναν τεκμήριο στο στάδιο των διευκρινίσεων.
- Δεν αναφέρεται η σύνθεση του ΣΕΚΑΠ, τα παρόντα μέλη, αν υπήρχε απαρτία και πώς ελήφθη η απόφαση.
- Δεν υπήρξε περαιτέρω διαβούλευση με τη Σχολή όπως προβλέπεται στο άρθρο 38 του Νόμου 67(1)/96.
- Αναφέρονται σε διαβουλεύσεις των μελών του ΣΕΚΑΠ με μέλη των Ομάδων Αξιολόγησης-Πιστοποίησης, με άλλες Ομάδες Αξιολόγησης-Πιστοποίησης και με το Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης, και σε παρατηρήσεις άλλων Ομάδων Αξιολόγησης-Πιστοποίησης, που δεν επιτρέπεται, και μάλιστα το περιεχόμενο των οποίων δεν αποκαλύπτεται, καθώς και σε συζήτηση που δεν αποκαλύπτεται.
- Δεν εδόθη ειδική παρά μόνο πολύ γενική αιτιολογία που συνιστά απλή επανάληψη των προνοιών του Νόμου, αναφέρονται σε ατεκμηρίωτες ισχυριζόμενες παραβάσεις, τα δε κριτήρια αξιολόγησης δεν καθορίζονται επαρκώς, ούτε προσδιορίζονται ευκρινώς οι αδυναμίες που επισημαίνονται και ζητείται να θεραπευθούν.
Τέλος, ο κ. Αγγελίδης εισηγείται ότι δεν υπήρξε η προβλεπόμενη από το Νόμο απόφαση του Υπουργού.
Στην απαντητική του αγόρευση ο κ. Αγγελίδης εγείρει και θέμα παράνομης συγκρότησης των Ομάδων Αξιολόγησης-Πιστοποίησης (α) σε υπο-ομάδες καθώς και (β) βάσει του Νόμου 67(1)/96 ο οποίος τροποποιήθηκε επ΄αυτού από το Νόμο 67(1)/97.
Όσον αφορά την προδικαστική ένσταση, το θέμα της συνάφειας ως προς την ομοδικία με την προσβολή περισσοτέρων της μιας διοικητικών πράξεων με την ίδια προσφυγή έχει αποτελέσει το αντικείμενο εξέτασης στη νομολογία. Αναφέρομαι ιδιαίτερα στην απόφαση της Ολομέλειας Συμεωνίδου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1993) 3 ΑΑΔ 258, στη σ. 271 της οποίας ο Κούρρης, Δ., ο οποίος έδωσε την απόφαση, είπε τα ακόλουθα:
"Συνάφεια υπάρχει όταν η μια πράξη αποτελεί προϋπόθεση της άλλης, ή όταν οι προσβαλλόμενες με το ίδιο δικόγραφο πράξεις αφορούν τον ίδιο αιτητή, βασίζονται στις ίδιες διατάξεις του νόμου, φέρουν ταυτόσημη αιτιολογία και εκδόθηκαν από το ίδιο όργανο και κατά την ίδια διοικητική διαδικασία (Βλέπε, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας της Ελλάδας 1929-1959, σελίδα 274).
Και στη σ. 272 εξήγησε τις συνέπειες της μη ύπαρξης συνάφειας:
"Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας της Ελλάδας 1929-1959, αναφέρονται, στη σελίδα 274, τα ακόλουθα:
«Οσάκις δεν συντρέχουσιν αι προϋποθέσεις της συναφείας η αίτησις ακυρώσεως θεωρείται ως παραδεκτώς ασκουμένη μόνον ως προς την πρώτην των προσβαλλομένων πράξεων.»
Σχετικές είναι επίσης κι΄οι αποφάσεις του Συμβουλίου Επικρατείας της Ελλάδας με αρ. 858/54 και 1654/56. Σύμφωνα με τα πιο πάνω, και την κρατούσα νομολογία μας (Πογιατζή ν. Δημοκρατίας, Ζήνωνος ν. Δημοκρατίας και Πολυκάρπου ν. Δημοκρατίας - όπως πιο πάνω), η προσφυγή παραμένει ισχυρή μόνο όσον αφορά την πρώτη πράξη που προσβάλλεται με το δικόγραφο, που στην προκειμένη περίπτωση είναι η πράξη που αφορά το διορισμό των ενδιαφερομένων μερών Εύας Ρωσσίδου-Παπακυριακού, Λεμονιάς Καουτζάνη, Ρένας Παπαέτη
Η προσφυγή όσον αφορά το διορισμό του ενδιαφερόμενου μέρους Γεώργιου Γεωργαλλή, που προτάσσεται δεύτερη στο δικόγραφο, δεν μπορεί να εξεταστεί. Χωρεί όμως, σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στη σελίδα 274 των Πορισμάτων Νομολογίας (όπως πιο πάνω), χωρισμός δικογράφου, η δε προσφυγή που θα προκύψει ως αποτέλεσμα του χωρισμού αυτού, θεωρείται εμπρόθεσμη. Επαφίεται στους δικηγόρους της αιτήτριας στην προσφυγή 895/91 να προβούν στα αναγκαία διαβήματα για χωρισμό του δικογράφου."
Σχετική συζήτηση γίνεται, εκτός από τις αναφερόμενες στα πιο πάνω αποσπάσματα υποθέσεις, και στην υπόθεση Κολοκοτρώνη ν. Δημοκρατίας, 1063/91, 29.3.1996, στην οποία γίνεται αναφορά στην Ελληνική νομολογία και αυθεντίες.
Στην προκειμένη περίπτωση δεν βλέπω πως οι προσβαλλόμενες δέκα αποφάσεις μπορούν να θεωρηθούν συναφείς. Σίγουρα η μία δεν ήταν προϋπόθεση της άλλης. Περαιτέρω, αν και όλες αφορούσαν τον ίδιο αιτητή και στηρίζοντο στις ίδιες διατάξεις του Νόμου, εντούτοις ούτε εκδόθησαν στην ίδια διαδικασία για όλους τους κλάδους σπουδών, ούτε αφορούσαν το ίδιο πραγματικό υπόβαθρο, ούτε είχαν την ίδια αιτιολογία. Για κάθε κλάδο σπουδών υπήρχε διαφορετική Ομάδα Αξιολόγησης-Πιστοποίησης, ελήφθησαν δε υπ΄όψη από το ΣΕΚΑΠ οι διαφορετικές εκθέσεις αυτοαξιολόγησης της Σχολής, εκθέσεις των Ομάδων Αξιολόγησης-Πιστοποίησης, παρατηρήσεις της Σχολής και τελικές εκθέσεις των Ομάδων Αξιολόγησης-Πιστοποίησης. Για κάθε κλάδο σπουδών, αλλά και για κάθε κατά τόπο κλάδο σπουδών στα θέματα Business Administration και Hotel/Hospitality Management, υπήρχε έτσι διαφορετικό πραγματικό υπόβαθρο δεδομένων επί του οποίου κινήθησαν οι διαδικασίες και ελήφθησαν οι αποφάσεις. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά την αιτιολογία κάθε απόφασης.
Με την εξαίρεση των κλάδων σπουδών Business Administration για Λεμεσό και για Λάρνακα, και Hotel/Hospitality Management για Λευκωσία, για Λεμεσό και για Λάρνακα, στην περίπτωση των οποίων αντίστοιχα η αιτιολογία είναι η ίδια, η αιτιολογία διαφέρει στην κάθε περίπτωση. Με όλα αυτά τα δεδομένα, δεν είναι δυνατό να κριθούν ως συναφείς οι αποφάσεις αλλά ως αυτοτελείς διοικητικές πράξεις που έτσι δεν μπορούν να προσβάλλονται στο ίδιο δικόγραφο.Κατά συνέπεια, η προσφυγή θεωρείται ως παραδεκτώς ασκουμένη και ισχυρή μόνο για την πρώτη προσβαλλόμενη στο δικόγραφο απόφαση που αφορά τον κλάδο σπουδών Business Administration για τη Λευκωσία (ακόμα και οι αποφάσεις για τον κλάδο σπουδών Business Administration για τη Λεμεσό και για τη Λάρνακα, όπως είδαμε, διαφοροποιούνται αφού έχουν διαφορετικό πραγματικό υπόβαθρο και διαφορετική αιτιολογία). Οι υπόλοιπες προσβαλλόμενες αποφάσεις δεν μπορούν να εξετασθούν, αν και παρέχεται βέβαια αναφορικά με αυτές η δυνατότητα διαχωρισμού δικογράφου με την αντίληψη ότι οι προσφυγές που θα κατατεθούν για αυτές θα θεωρούνται εμπρόθεσμες. Επαφίεται εις τον Αιτητή να προβεί στα αναγκαία διαβήματα για διαχωρισμό του δικογράφου.
Επί της ουσίας της απόφασης για τον κλάδο σπουδών Business Administration για τη Λευκωσία, περιορίζομαι στα θέματα τα οποία την αφορούν αφού οι αποφάσεις για τους άλλους κλάδους σπουδών δεν εξετάζονται. Ένα από τα θέματα που εγείρει ο κ. Αγγελίδης είναι ότι το ΣΕΚΑΠ είχε διαβουλεύσεις έξω από τα επιτρεπόμενα πλαίσια, οι οποίες μάλιστα δεν καταγράφονται ώστε να ήταν δυνατός ο δικαστικός έλεγχος. Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στην ίδια την απόφαση, το ΣΕΚΑΠ είχε διαβουλεύσεις με μέλη/εκπροσώπους της Ομάδας Αξιολόγησης-Πιστοποίησης και με το διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης, έλαβε δε υπ΄όψη του τις "παρατηρήσεις και άλλων Ομάδων Αξιολόγησης-Πιστοποίησης που αφορούν τη γενικότερη εικόνα/κατάσταση της Σχολής". Η διαβούλευση του ΣΕΚΑΠ με την Ομάδα Αξιολόγησης-Πιστοποίησης του κλάδου και τη Διεύθυνση Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης, όπως και με τη Σχολή, προβλέπεται βέβαια στο άρθρο 38 του Νόμου. Οι διαβουλεύσεις όμως αυτές, όπως και οι παρατηρήσεις των άλλων Ομάδων Αξιολόγησης-Πιστοποίησης που ελήφθησαν υπ΄όψη, δεν καταγράφονται όπως όντως υπήρχε υποχρέωση να καταγραφούν για να καθιστούν εμφανή την πλήρη αιτιολογία της απόφασης - που άλλως δεν προκύπτει και δεν αναπληρώνεται - και δυνατό το δικαστικό έλεγχο. Όπως παρατηρεί ο Καλλής, Δ., στην πρόσφατη απόφαση του KES College ν. Δημοκρατίας 265/98, 29.9.1999, στην οποία ηγέρθη ακριβώς το ίδιο θέμα, στις σελίδες 3-5:
"Στην
"Η παράλειψη να καταγραφούν οι απόψεις των Προϊσταμένων του Τμήματος οι οποίες πρόδηλα ήταν παράγοντες οι οποίοι είχαν ουσιωδώς επηρεάσει την Επιτροπή στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης, όχι μόνο έχει παραβιάσει τις βασικές αρχές της χρηστής διοίκησης αλλά έχει στερήσει την προσβαλλόμενη απόφαση ενός απαραίτητου μέρους της αιτιολογίας της και με τον τρόπο αυτό έχει καταστήσει ανέφικτο τον ορθό δικαστικό έλεγχο."
H υπόθεση
Christodoulides< FONT FACE="Arial,Arial"> έτυχε επιδοκιμασίας στις υποθέσεις Αντωνίου ν. Α.Η.Κ., Υποθ. αρ. 937/87/17.3.89, Χριστοφή ν. Α.Η.Κ., Υποθ. αρ. 576/87/17.3.89, Γιάλλουρου ν. Α.Η.Κ. (1991) 4 Α.Α.Δ. 2907 και Γεωργίου ν. Α.Η.Κ. (1991) 4 Α.Α.Δ. 2230.Στην Κωνσταντινίδη ν. Συμβουλίου Αμπελουργικών Προϊόντων, Υποθ. 862/91/12.6.92 τονίστηκε ότι "η τήρηση άρτιου πρακτικού συνιστά εχέγγυο για χρηστή διοίκηση και προϋπόθεση για την άσκηση αποτελεσματικού δικαστικού ελέγχου της νομιμότητας των διοικητικών πράξεων" (Βλ. και Zenios Closures Ltd ν. Δήμου Λεμεσού, Υποθ αρ. 1/91/29.5.92).
Όπως έχει τονιστεί στην Πεττεμερίδης ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Αμαθούντος (1991) 4 Α.Α.Δ. 820, 822:
"Στην απουσία των στοιχείων που συνθέτουν την απόφαση η άσκηση δικαστικού ελέγχου είναι αδύνατη όπως έχει κατ΄επανάληψη διακηρυχθεί και είχαμε την ευκαιρία να επαναλάβουμε στην υπόθεση Γαβριηλίδης ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (Υπόθεση 393/87, αποφασίστηκε στις 17/3/89 και θα δημοσιευτεί στους τόμους (1989) 3 Α.Α.Δ.) ..... Εναπόκειται στο διοικητικό όργανο του οποίου η απόφαση εκκαλείται να τεκμηριώσει τις προϋποθέσεις για την λήψη και το περιεχόμενο της απόφασης. Στην απουσία τους ο δικαστικός έλεγχος είναι αδύνατος, γεγονός που επιφέρει και την ακύρωση της πράξης."
Καθώς προκύπτει από το κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης το ΣΕΚΑΠ κατέληξε στην απόρριψη της αίτησης των αιτητών "ύστερα από, ανάμεσα σ΄άλλα:
(α) τις διαβουλεύσεις με μέλη/εκπροσώπους της Ομάδας Αξιολόγησης.
(β) τις διαβουλεύσεις με τον Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης.
(γ) παρατηρήσεις και άλλων Ομάδων Αξιολόγησης που αφορούν τη γενικότερη εικόνα/κατάσταση της σχολής.
Είναι αυτονόητο ότι κατά τις διαβουλεύσεις που αναφέρονται στις παραγ. (α) και (β) πιο πάνω τα μέλη της Ομάδας Αξιολόγησης και ο Διευθυντής Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης είχαν εκφράσει απόψεις. Ωστόσο αυτές οι απόψεις δεν έχουν καταγραφεί. Η μη καταγραφή τους παραβιάζει τις βασικές αρχές της χρηστής διοίκησης, αφαιρεί από την προσβαλλόμενη απόφαση απαραίτητο μέρος της αιτιολογίας της και καθιστά τον ορθό δικαστικό έλεγχο ανέφικτο (βλ. Christodoulides, πιο πάνω). Για το λόγο αυτό η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί.
Πρέπει να τονιστεί ότι στην περίπτωση διαβουλεύσεων μεταξύ μελών του αποφασίζοντος Συλλογικού Οργάνου το κύρος της προσβαλλόμενης απόφασης ελέγχεται με βάση την αιτιολογία της και δεν είναι ανάγκη να καταγραφούν στα πρακτικά οι διαβουλεύσεις και οι συζητήσεις των μελών του Συλλογικού Οργάνου (Βλ. Χατζηδάς ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1006/19.5.89, Σιαμμάς ν. Α.Η.Κ., Α.Ε. 2161/16.7.98, Κυπριανού ν. Α.ΤΗ.Κ., Υποθ. 672/96/27.10.98 (απόφαση της Ολομέλειας) και Γιαλλουρίδη ν. Α.Η.Κ., Υποθ. 779/93/23.9.94). Ωστόσο η παρούσα υπόθεση διακρίνεται από την πιο πάνω περίπτωση γιατί αφορά σε διαβουλεύσεις μεταξύ του Συλλογικού Οργάνου και τρίτων καθώς και έκφραση απόψεων από τρίτους οι οποίες επηρέασαν ουσιωδώς το ΣΕΚΑΠ στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης."
Υιοθετώ στην ολότητα του το πιο πάνω σκεπτικό, το οποίο έχει ακριβή εφαρμογή και στην προκειμένη περίπτωση αφού ισχύουν ακριβώς τα ίδια δεδομένα. Το μόνο που παρουσιάσθηκε στο στάδιο των διευκρινίσεων ήσαν τα έγγραφα που αναφέρονται ότι εμελετήθησαν από το ΣΕΚΑΠ προερχόμενα από το Γενικό Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης (τεκ.7). Καμμία όμως κατά τα άλλα καταγραφή των διαβουλεύσεων με την Ομάδα Αξιολόγησης-Πιστοποίησης και το Γενικό Διευθυντή Ανώτερης Εκπαίδευσης και των παρατηρήσεων άλλων Ομάδων Αξιολόγησης-Πιστοποίησης δεν γίνεται και καθόλου δεν εξειδικεύεται καν το είδος και το περιεχόμενο των διαβουλεύσεων. Θα έλεγα μάλιστα ότι όχι μόνο δεν αναφέρεται ποίων άλλων Ομάδων Αξιολόγησης-Πιστοποίησης είναι που οι παρατηρήσεις ελήφθησαν υπ΄όψη - ακόμα και αν αυτό ήταν επιτρεπτό καθ΄όσον δεν προνοείται στο Νόμο - αλλά και ότι δεν είναι εμφανής η σχετικότητα των εν λόγω παρατηρήσεων αφού, πέραν της γενικής και αόριστης αναφοράς ότι αυτές "αφορούν τη γενικότερη εικόνα/κατάσταση της Σχολής" δεν υπάρχει καμμιά καθοδήγηση ως προς το περιεχόμενο τους.
Δεν προτίθεμαι να υπεισέλθω στους άλλους προβαλλόμενους λόγους ακύρωσης πέραν του να παρατηρήσω, αναφορικά με ένα από αυτούς, ότι, σύμφωνα με το άρθρο 61 του Νόμου, σε περίπτωση αναβολής λήψης απόφασης δυνάμει του άρθρου 59(2)(δ) - όπως η προκειμένη - απαιτείται επικύρωση της απόφασης του ΣΕΚΑΠ από τον Υπουργό Παιδείας και Πολιτισμού. Τέτοια επικύρωση προφανώς δεν υπήρξε, γεγονός που επίσης θα καθιστούσε την απόφαση τρωτή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Η Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα της Σχολής.
Δ. Χατζηχαμπής
Δ.
/ΚΧ"Π