ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
LANITIS FARM LTD. ν. REPUBLIC (1982) 3 CLR 124
NICOSIA RACE CLUB ν. REPUBLIC (1984) 3 CLR 791
Δημοκρατία ν. Sunoll Bunkering Ltd (1994) 3 ΑΑΔ 26
Στεφανίδης κ.α. ν. Δήμου Έγκωμης (1994) 3 ΑΑΔ 49
Kanica Hotels Ltd και Άλλοι ν. Συμβουλίου Aποχετεύσεων Λεμεσού - Aμαθούντας (1996) 3 ΑΑΔ 169
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 653/97
ΕΝΩΠΙΟΝ
ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ
P. A. COLLEGE από τη Λάρνακα
Αιτητών
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού
Καθ΄ ων η αίτηση
________
10 Σεπτεμβρίου, 1999
Για τους αιτητές : κ. Α. Σ. Αγγελίδης.
Για τον καθ΄ ου η αίτηση : κα Ρ. Πετρίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της
Δημοκρατίας για Γενικό Εισαγγελέα της
Δημοκρατίας.
________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Oι αιτητές αξιώνουν ακύρωση της απόφασης του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού που τους κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερ. 10.6.1997 με την οποία καθόρισε, κατ΄επίκληση του άρθρου 24 του περί Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης Νόμου του 1996, Ν. 67(1)/96, την ομοιόμορφη ονομασία τίτλων σπουδών, τη διάρκεια σπουδών και διάφορα άλλα στοιχεία των τίτλων που οι ιδιωτικές σχολές τριτοβάθμιας εκπαίδευσης μπορούν να εκδίδουν.
Η απόφαση του Υπουργού Παιδείας και Πολιτισμού ήταν αποτέλεσμα των εισηγήσεων της Συμβουλευτικής Επιτροπής που εγκρίθηκαν στις 10.5.1997. Σύμφωνα με την εισήγηση, που υιοθέτησε ο Υπουργός, στους μονοετείς κλάδους σπουδών απονέμεται Πιστοποιητικό, στους διετείς Δίπλωμα, στους τριετείς Ανώτερο Δίπλωμα και στους τετραετείς Πτυχίο.
Με την επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ημερ. 10.6.1997, με την οποία γνωστοποιήθηκε η πιο πάνω απόφαση του Υπουργού, καλούνταν οι διευθυντές ιδιωτικών σχολών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να υποβάλουν στο Διευθυντή Ανώτερης και Ανώτατης Εκπαίδευσης προσχέδια των διπλωμάτων. Παρέχονταν επίσης οδηγίες για τον τύπο που θα έπρεπε να ακολουθηθεί.
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και η έγκριση του Υπουργού δεν προβλέπονται από το Νόμο. Αντίθετα είναι πράξη αναρμόδια που λήφθηκε παράνομα. Καμιά νομοθετική διάταξη, σύμφωνα με τους αιτητές, δεν παρέχει στη Συμβουλευτική Επιτροπή πρωτοβουλία, ή στον Υπουργό εξουσία προς έγκριση για εκ των προτέρων προσδιορισμό των ετών φοίτησης και της ονομασίας των διάφορων εγκεκριμένων κλάδων σπουδών.
Περαιτέρω οι αιτητές προβάλλουν τον ισχυρισμό ότι ο Υπουργός ενήργησε χωρίς έρευνα, κυρώνοντας απλά την απόφαση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Τέλος οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η απόφαση της Συμβουλευτικής ελήφθη κατά πλειοψηφία εννιά μελών, επί δεκαεννιά παρευρεθέντων, γεγονός που επιφέρει ακυρότητα γιατί δεν ελήφθη κατά πλειοψηφία των ψηφισάντων.
Πριν προχωρήσω στην εξέταση των πιο πάνω ισχυρισμών νομίζω ότι θα πρέπει να εξεταστεί πρώτα η εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης πράξης. Το θέμα δεν έχει εγερθεί από τους καθ΄ ων η αίτηση, άπτεται όμως της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου και συνεπώς μπορεί να εξεταστεί αυτεπάγγελτα. ΄Οπως είναι γνωστό, το ακυρωτικό δικαστήριο εξετάζει τη νομιμότητα εκτελεστών μόνο διοικητικών πράξεων και αν η συγκεκριμένη πράξη στερείται εκτελεστότητας, το Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να την εξετάσει.
Αντικειμενική προϋπόθεση του παραδεκτού αίτησης ακύρωσης, αποτελεί η ύπαρξη εκτελεστής πράξης της διοίκησης, πράξης που δημιουργεί, τροποποιεί ή καταλύει υπάρχουσα έννομη κατάσταση. Πράξη είναι εκτελεστή εφ΄ όσον επιβάλλει υποχρεώσεις στον διοικούμενο, μη υφιστάμενες πριν την έκδοσή της, η μη εκπλήρωση των οποίων παρέχει το δικαίωμα στη διοίκηση να επικαλεσθεί τα μέσα του δικαίου για την εκτέλεσή τους. Αν η πράξη είναι παραγωγός εννόμων αποτελεσμάτων, τότε είναι εκτελεστή (Δημοκρατία ν. Sunoil Bunkering Limited (1994) 3 Α.Α.Δ. 26, Στεφανίδης κ.α. ν. Δήμου ΄Εγκωμης
(1994) 3 Α.Α.Δ. 49. Βλέπε επίσης Α. Τάχος, Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο, 4η έκδοση, 1993, σελ. 356).Είμαι της γνώμης ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, αλλά κανονιστική μη προσβλητέα μέσα στα πλαίσια του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος. Περιεχόμενο της κανονιστικής πράξης, όπως και του νόμου, είναι η θέση κανόνα δικαίου. Θέση κανόνα δικαίου αποτελεί ο καθορισμός εκείνου που δέον να ισχύει ως δίκαιο για πάντα, παρά το οποίο υφίσταται πραγματική κατάσταση που συγκεντρώνει χαρακτηριστικά γνωρίσματα γενικώς προσδιοριζόμενα (βλέπε Μ. Στασινόπουλος, Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων, 1951, σελ. 105
).Αναμφισβήτητο εσωτερικό γνώρισμα της κανονιστικής πράξης είναι η γενικότητα. Και στη γενικότητα έγκειται κυρίως ότι το νομικό περιεχόμενο της πράξης δεν εξαντλείται διά μιας και μόνης εφαρμογής, διά μιας και μόνης παροχής, αλλά διατηρεί τη δύναμη να προκαλεί νέες εφαρμογές επί αόριστων και μελλουσών περιπτώσεων που συγκεντρώνουν τις από την πράξη τεθείσες γενικώς προϋποθέσεις.
Η κυπριακή νομολογία, αντίθετα με τα στην Ελλάδα κρατούντα, δέχτηκε ότι το κριτήριο αν πράξη είναι διοικητική ή όχι δεν είναι μόνο τυπικό, δηλαδή δεν εξαρτάται μόνο από τη φύση του οργάνου που προβαίνει στην πράξη, αλλά είναι κυρίως ουσιαστικό, πρέπει δηλαδή το περιεχόμενο της πράξης να είναι διοικητικής φύσης (Σύνδεσμος Υπεραγορών Τροφίμων Κύπρου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 334/97, ημερ. 11.9.1998
).Η κανονιστική πράξη δημιουργεί λόγω της φύσης της καταστάσεις γενικές, απρόσωπες και αντικειμενικές. Αντίθετα η ατομική διοικητική πράξη δημιουργεί υποκειμενικές καταστάσεις εξατομικεύοντας ένα κανόνα δικαίου, εφαρμόζοντάς τον στη συγκεκριμένη περίπτωση (Kanika Hotels Ltd κ.α. ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος, Α.Ε. 1491, ημερ. 29.3.1996). Χαρακτηριστικό γνώρισμα της κανονιστικής πράξης που τη διακρίνει από την ατομική είναι η εννοιολογική γενικότητα και όχι η αριθμητική που παρέχει στην πράξη τη δυνατότητα εφαρμογής της σε περιπτώσεις αόριστες που, είτε ήδη υπάρχουν, είτε θα δημιουργηθούν στο μέλλον.
Στην παρούσα περίπτωση ο Υπουργός ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχει το άρθρο 24(1) του Ν.67(1)/96, ενέκρινε τον τύπο, ονομασία και περιεχόμενο των τίτλων σπουδών που απονέμονται από τις ιδιωτικές σχολές. Η πράξη του Υπουργού είναι γενική, τόσο ως προς τη διατύπωση, όσο και ως προς το περιεχόμενο. Δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις, αλλά παρέχει τις προϋποθέσεις για την έκδοση τίτλων σπουδών, τόσο των υφισταμένων κύκλων όσο και μελλοντικών.
Η κατάσταση που δημιουργείται από την απόφαση του Υπουργού είναι γενική, απρόσωπη και αντικειμενική. Η γενικότητά της παρέχει στην πράξη τη δυνατότητα αόριστης εφαρμογής της γιατί, μεταξύ άλλων, δεν αναφέρεται σε συγκεκριμένες σχολές ή σε συγκεκριμένους κύκλους σπουδών. Αντίθετα, αναφέρεται γενικά στους τίτλους σπουδών που απονέμονται σε διάφορους κύκλους.
Η προσβαλλόμενη πράξη θέτει ουσιαστικά κανόνα δικαίου και καθορίζει εκείνο που θα πρέπει να ισχύει ως δίκαιο για πάντα. Πρόκειται συνεπώς για κανονιστική πράξη και σαν τέτοια δεν υπόκειται σε προσφυγή (βλέπε
Police v. Hondrou, 3 R.S.C.C. 82, Lanitis Farm Ltd v. Republic (1982) 3 C.L.R. 124 και Νicosia Race Club v. Republic (1984) 3 C.L.R. 791).Eν όψει των πιο πάνω η παρούσα προσφυγή κρίνεται ως απαράδεκτη και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £350.
Φρ. Νικολαΐδης
Δ.
/ΜΔ