ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
AΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 342/97
ΕΝΩΠΙΟΝ:
Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Γεωργίου Χαραλάμπους,
Αιτητή,
και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
1. Υπουργού Οικονομικών,
2. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ:
10.9.99ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Για τον αιτητή: κ. Κ. Ανδρέου
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα Ε. Καρακάννα.
A Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο την ακόλουθη θεραπεία:
"Α. Δήλωση και/ή Απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι οι πράξεις και/ή Αποφάσεις οι οποίες περιέχονται στις βεβαιώσεις και/ή ειδοποίηση επιβολής Φορολογίας (Περιοδική κατάσταση λογαριασμού) Φόρων και Υπολογισμοί Χρηματικής επιβάρυνσης, πρόσθετης χρηματικής επιβάρυνσης και τόκου Ημερ. 24.2.97 με κώδικα του Φ.Π.Α. 00625459F αντίγραφον της οποίας επισυνάπτεται ως παράρτημα Α στην παρούσα) και δια της οποίας επιβλήθηκε στον Αιτητή το Συνολικό ποσόν των Λ.Κ. 10306.12 (δια τις περιόδους από 1.1.94 μέχρι 10.2.97) ως Φόροι προστιθέμενης αξίας και/ή δια την οποία ο Αιτητής φαίνεται να οφείλει το ποσό των Λ.Κ. 10306.12 ως Φόρους Προστιθέμενης αξίας είναι άκυρες και στερούνται οποιουδήποτε νομικού Αποτελέσματος.
Β. Οποιανδήποτε άλλη ή περαιτέρω θεραπεία το Σεβαστό Δικαστήριο κρίνει εύλογο και δίκαιη υπό τις περιστάσεις.
Γ. Έξοδα."
Ο αιτητής ήταν εγγεγραμμένο στο Μητρώο ΦΠΑ πρόσωπο στην περίοδο 1.1.94 μέχρι 31.3.97 και είχε ως εμπορική δραστηριότητα την πώληση μεταχειρισμένων αυτοκινήτων. Είχε ιδρύσει παράλληλα την εταιρεία "G.A. City Motor Limited" η οποία ασκούσε την ίδια εμπορική δραστηριότητα, στον ίδιο χώρο και για την οποία ήταν εγγεγραμμένη στο Μητρώο ΦΠΑ από 1.12.94.
Το Επαρχιακό Γραφείο ΦΠΑ Λεμεσού, ασκώντας τις εξουσίες του με βάση τις διατάξεις του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου (Ν. 246/90) διεξήγαγε έρευνα στα υποστατικά της εταιρείας. Κατά την έρευνα εξετάστηκαν τα βιβλία και τα αρχεία της καθώς και στοιχεία τα οποία ζητήθηκαν από χρηματοδοτικές εταιρείες μέσω των οποίων πραγματοποιούνταν χρηματοδοτήσεις των πωλήσεων.
Από την έρευνα διαπιστώθηκε ότι ο αιτητής είχε υποχρέωση εγγραφής στο Μητρώο ΦΠΑ από την 1.1.94 δυνάμει του άρθρου 14(3) του Περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου (Νόμος 246/90, όπως τροποποιήθηκε), εφ΄όσον το ύψος των φορολογητέων παραδόσεων αγαθών που είχε πραγματοποιήσει τις πρώτες τριάντα μέρες της φορολογικής περιόδου 1.1.94 - 31.3.94 είχε υπερβεί το ποσό των £12.000.
Ο Έφορος ΦΠΑ πληροφόρησε τον αιτητή με επιστολή του ημερομηνίας 6.12.96 ότι υπήρχε υποχρέωση του για εγγραφή στο Μητρώο ΦΠΑ από την πρώτη μέρα της πιο πάνω φορολογικής περιόδου δηλαδή από 1.1.94.
Ο αιτητής υπέβαλε στις 10.12.96 αίτηση για εγγραφή στο Μητρώο ΦΠΑ από 1.1.94.
Ο Έφορος ΦΠΑ με επιστολή του ημερομηνίας 19.12.96 πληροφόρησε τον αιτητή ότι η αίτηση του για εγγραφή εγκρίθηκε. Ταυτόχρονα του επιβλήθηκε χρηματική επιβάρυνση £1.750 δυνάμει του άρθρου 21Α του Ν.246/90 γιατί είχε καθυστερήσει για 35 μήνες να γνωστοποιήσει την υποχρέωση του για εγγραφή.
Ακολούθως ο Έφορος ΦΠΑ γνωστοποίησε στον Αιτητή ότι δεν είχε παραλάβει τις φορολογικές του δηλώσεις για τις φορολογικές περιόδους από 1.1.94 μέχρι 30.9.96 και ως εκ τούτου είχε προβεί κατ΄εκτίμηση σε βεβαιώσεις του οφειλόμενου φόρου ημερομηνίας 20.12.96 δυνάμει του άρθρου 34(1) του Ν. 246/90. Επιπρόσθετα του είχε επιβάλει χρηματικές επιβαρύνσεις και τόκους με βάση τα άρθρα 25(14) και 38(1) του Ν. 246/90 διότι παρέλειψε να υποβάλει τις φορολογικές δηλώσεις που είχε υποχρέωση να υποβάλει και να καταβάλει τον οφειλόμενο φόρο αναφορικά με όλες τις παραδόσεις αγαθών τις οποίες είχε πραγματοποιήσει στις εν λόγω φορολογικές περιόδους, κατά παράβαση του άρθρου 25(1) του Ν. 246/90.
Στη συνέχεια ο αιτητής υπεβάλε στις 10.1.97 τις φορολογικές δηλώσεις για τις φορολογικές περιόδους από 1.1.94 μέχρι 30.9.96 και ως εκ τούτου οι κατ΄εκτίμηση βεβαιώσεις φόρου ημερομηνίας 20.12.96 ακυρώθηκαν. Δεν κατέβαλε όμως το φόρο εκροών που δηλώθηκε σε αυτές ποσού £1.602,21. Έγινε ανάλογη αναπροσαρμογή των χρηματικών επιβαρύνσεων που είχαν επιβληθεί δυνάμει των άρθρων 25(14) και 38(1) του Ν. 246/90. Τα πιο πάνω γνωστοποιήθηκαν στον αιτητή με ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας ημερομηνίας 22.1.97.
Μέσα στα πλαίσια του ελέγχου ο οποίος είχε αρχίσει στις 6.12.96, ο Έφορος ΦΠΑ ζήτησε από τον αιτητή με επιστολή του ημερομηνίας 22.1.97 την παρουσίαση για έλεγχο των βιβλίων, των αρχείων και άλλων στοιχείων που αφορούσαν την επιχειρηματική του δραστηριότητα. Ο αιτητής προσκόμισε ορισμένα στοιχεία στις 31.1.97.
Μετά την αποστολή των ειδοποιήσεων επιβολής φορολογίας ημερομηνίας 22.1.97 και εφόσο ο αιτητής παρέλειψε να καταβάλει τις χρηματικές επιβαρύνσεις, ο Έφορος ΦΠΑ γνωστοποίησε με περιοδική κατάσταση λογαριασμού ημερομηνίας 24.2.97 την κατάσταση του λογαριασμού του με την Υπηρεσία ΦΠΑ όπως είχε διαμορφωθεί μέχρι τις 10.2.97. Σύμφωνα με αυτή το οφειλόμενο ποσό ήταν £10.306,12.
Από την εξέταση των βιβλίων και άλλων στοιχείων που προσκομίστηκαν διαπιστώθηκε ότι οι φορολογικές δηλώσεις που ο αιτητής υπέβαλε στις 10.1.97 για τις εν λόγω φορολογικές περιόδους ήταν ελλιπείς και εσφαλμένες. Συνεπώς ο Έφορος ΦΠΑ προέβηκε, δυνάμει των εξουσιών που του παρέχει το άρθρο 34(1) του Ν. 246/90, σε βεβαίωση του ποσού του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και ειδοποίησε σχετικά τον αιτητή στις 20.3.97. Σύμφωνα με τη βεβαίωση φόρου, ο αιτητής ώφειλε να καταβάλει το ποσό των £60.634,18.
Οι καθών η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι βεβαιωτική και όχι εκτελεστή. Αναφέρουν ότι με την επιστολή του Εφόρου ημερομηνίας 19.12.96 επιβλήθηκε χρηματική επιβάρυνση ποσού £1.750 δυνάμει του άρθρου 21Α γιατί ο αιτητής καθυστέρησε για 35 μήνες την εγγραφή του στο Μητρώο ΦΠΑ και με τις ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας ημερομηνίας 22.1.97 επιβλήθηκαν οι υπόλοιπες επιβαρύνσεις και τόκοι. Ισχυρίζονται ότι με την επιστολή του Εφόρου ΦΠΑ ημερομηνίας 24.2.97 επαναλαμβάνονται οι προηγούμενες αποφάσεις και δεν μπορεί να θεωρηθεί εκτελεστή διοικητική πράξη επειδή καλείται ο αιτητής να καταβάλει το οφειλόμενο ποσό που επιβλήθηκε με τις προηγούμενες αποφάσεις.
Διαφωνώ με την άποψη της δικηγόρου των καθ΄ων η αίτηση ότι η φορολογία εναντίον της οποίας έγινε η παρούσα προσφυγή δεν έχει σχέση με την έρευνα που έγινε εκ των υστέρων από τον Έφορο ΦΠΑ. Η έρευνα αυτή είχε ως αποτέλεσμα τη βεβαίωση του οφειλόμενου φόρου ημερομηνίας 20.3.97, δυνάμει του άρθρου 34(1), η οποία είναι εκτελεστή διοικητική πράξη.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η παρούσα προσφυγή στρέφεται επίσης εναντίον της βεβαίωσης ημερομηνίας 20.3.97 που στάληκε στον αιτητή για καταβολή ποσού £60.634,18 καθώς και εναντίον όλων των ειδοποιήσεων με τις οποίες ο Έφορος ΦΠΑ πληροφόρησε τον αιτητή για τις χρηματικές επιβαρύνσεις που του επιβλήθηκαν. Το αίτημα θεραπείας όμως όπως αναγράφεται στην αίτηση είναι ακύρωση της περιοδικής κατάστασης ημερομηνίας 24.2.97.
Εξετάζοντας όλα τα ενώπιον μου στοιχεία κρίνω ότι η προσβαλλόμενη κατάσταση λογαριασμού ημερομηνίας 24.2.97 δεν συνιστά απόφαση του Εφόρου για βεβαίωση του οφειλόμενου φόρου, αλλά απλώς δείχνει την κατάσταση του λογαρισμού του αιτητή με την Υπηρεσία ΦΠΑ όπως είχε διαμορφωθεί μέχρι 10.2.97 σύμφωνα με την οποία το οφειλόμενο ποσό ήταν £10.306,12.
Στο πλαίσιο ελέγχου που διενεργούσε ο Έφορος ζήτησε από τον αιτητή την παρουσίαση για έλεγχο των βιβλίων, αρχείων και άλλων στοιχείων που αφορούσαν την επιχείρηση του. Διαπίστωσε από την εξέταση τους ότι οι φορολογικές δηλώσεις των εν λόγω περιόδων ήταν ελλιπείς και εσαφαλμένες. Ενεργώντας δυνάμει του άρθρου 34(1)
προέβηκε σε βεβαίωση του οφειλόμενου φόρου. Σύμφωνα με αυτή το οφειλόμενο ποσό ήταν £60.634,18.Κρίνω ότι η περιοδική κατάσταση λογαριασμού της 24.2.97 δεν μπορεί να θεωρηθεί ως βεβαίωση φόρου. Απλώς δείχνει ότι η κατάσταση του λογαριασμού του αιτητή θα ήταν η αναγραφόμενη αν τα στοιχεία των φορολογικών δηλώσεων του αιτητή γίνονταν τελικά δεκτά από τον Έφορο. Κάτι τέτοιο δεν έγινε και ο Έφορος προέβηκε στη βεβαίωση του φόρου κατά την κρίση του δυνάμει του άρθρου 34(1) το οποίο προνοεί:
"34.(1) Σε περίπτωση κατά την οποία οποιοδήποτε πρόσωπο παραλείπει να υποβάλει τις φορολογικές δηλώσεις που απαιτούνται σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο ή δεν τηρεί τα αναγκαία έγγραφα ούτε παρέχει τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση των φορολογικών δηλώσεων, ή όταν ο Έφορος κρίνει ότι οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν είναι ελλιπείς ή ότι περιέχουν σφάλματα, τότε ο Έφορος μπορεί να βεβαιώσει το ποσό του οφειλόμενου φόρου χρησιμοποιώντας κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο την κρίση του και στη συνέχεια να ειδοποιήσει σχετικά το πρόσωπο αυτό.
Το άρθρο 34(7) προνοεί ότι:
"(7) Όταν οποιοσδήποτε φόρος βεβαιώνεται από τον Έφορο σύμφωνα με τα εδάφια (1), (2),(3) και (6) πιο πάνω και ειδοποιείται σχετικά το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, τότε το ποσό της βεβαίωσης θεωρείται, χωρίς να θίγονται οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις του παρόντος Νόμου, ως φόρος που οφείλεται και μπορεί να εισπραχθεί σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο, εκτός εάν ο Έφορος αποσύρει τη βεβαίωση του φόρου ή αναθεωρήσει το σχετικό ποσό."
Από το άρθρο αυτό συνάγεται ότι η βεβαίωση φόρου που έγινε δυνάμει του άρθρου 34(1) θεωρείται ως φόρος.
Εν όψει των πιο πάνω καταλήγω ότι η προσβαλλόμενη περιοδική κατάσταση ημερομηνίας 24.2.97 δεν είναι εκτελεστή πράξη αλλά έγγραφο πληροφοριακής φύσης. (Γεώργιος Καλαπαλίκκης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, 704/96, ημερ. 5.2.99 και Φειδίας Θεοδοσίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, 645/97, ημερομηνίας 20.4.99). Συνεπώς η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί. Ο αιτητής, αν επιθυμούσε, μπορούσε να είχε προσβάλει τη βεβαίωση φόρου που έγινε στις 20.3.97. Επιδικάζονται έξοδα εναντίον του αιτητή.
Π. Αρτέμης,
Δ.
/Χ.Π.