ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 1/98

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Ανδρέα Λοφίτη, από τη Λεμεσό

Αιτητή

- και -

της Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος

Καθ΄ων η Αίτηση

-----------------------

27 Σεπτεμβρίου, 1999.

Για τον αιτητή: Κ. Κακουλή για Γ. Κακογιάννη.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Ε. Κλεόπα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Προσβάλλεται με την παρούσα προσφυγή η απόφαση του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος, ημερ. 21 Οκτωβρίου 1997, με βάση την οποία επιβλήθηκε στον αιτητή, με σχετικές ειδοποιήσεις της ίδιας ημερομηνίας,

(α) φόρος εισοδήματος για τα φορολογικά έτη 1977-1986 και 1989.

(β) έκτακτη εισφορά για όλες τις τριμηνίες των φορολογικών ετών 1977-1982 και 1989. και

(γ) έκτακτη εισφορά για την άμυνα για το Β΄ εξάμηνο του φορολογικού έτους 1989.

Τίθεται ως γενική θέση του αιτητή ότι "η επιβολή φορολογίας μετά την πάροδο έξι ετών από τα φορολογικά έτη 1977-1986 και 1989 είναι αντίθετη με τις πρόνοιες του άρθρου 23(1) των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων 1978-1991....." Διατυπώνεται επίσης η θέση ότι ο ΄Εφορος δεν εδικαιολογείτο να υπολογίσει "άλλα ισχυριζόμενα εισοδήματα εκτός από εκείνα που υπέβαλε ο αιτητής με τις οικονομικές του καταστάσεις." ΄Επειτα προβάλλεται ειδικότερα ότι ο ΄Εφορος παραγνώρισε και παρερμήνευσε ορισμένα από τα ενώπιον του στοιχεία με αποτέλεσμα να καταλήξει σε αυθαίρετα, λανθασμένα, παράλογα και αδικαιολόγητα συμπεράσματα. Με τη γραπτή αγόρευσή της η συνήγορος του αιτητή εισηγήθηκε, με αναφορά σε ορισμένα συγκεκριμένα κονδύλια, ότι η απόρριψη της εκδοχής του αιτητή σχετικά με αυτά ήταν αδικαιολόγητη είτε διότι ενόψει του μεγάλου διαρρεύσαντος χρονικού διαστήματος δεν θα έπρεπε να αναμένεται από τον αιτητή να διαθέτει αποδεικτικά στοιχεία, είτε διότι και ο ΄Εφορος, από τη δική του πλευρά, δεν κατείχε στοιχεία με τα οποία να αντικρούσει την εκδοχή του αιτητή.

Εμφανίζεται η προσβαλλόμενη απόφαση να λήφθηκε χωρίς δέουσα έρευνα. να είναι το αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα, υπέρβασης και κατάχρησης εξουσίας. να στερείται δέουσας αιτιολογίας. και να αντίκειται στο ΄Αρθρο 24 του Συντάγματος γιατί "η επιβολή της φορολογίας στον αιτητή δεν είναι ανάλογη των δυνάμεών του και αποτελεί φόρο καταστρεπτικής φύσεως." Αυτό όμως το τελευταίο δεν υποστηρίχθηκε και δεν προωθήθηκε. Δεν χρειάζεται λοιπόν να το σχολιάσω.

Αρχίζω με το ζήτημα του χρόνου επιβολής της φορολογίας. Προβλέπεται στο άρθρο 23 του περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμου του 1978 (Ν.4/78 όπως τροποποιήθηκε) ότι:

"23. (1) Οσάκις ο Διευθυντής κρίνη ότι πρόσωπον τι εφ΄ου επεβλήθη φόρος δυνάμει οιουδήποτε νόμου, περιλαμβανομένου και νόμου Κοινοτικής Συνελεύσεως επιβαλόντος προσωπικήν εισφοράν υπό μορφήν φόρου εισοδήματος, ψηφισθέντος είτε προ είτε κατόπιν της ενάρξεως της ισχύος του παρόντος Νόμου, δεν εφορολογήθη ή εφορολογήθη διά ποσού ελάσσονος εκείνου διά του οποίου ώφειλε να φορολογηθή, ο Διευθυντής δύναται, εντός του φορολογικού έτους ή εντός έξ ετών από της λήξεως αυτού, να επιβάλη εις το πρόσωπον τούτο φορολογίαν τοιούτου ποσού ή τοιούτου επιπροσθέτου ποσού οίον επεβλήθη δυνάμει των διατάξεων του επιβαλόντος τον φόρον νόμου και έδει να είχε βεβαιωθή και εισπραχθή δυνάμει των εν λόγω διατάξεων, αι δε διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται επί της τοιαύτης βεβαιώσεως και του επί τη βάσει αυτής επιβληθέντος φόρου:

Νοείται ότι κατά την διενέργειαν πάσης τοιαύτης βεβαιώσεως ο Διευθυντής χορηγεί τοιαύτας εκπτώσεις οίας προβλέπει ο επί του οικείου φορολογικού έτους εφαρμοζόμενος νόμος, ο δε βάσει της βεβαιώσεως καταβλητέος φόρος επιβάλλεται συμφώνως προς τους συντελεστάς οι οποίοι προβλέπονται υπό του επί του οικείου φορολογικού έτους εφαρμοζομένου νόμου.

(2) Οσάκις τις είναι ένοχος δόλου ή εσκεμμένης παραλείψεως, το χρονικόν όριον των έξ ετών το οποίον αναφέρεται εν τω εδαφίω (1) αυξάνεται εις δώδεκα έτη."

Επισημαίνω, σχετικά με το ιστορικό, ότι η αρχική επιβολή φόρου εισοδήματος, έκτακτης εισφοράς και έκτακτης εισφοράς για την άμυνα έγινε, στην κάθε περίπτωση, εντός έξι ετών από τη λήξη του αντίστοιχου φορολογικού έτους και ότι στην κάθε περίπτωση υποβλήθηκε ένσταση εκ μέρους του αιτητή. Ας σημειωθεί δε ότι Δηλώσεις Εισοδήματος ο αιτητής υπέβαλε στις 5.9.83 για τα φορολογικά έτη 1977-1982. στις 14.1.88 για τα φορολογικά έτη 1983-1986. και στις 12.7.93 για το φορολογικό έτος 1989. Ας σημειωθεί επίσης ότι, κατά τη διάρκεια της μακράς εκκρεμότητας του ζητήματος, έγιναν διάφορες συναντήσεις μεταξύ του αιτητή και του γραφείου του Εφόρου για συζήτηση και διευθέτηση. Η τελευταία έγινε την 1 Ιουλίου 1997. Το αποτέλεσμα περιγράφεται στο εισαγωγικό μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης ως εξής:

"... παρόλο που συμφωνήσαμε στο τελικό φορολογητέο εισόδημα με το οποίο θα πρέπει να φορολογηθείτε για κάθε ένα από τα πιο πάνω έτη, εφ΄ όσον δεν συμφωνήσατε με την καταβολή των ποσών των φόρων που προκύπτουν έχω αποφασίσει να βεβαιώσω τις ενστάσεις σας για κάθε ένα από τα πιο πάνω έτη όπως κατωτέρω: ...."

Ο αιτητής αρνείται ότι συμφώνησε ή ότι παραδέκτηκε πως το φορολογητέο εισόδημά του ήταν όπως το υπολόγισε ο ΄Εφορος. ΄Ομως, αυτή η διάσταση δεν παρίσταται ανάγκη να με απασχολήσει αφού δεν αναφέρεται σε αποδοχή της απόφασης μετά την έκδοσή της αλλά στα όσα έλαβαν χώρα προηγουμένως στο πλαίσιο συζητήσεων για διευθέτηση. Τα οποία πρέπει να διαχωριστούν από το έργο που ο ΄Εφορος είχε αυτοτελώς να επιτελέσει για τη λήψη της απόφασης.

Η συνήγορος της Δημοκρατίας υποστήριξε ότι οι επίδικες φορολογίες επιβλήθηκαν εμπρόθεσμα, εντός της προβλεπόμενης περιόδου των έξι ετών αφού, σύμφωνα με τη νομολογία, η χρονική επιμήκυνση που επέρχεται εξαιτίας υποβληθείσας ένστασης δεν προστίθεται στο χρόνο της αρχικής φορολογίας. Παρέπεμψε σχετικά στις πρωτόδικες Ioannides v. Republic (1985) 3 C.L.R. 1801 (Στυλιανίδη, Δ.). Φάνου Ιωνίδη κ.ά. v. Δημοκρατίας Προσφυγή αρ. 645/92 κ.ά. ημερ. 25 Φεβρουαρίου 1994 (Αρτεμίδη, Δ.). Πραξιτέλη Βογαζιανού v. Δημοκρατίας Προσφυγή αρ. 479/91 ημερ. 23 Δεκεμβρίου 1993 (Λοΐζου, Π.). και Sarkis Mazmanian v. Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 959/92 ημερ. 31 Μαΐου 1996 (Καλλή, Δ.). Υπάρχουν δε και άλλες. Συμφωνώ με αυτές τις αποφάσεις και υιοθετώ το λόγο τους. Καταλήγω ότι οι επίδικες φορολογίες επιβλήθηκαν εντός της επιτρεπόμενης προθεσμίας. Είναι βέβαια γεγονός ότι υπήρξε μεγάλη καθυστέρηση. Η οποία οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στον ίδιο τον αιτητή, για λόγους δικούς του. Πάντως δεν έπρεπε να επιδειχθεί από τον ΄Εφορο τόση ανοχή. Αλλά δεν βλέπω να έχει ο αιτητής λόγο να παραπονείται.

Ως προς τις διάφορες επικρίσεις που αφορούν την ίδια την προσβαλλόμενη απόφαση, θεωρώ πως δεν χρειάζεται να επεκταθώ σε λεπτομέρειες. Δεν αντιλήφθηκα να ήταν η έρευνα του Εφόρου ανεπαρκής ή καθ΄ οιονδήποτε τρόπο ελαττωματική. Απεναντίας, μου φαίνεται να κάλυψε ότι ήταν δυνατό μέσα από τις προφανείς δυσχέρειες που ο ΄Εφορος αντιμετώπισε κατά την αναζήτηση στοιχείων από τον αιτητή. Υπενθυμίζω εδώ τη γενική αρχή, την οποία εξέθεσε ο Πικής, Δ. (όπως ήταν τότε) στη Rainbow v. Republic (1984) 3 C.L.R. 846 (στη σελ. 850) και την οποία επιδοκίμασε η Ολομέλεια στη Δημοκρατία v. Αλεξάνδρας Τριμιθιώτου (ΡΡ) Λτδ ΑΕ 2065, ημερ. 30 Σεπτεμβρίου 1997, σχετικά με την ευθύνη του φορολογουμένου να προβαίνει σε αποκάλυψη της πραγματικής του οικονομικής κατάστασης και να τη στοιχειοθετεί:

"Section 51 of Law 4/78 confers power on the Commissioner to reject a claim for deduction notwithstanding its apparent nature in the absence of reliable audited accounts. The acknowledgment of such discretion to the Commissioner to reject claims for deductions unless properly validated, is justified in the context of the income tax legislation in view of the peculiar knowledge of a taxpayer of his financial affairs and amenity to document them. In fact, unless he documents his affairs, it is next to impossible to ascertain his precise income and, more so, his taxable income. If it was not for this power, a taxpayer might be allowed to shield behind a cloud of uncertainty that is mostly his creation.

The payment of income tax constitutes a social duty upon the diligent discharge of which depends the effective functioning of the modern State and realisation of social objectives. Avoidance of tax erodes economic planning and makes for uneven distribution of social burdens contrary to Article 24.1 of the Constitution. Section 51 aims to seal the door to the unmerited avoidance of tax. It is in this spirit it must be read and applied."

΄Επειτα, είναι πρόδηλο από το εκτενές κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης ότι ο ΄Εφορος εξέτασε το καθετί με σχολαστικότητα, εφάρμοσε μέτρο ρεαλιστικό που ίσως μάλιστα έρεπε κάπως, για σκοπούς ασφάλειας, υπέρ του αιτητή και, ενεργώντας μέσα σε λογικά όρια, κατέληξε σε συμπεράσματα τα οποία αιτιολόγησε με ακρίβεια και λεπτομέρεια. Δεν διέκρινα οτιδήποτε το μεμπτό.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητά της βάσει του ΄Αρθρου 146.4 (α) του Συντάγματος.

 

Γ. Κ. Νικολάου,

Δ.

 

/Χ.Θ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο