ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 877/98
ΕΝΩΠΙΟΝ: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.
ΜΕΤΑΞΥ:
Ανδρέα Τοούλα,
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,
Καθ'ων η αίτηση
-----------------------
11 Αυγούστου 1999
Για τον Αιτητή: κ. Σ. Καραολής.
Για τους Καθ'ων η αίτηση: κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
---------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει το κύρος της απόφασης των καθ'ων η αίτηση της 24/7/98 με την οποία τα ενδιαφερόμενα μέρη Μαρούλλα Μηνά και Arthur Eddie Andrew Isseyegh προάχθηκαν στη θέση του Ανώτερου Φαρμακοποιού (Φαρμακευτικές Υπηρεσίες). Ο αιτητής προβάλλει ως λόγους ακύρωσης,
(1) Την έλλειψη αιτιολογίας στη σύσταση του Διευθυντή,
(2) Την έλλειψη αιτιολογίας στην απόφαση της ΕΔΥ,
(3) Την έλλειψη έρευνας εκ μέρους της ΕΔΥ,
(4) Την υπεροχή του αιτητή έναντι των ενδιαφερόμενων
μερών και
(5) Την ύπαρξη αμεροληψίας στη σύνταξη των
υπηρεσιακών εκθέσεων.
(1)
Ελλειψη αιτιολογίας στη σύσταση του ΔιευθυντήΟ αιτητής ισχυρίζεται ότι η σύσταση του Διευθυντή πάσχει νομικά αφού έχει επικαλεστεί άγνωστες πληροφορίες και την άγνωστη προσωπική του γνώση. Χρησιμοποιώντας αόριστα στοιχεία, αγνοεί τις υπηρεσιακές εκθέσεις για να παρακάμψει το καθήκον που του επιβάλλει ο Νόμος για την αιτιολογούμενη σύσταση.
Η εισήγηση αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Από το σχετικό πρακτικό φαίνεται ότι ο Διευθυντής δεν συνέλεξε άγνωστες πληροφορίες, αλλά στοιχεία από τους άμεσα Προϊστάμενους των υποψηφίων. Είναι ορθό ότι ο Διευθυντής δεν παρουσίασε μια πλήρη εικόνα των πληροφοριών που είχε συλλέξει. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε νομοθετική ή νομολογιακή υποχρέωση που υπαγορεύει μια τέτοια αποκάλυψη. Οπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας, Αίτηση 625/95 της 25/10/96,
"Στην προκείμενη περίπτωση υπήρξε από το διευθυντή αποκάλυψη και περιγραφή των πηγών, οι οποίες ήταν η δική του προσωπική γνώση ως διευθυντή και τα όσα του μετέδωσαν οι προϊστάμενοι και αξιολογούντες λειτουργοί των υποψηφίων. Επρόκειτο κατ' αρχήν για επιτρεπτές πηγές. Δεν νομίζω ότι η μη αναφορά σε ονόματα απέκλειε τη δυνατότητα αιτιολογίας εκ των όσων προέρχονταν από αυτές τις πηγές. Ούτε και νομίζω εν τέλει ότι η μη καταγραφή των επιμέρους στοιχείων και περιστάσεων που οδήγησαν στη σύσταση την καθιστά αναιτιολόγητη εφόσον δεν διατυπώνεται απλώς προτίμηση χωρίς αναφορά σε λόγους αλλά εξειδικεύονται σε αυτή οι ιδιότητες και ικανότητες που την εξηγούν ανακλαστικά, με αναφορά στα όσα πρόδηλα αποδίδονται στις πηγές. Αυτή τη λύση στο πρόβλημα έδωσε και ο Κωνσταντινίδης, Δ. στην υπόθεση Κρυστάλλως Χριστοδουλίδου ν. Δημοκρατίας υποθ. 89/95 ημερ. 28 Νοεμβρίου 1995, λέγοντας τα εξής:
"Στην παρούσα περίπτωση κάθε άλλο παρά η σύσταση ήταν το αποτέλεσμα μη καταγραφεισών πληροφοριών από άγνωστες πηγές ή της "μυστικής" προσωπικής γνώσης του Διευθυντή. Οι πληροφορίες ως συμπληρωματικό στοιχείο, λήφθηκαν από τους προϊσταμένους και τους αξιολογούντες λειτουργούς των υποψηφίων, αυτές δε και η προσωπική γνώση του Διευθυντή ευθέως παραπέμπουν σε όσα καταγράφονται ως τα ιδιαίτερα στοιχεία που θεωρήθηκαν ότι καθιστούν καταλληλότερους τους συστηθέντες. Είναι γνωστή ακριβώς ποιά είναι η γνώμη του Διευθυντή και επίσης είναι γνωστοί και οι λόγοι που τη διαμόρφωσαν."
(2) Ελλειψη αιτιολογίας στην απόφαση της ΕΔΥ
Είναι εισήγηση του αιτητή ότι εφόσον οι συστάσεις του Διευθυντή ήταν αναιτιολόγητες, η υιοθέτηση τους από την ΕΔΥ καθιστά και τη σχετική απόφαση της ΕΔΥ χωρίς αιτιολογία και κατ' επέκταση άκυρη.
Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω εισήγηση. Από τα σχετικά πρακτικά φαίνεται ότι η απόφαση της ΕΔΥ περιείχε την απαραίτητη αιτιολογία που θα μπορούσε να δώσει την ευχέρεια σε ένα Δικαστήριο να ελέγξει την εγκυρότητα της. Στη σχετική απόφαση αναφέρεται ότι η ΕΔΥ ασχολήθηκε με την αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων αφού έλαβε υπόψη το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων, τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων και τις κρίσεις και συστάσεις του Διευθυντή. Η ΕΔΥ αφού προέβηκε σε μια αξιολόγηση των πιο πάνω με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια (αξία, προσόντα και αρχαιότητα) κατέληξε στη σχετική απόφαση της. Η απόφαση της ΕΔΥ περιείχε επαρκή αιτιολογία των στοιχείων που οδήγησαν στη λήψη της επίδικης απόφασης. Η αιτιολογία αυτή συμπληρώνεται από το περιεχόμενο των φακέλων.
(3)
Ελλειψη έρευνας εκ μέρους της ΕΔΥΕίναι η θέση του αιτητή ότι έχοντας υπόψη τις άγνωστες πληροφορίες που επικαλείται ο Διευθυντής, η ΕΔΥ είχε υποχρέωση να τον καλέσει και να ζητήσει διευκρινίσεις αναφορικά με την προσωπική του γνώση, τις πληροφορίες που πήρε από τους Προϊσταμένους του και για την αμφισβήτηση στοιχείων που υπήρχαν στους φακέλους.
Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω εισήγηση. Η ΕΔΥ είχε ενώπιον της όλα τα στοιχεία των υποψηφίων μαζί με τους σχετικούς φακέλους. Η αναφορά του Διευθυντή σε πληροφορίες που πήρε από τους Προϊσταμένους των υποψηφίων δεν συγκρούεται με το περιεχόμενο των φακέλων. Αντίθετα μια προσεκτική εξέταση των φακέλων δείχνει ότι η σύσταση του Διευθυντή επιβεβαιώνεται από τα στοιχεία των φακέλων των υποψηφίων. Εφόσον όλα τα απαραίτητα στοιχεία υπήρχαν ενώπιον της ΕΔΥ, η τελευταία δεν είχε υποχρέωση να καλέσει το Διευθυντή για να ζητήσει διευκρινίσεις για θέματα τα οποία είχε επικαλεσθεί ο Διευθυντής, και τα οποία βρίσκονταν μέσα στους σχετικούς φακέλους.
(4)
Υπεροχή του αιτητή έναντι των ενδιαφερόμενων μερώνΕίναι η θέση του αιτητή ότι τα προσόντα του αγνοήθηκαν από το Διευθυντή κατά μη ορθό τρόπο και ότι η αρχαιότητα του εκτιμήθηκε λανθασμένα.
Μια προσεκτική εξέταση του φακέλου δείχνει ότι ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί. Αναφορικά με το κριτήριο της αξίας φαίνεται ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη, σύμφωνα με τις εκθέσεις των τελευταίων χρόνων, υπερέχουν γενικά του αιτητή. Η ίδια εικόνα παρουσιάζεται και αναφορικά με τα προσόντα όπου φαίνεται ότι το ενδιαφερόμενο μέρος Isseyegh υπερτερεί σαφώς έναντι των δύο άλλων, ενώ η Μαρούλλα Μηνά υπερτερεί ελαφρά του αιτητή. Ορισμένα προσόντα των ενδιαφερόμενων μερών δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, λήφθηκαν όμως υπόψη αφού τους αποδόθηκε ανάλογη βαρύτητα.
Είναι ορθό ότι ο αιτητής υπερέχει του ενδιαφερόμενου μέρους σε αρχαιότητα. Ειδικότερα ο αιτητής είναι αρχαιότερος της Μαρούλλας Μηνά κατά ένα περίπου χρόνο και κατά 14 χρόνια του Isseyegh. Η αρχαιότητα θα μπορούσε να διαδραματίσει ένα καθοριστικό ρόλο σε περίπτωση που όλοι οι υποψήφιοι ήταν ίσοι στα άλλα δύο κριτήρια της αξίας και των προσόντων. Ομως όπως έχει ήδη αναφερθεί πιο πάνω δεν υπάρχει τέτοια ισότητα. Η ΕΔΥ έλαβε υπόψη την αρχαιότητα του αιτητή, ιδιαίτερα σε σχέση με το ενδιαφερόμενο μέρος Isseyegh, αλλά έχοντας υπόψη τη συνολική εικόνα του περιεχόμενου του φακέλου και τη σύσταση του Διευθυντή, από την οποία φαίνεται ότι ο Isseyegh ήταν ο καλύτερος υπάλληλος του Τμήματος, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η αρχαιότητα του αιτητή δεν θα μπορούσε να υποσκελίσει τα κριτήρια της αξίας και των προσόντων του Isseyegh.
(5)
Ελλειψη αμεροληψίας στη σύνταξη των υπηρεσιακών εκθέσεωνΕχει υποβληθεί εκ μέρους του αιτητή ότι οι υπηρεσιακές εκθέσεις των τελευταίων χρόνων πάσχουν από αμεροληψία και έλλειψη αντικειμενικότητας λόγω των συχνών παρεμβάσεων του Διευθυντή Φαρμακευτικών Υπηρεσιών που μετέβαλλε, κατά την κρίση του, το περιεχόμενο των αξιολογήσεων όπως αυτές ετοιμάζονταν από τους αξιολογούντες λειτουργούς του Τμήματος. Ως αποτέλεσμα η θέση του αιτητή επηρεάστηκε αρνητικά ενώπιον της ΕΔΥ λόγω της μη αντικειμενικής σύνταξης των υπηρεσιακών εκθέσεων.
Η Διοίκηση πρέπει να ενεργεί αμερόληπτα σε κάθε περίπτωση. Κάθε διοικητική απόφαση πρέπει να διανθίζεται από αμεροληψία που αποτελεί ένα βασικό στοιχείο της εγκυρότητας της. Η υποχρέωση αυτή που διασφαλίζεται από συνταγματικές διατάξεις έχει επιβεβαιωθεί νομολογιακά σε σειρά δικαστικών αποφάσεων. Στην υπόθεση Χρίστου ν. Δημοκρατίας (1980) 3 Α.Α.Δ. 437, 449 και 450 τονίστηκε ότι,
"Αποτελεί βασική αρχή του διοικητικού δικαίου ότι τα όργανα που λαμβάνουν μέρος σε μια συγκεκριμένη διοικητική διαδικασία πρέπει να φαίνονται ότι ενεργούν αμερόληπτα και αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει οσάκις υφίστανται ειδικοί δεσμοί ή σχέσεις οι οποίες ομολογουμένως σχετίζονται με τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην εν λόγω διαδικασία ή στο αποτέλεσμα της (βλ., ανάμεσα σ' άλλα, απόφαση του Στ.Ε. 3350/1970).
Η έλλειψη αμεροληψίας από τον Α δημόσιο υπάλληλο έναντι του Β δημόσιου υπάλληλου πρέπει να αποδειχθεί με επαρκή βεβαιότητα, είτε από γεγονότα που αναδύονται από τα σχετικά διοικητικά έγγραφα ή από ασφαλή συμπεράσματα που θα συναχθούν από την ύπαρξη τέτοιων γεγονότων.
Για να αποδειχθεί η έλλειψη αμεροληψίας του Α έναντι του Β δεν είναι αρκετό, από μόνο του το γεγονός ότι ο Α έχει στο παρελθόν και στη διάρκεια της εκτέλεσης των επίσημων καθηκόντων του, κάμει δυσμενείς εμπιστευτικές εκθέσεις για τον Β, ή ότι ο Α έχει με άλλο τρόπο εκφράσει επισήμως μια δυσμενή άποψη σε σχέση με τον Β με αποτέλεσμα ο Β να είχε καταχωρήσει σχετική αγωγή εναντίον του Α, ή ότι ο Β είχε στο παρελθόν δώσει μαρτυρία είτε σε ποινική δίκη ή σε πειθαρχική διαδικασία εναντίον του Α (βλ., ανάμεσα σ' άλλα, αποφάσεις του Στ.Ε. 2905/65, 1014/69 και 975/1970 καθώς και Σολέας ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 498)."
Η απόφαση Χρίστου ακολουθήθηκε στην υπόθεση Σωτηριάδου ν. Δημοκρατίας (1983) 3 Α.Α.Δ. 921, 946 και αργότερα στην υπόθεση Κοντεμενιώτης ν. Ρ.Ι.Κ. (1982) 3 Α.Α.Δ. 1027, όπου αποφασίστηκε ότι η τεταμένη σχέση μεταξύ ενός ιεραρχικά ανώτερου και κατώτερου υπαλλήλου, που βασίζεται σε αξιολόγηση ή κρίση για την απόδοση του τελευταίου που δεν είναι αρεστή, δεν θεμελιώνει προκατάληψη. (Ιδε επίσης Σταυρινίδης ν. Δημοκρατίας, Αίτηση 575/89 της 30/1/91, Δημητριάδη ν. ΑΤΗΚ
, Αίτηση 716/91 της 17/7/92, Κουνούνης και άλλοι ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου, Αίτηση 535/91 και 667/91 της 30/9/96 και Ακάμα ν. Δημοκρατίας, Αίτηση 353/92 της 28/6/96.)Ο αιτητής είχε το βάρος να αποδείξει την ύπαρξη αμεροληψίας και/ή προκατάληψης. Από τα στοιχεία που έχουν παρουσιαστεί και από το περιεχόμενο των φακέλων ο αιτητής δεν έχει ικανοποιήσει την πιο πάνω υποχρέωση.
Η προσφυγή απορρίπτεται. Η απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος. Ο αιτητής καταδικάζεται να καταβάλει τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.