ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 259/97.
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Τράπεζας Κύπρου Λτδ.,
Αιτητών
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Υπουργού Οικονομικών,
2. Εφόρου επί των Τελών Χαρτοσήμου,
Καθ΄ ων η αίτηση.
__________________
31 Αυγούστου, 1999
.Για τους αιτητές: Π. Πολυβίου με Γ. Τριανταφυλλίδη.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Π. Κληρίδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας
εκ μέρους του Γεν. Εισ.
__________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν την πιο κάτω θεραπεία:
"Δήλωση του σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση για επιβολή τέλους χαρτοσήμου και πρόσθετης επιβάρυνσης επί των αιτητών (ως η επιστολή των καθ΄ ων η αίτηση ημ. 16.1.1997 - Επισύναψη 1) είναι παράνομη και επομένως εξ υπαρχής άκυρη, στερούμενη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος."
Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή:
Με επιστολή τους ημερ. 17.9.96 (Ερ. 320 στο φάκελο Τεκ. 8) προς τον Υπουργό Οικονομικών οι αιτητές τον πληροφόρησαν για την πρόθεση τους να εκδώσουν στο εξωτερικό ομόλογα σε λίρες Κύπρου "για το συνολικό ποσό των Λ.Κ.40 εκ. τα οποία σύμφωνα με τους όρους της έκδοσης τους θα είναι μετατρέψιμα σε μετοχές". Τον πληροφόρησαν, επίσης, ότι:
(α) κατά το χρόνο της έκδοσης των ομολόγων η Τράπεζα τους ως ο εκδότης είναι υποχρεωμένη να καταβάλει το καθορισμένο τέλος χαρτοσήμου σύμφωνα με τις πρόνοιες της σχετικής Νομοθεσίας.
(β) ο περί Χαρτοσήμων Νόμος προβλέπει την επιβολή επιπρόσθετων
τελών στις περιπτώσεις μεταβίβασης ομολόγων και η καταβολή του
σχετικού τέλους θα πρέπει να γίνεται μέσα σε χρονική προθεσμία τριάντα
ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία θα εισαχθεί το σχετικό έγγραφο στη Δημοκρατία.
(γ) τα ομόλογα που θα εκδοθούν πρόκειται να εισαχθούν στο Χρηματηστήριο Λουξεμβούργου.
(δ) οι διαφορές στην απόδοση των ομολόγων που εκδίδονται και διατίθενται
και είναι εμπορεύσιμα στην Ευρώπη είναι ελάχιστες και έτσι η οποιαδήποτε επιβάρυνση ή αμφιβολία ως προς το ενδεχόμενο τέλους
χαρτοσήμου θα επηρεάσει οπωσδήποτε δυσμενώς την επιτυχία της
έκδοσης.
Η επιστολή κατέληγε με την παράκληση προς τον Υπουργό Οικονομικών να παρουσιάσει το θέμα "ενώπιον του Υπουργικού Συμβουλίου το οποίο έχει την εξουσία, σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρ. 10 του περί Χαρτοσήμων Νόμου να εκδόσει διάταγμα το οποίο να προνοεί για απαλλαγήν των ομολόγων από το τέλος χαρτοσήμων, τόσο αναφορικά με την έκδοση τους όσο και για τη μελλοντική διαπραγμάτευση τους στο Χρηματηστήριο του Λουξεμβούργου".
Το Υπουργείο Οικονομικών διαβίβασε την πιο πάνω επιστολή των αιτητών στο Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων. Τον παρακάλεσε να πληροφορήσει το Υπουργείο "κατά πόσον η ισχύουσα νομοθεσία περί Χαρτοσήμων προνοεί την επιβολή τέλους χαρτοσήμων σε τέτοιες περιπτώσεις και εάν ναι", να παραθέσει τις απόψεις και εισηγήσεις του "σχετικά με το πιο πάνω αίτημα του Συγκροτήματος Τράπεζας
Κύπρου για απαλλαγή" (Βλ. επιστολή του Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 27.9.96, Ερ. 321 στο Φάκελο Τεκ. 8).Οι απόψεις που παρέθεσε ο Διευθυντής του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων έχουν ως πιο κάτω:
"
Αίτημα Συγκροτήματος Τραπέζης Κύπρου για απαλλαγή από το τέλος χαρτοσήμου των ομολόγων που θα εκδώσει στο εξωτερικόΑναφέρομαι στην επιστολή σας με αριθμό αναφοράς Υ.Ο. 797/85/4 και ημερομηνία 27.9.1996, σχετικά με το πιο πάνω θέμα, και σας παραθέτω πιο κάτω τις απόψεις μου:
(α) Κατά το χρόνο έκδοσης των ομολόγων, το Συγκρότημα της Τραπέζης Κύπρου έχει υποχρέωση να καταβάλει τέλος χαρτοσήμου, με βάση το στοιχείο 12(α) (ι) του
Πρώτου Παραρτήματος του περί Χαρτοσήμων Νόμου.
Εξαίρεση από την καταβολή τέλους χαρτοσήμου κατά
το χρόνο έκδοσης των ομολόγων, όπως ζητείται στην
επιστολή του Συγκροτήματος της Τραπέζης Κύπρου
με ημερομηνία 17.9.1996, μπορεί να παραχωρηθεί,
σύμφωνα με το άρθρο 10 του περί Χαρτοσήμων
Νόμου, μόνο από το Υπουργικό Συμβούλιο, με την
έκδοση σχετικού διατάγματος.
(β) Κατά το χρόνο μεταβίβασης των ομολόγων στο εξωτε-
ρικό, από τον ένα κάτοχο στον άλλο, το Τμήμα δεν έχει ένσταση στη μη καταβολή τέλους χαρτοσήμου, με
την προϋπόθεση όμως ότι θα συμπεριληφθεί στους
όρους έκδοσης ειδική πρόνοια η οποία θα αναφέρει ρητά ότι η εξαίρεση αφορά μόνο μεταβιβάσεις που
γίνονται στο εξωτερικό.
(γ) Κατά το χρόνο άσκησης του δικαιώματος μετατροπής
των ομολόγων σε μετοχές, δεν υπάρχει υποχρέωση για καταβολή τέλους χαρτοσήμου καθότι η μετατροπή
αυτή θεωρείται ότι γίνεται σύμφωνα με τους όρους
έκδοσης των ομολόγων."
(Βλ. επιστολή του Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 17.10.96, Ερ. 323 στο Φάκελο Τεκ. 8).
Με απόφαση του ημερ. 23.10.1996 η οποία δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας (Ε.Ε. Παρ. ΙΙΙ(Ι) Αρ. 3096, 1.11.96 Κ.Δ.Π. 326/96) το Υπουργικό Συμβούλιο, "ασκώντας τις εξουσίες που του παρέχονται δυνάμει του αρ. 10 των περί Χαρτοσήμων Νόμων του 1963 μέχρι 1995" απεφάσισε όπως "μεταβιβάσεις που θα γίνονται στο εξωτερικό μεταξύ μη κατοίκων Κύπρου, των χρεογράφων (Bonds) που περιγράφονται στο Παράρτημα, συνολικού ύψους μέχρι £40 εκ. απαλλάσσονται από την υποχρέωση για καταβολή τέλους χαρτοσήμου, νοουμένου ότι θα τηρούνται οι όροι, προϋποθέσεις και διαδικασίες που περιέχονται στο Παράρτημα".
Η πιο πάνω απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου κοινοποιήθηκε στους αιτητές με επιστολή του Υπουργείου Οικονομικών ημερ. 24.10.96.
Η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχεται σε επιστολή του Υπουργείου Οικονομικών, Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων, Κλάδος Τελών Χαρτοσήμων προς τους αιτητές ημερ. 16.1.97. Την παραθέτω:
"
΄Εκδοση στο εξωτερικό Κ£40 εκ. μετατρεψίμων χρεογράφωνΣε συνέχεια της τηλεφωνικής συνομιλίας μας σχετικά με το πιο πάνω θέμα σας πληροφορώ ότι το πληρωτέο τέλος χαρτοσήμου σύμφωνα με το ΄Αρθρο 4, στοιχείο 12(α) Πρώτου Παραρτήματος του περί Χαρτοσήμων Νόμου ανέρχεται σε Κ£200.000. Επιπλέον επιβάλλεται πρόσθετη επιβάρυνση που ανέρχεται σε Κ£20.018 γιατί το σχετικό τέλος δεν καταβλήθηκε έγκαιρα (΄Αρθρο 20).
2. Παρακαλώ όπως γίνουν διευθετήσεις για την άμεση πληρωμή τόσο του βασικού τέλους χαρτοσήμου όσο και της πρόσθετης επιβάρυνσης.
3. Είμαι στη διάθεσή σας για οποιεσδήποτε πρόσθετες πληροφορίες/διευκρινίσεις επί του θέματος."
Οι λόγοι ακύρωσης.
Οι αιτητές υπέβαλαν ότι δεν είναι σαφές ποιό έγγραφο υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου. Το πιθανότερο (και ουσιαστικά το μόνο ενδεχόμενο) είναι ότι ο ΄Εφορος να εννοεί την πρόσκληση για εγγραφή (Offering Memorandum) ημερ. 28.10.96 (Τεκ. 1). ΄Ηταν η θέση τους ότι το πιο πάνω έγγραφο δεν εμπίπτει στον όρο "Ομολογία
(debenture) η οποία είναι εμπορεύσιμο αξιογράφο όπως προβλέπεται από το στοιχείο 12(α) του Πρώτου Παραρτήματος του Νόμου 19/63. Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω οι αιτητές υπέβαλαν ότι δεν υπάρχει νομική υποχρέωση χαρτοσήμανσης του υπό κρίση εγγράφου - της πρόσκλησης για εγγραφή. Υπέδειξαν ότι κατά την κατάθεση της πρόσκλησης για εγγραφή πλήρωσαν τα νενομισμένα τέλη και επομένως η υποχρέωση τους για καταβολή οποιουδήποτε άλλου ποσού έχει εξαντληθεί.Ανάγνωση της προσβαλλόμενης απόφασης αποκαλύπτει ότι το πληρωτέο τέλος χαρτοσήμου έχει υπολογισθεί δυνάμει του πιο πάνω στοιχείου 12(α), το οποίο ομιλεί για "ομολογία (debenture)" η οποία είναι εμπορεύσιμο αξιόγραφο.
Είναι λοιπόν σαφές ποιό έγγραφο υπόκειται σε τέλος χαρτοσήμου. Αυτό είναι το ομόλογο ή χρεόγραφο στο οποίο γίνεται αναφορά στην πιο πάνω επιστολή των αιτητών ημερ. 17.9.96 και στο Τεκ. 2, και όχι η πρόσκληση για εγγραφή. Το γεγονός ότι οι αιτητές είχαν πληρώσει διάφορα άλλα τέλη δυνάμει άλλων νόμων (βλ. σελ. 3 της γραπτής τους αγόρευσης) δεν τους απαλλάσει από τις υποχρεώσεις που προκύπτουν δυνάμει του Νόμου 19/63. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Μια άλλη εισήγηση των αιτητών έχει σχέση με την αρχή της ισότητας. Οι αιτητές υπέβαλαν ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τη συνταγματική αρχή της ίσης μεταχείρισης που κατοχυρώνεται με το άρ. 28 του Συντάγματος. ΄Οπως το έθεσαν δεν πιστεύουν ότι παρόμοιες προσκλήσεις για εγγραφή έχουν χαρτοσημανθεί στο παρελθόν ή ότι ο ΄Εφορος έχει ζητήσει τη χαρτοσήμανση τους". Πρώτα απ΄ όλα πρέπει να τονιστεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν αναφέρεται στη χαρτοσήμανση της πρόσκλησης για εγγραφή. Δεύτερον η εισήγηση για παραβίαση του αρ. 28 του Συντάγματος είναι αόριστη. Τέτοιες εισηγήσεις πρέπει να είναι λεπτομερείς. Πρέπει να υποδεικνύουν τις περιπτώσεις εκείνες οι οποίες έτυχαν διαφορετικής μεταχείρισης (Βλ. Improvement Board of Eylenja v. Constantinou (1967) 1 C.L.R. 167 και Κυριακίδης κ.α. ν. Εφόρου Φ.Π.Α., Ποινικές Εφέσεις 6539-40/18.2.99). Στην απουσία τέτοιων λεπτομερειών δεν είναι δυνατή η εξέταση εισήγησης για παραβίαση της αρχής της ισότητας. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.
Στο στάδιο των προφορικών διευκρινίσεων οι αιτητές υπέβαλαν ότι για την επιβολή τέλους χαρτοσήμου πρέπει να υπάρχει έγγραφο (βλ. αρ. 4 του Νόμου 19/63). Εκείνο το οποίο χαρτοσημαίνεται είναι το συγκεκριμένο έγγραφο, ο τίτλος χρεογράφων ο οποίος εκδίδεται. Στην παρούσα υπόθεση δεν έχουν εκδοθεί τίτλοι χρεογράφων "και ελλείψει τίτλου χρεογράφου ελλείπει και η υποχρέωση καταβολής τέλους χαρτοσήμου". Υπέβαλαν, επίσης, ότι όλα τα έγγραφα συντάχθηκαν στο εξωτερικό. ΄Εκαμαν αναφορά στην επιφύλαξη του άρ. 21 του Νόμου 19/63. Εισηγήθηκαν ότι "έστω και αν θεωρητικά υπάρχει υποχρέωση χαρτοσήμανσης ... τότε αυτό το έγγραφο δεν αποτελεί θέμα χαρτοσήμου εκτος αν υπάρχει στη Δημοκρατία".
Η πιο πάνω εισήγηση δεν υποστηρίζεται από αυτά τούτα τα έγγραφα των αιτητών. Το Τεκ. 2 κάμνει αναφορά σε "έκδοση μετατρέψιμων χρεογράφων". Αυτή η αναφορά από μόνη της οδηγεί στη διαπίστωση ότι έχουν εκδοθεί τα σχετικά έγγραφα. Δεν μπορεί να γίνεται αναφορά σε έκδοση χρεογράφων η οποία δεν απολήγει στην έκδοση των σχετικών εγγράφων ή τίτλων.
Περαιτέρω, σύμφωνα με την γραμματική ερμηνεία του όρου χρεόγραφο αυτό σημαίνει "ενυπόγραφον έντυπον ωρισμένου τύπου εμφαίνον ποσόν τι τοκοφόρου δανείου κρατικόν ή τραπέζης ή εταιρείας" (Νέον Λεξικόν Ορθογραφικόν και Ερμηνευτικόν όλης της Ελληνικής Γλώσσης, σελ. 1315). Τονίζεται ότι είναι θεμιτή η επίκληση της γραμματικής ερμηνείας εφόσο στον Νόμο 19/63 δεν υπάρχει ερμηνεία του σχετικού όρου. Πρέπει επίσης να τονιστεί ότι οι αιτητές (βλ. επιστολή τους ημερ. 17.9.96), με σαφή τοποθέτηση τους, δέχθηκαν ότι "κατά τον χρόνον της έκδοσης των ομολόγων η Τράπεζα ως ο εκδότης είναι υποχρεωμένη να καταβάλει το καθορισμένο τέλος χαρτοσήμων". Πως τώρα νομιμοποιούνται να ισχυρίζονται ότι δεν έχουν εκδοθεί έγγραφα; Σε ποιά ομόλογα αναφερόταν η πιο πάνω επιστολή τους; Ακολουθεί πως η θέση των αιτητών για μη έκδοση των σχετικών τίτλων δεν ευσταθεί. Ούτε και ευσταθεί η εισήγηση τους ότι τα έγγραφα εκδόθηκαν στο εξωτερικό.
Με βάση το ενώπιον μου υλικό (βλ. Τεκ. 1, 2 και την επιστολή ημερ. 17.9.96) δικαιολογείται η διαπίστωση ότι τα επίδικα έγγραφα εκδόθηκαν στην Κύπρο. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης απορρίπτεται.
Οι αιτητές ισχυρίσθηκαν περαιτέρω ότι δεν "έχει προσκομιστεί υπηρεσιακός φάκελος υπό την παραδεδεγμένη έννοια του όρου" για να "μπορέσει το δικαστήριο να προβεί στο νενομισμένο έλεγχο κυρίως όσον αφορά τη διαπίστωση αν υπήρχε πλάνη, αν λήφθηκαν ορισμένα στοιχεία, αν έγινε επαρκής έρευνα και αν υπήρχε αιτιολογία".
Ο πιο πάνω ισχυρισμός προβλήθηκε στο στάδιο των προφορικών διευκρινίσεων - την 9.7.99. Το στάδιο εκείνο είναι το στάδιο κατά το οποίο σύμφωνα με την πρακτική και τις οδηγίες αυτού του δικαστηρίου γίνεται κατάθεση των διοικητικών φακέλων (βλ. πρακτικά ημερ. 5.7.99). Σε απάντηση ο συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση δήλωσε ότι "φάκελος δεν υπάρχει αλλά υπάρχουν έγγραφα τα οποία θα κατατεθούν". Στη συνέχεια παρουσίασε τα πιο κάτω έγγραφα:
(α) Πρόσκληση για εγγραφή (Offering Memorandum) ημερ. 28.10.96
(Τεκμήριο 1).
(β) Πρόσκληση για εγγραφή (Prospectus) - έκδοση στο άρτιο £10.000.000
6 3/4% subordinated - Μετατρέψιμων Χρεογράφων Λήξης 2003
(Τεκμήριο 2).
(γ) Επιστολή των αιτητών ημερ. 18.11.96 σε σχέση με το Τεκμήριο 2
(Τεκμήριο 3).
(δ) Ετήσια έκθεση του Συγκροτήματος Τραπέζης Κύπρου για το έτος
1998 (Τεκμήριο 4).
Την 9.7.99 τέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου οι θέσεις των αιτητών και η υπόθεση ορίστηκε για περαιτέρω διευκρινίσεις στις 19.7.99. Ταυτόχρονα δόθηκαν οδηγίες για να προσκομιστεί ο διοικητικός φάκελος. Στις 19.7.99 οι καθ΄ ων η αίτηση παρουσίασαν τους πιο κάτω φακέλους:
(1) Φάκελο με αρ. Ε.Πρ. 172/Α με θέμα "Ο περί Χαρτοσήμων Νόμος -
Ερωτήματα (Τεκμήριο 8).
(2) Φάκελο με αρ. Ε.Πρ. 161 με θέμα "Documents not duly stamped".
Οι δύο φακέλοι (Τεκμήρια 8 και 9) είναι ογκώδης. Τα μόνα σχετικά με την παρούσα υπόθεση είναι τα έγγραφα στα οποία έχει γίνει αναφορά πιο πάνω (βλ. σελ. 1-4).
Προκύπτει για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:
Κατά πόσο η διοίκηση βαρύνεται με την υποχρέωση να θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου το διοικητικό φάκελο.
Στην απόφαση 19/1958 του Ελληνικού Συμβουλίου της Επικρατείας το θέμα τέθηκε ως εξής:
"Επειδή η Διοίκησις βαρύνεται δια της υποχρεώσεως όπως θέση υπ΄ όψιν του Συμβουλίου της Επικρατείας ολόκληρον το πραγματικόν υλικόν όπερ κατά τον νόμον στηρίζει την προσβαλλομένην πράξιν και τυγχάνει αναγκαίον δια τον υπό του Δικαστηρίου ακυρωτικόν έλεγχον, επί παραλείψει δε αυτής όπως προσαγάγη τα δι΄ αποφάσεως του Δικαστηρίου αιτηθέντα στοιχεία, η προσβαλλόμενη πράξις παρίσταται στερουμένη του αναγκαίου κατά νόμον ερείσματος και είναι τούτο τω λόγω ακυρωτέα."
Οι πιο πάνω αρχές εξεφράσθησαν αργότερα ως ακολούθως υπό της ΣτΕ 2739/1987:
"΄Οταν η Διοίκηση δεν στέλνει στο Συμβούλιο της Επικρατείας τον φάκελλο υποθέσεως παρά την έκδοση σχετικής προδικαστικής αποφάσεως που την υποχρεώνει προς τούτο, η στάση της αυτή δεν έχει ως μόνη συνέπεια την δυνατότητα κινήσεως πειθαρχικής διώξεως κατά των υπευθύνων υπαλλήλων, αλλ΄ επί πλέον επιτρέπει στο δικαστήριο, συνάγοντας σχετικό τεκμήριο, να θεωρήσει ως ακριβή την πραγματική βάση των ισχυρισμών του αιτούντος. Τούτο, γιατί άλλως, η αδράνεια αυτή της Διοικήσεως θα οδηγούσε σε αδυναμία του Συμβουλίου της Επικρατείας να ασκήσει την ανήκουσα σ΄ αυτό κατά το Σύνταγμα αρμοδιότητα και να παράσχει στο διοικούμενο την έννομη προστασία που του εγγυάται
Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι η διοίκηση βαρύνεται με την υποχρέωση να θέσει υπόψη του Δικαστηρίου τους σχετικούς διοικητικούς φακέλους. Στην παρούσα υπόθεση η διοίκηση διατείνεται ότι έχει παρουσιάσει ολόκληρο το πραγματικό υλικό επί του οποίου έχει στηριχθεί η προσβαλλόμενη πράξη.
Αυτό που πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσο το υλικό που έχει παρουσιαστεί οδηγεί σε αδυναμία του δικαστηρίου να ασκήσει την κατά το Σύνταγμα αρμοδιότητα του. Η πτυχή αυτή θα εξεταστεί από την σκοπιά που έχουν θέσει το θέμα οι αιτητές ήτοι:
(α) Αν έγινε επαρκής έρευνα.
(β) Αν υπήρχε αιτιολογία.
(γ) Αν υπήρχε πλάνη.
Επάρκεια της έρευνας
.΄Εχει νομολογηθεί ότι η έκταση και η επάρκεια της έρευνας είναι συνυφασμένες με τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης (Βλ. Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας ν. Ζάμπογλου, Α.Ε. 1575/14.7.97 και
Nicolaou v. Minister of Interior & Another (1974) 3 C.L.R. 189). Η διοίκηση βαρύνεται με την υποχρέωση να διερευνήσει δεόντως όλα τα ουσιώδη γεγονότα και να διαπιστώσει την πραγματική κατάσταση (Βλ. Ioannides v. Republic (1972) 3 C.L.R. 318, Paphitis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 300, Xapolytos v. Republic (1967) 3 C.L.R. 703, Photos Photiades and Co. v. Republic (1964) C.L.R. 102, 112, HjiLouca v. Republic (1966) 3 C.L.R. 854, 861 και Μιχ. Δ. Στασινόπουλου "Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων", σελ. 249). Η έρευνα είναι επαρκής εφόσον εκτείνεται στη διερεύνηση κάθε γεγονότος που σχετίζεται με το θέμα που εξετάζεται (Βλ. Motorways Ltd v. Υπουργού Οικονομικών κ.α., Α.Ε. 2371/25.6.99).Ποιά είναι τώρα τα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης;
Επιλέγω και παραθέτω τα πλέον σημαντικά και καθοριστικά. Αυτά είναι:
(α) Η πιο πάνω επιστολή των αιτητών ημερ. 17.9.96 στην οποία γίνεται σαφής παραδοχή και αναγνώριση ότι "κατά τον χρόνο της έκδοσης των ομολόγων η Τράπεζα ως ο εκδότης είναι υποχρεωμένη να καταβάλει το καθορισμένο τέλος χαρτοσήμου σύμφωνα με τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας
".(β) Η παράκληση των αιτητών να απαλλαγούν τα ομόλογα από το τέλος χαρτοσήμων (βλ. επιστολή τους ημερ. 17.9.96).
(γ) Η αναζήτηση από το Υπουργείο Οικονομικών των απόψεων και εισηγήσεων του Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων και η διαβίβαση των απόψεων του.
(δ) Η αποδοχή των απόψεων του Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων. Η αποδοχή συνίσταται από την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για την απαλλαγή της μελλοντικής διαπραγμάτευσης των ομολόγων από το τέλος χαρτοσήμου.
(ε) Η έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης η οποία συνάδει πλήρως
με τις πιο πάνω απόψεις του Διευθυντή του Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων.
(στ) Τα τεκμήρια 1, 2 και 3.
Λαμβανομένων υπόψη των περιστατικών της παρούσας υπόθεσης θεωρώ ότι το υλικό το οποίο έχει τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου είναι αρκετό για σκοπούς άσκησης δικαστικού ελέγχου σε ότι αφορά το θέμα της επάρκειας της έρευνας. Πρόσθετα θεωρώ ότι η έρευνα στην οποία έχει προβεί η διοίκηση ήταν υπό τις περιστάσεις επαρκής.
Η επάρκεια της αιτιολογίας
.
Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της. Η αιτιολογία πρέπει να παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της (Βλ. Φράγκου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2021/27.3.99). Η αιτιολογία πρέπει να προσδιορίζει τη βάση της απόφασης και τους λόγους οι οποίοι την στοιχειοθετούν (Βλ. Motorways Ltd, πιο πάνω)
.Στην Αναστασιάδης κ.α. ν. Συμβουλίου Υδατοπρομήθειας Λεμεσού, Α.Ε. 2274/11.6.99 είχε τεθεί θέμα ανεπάρκειας της αιτιολογίας απόφασης που σχετιζόταν με τον καθορισμό υδατικών δικαιωμάτων. Η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου έθεσε το θέμα ως εξής:
"Αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός των εφεσειόντων πως η επίδικη απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη. Η κρίση αν μια διοικητική πράξη περιέχει επαρκή αιτιολογία, όπως επιβάλλεται από τις αρχές του διοικητικού δικαίου, εξαρτάται από τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης. Εδώ, τα τέλη και δικαιώματα για την εγκατάσταση υδατοπρομήθειας και παροχής νερού καθορίζονται από τον Κανονισμό, στη βάση επίσης οριζομένων στοιχείων. Τα έχουμε παραθέσει πιο πάνω. ΄Οταν υποβλήθηκε η αίτηση των εφεσειόντων περιέχονταν σ΄ αυτή όλα τα απαραίτητα στοιχεία που αφορούσαν στην έκδοση της άδειας, και κυρίως το εμβαδόν του κτήματος, που με απλή αριθμητική πράξη, δηλαδή της διαίρεσης του με το 8.000, έδωσε το καταβλητέο ποσό δικαιωμάτων και τελών."
Στην κρινόμενη περίπτωση καθώς φαίνεται από τη προσβαλλόμενη απόφαση νομικό έρεισμα της ήταν το στοιχείο 12(α) του Πρώτου Παραρτήματος του περί Χαρτοσήμων Νόμου του 1963 (19/63). Ενώπιον της Διοίκησης υπήρχε υλικό από το οποίο καταφαινόταν ότι η έκδοση των ομολόγων αφορούσε το συνολικό ποσό των Λ.Κ.40 εκ. και ότι το ελάχιστο ποσό εγγραφής είναι £1000. Εν όψει αυτού του υλικού τα υπόλοιπα ήταν θέμα μαθηματικής πράξης με βάση τα ποσά που προβλέπονται από το πιο πάνω στοιχείο 12(α) (Βλ. Αναστασιάδης, πιο πάνω)
.Λαμβανομένων υπόψη των περιστατικών της παρούσης υπόθεσης κρίνω ότι το υλικό το οποίο είχε τεθεί ενώπιον του δικαστηρίου καθιστά απόλυτα ευχερή και εφικτό τον δικαστικό έλεγχο της αιτιολογίας της προσβαλλόμενης απόφασης. Το περιεχόμενο της τελευταίας περιέχει όλα τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της. ΄Επεται πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αιτιολογημένη. Πρόσθετα η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης ενισχύεται και αναπληρούται από τα στοιχεία του φακέλου στα οποία γίνεται αναφορά πιο πάνω (βλ. σελ. 9-10, παραγ. (α) - (στ)).
΄Υπαρξη πλάνης
.Η απόδειξη της πλάνης βαρύνει τους αιτητές (Βλ. Kozakis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 265 και Platritis v. Republic (1969) 3 C.L.R. 366). Λαμβανομένων υπόψη των στοιχείων που είχε ενώπιον της η διοίκηση (βλ. σελ. 9-10, πιο πάνω) θεωρώ ότι αυτά είναι αρκετά για να καταστήσουν δυνατό τον δικαστικό έλεγχο της πλάνης. Περαιτέρω, δεν έχει υποδειχθεί οτιδήποτε που να καθιστά δυνατή την υπάρξη πλάνης
.Για τους πιο πάνω λόγους ο λόγος ακύρωσης που σχετίζεται με την έλλειψη του φακέλου, την ανεπάρκεια έρευνας και αιτιολογίας καθώς και την ύπαρξη πλάνης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
΄Ενας άλλος ισχυρισμός των αιτητών σχετίζεται με το μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης στο οποίο γίνεται αναφορά "για έκδοση στο εξωτερικό Κ£40 εκ. μετατρέψιμων χρεογράφων". Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών υπέβαλε ότι η πιο πάνω αναφορά "είναι λάθος". Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο: "Αυτό που εκδόθηκε δεν είναι ένας συγκεκριμένος αριθμός χρεογράφων. Εξεδόθη ένα δάνειο το οποίο τη αιτήσει ενδιαφερομένων μπορεί να μετατραπεί σε χρεόγραφο, δηλαδή υπάρχουν 3 διαδικασίες. Είναι η έκδοση του ομολογιακού δανείου, είναι μετά η έκδοση των χρεογράφων επί του δανείου και μετά η μετατροπή των χρεογράφων σε μετοχές. Το τέλος έχει επιβληθεί στο συνολικό ποσό των 40 εκ. που δεν αποτελεί τα συγκεκριμένα χρεόγραφα, τα χαρτιά που εκδίδονται, εάν εκδίδονται, αλλά στο ποσό του ομολογιακού δανείου που εξεδόθη στο εξωτερικό".
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών έκαμε αναφορά στη θέση των καθ΄ ων η αίτηση (βλ. τη γραπτή τους αγόρευση) σύμφωνα με την οποία "εξεδόθηκαν 40 εκ." και "θεωρήθηκε ότι εξεδόθηκαν 40,000 ομόλογα εφόσο το ελάχιστο ποσό εγγραφής είναι £1000". Υπέβαλε ότι "η πιο πάνω θέση των καθ΄ ων η αίτηση αποτελεί μια πιθανολόγηση. Είναι λάθος ότι εξεδόθηκαν 40 εκ. Είναι ομολογιακό δάνειο μέχρι 40 εκ.".
Πρόκειται για απόφαση της Διοίκησης που σχετίζεται με την επιβολή τέλους με τη μορφή χαρτοσήμου. ΄Οπως και στην περίπτωση αποφάσεων που σχετίζονται με την επιβολή φόρων το διοικητικό δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει την ουσία της φορολογίας και να την υποκαταστήσει, όπου αυτό είναι αναγκαίο με δική του απόφαση. Η εξουσία του δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της πράξης και στη διακρίβωση του κατά πόσο η διοίκηση έχει υπερβεί τα ακραία όρια των εξουσιών της. Νοουμένου ότι περιορίζει την δράση του εντός των ορίων της εξουσίας του το διοικητικό όργανο παραμένει ο κριτής της απόφασης που είναι αναγκαία για να εφαρμοστεί ο Νόμος. Εφόσο η διοίκηση προβαίνει στην ορθή αξιολόγηση του πραγματικού υπόβαθρου και ενεργεί σύμφωνα με τις αρχές της χρηστής διοίκησης η απόφαση της δεν θα κριθεί ως εσφαλμένη. Στο τέλος τα δικαστήρια πρέπει να επικυρώνουν την απόφαση εάν ήταν
εύλογα επιτρεπτή στη διοίκηση (Βλ. Georghiades v. Republic (1982) 3 C.L.R. (F.B.) - απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε- η οποία έχει υιοθετηθεί στις υποθέσεις Βαρναβίδης ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 616/16.10.90, Δημοκρατία ν. Λέρνη (1991) 3 Α.Α.Δ. 346, 355, Δημοκρατία ν. Ακίνητα Στ. Ιωαννίδη Λτδ (1991) 3 Α.Α.Δ. 398, 403 και G & L Galibers Ltd v. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2098/21.7.99).
Ποιό ήταν τώρα το πραγματικό υπόβαθρο που είχε ενώπιον της η Διοίκηση; Αποτελείται από:
(1) Το Τεκμήριο 2, το οποίο προέρχεται από τους αιτητές και αναφέρει:
"Στις 31 Οκτωβρίου 1996 εκδόθηκε ποσό £40 εκατ. (σε Κυπριακές λίρες) Μετατρέψιμων Χρεογράφων λήξης 2003 με επιτόκιο 6 3/4% το χρόνο που παραχωρήθηκαν στη διεθνή αγορά σε θεσμικούς επενδυτές κυρίως των ΗΠΑ, Ηνωμένου Βασιλείου και Ελβετίας. Τα Χρεόγραφα αυτά αποτελούν το πρώτο μέρος της έκδοσης Μετατρέψιμων Χρεογράφων της Τράπεζας συνολικού ποσού £50 εκατ. η οποία ανακοινώθηκε αμέσως μετά τη λήξη της συνεδρίας των Διοικητικών Συμβουλίων της Τράπεζας και της Τρ. Κ. (Ε) στις 10 Σεπτεμβρίου 1996. Το υπόλοιπο ποσό Χρεογράφων ύψους £10 εκατ. που προσφέρεται με την παρούσα Πρόσκληση, αποτελεί διαδοχική προσφορά Χρεογράφων στην Κυπριακή αγορά, και εκδίδονται με ακριβώς τους ίδιους όρους με αυτά που ήδη εκδόθηκαν και παραχωρήθηκαν στη διεθνή αγορά.
Τα Χρεόγραφα που τοποθετήθηκαν στη διεθνή αγορά είναι εγγεγραμμένα στο Χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου και διαπραγματεύονται μέσω των συστημάτων Reuters και Bloomberg μόνο. Μεταβιβάσεις και εκκαθαρίσεις των συναλλαγών των Χρεογράφων στη διεθνή αγορά γίνονται μέσω του Depositary Trust Company της Νέας Υόρκης και των Euroclear και Cedel Bank στον Ευρωπαϊκό χώρο.
Λεπτομέρειες της έκδοσης υπάρχουν στο σχετικό ΄Εγγραφο Προσφοράς (Offering Memorandum) που κατατέθηκε στο Χρηματιστήριο του Λουξεμβούργου και στο Γραφείο του Εφόρου Εταιριών και Επισήμου Παραλήπτη στην Κύπρο και είναι διαθέσιμο για επιθεώρηση στα Κεντρικά Γραφεία της Τρ. Κ. (Ε)."
(2) Την πιο πάνω επιστολή των αιτητών ημερ. 17.9.96 σύμφωνα με την οποία "κατά το χρόνο της έκδοσης των ομολόγων η Τράπεζα ως ο εκδότης είναι υποχρεωμένη να καταβάλει το καθορισμένο τέλος χαρτοσήμου σύμφωνα με τις πρόνοιες της σχετικής Νομοθεσίας
".(3) Το Τεκ. 1 το οποίο αναφέρει ότι το ελάχιστο ποσό εγγραφής είναι Λ.Κ.1000.
Τονίζεται ότι τα τεκμήρια 1, 2 και 3 τέθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου από το συνήγορο των καθ΄ ων η αίτηση. Πρέπει, επομένως, να υποτεθεί πως αποτελούσαν μέρος του υλικού που βρισκόταν ενώπιον της Διοίκησης κατά τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης.
Είναι πρόδηλο από τα πιο πάνω ότι η θέση των αιτητών για έκδοση χρεογράφων "μέχρι 40 εκ." αντικρούεται από αυτά τούτα τα δικά τους έγγραφα. Περαιτέρω, λαμβανομένου υπόψη του πραγματικού υπόβαθρου το οποίο βρισκόταν ενώπιον της διοίκησης (βλ. σελ. 13), η απόφαση της ήταν εύλογα επιτρεπτή. Ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί.
Υπάρχει ακόμη και ένας πρόσθετος, πολύ βασικός, λόγος για τον οποίο η προσφυγή δεν μπορεί να πετύχει. Αυτός σχετίζεται με τη σαφή παραδοχή και αναγνώριση των αιτητών (βλ. επιστολή τους ημερ. 17.9.96) ότι η Τράπεζα ως ο εκδότης είναι υποχρεωμένη να καταβάλει το καθορισμένο τέλος χαρτοσήμου σύμφωνα με τις πρόνοιες της σχετικής νομοθεσίας και την ταυτόχρονη αμφισβήτηση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Αυτή η στάση των αιτητών ισοδυναμεί με επιδοκιμασία και ταυτόχρονα αποδοκιμασία μιας κατάστασης. Μια τέτοια επιδοκιμασία και ταυτόχρονη αποδοκιμασία είναι απαράδεκτη από τη νομολογία και αποτελεί από μόνη της καλό λόγο για την απόρριψη της προσφυγής (Βλ. Platis v. Republic (1978) 3 C.L.R. 384, Σαββίδης ν. Δημοκρατίας (1993) 3 Α.Α.Δ. 249 και Ραφτόπουλου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 839/91/14.5.99)
.Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητά της. Τα έξοδα να υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.