ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 514/96

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Πέτρου Κατσιολούδη

Αιτήτριας

και

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθ΄ων η Αίτηση

--------------

12 Ιουλίου 1999

Για τον Αιτητή: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.

Για τους Καθ΄ων η Αίτηση: Γ. Γιωργαλλής, Δικηγόρος της Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

Για το Ενδιαφ. Μέρος Μούσα: κα. Αργυρού για κ. Ζαχαρίου.

----------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η προσφυγή προσβάλλει το διορισμό/προαγωγή από την ΕΔΥ των δεκατριών Ενδιαφερομένων Μερών στη θέση Λειτουργού Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής) που δημοσιεύθηκε στις 5.4.1996. Τελικά η προσφυγή περιορίσθηκε στα Ενδιαφερόμενα Μέρη Γεωργίου (2), Μούσα (5) και Σταύρου (8). Συγκεκριμένα, απεφασίσθη η πλήρωση 17 θέσεων για τις οποίες υπεβλήθησαν 1117 αιτήσεις. Οι αιτήσεις διαβιβάσθησαν στην αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή για να ετοιμάσει την έκθεση της. Η έκθεση υπεβλήθη ακολούθως στην ΕΔΥ και με αυτή συστήνοντο 35 υποψήφιοι, μεταξύ των οποίων ο Αιτητής και τα Ενδιαφερόμενα Μέρη. Η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε επίσης ότι ο κ. Κατσιολούδης, όπως και οι κύριοι Μούσα και Σταύρου, είχε το πλεονέκτημα της επαρκούς πείρας σε θέματα έμμεσης φορολογίας που προνοείται στο σχέδιο υπηρεσίας, όχι όμως ο κ. Γεωργίου. Η ΕΔΥ όμως έκρινε ότι ο κ. Κατσιολούδης δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι είχε το πλεονέκτημα διότι η πείρα του σε θέματα έμμεσης φορολογίας ήταν κάτω των δύο ετών που η ΕΔΥ καθόρισε ως επαρκή, η δε προηγούμενη πείρα του σε διοικητικά θέματα δεν ικανοποιούσε τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας. Ας σημειωθεί ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε κρίνει ότι ο κ. Κατσιολούδης είχε το πλεονέκτημα καθ΄όσον υπηρετούσε στην υπηρεσία ΦΠΑ από τον Αύγουστο 1992. Η ΕΔΥ διεξήγαγε προφορική εξέταση τόσο για τον κ. Κατσιολούδη όσο και για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη, παρισταμένου και του Διευθυντή του Τμήματος Τελωνείων ο οποίος αξιολόγησε την απόδοση στην προφορική εξέταση τόσο του κ. Κατσιολούδη όσο και των εν λόγω Ενδιαφερομένων Μερών ως "πολύ καλός", σύστησε δε για διορισμό/προαγωγή τον κ. Κατσιολούδη αλλά όχι τα εν λόγω Ενδιαφερόμενα Μέρη. Η ίδια η ΕΔΥ βαθμολόγησε την απόδοση στην προφορική εξέταση του κ. Κατσιολούδη σε 74, του κ. Γεωργίου σε 84, του κ. Μούσα σε 78 και του κ. Σταύρου σε 84, ως ο μέσος όρος της βαθμολογίας τους σε πέντε τομείς - Γνώση, Έκφραση, Επικοινωνία, Νοητική Ικανότητα, Προσωπικότητα. Ακολούθως η ΕΔΥ, όπως αναφέρεται στα πρακτικά, προέβη σε σύγκριση των υποψηφίων επί τη βάσει των αποτελεσμάτων των γραπτών εξετάσεων που διεξήγαγε η Συμβουλευτική Επιτροπή, των προσόντων των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, των φακέλλων των υποψηφίων που ήσαν δημόσιοι υπάλληλοι, της κατοχής του πλεονεκτήματος, της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση ενώπιον της, και της σύστασης του Διευθυντή. Επέλεξε δε κατ΄αρχή δώδεκα υποψηφίους και ακολούθως άλλους δύο ως υπερέχοντες των άλλων και ως καταλληλότερους για διορισμό/προαγωγή, στους οποίους δεν περιλαμβάνοντο ο κ. Κατσιολούδης και τα εν λόγω τρία Ενδιαφερόμενα Μέρη. Ακολούθως επέλεξε άλλους τρεις υποψηφίους, τα εν λόγω τρία Ενδιαφερόμενα Μέρη, ως υπερέχοντες και καταλληλότερους για διορισμό/προαγωγή, αποφασίζοντας να μην ακολουθήσει τη σύσταση του Διευθυντή για τον κ. Κατσιολούδη και δύο άλλους υποψηφίους, χωρίς όμως να δώσει οποιαδήποτε αιτιολογία γι΄αυτό, και αναφέροντας τα ακόλουθα:

"Επιλέγοντας τους πιο πάνω υποψηφίους, η Επιτροπή έλαβε υπόψη ότι ο Γεωργίου εξασφάλισε ψηλή βαθμολογία στη γραπτή εξέταση (69%) και χαρακτηρίστηκε ως Πάρα πολύ καλός στην ενώπιόν της προφορική εξέταση. Επίσης, ο Γεωργίου, πέραν του πανεπιστημιακού του διπλώματος στα Οικονομικά, έχει παρακαθίσει στις τελικές εξετάσεις για την απόκτηση του Επαγγελματικού προσόντος του Εγκεκριμένου Λογιστή (Certified Accountant), που, έστω και αν δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας, η Επιτροπή κρίνει ότι είναι προσόν άμεσα σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης και θα αποβεί πολύ βοηθητικό στην καλύτερη εκτέλεση των καθηκόντων του.

Ο Μούσας Πεππίνος εξασφάλισε επίσης ψηλή βαθμολογία στη γραπτή εξέταση (68%) και κατέχει το πλεονέκτημα που προβλέπει το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης. Επιπλέον, δικαιούται να τύχει της εύνοιας του Νόμου 53(1)/92 και στην προφορική εξέταση χαρακτηρίστηκε ως Πολύ καλός συγκεντρώνοντας 78 εκατοστιαίες μονάδες.

Όσον αφορά το Σταύρου Νίκο, η Επιτροπή σημείωσε ότι αυτός χαρακτηρίστηκε ως Πάρα πολύ καλός στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, διαθέτει το πλεονέκτημα και εξασφάλισε βαθμολογία 64% στη γραπτή εξέταση."

 

Για τον κ. Κατσιολούδη παρατήρησε ότι, παρ΄όλον ότι είχε συστηθεί από το Διευθυντή, υστέρησε γενικά των επιλεγέντων αφού είχε εξασφαλίσει μόνο 60% στην εξέταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, στην προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ μόνο 74%, και δεν διέθετε το πλεονέκτημα, παρ΄όλον ότι εκτελούσε καθήκοντα σχετικά με εκείνα της θέσης, ούτε διέθετε πρόσθετα προσόντα.

Με αυτό το υπόβαθρο, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον κ. Κατσιολούδη εγείρει τέσσερα θέματα στη γραπτή του αγόρευση:

1. Η ΕΔΥ δεν παρείχε ειδική αιτιολογία για την άρνηση της να ακολουθήσει τη σύσταση του Διευθυντή.

2. Η ΕΔΥ ενήργησε αυθαίρετα στον καθορισμό της διετούς πείρας ως επαρκούς για σκοπούς του πλεονεκτήματος και σε αντίθεση με την κρίση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, η οποία είχε καθορίσει την επαρκή πείρα σε ενός έτους, χωρίς να παρέχει ειδική αιτιολογία. Περαιτέρω, ο κ. Αγγελίδης εισηγείται ότι η επάρκεια της πείρας έπρεπε να κριθεί σε αναφορά με τα δεδομένα της και όχι τη χρονική διάρκεια της και μόνο. Τέλος, εισηγείται πλάνη της ΕΔΥ καθ΄όσον ο κ. Κατσιολούδης στην πραγματικότητα είχε 3½ χρόνια πείρα στην υπηρεσία ΦΠΑ.

3. Η απόδοση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση ενώπιον της ΕΔΥ είναι αναιτιολόγητη, εδόθη δε υπέρμετρη βαρύτητα σε αυτή εν πάση περιπτώσει.

4. Η τελική απόφαση της ΕΔΥ είναι αναιτιολόγητη και αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλλων αφού ο κ. Κατσιολούδης δεν υστερούσε των επιλεγέντων.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος για την Δημοκρατία στη γραπτή του αγόρευση αναφέρεται με λεπτομέρεια στο πραγματικό υπόβαθρο που διέπει τα θέματα αυτά.

Είναι προφανές από την όλη διαδικασία ότι η ΕΔΥ στην επιλογή της έλαβε υπ΄όψη και μάλιστα ιδιαίτερα την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιον της προφορική εξέταση. Το θέμα της παρασχεθείσας αιτιολογίας για την αξιολόγηση των υποψηφίων στην προφορική εξέταση προσλαμβάνει κεντρική σημασία στην υπόθεση και αυτό καθ΄αυτό και ως μέρος της ευρύτερης αιτιολογίας που διέπει την τελική επιλογή της ΕΔΥ. Είναι δεδομένη η υποχρέωση της ΕΔΥ να παρέχει αιτιολογία για την άποψη της εκ της προφορικής εξέτασης. Το άρθρο 34(10) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου του 1960 προνοεί:

(10) Η γενική εντύπωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και της Επιτροπής όσο αφορά την απόδοση των υποψηφίων σε προφορική εξέταση καταγράφεται πάντοτε στα πρακτικά της καθεμιάς Επιτροπής και αιτιολογείται."

 

Ο ίδιος ο Νόμος, μέσα από το άρθρο 34(10), επιβάλλει έτσι απόλυτη υποχρέωση στην ΕΔΥ όχι μόνο να καταγράψει αλλά και να αιτιολογήσει την εντύπωση της από την προφορική εξέταση. Τι συνιστά αιτιολογία έχει αναλυθεί εκτεταμένα.

Όπως αναφέρεται από το Σπηλιωτόπουλο, Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, έκτη έκδοση, σελ. 166:

"Αιτιολογία είναι, γενικά, η αναφορά των κανόνων δικαίου που ρυθμίζουν την έκδοση της διοικητικής πράξης και της ερμηνείας τους, της διαπίστωσης ότι συντρέχουν οι πραγματικές και νομικές καταστάσεις ενόψει των οποίων επιβάλλεται η έκδοση της πράξης κατ΄εφαρμογή των κανόνων αυτών, την εκτίμηση των σχετικών πραγματικών περιστατικών, καθώς και των σκέψεων του διοικητικού οργάνου που οδήγησαν στην έκδοση ή την παράλειψη της έκδοσης της διοικητικής πράξης."

 

Στην πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Φράγκου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2021, ημερ. 27.3.1998, ο Καλλής, Δ., δίδοντας την απόφαση του δικαστηρίου, ανάλυσε το όλο θέμα ως ακολούθως στις σελίδες 2-3:

"Σειρά αποφάσεων της Νομολογίας μας σε πλήρη ταύτιση με την θέση της Ελληνικής Νομολογίας έχει τονίσει την ανάγκη για αιτιολογία των ατομικών διοικητικών πράξεων (Βλ. ανάμεσα σ΄άλλα Papadopoulos v. Republic (1982) 3 CLR, 1079, J M C Polytrade v. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 301, Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου Επικρατείας, 1929-59, σελ. 183, 186, 187).

Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξεως αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (Βλ. Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 ΑΑΔ 574 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).

Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθεί επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).

Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 ΑΑΔ 476).

Η αιτιολογία δεν πρέπει να περιορίζεται σε γενικούς χαρακτηρισμούς που μπορούν να εφαρμοσθούν σε κάθε περίπτωση και δεν πρέπει να επαναλαμβάνει τις διατάξεις του Νόμου. Η επανάληψη των γενικών όρων του Νόμου ισοδυναμεί με ανύπαρκτη αιτιολογία. "Καθιστά αναιτιολόγητον την πράξιν αιτιολογία αόριστος καθιστώσα αδύνατον τον δικαστικόν αυτής έλεγχον, μή εκθέτουσα τα γεγονότα, εξ ων εμορφώθη, η κρίσις της Διοικήσεως, ή δυναμένη να εφαρμοσθή εις πάσαν περίπτωσιν" (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας (πιο πάνω), σελ. 186-87, Πιπερίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 ΑΑΔ 134, 141 και Κυριακίδης (πιο πάνω))."

 

Και ο Νικολαΐδης, Δ., δίδοντας την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 ΑΑΔ 574 στη σ. 581:

"Ένας από τους προφανείς λόγους για την ανάγκη αιτιολόγησης είναι και η δυνατότητα δικαστικού ελέγχου της απόφασης. Είναι φανερό ότι αν δεν υπάρχει αιτιολόγηση, το Δικαστήριο αδυνατεί να ελέγξει αν η απόφαση είναι εύλογα επιτρεπτή. Απλή αναφορά που καταλήγει σε κοινοτυπία δεν αποτελεί αιτιολογία ενώ η απλή απαρίθμηση των κριτηρίων που λήφθηκαν υπ΄όψιν δεν παρέχει καμιά πληροφορία για τα δεδομένα που οδήγησαν στη διαμόρφωση της απόφασης και δεν επιτρέπει τον δικαστικό έλεγχο. Για να είναι νοητός ο έλεγχος θα πρέπει η πραγματική βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε η απόφαση να είναι γνωστή. Η ανυπαρξία οποιωνδήποτε στοιχείων μέσα στο έγγραφο της απόφασης της αρμόδιας αρχής την καθιστά αναιτιολόγητη και κατά συνέπεια την απόφαση ακυρώσιμη."

 

Ο δε Αρτεμίδης, Δ., ο οποίος έδωσε την απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αναστασιάδου.-Vantieghem (1995) 3ΑΑΔ 119 στη σ. 126:

"Το γεγονός πως καθορίστηκαν γενικά κριτήρια, για την αξιολόγηση των υποψηφίων στη συνέντευξη, δεν σημαίνει πως αυτά αποτελούν την αιτιολογία για την απόδοση του καθενός στη συνέντευξη.

Δεν κρίνουμε ορθό να κάμουμε νύξη ως προς το πώς, κατά την άποψη μας, θα ικανοποιούνταν οι πρόνοιες του Νόμου αναφορικά με την αιτιολογία. Εναπόκειται στα αρμόδια όργανα να διατυπώνουν την αιτιολογία της απόφασης τους σύμφωνα με το νόμο, έχοντας πάντα υπόψη πως βασικός σκοπός της αιτιολογίας είναι ο έλεγχος της απόφασης από το Δικαστήριο.

Αντιλαμβανόμαστε πως τα διοικητικά όργανα επιφορτίζονται με ένα βαρύ και δύσκολο έργο, ιδιαίτερα όταν υπάρχουν, όπως και στην παρούσα υπόθεση, πάρα πολλοί υποψήφιοι. Είμαστε όμως όλοι υποχρεωμένοι να εφαρμόζουμε πιστά τις διατάξεις του νόμου."

 

Παραπέμπω επίσης ιδιαίτερα στην υπόθεση Ανδρέου ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 365/98 και 402/98, 12.5.1999, στην οποία ο Καλλής, Δ., αναφέρθηκε στις προηγούμενες αποφάσεις του στις υποθέσεις Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 435/97, 12.11.1998 και Καραολή ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 129/98, ημερ. 31.12.1998, και την οποία υιοθέτησα στην πρόσφατη απόφαση μου στην υπόθεση Αντωνίου ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 632/96, 17.6.1999. Στην Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας, ο Καλλής, Δ., είχε πει τα ακόλουθα στις σελίδες 10-11:

"Η απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση είναι ένα από τα στοιχεία που λαμβάνονται υπόψη κατά τη διαδικασία επιλογής του πιο κατάλληλου υποψήφιου (βλ. άρθρο 34(9) του Νόμου).

Η καταγραφή της γενικής εντύπωσης όσο αφορά την απόδοση των υποψηφίων σε προφορική εξέταση αποτελεί επιταγή του άρθρου 34(10) του Νόμου, σύμφωνα με το οποίο η εντύπωση "καταγράφεται στα πρακτικά και αιτιολογείται". Έχω την άποψη πως σύμφωνα με την ορθή ερμηνεία του άρθρου 34(10) του Νόμου μετά την προφορική εξέταση πρέπει να γίνει πρώτα η καταγραφή της γενικής εντύπωσης και ν΄ακολουθήσει η αιτιολόγηση της (Βλ. και Χατζηχάννα κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 3/97, 51/97, 149/97/19.6.98).

Έχω παραθέσει το μέρος των πρακτικών της Ε.Δ.Υ. το οποίο, σύμφωνα με την ίδια την Ε.Δ.Υ. - αποτελεί την αιτιολογία της αξιολόγησης της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση (βλ. σελ. 6).

Θεωρώ ότι η τελευταία στήλη η οποία αφορά τη 'Γενική αξιολόγηση' αποτελεί απλώς καταγραφή της γενικής εντύπωσης. Στην περίπτωση του αιτητή αυτή ήταν 'Πολύ καλή' και στην περίπτωση του Ε.Μ. 'Πάρα πολύ καλή+'. Το ίδιο ισχύει και με τις προηγούμενες 5 στήλες. Καταγράφουν την εντύπωση σε σχέση με τα στοιχεία της γνώσης, έκφρασης, επικοινωνίας, νοητικών ικανοτήτων και άλλων στοιχείων της προσωπικότητας. Ελλείπει παντελώς η οποιαδήποτε αιτιολογία της γενικής εντύπωσης όσον αφορά την απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση. Η πορεία που έχει υιοθετήσει η Ε.Δ.Υ. - η καταγραφή της εντύπωσης σε στήλες - δεν ικανοποιεί τις απαιτήσεις του άρθρου 34(10) του Νόμου. Ακολουθεί πως η Ε.Δ.Υ. έχει ενεργήσει κατά παράβαση του άρθρου 34(10) του Νόμου.

Εφόσο η απόδοση των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση αποτελεί ανεξάρτητο και αυτοτελές στοιχείο κρίσης αυτή αποτελεί και συστατικό στοιχείο της πράξης προαγωγής απαραίτητο για την τελείωση της. Στην απουσία έγκυρης αιτιολόγησης της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση η πράξη είναι ατελής, γεγονός που την αποστερεί νομικού κύρους. Η αιτιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων κατά την προφορική εξέταση αποτελεί ουσιώδη νομοθετικό τύπο για την κατάρτιση της πράξης προαγωγής, παρέκκλιση από τον οποίο καθιστά την πράξη άκυρη (Βλ. Αργύρη ν. Ε.Δ.Υ., Υποθ. 974/93/28.4.95 - απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε και Στασινόπουλου 'Δίκαιο των Διοικητικών Πράξεων', σελ. 216, Βλ. και Λεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1579/29.5.98)."

 

Την ίδια άποψη είχε και ο Νικήτας, Δ., στην υπόθεση Σταύρου ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 777/96, 14.6.1999, παραπέμποντας στην Ανδρέου και στην Καραολή. Όπως επιγραμματικά το έθεσε ο Πικής, Π., στην υπόθεση Γιαγκουλλής ν. Δημοκρατίας, προσφ. 769/94, 28.9.1996, στη σ. 7:

"Η βαθμολογία των υποψηφίων αριθμητική ή λεκτική δεν αποτελεί αφ΄εαυτής αιτιολόγηση αλλά το αντικείμενο της αιτιολόγησης."

 

Υπό το φως των πιο πάνω, αδυνατώ να διαπιστώσω επάρκεια στην αιτιολογία όσον αφορά τη γενική εντύπωση της ΕΔΥ για την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιον της προφορική εξέταση. Ούτε η βαθμολογία αυτή καθ΄αυτή ούτε ο καταμερισμός της σε στήλες με επί μέρους πτυχές ούτε ο βάσει αυτής προκύπτων γενικά χαρακτηρισμός των υποψηφίων ως "πολύ καλός", "σχεδόν πολύ καλός", κλπ αποκαλύπτει ή αποτελεί αιτιολογία επαρκή για σκοπούς είτε της ρητής υποχρέωσης δυνάμει του άρθρου 34(10), που συνιστά και ουσιώδη τύπο του νόμου, είτε της γενικής αρχής της αιτιολογίας.

Δεν προτίθεμαι να ασχοληθώ με τα υπόλοιπα εγειρόμενα θέματα πλην του να παρατηρήσω ότι ευσταθεί και η εισήγηση του κ. Αγγελίδη για πλάνη της ΕΔΥ όσον αφορά την κατοχή του πλεονεκτήματος του σχεδίου υπηρεσίας από τον κ. Κατσιολούδη. Και αν ακόμα δηλαδή ήταν ορθός ο καθορισμός από την ΕΔΥ της διετούς πείρας ως επαρκούς, σε αντίθεση με τη μονοετή πείρα που καθόρισε η Συμβουλευτική Επιτροπή, ο κ. Κατσιολούδης, όπως διεπίστωσε η Συμβουλευτική Επιτροπή, είχε πείρα και πέραν των δύο ετών ως εκ της υπηρεσίας του από τον Αύγουστο 1992, και όχι λιγότερη των δύο ετών όπως θεώρησε η ΕΔΥ. Δεν χρειάζεται όμως να επεκταθώ επ΄αυτού.

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

Η Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα του κ. Κατσιολούδη.

 

 

 

 

Δ. Χατζηχαμπής

Δ.

 

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο