ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1157/98
ΕΝΩΠΙΟΝ: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.
ΜΕΤΑΞΥ:
Εμμανουήλ Σόβολος: Δάσκαλος
Αντρέα Κάρυου 6, Δασούπολη,
2024 Στρόβολος,
Αιτητή
και
Πανεπιστημίου Κύπρου,
Καθ'ου η αίτηση
---------------------
8 Ιουνίου 1999
Ο αιτητής παρουσιάζεται προσωπικά.
Για τον Καθ'ου η αίτηση: κ. Γ. Τριανταφυλλίδης.
--------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής ενεγράφη σαν μεταπτυχιακός φοιτητής στο Τμήμα Επιστημών της Αγωγής για το ακαδημαϊκό έτος 1997-1998. Στις 3/9/98 ο αιτητής απέστειλε στον Πρόεδρο και τα μέλη του Συμβουλίου του Τμήματος Επιστημών της Αγωγής την πιο κάτω επιστολή με την οποία γνωστοποιούσε την αδυναμία του να συνεχίσει τις σπουδές του.
"Κύριε Πρόεδρε,
Μετά τις εξελίξεις στο θέμα των διδάκτρων, οι αρχές μου και οι οικονομικές μου δυνατότητες δεν μου επιτρέπουν να συνεχίσω ως μεταπτυχιακός φοιτητής του τμήματός σας.
Με απογοήτευση
Εμμανουήλ Σόβολος"
Στις 7/10/98 ο Προϊστάμενος Σπουδών και Φοιτητικής Μέριμνας πληροφόρησε εγγράφως τον αιτητή ότι ως αποτέλεσμα της πιο πάνω επιστολής του είχε διαγραφεί από το Μητρώο Μεταπτυχιακών Φοιτητών.
Προς υποστήριξη των ισχυρισμών του ότι η απόφαση των καθ'ων η αίτηση για τη διαγραφή του συγκρούεται με τις πρόνοιες του άρθρου 24 και 28 του Συντάγματος ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Παιδείας στις 25/2/97 και 8/7/97 εξέτασε το θέμα των ψηλών διδάκτρων για μεταπτυχιακούς φοιτητές και τόνισε την ανάγκη παροχής δωρεάν Μεταπτυχιακής Εκπαίδευσης για να καταστεί προσιτή η μεταπτυχιακή εκπαίδευση σε όλους. Στις 23/6/97 κατατέθηκε στη Βουλή των Αντιπροσώπων νομοσχέδιο για την κατάργηση των διδάκτρων. Στις 26/6/97 ο αιτητής πληροφορήθηκε εγγράφως ότι είχε επιλεγεί να συμμετάσχει στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Εκπαίδευσης Διοίκησης του Τμήματος Επιστημών της Αγωγής του Πανεπιστημίου Κύπρου και του ζητήθηκε να διευθετήσει τα της εγγραφής του. Στις 10/7/97 ψηφίστηκε η κατάργηση των διδάκτρων και ακολούθως ο αιτητής αποδέχθηκε τη θέση. Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι,
(1) Η απόφαση για τη διαγραφή του είναι άκυρη αφού δεν στηρίζεται σε Κανονισμούς που παρέχουν μια τέτοια ευχέρεια και
(2) Οι σχετικές αποφάσεις για τα δίδακτρα είναι αντισυνταγματικές αφού προσκρούουν στα άρθρα 24 και 28 του Συντάγματος.
Ο αιτητής παρουσιαζόταν αυτοπροσώπως και το Δικαστήριο του υπέδειξε στα αρχικά στάδια της διαδικασίας ότι λόγω της φύσης των ισχυρισμών που προέβαλλε θα ήταν καλύτερο να έχει τις υπηρεσίες δικηγόρου. Ο αιτητής επέλεξε να συνεχίσει την προώθηση της προσφυγής του μόνος του χωρίς τη βοήθεια δικηγόρου.
(α) Η διαγραφή του αιτητή
Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι στις 10/7/97 ψηφίστηκε από τη Βουλή η κατάργηση των διδάκτρων (Νόμος 47/98) είναι εν μέρει ορθός. Και τούτο γιατί μετά τη ψήφιση του από τη Βουλή, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας τον ανέπεμψε για επανεξέταση στη Βουλή. Η Βουλή στις 31/7/97 απεφάσισε να αποδεχθεί την αναπομπή του Προέδρου της Δημοκρατίας. Ετσι ο Νόμος 47/98 που δεν είχε ακόμα δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, ουδέποτε τέθηκε σε ισχύ. Από τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου φαίνεται ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 5 των Περί Πανεπιστημίου Κύπρου (Μεταπτυχιακές Σπουδές) Κανονισμών του 1994 (που έχουν δημοσιευθεί στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 8/7/94), το ύψος των διδάκτρων για μεταπτυχιακά προγράμματα καθορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Το Υπουργικό Συμβούλιο στην απόφαση
του της 23/10/96 (αρ. 45-021) καθόρισε το ύψος των £3.000 κατά φοιτητή ως δίδακτρα για τα μεταπτυχιακά προγράμματα του Πανεπιστημίου Κύπρου. Ενα χρόνο αργότερα το Υπουργικό Συμβούλιο αποφάσισε να μειώσει το πιο πάνω ποσό σε £2.000 (απόφαση αρ. 3188 της 3/10/97).Μια προσεκτική εξέταση του περιεχομένου της επιστολής του αιτητή ημερομηνίας 3/9/98 δείχνει ότι ο ίδιος είχε εκδηλώσει την πρόθεση του ότι δεν μπορούσε να συνεχίσει τις σπουδές του ως μεταπτυχιακός φοιτητής λόγω των οικονομικών του αδυναμιών. Οι καθ'ων η αίτηση δεν προέβηκαν σε οποιαδήποτε παράνομη και/ή αντισυνταγματική ενέργεια, παρά μόνο απλά αποδέχθηκαν την απόφαση του αιτητή.
(β) Η παραβίαση των άρθρων 24 και 28 του Συντάγματος
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι ο Νόμος για τα δίδακτρα παραβιάζει το άρθρο 24 του Συντάγματος (που προνοεί ότι έκαστος υποχρεούται να συνεισφέρει στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις του) και το άρθρο 28 του Συντάγματος (που προνοεί ότι όλοι είναι ίσοι ενώπιον του νόμου, της διοίκησης και της δικαιοσύνης και δικαιούνται
να τυγχάνουν ίσης προστασίας και μεταχείρισης).Οι πιο πάνω εισηγήσεις παρέμειναν ατεκμηρίωτες. Ο αιτητής που εμφανιζόταν αυτοπροσώπως δεν έχει προβάλει λόγους που θα υποστήριζαν τους ισχυρισμούς του για παραβίαση των πιο πάνω συνταγματικών κατοχυρώσεων. Η επιβολή των σχετικών διδάκτρων, που ήταν σε γνώση του αιτητή όταν αποτάθηκε για να εγγραφεί ως μεταπτυχιακός φοιτητής, δεν μπορεί να συσχετισθεί με το άρθρο 24 του Συντάγματος που αναφέρεται στην υποχρέωση ενός εκάστου πολίτη να συνεισφέρει στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνατότητες του.
Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι έχει τύχει "δυσμενούς διάκρισης λόγω της οικονομικής του κατάστασης" κατά παράβαση του άρθρου 28 του Συντάγματος.
Το άρθρο 28 του Συντάγματος διασφαλίζει την ισότητα όλων ενώπιον του Νόμου. Οπως έχει τονιστεί στην υπόθεση
Republic v. Christoudia and another (1988) 3 C.L.R. 2622,"Το άρθρο 28 δεν απαγορεύει διακρίσεις σε μεταχείριση που θεμελιώνεται σε αντικειμενική εκτίμηση ουσιαστικά διαφορετικών πραγματικών καταστάσεων που βασίζονται στο δημόσιο συμφέρον."
Η ισότητα που διασφαλίζεται με το άρθρο 28 παραβιάζεται μόνο όταν η διαφοροποίηση δεν βασίζεται πάνω σε αντικειμενική και εύλογη διάκριση. (Ιδε
Kyriakides v. The Republic (1969) 3 C.L.R. 390). Μια τέτοια διαφοροποίηση πρέπει να εξετάζεται σε σχέση με το σκοπό τον οποίο εξυπηρετεί και τις πραγματικότητες που ισχύουν στο συγκεκριμένο χρόνο. Η αρχή της ισότητας παραβιάζεται μόνο όταν η διάκριση δεν είναι αντικειμενική και εύλογη. (Παύλου ν. Γενικού Εφόρου Εκλογών και άλλου (1987) 1 C.L.R. 252).Οι προεκτάσεις του άρθρου 28.1 του Συντάγματος εξετάστηκαν πρόσφατα στην υπόθεση Γιασεμίδου κ.α. ν. Δημοτικού Συμβουλίου Λευκωσίας Α.Ε. 1611 της 31/10/96, από όπου κρίνω σκόπιμο να μεταφέρω το πιο κάτω απόσπασμα:
"Το άρθρο 28.1 του Συντάγματος έχει τύχει ερμηνείας σε σειρά αποφάσεων της νομολογίας μας. Ο όρος "ίσοι ενώπιον του Νόμου" στο άρθρο 28.1 του Συντάγματος δεν μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνον εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων και δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσεως των πραγμάτων (Μικρομμάτης ν. Δημοκρατίας
Στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Αρακιάν κ.α. (1972) 3 Α.Α.Δ. 294 είχαν υιοθετηθεί οι πιο κάτω αρχές της ελληνικής νομολογίας:
(1) Η συνταγματική αρχή της ισότητας συνεπάγεται την ίση ή ομοιόμορφη μεταχείριση "πάντων των υπό τας αυτάς συνθήκας τελούντων" (Υπόθεση 1273/65 του Στ.Ε.)
(2) Το άρθρο 3 του Ελληνικού Συντάγματος του 1952 - το οποίο αντιστοιχεί με το πιο πάνω άρθρο 28.1 - "αποκλείει μόνον την υπό του νομοθέτου θέσπισιν διακρίσεων αυθαιρέτων και όλως αδικαιολόγητων" (Υποθέσεις 1247/67 και 1870/67 του Στ.Ε.).
(3) "Ευλόγως προκύπτει παραβίασις της αρχής της ισότητος και ως εκ τούτου ακυρότης των προσβαλλομένων πράξεων, εφ' όσον πρόκειται περί ρυθμίσεων σχέσεων τελουσών υπό διαφόρους πραγματικάς συνθήκας, αίτινες δεν αποκλείουν ανομοιομορφίας εν τω διακανονισμώ αυτών" (Υπόθεση 2063/68 του Στ.Ε.).
(4) Η αρχή της ισότητας εφαρμόζεται "επί περιπτώσεων τελουσών υπό τας αυτάς εν γένει συνθήκας" (Υπόθεση 1215/69 του Στ.Ε.).
Στην Σεργίδη ν. Δημοκρατίας (1991) 1 Α.Α.Δ. (Απόφαση Ολομέλειας) υποδεικνύεται ότι το άρθρο 28 έχει ως λόγο (βλ. Μικρομμάτης, πιο πάνω) την ουσιαστική σε αντίθεση με την φαινομενική ισότητα. Υποδεικνύεται, επίσης, ότι η δυναμική της αρχής της ισότητας επιβάλλει την ανίχνευση της φύσης, των υποκειμένων και αντικειμένων του δικαίου ώστε να αποδίδονται τα ίσα στα όμοια και τον αποκλεισμό της ταύτισης των ανομοίων (βλ. και απόφαση του Πική, Δ. - όπως ήταν τότε - στην Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων, Αναφορά 2/89, 29/8/89 σχετικά με τον τρόπο προσδιορισμού της ομοιογένειας". (Βλ. επίσης "Συνταγματική Θεωρία και Πράξη" του Αριστόβουλου Μάνεση σ. 320)."
Ο αιτητής απέτυχε να αποδείξει πως η ομοιόμορφη επιβολή διδάκτρων ενός σχετικά μικρού ποσού για μεταπτυχιακές σπουδές παραβιάζει το συνταγματικό δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης. Δεν έχουν παρουσιαστεί οποιαδήποτε στοιχεία και δεν έχει αποδειχθεί ότι έχει γίνει οποιαδήποτε διάκριση σε βάρος του που δεν είναι αντικειμενική ή εύλογη, σε βαθμό που να παραβιάζει την αρχή της ισότητας.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.