ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 915/97

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

MILOUCA MOTOR TRADING LTD

Αιτητών

και

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω των

1. Υπουργού Οικονομικών

2. Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων

Καθ΄ων η Αίτηση

--------------

21 Mαΐου 1999

Για τους Αιτητές: κ. Γ. Παπαθεοδώρου

Για τους Καθ΄ων η Αίτηση: κα. Θ. Μαυρομουστάκη, Δικηγόρος της

Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα

--------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η προσφυγή αυτή προσβάλλει την απόφαση του Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων, η οποία διαβιβάσθηκε στους Αιτητές με επιστολή ημερομηνίας 22.9.1997 και με την οποία ο Διευθυντής πληροφορούσε τους Αιτητές ότι, μετά από επανεξέταση της υπόθεσης με βάση νέα στοιχεία που είχαν ληφθεί, είχε διαπιστωθεί ότι η πραγματική τελωνειακή αξία 20 μοτοσικλετών και δύο ρυμουλκών τα οποία είχαν εκτελωνίσει οι Αιτητές ήταν £42,330 και όχι £27,093 όπως αυτοί είχαν δηλώσει, και εκαλούντο οι Αιτητές να καταβάλουν την απλήρωτη διαφορά των £550 που προέκυπτε σε φόρους και δασμούς πέραν των ήδη κατατεθεισών χρηματικών παρακαταθηκών.

Όταν εισήγαγαν τα εν λόγω εμπορεύματα από τις ΗΠΑ, στις 21.3.1994 οι Αιτητές είχαν δηλώσει ως συνολική συμβατική αξία τους US$49,925 (το πιο πάνω ποσό των £27,093). Ο Διευθυντής δεν απεδέχθη τη δηλωθείσα αυτή αξία και επακόλουθα την πληρωμή φόρων και δασμών σύμφωνα με αυτή και αποφάσισε να διερευνήσει το θέμα, επέβαλε δε στους Αιτητές συνολικές χρηματικές παρακαταθήκες με βάση 50% πέραν της τιμολογιακής δηλωθείσας αξίας των εμπορευμάτων μέχρις ότου συμπληρωθεί η διερεύνηση. Τα εμπορεύματα εκτελωνίσθησαν σε διάφορες ημερομηνίες και καταβλήθησαν χρηματικές παρακαταθήκες συνολικής αξίας £20,686 για αυτά με βάση τα πιο πάνω ορισθέντα από το Διευθυντή. Στις 18.1.1996 ο Διευθυντής πληροφόρησε με επιστολή τους Αιτητές ότι, με βάση τα αναφερόμενα στοιχεία που ελήφθησαν, στα πλαίσια της διερεύνησης, από τους προμηθευτές των εμπορευμάτων μέσω των τελωνειακών αρχών των ΗΠΑ, προέκυψε ότι η πραγματική δασμολογητέα αξία των εμπορευμάτων ήταν US$79,789. Με άλλη επιστολή δε ημερομηνίας 28.3.1996 παρέθετε και πάλι τα στοιχεία που ελήφθησαν και πληροφορούσε τους Αιτητές ότι η αξία των εμπορευμάτων ήταν £42,330 και όχι £27,093 όπως είχε δηλωθεί, καλώντας τους να καταβάλουν το ποσό των £1,789 που προέκυπτε, όπως αναλυτικά επεξηγείτο, ως υποπληρωμή φόρων και δασμών πέραν του ποσού των £20,686 των παρακαταθηκών (και από το οποίο, αφαιρουμένου του ποσού των συνολικά επιστρεπτέων φόρων και δασμών ανερχομένου σε £1,239, προκύπτει το ποσό των £550).

Εναντίον της απαίτησης αυτής κατεχωρήθη η προσφυγή 399/96, η απόφαση στην οποία και ακύρωσε την απαίτηση, υποδεικνύοντας όπως η υπόθεση επανεξετασθεί. Ο Διευθυντής προέβη σε νέες έρευνες με τους προμηθευτές μέσω των τελωνειακών αρχών των ΗΠΑ οι οποίες τελικά βεβαίωσαν τα προηγούμενα, παράλληλα δε με επιστολή ημερομηνίας 12.5.1997 πληροφορούσε τους Αιτητές για την πρόθεση του να διεξάγει έρευνα και τους καλούσε να παρουσιάσουν οποιαδήποτε σχετικά έγγραφα και στοιχεία. Με άλλη επιστολή προς τους Αιτητές ημερομηνίας 16.7.1997 ο Διευθυντής παρατηρούσε ότι δεν είχαν ανταποκριθεί στο αίτημα του για προσκόμιση εγγράφων και στοιχείων και τους καλούσε και πάλι να τα προσκομίσουν. Στις 22.9.1997 ο Διευθυντής απέστειλε την επιστολή η οποία αποτελεί και το αντικείμενο της προσφυγής.

Το μόνο νομικό σημείο επί του οποίου και στηρίζεται η Αίτηση είναι το ακόλουθο:

"Η προσβαλλομένη απόφαση των καθ΄ων η Αίτηση που περιέχεται στην επιστολή τους ημερομηνίας 22.9.1997 προς τους Αιτητές αντιβαίνει προς τα άρθρα 29 και 146 του Συντάγματος, είναι παράνομη, παραβιάζει τα δικαιώματα των Αιτητών όπως γνωρίζουν τον λόγο που τους επεβλήθησαν οι πιο πάνω επιπρόσθετες επιβαρύνσεις, είναι καταστρεπτικής ή καταπιεστικής φύσεως και τιμωρητική, επεβλήθη δε χωρίς να τεθούν προηγουμένως ενώπιον των Αιτητών τυχόν στοιχεία ή έγγραφα είχαν για να εκθέσουν τις απόψεις τους."

 

Στη γραπτή αγόρευση του, ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Αιτητές εγείρει και άλλο θέμα δεδικασμένου ως εκ της απόφασης στην προσφυγή 399/96 που κωλύει το Διευθυντή να προβεί σε νέα απόφαση. Τέτοιο θέμα όμως είναι εντελώς έξω από τα πλαίσια του ενός και μόνο νομικού σημείου στην Αίτηση και δεν μπορεί να εξετασθεί (ίδε: Μαχλουζαρίδης ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 936/96, ημερ. 3.5.1999 και την εκεί παρατιθέμενη νομολογία), αν και θα μπορούσα να παρατηρήσω επί της ουσίας του ότι ο ίδιος ο κ. Παπαθεοδώρου στην Αίτηση αναφέρει ότι η απόφαση στην Προσφυγή 399/96 απέληγε σε επανεξέταση του θέματος, ώστε να μην συνιστούσε τελική απόφανση επί της ουσίας και έτσι δεδικασμένο. Όπως προκύπτει μάλιστα από την ίδια την απόφαση στην προσφυγή 399/96, η προσβαλλόμενη εκεί απόφαση ακυρώθηκε λόγω αμφιβολιών για την επάρκεια της διεξαχθείσας έρευνας σε σχέση με το πραγματικό βάθρο στο οποίο λήφθηκε, το ίδιο δε το δικαστήριο υπέδειξε ότι, αντί διαταγής για αποδείξεις, το θέμα έπρεπε να επανεξετασθεί από τη διοίκηση με τρόπο που να μην αφήνει αμφιβολίες και ότι αναμένετο από τους Αιτητές να έθεταν στη διάθεση της διοίκησης όλες τις σχετικές πληροφορίες που πιθανό να χρειάζοντο. Προχωρώντας, ο κ. Παπαθεοδώρου αμφισβητεί τα στοιχεία και τα συμπεράσματα της έρευνας του Διευθυντή και ισχυρίζεται διάφορα γεγονότα σε στήριξη της θέσης ότι η πραγματική τιμή αγοράς των εμπορευμάτων ήταν η δηλωθείσα των US$49,925, εισηγούμενος ότι οποιοδήποτε άλλο συμπέρασμα επί των στοιχείων θα ήταν λανθασμένο, αυθαίρετο και εξωπραγματικό. Επακόλουθα, εισηγείται ο κ. Παπαθεοδώρου, ελλείπει και η δέουσα αιτιολογία της απόφασης, αφού δεν αναφέρεται στα στοιχεία στα οποία βασίζεται και τα οποία δεν κοινοποιήθησαν στους Αιτητές, παραπέμποντας και σε δύο επιστολές των Αιτητών προς το Διευθυντή ημερομηνίας 19.8.1997 και 8.10.1997. Η επιστολή ημερομηνίας 19.8.1997 αναφέρεται στην επιστολή του Διευθυντή ημερομηνίας 16.7.1997 και λέγει ότι οι Αιτητές ήσαν πρόθυμοι να ενεργήσουν ανάλογα με το περιεχόμενο της εφ΄όσον τους αποστέλλετο. Η επιστολή ημερομηνίας 8.10.1997 έπεται, αφού είναι σε απάντηση, της επιστολής του Διευθυντή ημερομηνίας 22.9.1997 που αποτελεί το αντικείμενο της προσφυγής και έτσι δεν μπορεί να ληφθεί υπ΄όψη.

Σημειώνω ότι τα μόνα θέματα τα οποία εγείρονται στο νομικό σημείο, όσο και στα γεγονότα, στα οποία στηρίζεται η Αίτηση και τα οποία αναπτύσσονται στην αγόρευση του κ. Παπαθεοδώρου, είναι το αναιτιολόγητο της απόφασης και το ότι η απόφαση ελήφθη χωρίς να τεθούν προηγουμένως υπ΄όψη των Αιτητών τα στοιχεία για να εκθέσουν τις απόψεις τους (τα περί παρανομίας και αντίθεσης της απόφασης προς το Άρθρο 146 του Συντάγματος είναι πολύ αόριστα για να εξετασθούν, τα δε περί καταστρεπτικής, καταπιεστικής ή τιμωρητικής φύσεως της απόφασης δεν πραγματεύονται στην αγόρευση). Κατ΄επέκταση, όμως, τα θέματα αυτά αφορούν την επάρκεια της έρευνας και το εύλογα επιτρεπτό της απόφασης, εις τρόπον ώστε όλα αυτά τα θέματα να μπορούν να εξετασθούν στο σύνολο τους.

Στη γραπτή αγόρευση της, η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία, πέραν του σχολιασμού του θέματος του δεδικασμένου, του οποίου και έχω ήδη επιληφθεί, επικεντρώνεται με λεπτομέρεια σε αναφορά με τα στοιχεία στην επάρκεια της διεξαχθείσας έρευνας για να καταδείξει το εύλογα επιτρεπτό και αιτιολογημένο της απόφασης και την παροχή κάθε ευκαιρίας και γνώσης στους Αιτητές να εκθέσουν τις απόψεις τους.

Χρήσιμη αφετηρία αποτελεί το υπόβαθρο της απόφασης στην προσφυγή 399/96. Παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση στις σελ. 8-9:

"Θα εξετάσω στη συνέχεια τα στοιχεία τα οποία διαδραμάτισαν τον δεσπόζοντα ρόλο στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Πηγή των στοιχείων ήταν:

(α) η πιο πάνω επιστολή των Τελωνειακών Αρχών των Η.Π.Α., ημερ. 30.12.94,

(β) τα τιμολόγια που παρουσίασε η αιτήτρια στους καθ΄ων η αίτηση.

Έχω ήδη παραθέσει την παραγ. 4 της επιστολής ημερ. 30.12.94 (Βλ. σελ. 2).

Ανάλυση των πιο πάνω στοιχείων που είχαν ενώπιον τους οι καθ΄ων η αίτηση αποκαλύπτει την πιο κάτω εικόνα:

Από τη μια οι Τελωνειακές Αρχές είχαν ενώπιον τους τα τιμολόγια που παρουσίασε η αιτήτρια στα οποία η συνολική τιμή των εμπορευμάτων ήταν $49,925.00. Από την άλλη είχαν ενώπιον τους,

(α) Τη δήλωση του προμηθευτή - κ. Jackson - σύμφωνα με την οποία η συνολική τιμή της συναλλαγής ήταν $49,925.00.

(β) Τη δήλωση του προμηθευτή ότι ποσό $29,864.00 πληρώθηκε σε μετρητά και το υπόλοιπο $20,061.00 πληρώθηκε με πιστωτική επιστολή.

(γ) Το αναντίλεκτο γεγονός ότι ποσό $49,925.00 πληρώθηκε μέσω της Λαϊκής Τράπεζας με πιστωτική επιστολή.

(δ) Τις δυο σειρές τιμολογίων τις οποίες τους είχαν διαβιβάσει οι Τελωνειακές Αρχές των Η.Π.Α. - η μια σειρά αντιπροσώπευε ποσό $29,864.00 και η άλλη σειρά ποσό $49,925.00.

(ε) Το γεγονός ότι πάνω στο τιμολόγιο των $29,864.00 υπήρχε επικολλημένη η ένδειξη "First Partial payment: Cash".

(στ) Το γεγονός ότι πάνω στο τιμολόγιο των $49,925.00 υπήρχε επικολλημένη η ένδειξη "Second and final payment: Letter of Credit".

Τα όσα αναφέρονται στις παραγ. (α) - (στ), πιο πάνω, δημιουργούν αμφιβολίες και ερωτηματικά στο Δικαστήριο ως προς το ποιά ήταν η συνολική αξία της συναλλαγής. Οι παραγ. (α) και (β) αντικρούονται από την παραγ. (γ). Περαιτέρω: Ενώ στο τιμολόγιο της παραγ. (στ) υπήρχε η ένδειξη "second and final payment Letter of Credit" στην επιστολή της 30.12.94 αναφέρετο ότι το τιμολόγιο εκείνο αντανακλά το τελικό συνολικό ποσό που πληρώθηκε ("reflecting the final total amount paid"). Οι αμφιβολίες επιτείνονται επειδή τα όσα αναφέρονται στις παραγ. (α) - (στ) πηγάζουν από την ίδια πηγή - τις Τελωνειακές Αρχές των Η.Π.Α. Τι ίδιες αμφιβολίες είχαν και οι καθ΄ων η αίτηση. Έτσι μετά την λήψη της επιστολής ημερ. 30.12.94 απευθύνθηκαν εκ νέου στις Τελωνειακές Αρχές των Η.Π.Α. (βλ. επιστολή τους ημερ. 6.4.95 στο φάκελο Τεκ. 2). Παραθέτω το σχετικό μέρος της επιστολής:

"Στη δεύτερη παράγραφο της επιστολής σας μου γράφετε ότι ο κ. Matthew Jackson, ιδιοκτήτης της Trading Specialities Intl. δήλωσε ότι για 20 μοτοποδήλατα και 2 ρυμουλκά πληρώθηκε μερικώς σε μετρητά $29,864.00 και το υπόλοιπο $20,061.00 πληρώθηκε με πιστωτική επιστολή.

Όπως βλέπετε από το συνημμένο αντίγραφο της πιστωτικής επιστολής το ποσό που πληρώθηκε μέσω της Τράπεζας ήταν $49,925.00 FOB και όχι $20,061.00.

Θα το εκτιμήσω πολύ εάν επιβεβαιώσετε ότι εκτός από το ποσό της πιστωτικής επιστολής ένα πρόσθετο ποσό $29,864.00 πληρώθηκε σε μετρητά."

Οι Τελωνειακές Αρχές των Η.Π.Α. δεν απάντησαν. Το θέμα παρέμεινε ως εκεί. Οι καθ΄ων η αίτηση δεν επεδίωξαν τουλάχιστο να στείλουν κάποια υπενθύμιση στις Τελωνειακές Αρχές των Η.Π.Α., όπως έκαμαν πριν τη λήψη της επιστολής ημερ. 30.12.94 (βλ. υπενθυμητική επιστολή τους ημερ. 13.10.94 στο φάκελο Τεκ. 2). Προχώρησαν στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης."

 

 

Το δικαστήριο προχώρησε να διαπιστώσει ότι, καθ΄όσον κυρίαρχο ρόλο στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης είχε διαδραματίσει η αναφορά στην επιστολή των Τελωνειακών Αρχών των ΗΠΑ για πληρωμή των US$29,864 σε μετρητά, και αγνοήθηκε η δήλωση του προμηθευτή ότι η συνολική τιμή της συναλλαγής ήταν $49,925, "το πραγματικό βάθρο επί του οποίου στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση είναι ακροσφαλές λόγω αμφιβολιών περί της ορθότητάς του", της προσβαλλόμενης απόφασης καθιστάμενης έτσι τρωτής.

Μετά από την απόφαση στην προσφυγή 399/96, ο Διευθυντής επανεξέτασε το όλο θέμα όπως είχε υποχρέωση. Προς τούτο επανήλθε στις Τελωνειακές Αρχές των ΗΠΑ με fax ημερομηνίας 15.4.1997 αναφερόμενος στην προηγούμενη επιστολή του ημερομηνίας 6.4.1995 στην οποία δεν είχε ληφθεί απάντηση και ζητώντας να επισπευθεί η απάντηση. Όντως οι Τελωνειακές Αρχές των ΗΠΑ απάντησαν με επιστολή ημερομηνίας 17.6.1997 αναφέροντας ότι είχαν προβεί σε διερεύνηση του λόγου για τον οποίο είχαν εκδοθεί δύο τιμολόγια. Προς τούτο, η επιστολή αναφέρει τα ακόλουθα:

"On February 8, 1996, Matthew Jackson was requested to provide documentation of the purchase and sale price of the motorcycles and trailers to Cyprus to determine the actual value of these items. Jackson stated that he was accumulating the requested documents and would send them to the SAC/Chicago as soon as they were all accounted for. Jackson also said that the total value of the shipment was $79,789. The reason for the two invoices was that he had been "ripped off" before from getting the total amount invoiced for motorcycles sent overseas. He now has a policy in which he applies an equal amount of cash received to each motorcycle so that if a customer reneges on a payment, the customer has not paid in full for any of the motorcycles and therefore cannot have any of them. In this instance, he applied $29,864 in small amounts to each motorcycle. The balance of payment was the amount of the letter of credit, $49,925."

 

Με την επιστολή αποστέλλονται και όλα τα σχετικά έγγραφα τα οποία παρέδωσε ο προμηθευτής και τα οποία τεκμηριώνουν τα αναφερόμενα, συνιστάμενα από τα πωλητήρια έγγραφα και από τιμολόγιο ημερομηνίας 13.12.1993 αναφερόμενο στα δύο προηγούμενα τιμολόγια και συμποσούμενο σε US$79,789. Η επιστολή και τα εν λόγω έγγραφα επισυνάπτονται στην Ένσταση.

Είναι καθαρό ότι με την επιστολή αυτή και τα συνοδευτικά έγγραφα διευκρινίσθηκε πλήρως το πραγματικό βάθρο στα πλαίσια της επανεξέτασης της υπόθεσης και καμμιά αμφιβολία δεν μπορούσε πλέον να χωρεί αναφορικά με το περιεχόμενο και την αποτελεσματικότητα των ενώπιον της διοίκησης στοιχείων όπως και των συμπερασμάτων που μπορούσαν να εξαχθούν από αυτά. Η περαιτέρω διερεύνηση του θέματος ήταν ενδεδειγμένη, αφού απευθύνετο ακριβώς στα ζητήματα τα οποία έχρηζε να διερευνηθούν περαιτέρω και στους μόνους αρμόδιους να τα διευκρινίσουν τους προμηθευτές, συνιστώντας έτσι δέουσα έρευνα στα πλαίσια της επανεξέτασης επί της οποίας και μπορούσε να στηριχθεί η διοίκηση στη λήψη της απόφασης της (ίδε: Rosla Ltd v. Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ 543). Τα στοιχεία που προέκυψαν από την εν λόγω έρευνα, σε συνδυασμό με τα άλλα υφιστάμενα στοιχεία, καθιστούσαν δε την προσβαλλόμενη απόφαση της διοίκησης, η οποία ελήφθη επ΄αυτών, καθ΄όλα εύλογα επιτρεπτή, ορθή, και απηλλαγμένη οποιασδήποτε πλάνης. Συναφώς, παρατηρώ ότι οι αναφορές από τον κ. Παπαθεοδώρου στην αγόρευση του στα αναφερόμενα στην επιστολή των Τελωνειακών Αρχών των ΗΠΑ ημερομηνίας 30.12.1994 σε σχέση με τον Πέτρο Γιαννάκη και τον Troy Smith όχι μόνο δεν είναι σχετικές, όπως παρατήρησε και το δικαστήριο στην απόφαση του στην προσφυγή 399/96 (ενώ οι περαιτέρω αναφορές στην αγόρευση στον Πέτρο Γιαννάκη ασφαλώς δεν αποτελούν γεγονότα ούτε ήσαν ενώπιον του Διευθυντή) αλλά και κατ΄ουδένα λόγο δεν επηρεάζουν το εύλογα επιτρεπτό της απόφασης του Διευθυντή επί των όλων ενώπιον του στοιχείων. Απεναντίας, είναι ο Αιτητής ο οποίος, παραπέμποντας μόνο στα στοιχεία τα οποία είχε ο ίδιος παρουσιάσει ή επιλεκτικά σε στοιχεία εκτός του συνόλου, παραγνωρίζει τη σημασία των στοιχείων τα οποία προέκυψαν με την περαιτέρω διερεύνηση του θέματος και του συνόλου των ενώπιον του Διευθυντή στοιχείων. Το σύνολο των στοιχείων αυτών, όπως διευκρινίσθησαν με την περαιτέρω έρευνα, καταδείκνυε ότι η συνολική συμβατική αξία των εμπορευμάτων ήταν US$79,789, ότι πληρώθησαν US$29,864 σε μετρητά και US$49,925 με πιστωτική επιστολή της Λαϊκής Τράπεζας, και ότι τα δύο τιμολόγια είχαν εκδοθεί για τους λόγους που εξηγά ο προμηθευτής. Το μόνο εύλογα επιτρεπτό συμπέρασμα ήταν αυτό το οποίο αποτελεί και τη βάση της απόφασης του Διευθυντή. Δεδομένου του βάρους απόδειξης που φέρει ο Αιτητής να ανατρέψει την τεκμαιρόμενη νομιμότητα της απόφασης (ίδε: Coussoumides v. Republic (1966) 3 CLR 1), και δεδομένου του ότι η εξουσία του δικαστηρίου περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης ως εύλογα επιτρεπτής υπό τις περιστάσεις, εφ΄όσον δεν παραβιάσθησαν οποιεσδήποτε αρχές, και δεν επεκτείνεται στην ουσιαστική κρίση του διοικητικού οργάνου (ίδε: Georghiades v. Republic (1982) 3 CLR 659 και την εκεί αναφερόμενη νομολογία), δεν βλέπω οποιοδήποτε λόγο να αμφισβητείται η νομιμότητα της προσβαλλόμενης απόφασης του Διευθυντή ως προκύπτουσας από ανεπαρκή έρευνα ή πλάνη ή ως μη εύλογα επιτρεπτής υπό τις περιστάσεις. Απεναντίας, καταδεικνύεται η ορθότητα της και η έλλειψη οποιασδήποτε πλάνης περί τα πράγματα.

Ο κ. Παπαθεοδώρου εγείρει θέμα μη παροχής προς τους Αιτητές της δυνατότητας να εκθέσουν στοιχεία και απόψεις πριν από τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Κάτι τέτοιο είναι εντελώς ανυπόστατο. Ευθύς εξ αρχής οι Αιτητές γνώριζαν (ίδε τις επιστολές του Διευθυντή ημερομηνίας 18.1.1996 και 28.3.1996 και την προηγηθείσα απόφαση για καταβολή αυξημένων χρηματικών παρακαταθηκών) πώς προέκυπτε το πρόβλημα, η δε απόφαση στην υπόθεση 399/96 διευκρίνισε πού ακριβώς έγκειτο το θέμα που έχρηζε περαιτέρω διευκρίνισης. Γνώριζαν μάλιστα από τη ρητή αναφορά στην εν λόγω απόφαση ότι αναμένοντο να θέσουν στη διάθεση του Διευθυντή τα οποιαδήποτε σχετικά στοιχεία. Ακολούθησε η επιστολή της 12.5.1997 προς το δικηγόρο τους που τους ζητούσε να παρουσιάσουν οποιαδήποτε σχετικά στοιχεία, και την οποία δεν είμαι διατεθειμένος να δεχθώ ότι δεν έλαβαν απλώς και μόνο διότι αρνήθησαν ότι την έλαβαν στην επιστολή τους της 19.8.1997. Εν πάση περιπτώσει, ειδοποιήθησαν και με την επιστολή της 16.7.1997 και πάλι δεν ανταποκρίθησαν. Καμμιά βαρύτητα δεν μπορεί να δοθεί στη θέση των Αιτητών.

Τέλος, ο κ. Παπαθεοδώρου εγείρει θέμα έλλειψης αιτιολογίας της απόφασης, καθ΄όσον στην ίδια την επιστολή του Διευθυντή της 22.9.1997 αναφέρεται μεν ότι προέκυψαν νέα στοιχεία μετά από επανεξέταση αλλά δεν αναφέρονται τα νέα στοιχεία στα οποία βασίσθηκε η απόφαση και τα οποία δεν κοινοποιήθησαν στους Αιτητές. Η απάντηση σε αυτό είναι ότι η βάση της αιτιολογίας προσφέρεται στην ίδια την απόφαση η οποία δεν αναμένεται να ενσωματώνει κάθε στοιχείο στο οποίο βασίζεται, καθ΄όσον δε παραλείπεται αναφορά στα νέα επί μέρους στοιχεία αυτή συμπληρώνεται αμέσως, εμφανώς και αναμφιβόλως από τα όλα στοιχεία που ήσαν ενώπιον της διοίκησης προς λήψη της απόφασης, έχοντας υπ΄όψη μάλιστα το σύνολο του υποβάθρου και πλαισίου του θέματος, περιλαμβανομένης της γνώσης των Αιτητών, όπως έχει εκτενώς συζητηθεί πιο πάνω. Οι Αιτητές γνώριζαν πολύ καλά το λόγο για τον οποίο δεν είχε γίνει δεκτή η δηλωθείσα από αυτούς αξία των εμπορευμάτων και γιατί ο Διευθυντής είχε εκτιμήσει την αξία τους σε £42,330 όπως και προηγουμένως και γνώριζαν, τόσο από την απόφαση στην προσφυγή 399/96 όσο και από την επιστολή του Διευθυντή ημερομηνίας 12.5.1997, ότι ο Διευθυντής θα προέβαινε σε περαιτέρω διερεύνηση των υφισταμένων στοιχείων του, δεν ανταποκρίθησαν δε στις προσκλήσεις του Διευθυντή για συνεργασία. Δεν μπορούν να ακούονται τώρα να λέγουν ότι δεν τους παρεσχέθη επαρκής αιτιολογία για την απόφαση.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

Οι Αιτητές θα καταβάλουν τα έξοδα της Δημοκρατίας.

 

 

 

 

Δ. Χατζηχαμπής

Δ.

 

 

 

 

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο