ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 458/96
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Πόπης Λοϊζίδου
Αιτήτριας
και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας
Καθ΄ης η Αίτηση
--------------
3 Μαΐου 1999
Για την Αιτήτρια: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.
Για την Καθ΄ης η Αίτηση: κα. Φράγκου.
Για το Ενδιαφ. Μέρος Χρ. Χριστοδούλου: κα. Α. Ευσταθίου.
--------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την προσφυγή της αυτή η Αιτήτρια, Πόπη Λοϊζίδου, προσβάλλει την προαγωγή από την Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας του Ενδιαφερόμενου Μέρους, Χριστοδούλου Παπαχριστοδούλου, στη θέση Επιθεωρητή Ειδικών Μαθημάτων (Επιστήμη - Σχολικοί Κήποι) Δημοτικής Εκπαίδευσης. Σύμφωνα με το μόνο από τα νομικά σημεία στα οποία στηρίζεται η Αίτηση το οποίο αιτιολογεί επαρκώς λόγο ακύρωσης, αντίθετα με τα υπόλοιπα τα οποία είναι τόσο γενικά διατυπωμένα ώστε να είναι αναποτελεσματικά (ίδε Διογένους ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 732/97, ημερ. 29.4.1999 και την εκεί αναφερόμενη νομολογία), το παράπονο της κας. Λοϊζίδου είναι ότι η ΕΕΥ απέτυχε να επιλέξει τον καλύτερο υποψήφιο και επέλεξε υποψήφιο ο οποίος δεν κατείχε τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Στα γεγονότα αναφέρεται περαιτέρω ότι η κα. Λοϊζίδου υπερέχει έκδηλα του κ. Παπαχριστοδούλου σε προσόντα και ότι τα προσόντα, η αξία και η πείρα της παραγνωρίσθησαν από την ΕΕΥ με την επιλογή του κ. Παπαχριστοδούλου ο οποίος δεν κατέχει τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα.
Το υπόβαθρο της προσφυγής έχει ως εξής: Μετά την προκήρυξη από την ΕΕΥ της εν λόγω θέσης, διαβιβάσθηκε από την ΕΕΥ προς το Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης, ως Πρόεδρο της αρμοδίας Συμβουλευτικής Επιτροπής, κατάλογος των πέντε ενδιαφερθέντων υποψηφίων μετά των φακέλλων υπηρεσιακών εκθέσεων τους. Ο Διευθυντής ακολούθως διαβίβασε προς την ΕΕΥ την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής με κατάλογο των από αυτή συστηνομένων υποψηφίων, που ήσαν η κα. Λοϊζίδου και ο κ. Παπαχριστοδούλου. Η Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάνθηκε ότι και οι δυο ικανοποιούσαν όλες τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας αφού είχαν τα απαιτούμενα προσόντα, τα οποία και παρέθεσε, και ότι όσον αφορά την αξία ήσαν και οι δυο εξαίρετοι. Όσον αφορά την αρχαιότητα, η Συμβουλευτική Επιτροπή παρατήρησε ότι η κα. Λοϊζίδου, η οποία διορίσθηκε το 1963, προήχθη σε Βοηθό Διευθύντρια το 1991, ενώ ο κ. Παπαχριστοδούλου, ο οποίος διορίσθηκε το 1961, προήχθη σε Βοηθό Διευθυντή το 1977 και σε Διευθυντή το 1987. Ακολούθως η ΕΕΥ, αφού εξέτασε τις υποβληθείσες ενστάσεις, προέβη σε προσωπικές συνεντεύξεις των δύο υποψηφίων, κρίνοντας την απόδοση και των δυο ως εξαιρετική. Κατά τη συνεδρία της στις 30 Ιανουαρίου 1996 προς λήψη απόφασης, η ΕΕΥ αξιολόγησε λεπτομερώς την απόδοση της κας. Λοϊζίδου και του κ. Παπαχριστοδούλου κατά τις προσωπικές συνεντεύξεις τους, χαρακτηρίζοντας την και στις δύο περιπτώσεις ως πάρα πολύ καλή. Στη συνέχεια μελέτησε τους προσωπικούς φακέλλους και τους φακέλλους υπηρεσιακών εκθέσεων τους και, λαμβάνοντας υπ΄όψη συμπληρωματικά και τις προσωπικές συνεντεύξεις, τους αξιολόγησε αναφορικά με τα κριτήρια της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας. Όσον αφορά την αξία, επιβεβαίωσε την άποψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι και οι δύο ήσαν εξαίρετοι και έκρινε ότι ήσαν περίπου ισοδύναμοι. Όσον αφορά τα προσόντα, έλαβε υπ΄όψη της ιδιαίτερα τα ακαδημαϊκά προσόντα εκάστου σε αναφορά με τα προνοούμενα στο σχέδιο υπηρεσίας και έκρινε, όπως και η Συμβουλευτική Επιτροπή, ότι και οι δύο είχαν τα απαιτούμενα προσόντα από κάθε σχετική άποψη. Όσον αφορά την αρχαιότητα, λαμβάνοντας ιδιαίτερα υπ΄όψη την υπηρεσιακή εξέλιξη εκάστου, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο κ. Παπαχριστοδούλου υπερείχε. Συνεκτιμώντας δε και τα τρία κριτήρια, έκρινε ότι ο κ. Παπαχριστοδούλου παρουσιάζετο επικρατέστερος και απεφάσισε να τον επιλέξει, προφανώς με την αρχαιότητα κλίνοντας την πλάστιγγα.
Το βασικό παράπονο της κας. Λοϊζίδου, όπως προβάλλεται ιδιαίτερα από τον ευπαίδευτο συνήγορο της στη γραπτή αγόρευση του, είναι ουσιαστικά ότι η ΕΕΥ τελούσε υπό πλάνη περί τα πράγματα διότι στην πραγματικότητα ο κ. Παπαχριστοδούλου δεν είχε τα απαιτούμενα προσόντα και έτσι έπρεπε να είχε αποκλεισθεί. Είναι βέβαια προφανές ότι αν έτσι έχουν τα πράγματα η προσβαλλόμενη απόφαση καθίσταται τρωτή.
Εξειδικεύοντας τη θέση αυτή, ο κ. Αγγελίδης εισηγείται ότι ο κ. Παπαχριστοδούλου δεν είχε το απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας πανεπιστημιακό δίπλωμα στην ειδικότητα ή πανεπιστημιακό δίπλωμα στα παιδαγωγικά με έμφαση στην ειδικότητα ή μετεκπαίδευση ενός έτους στην ειδικότητα, αφού το Certificate in Horticulture το οποίο είχε δεν προήρχετο από ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, ή δεν διερευνήθηκε αν ήταν τέτοιου επιπέδου, και δεν ήταν στην ειδικότητα της θέσης αφού η ειδικότητα της Επιστήμης δεν ήταν καν το βασικό από τα θέματα του. Παρατηρεί επίσης ο κ. Αγγελίδης ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν είχε προβεί στη δέουσα έρευνα αν ο κ. Παπαχριστοδούλου είχε τα απαιτούμενα προσόντα, αφού απλώς περιορίστηκε στο να πει ότι τα είχε, και ότι η ΕΕΥ κακώς στηρίχθηκε στην άποψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής ότι ο κ. Παπαχριστοδούλου ήταν προσοντούχος και δεν διεξήγαγε τη δική της έρευνα. Περαιτέρω, ο κ. Αγγελίδης εισηγείται ότι η ΕΕΥ ενήργησε υπό πλάνη ή κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας αφού δεν διευκρινίζει αν έκρινε τα προσόντα των υποψηφίων με βάση το σχέδιο υπηρεσίας ή με βάση το προηγούμενο σχέδιο υπηρεσίας. Ο κ. Αγγελίδης κάνει τέλος την εισήγηση ότι, και αν ακόμα θεωρηθεί ότι ο κ. Παπαχριστοδούλου ήταν προσοντούχος, η κα. Λοϊζίδου υπερτερούσε αφού τα δικά της προσόντα ήσαν απόλυτα σχετικά με τα καθήκοντα της θέσης, επί πλέον δε η κα. Λοϊζίδου ήταν μέλος της συγγραφικής ομάδας των βιβλίων Επιστήμης που χρησιμοποιούνται στα δημοτικά σχολεία και είχε παρακολουθήσει διετές πρόγραμμα επιμόρφωσης στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο Κύπρου με έμφαση στη διδασκαλία του μαθήματος της Επιστήμης, προσόν το οποίο δεν ελήφθη υπ΄όψη.Η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία, στη γραπτή της αγόρευση, εισηγείται ότι η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του διορίζοντος οργάνου, εφ΄όσον είναι εύλογα επιτρεπτή. Η ΕΕΥ δεν υιοθέτησε δε απλώς την άποψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής αλλά προέβη στις δικές της κρίσεις και συμπεράσματα επί των προσόντων των υποψηφίων σε συσχετισμό με τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας. Η άποψη της ότι ο κ. Παπαχριστοδούλου ήταν προσοντούχος στην ειδικότητα της Επιστήμης ήταν αποτέλεσμα δικής της διαπίστωσης και δικαιολογείτο από τα ενώπιον της στοιχεία. Η κα. Φράγκου εισηγείται περαιτέρω ότι η ΕΕΥ δεν παρεγνώρισε οποιαδήποτε προσόντα της κας. Λοϊζίδου αφού όλα ήσαν ενώπιον της ως μέρος των φακέλλων και ελήφθησαν υπ΄όψη, δεν ήταν αναγκαίο δε για την ΕΕΥ να κατονομάσει στην απόφαση της κάθε παρακολούθηση προγραμμάτων που είχε κάνει η κα. Λοϊζίδου.
Η ίδια βασική θέση προβάλλεται και από τον ευπαίδευτο συνήγορο του κ. Παπαχριστοδούλου στη γραπτή του αγόρευση. Περαιτέρω, ο κ. Ευσταθίου υποβάλλει ότι, εφ΄όσον η κα. Λοϊζίδου δεν αμφισβήτησε με ένσταση τα προσόντα του κ. Παπαχριστοδούλου στο κατάλληλο στάδιο, όταν δηλαδή αυτός εκρίθη ως κατάλληλος για διορισμό, στερείται εννόμου συμφέροντος και κωλύεται να τα αμφισβητήσει τώρα.
Επ΄αυτού, ο κ. Αγγελίδης στην απαντητική γραπτή αγόρευση του απαντά ότι η ΕΕΥ οφείλει να προβεί στη δική της έρευνα και διαπίστωση των προσόντων στα πλαίσια του σχεδίου υπηρεσίας, με αποτέλεσμα η κρίση της επ΄αυτών να υπόκειται σε έλεγχο ανεξαρτήτως της μη εγέρσεως προηγουμένης ενστάσεως.
Αρχίζοντας με το τελευταίο αυτό θέμα εφ΄όσον αφορά τον ισχυρισμό για έλλειψη εννόμου συμφέροντος, έχω να παρατηρήσω ότι το επιχείρημα του κ. Ευσταθίου είναι αβάσιμο, ως αποτέλεσμα θεμελιακής παρερμηνείας της νομολογίας στην οποία αναφέρεται (ίδε:
Papadopoulou v. Republic (1984) 3 CLR 332, Savva v. Republic (1985) 3 CLR 2288, Νικολάου ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 629/96, ημερ. 17.7.1997 και Παπαναστασίου ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 834/96, ημερ. 6.4.1998). Οι υποθέσεις αυτές αφορούσαν τον ενιαίο κατάλογο διοριστέων δασκάλων ή καθηγητών ο οποίος ετοιμάζεται από την ίδια την ΕΕΥ και δημοσιοποιείται, κρίθηκε δε ότι συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη έχοντας άμεσα έννομα αποτελέσματα για τους αποτεινόμενους για εγγραφή σε αυτόν, όπως παρατηρήθηκε από τον Πική, Δ. (ως ήτο τότε), στην υπόθεση Papacharalambous v. Republic (1987) 3 CLR 2132, στη σελ. 2141. Το ίδιο ισχύει για την υπόθεση Preza v. Republic (1985) 3 CLR 1008, στην οποία κατάλογος 154 καθηγητών προσοντούχων για προαγωγή ο οποίος καταρτίσθηκε από την ΕΕΥ με βάση συγκεκριμένα κριτήρια και κοινοποιήθηκε, αποκλειομένων των υπολοίπων από την περαιτέρω διαδικασία, εκρίθη ως εκτελεστή διοικητική πράξη. Αυτό είναι πολύ διαφορετικό από την προκειμένη περίπτωση στην οποία ο κατάλογος των συστηνομένων υποψηφίων για την κάθε συγκεκριμένη προαγωγή, δυνάμει του άρθρου 5(3) του Νόμου 78(1)/95, καταρτίζεται σε πρώτο στάδιο από την αρμόδια Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία και δεν είναι αρμόδια για την προαγωγή και υποβάλλεται στην ΕΕΥ ως μέρος της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Είναι γεγονός ότι ο κατάλογος, δυνάμει του άρθρου 5(6) του Νόμου, αναρτάται στο Υπουργείο Παιδείας, αυτό από μόνο του όμως δεν τον καθιστά εκτελεστή διοικητική πράξη. Το άρθρο 5(7)(8)(9)(10)(11) του Νόμου προνοεί ότι κάθε επηρεαζόμενος εκπαιδευτικός λειτουργός μπορεί να ζητήσει την αναθεώρηση του καταλόγου με ένσταση του προς την ίδια την ΕΕΥ η οποία και αποφασίζει καταρτίζοντας τον τελικό κατάλογο, για τον οποίο δεν υπάρχει πρόνοια για δημοσιοποίηση, ακολούθως δε καλεί τους υποψηφίους σε προσωπική συνέντευξη και προβαίνει στην επιλογή της. Εξετάζοντας το σύνολο της διαδικασίας που διέπεται από το άρθρο 5, θεωρώ ότι ο καταρτισμός του καταλόγου των συστηνομένων για προαγωγή από τη Συμβουλευτική Επιτροπή δεν συνιστά πλήρη και αυτοτελή εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά προπαρασκευαστική πράξη ως μέρος της όλης διαδικασίας της διενέργειας της προαγωγής, σε κατακερματισμό της οποίας θα οδηγούσε οποιαδήποτε άλλη άποψη. Ας σημειωθεί ότι με το άρθρο 5(3), ο κατάλογος των συστηνομένων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή δεν περιορίζεται στους προσοντούχους για προαγωγή όπως ο κατάλογος διοριστέων, αλλά αποτελεί μέρος της έκθεσης της, με παράθεση των λόγων για τους οποίους συστήνει ή δεν συστήνει κάθε υποψήφιο, λαμβάνοντας υπ΄όψη τα κριτήρια της προαγωγής, δηλαδή όχι μόνο τα προσόντα αλλά και την αξία και την αρχαιότητα. Η σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής έχει λοιπόν ακριβώς το χαρακτήρα της σύστασης παρά της οποιασδήποτε καθοριστικής και τελικής αποφάσεως επί του αν κάθε υποψήφιος πληροί τις προϋποθέσεις των προσόντων για προαγωγή. Η ΕΕΥ, δυνάμει του άρθρου 5(9), έχει την ευχέρεια να καταρτίσει τον τελικό κατάλογο των υποψηφίων μετά την εξέταση των ενστάσεων και να περιλάβει ενδεχόμενα σε αυτόν υποψηφίους που δεν είχαν συστηθεί από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, μη περιοριζόμενη στην επιλογή της στους συστηθέντες από τη Συμβουλευτική Επιτροπή. Η δε ΕΕΥ, προβαίνοντας στην επιλογή της, ασκεί τις αρμοδιότητες διοικητικού οργάνου με υποχρέωση να εξετάσει κάθε σχετικό θέμα, περιλαμβανομένου του κατά πόσο οι υποψήφιοι έχουν τα προσόντα τα οποία απαιτούνται από το σχέδιο υπηρεσίας, χωρίς να δεσμεύεται από την άποψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής και σίγουρα χωρίς να εκχωρεί στη Συμβουλευτική Επιτροπή την καθόλου κρίση της. Αυτή είναι και η πάγια αντίκρυση της αρμοδιότητας της ΕΕΥ τόσο από την ίδια όσο και στη νομολογία. Όπως ελέχθη από το Στυλιανίδη, Δ. (ως ήτο τότε), στην υπόθεση Mytides v. Republic (1983) 3 CLR 1096 στις σελίδες 1110-1111:"The competence of the Commission in cases of promotion is regulated by s. 44 of the Law whereby under paragraph (b) of subsection (1) thereof, one of the matters to be examined by the Commission is whether a candidate for promotion to another office possesses the qualifications laid down in the scheme of service for that office. Therefore, the conclusion of the Departmental Board regarding the qualifications of the interested party is not binding on the Commission. The Commission has a statutory obligation to inquire and decide for itself this very serious matter which is a sine quo non to any further steps in the process of the exercise of its discretion - (Michael and Another v. P.S.C. (supra).
As stated in Photos Photiades & Co. v. The Republic of Cyprus, through the Minister of Finance, 1964 C.L.R. 102, an administrative authority has a duty to make the reasonably necessary inquiry for the purposes of ascertaining the correct facts to which the relevant legislation is to be applied. The ascertainment of the true factual situation is one of the four necessary steps in the making of an administrative act, as follows: the study and, if necessary, interpretation of the relevant legal provisions; ascertainment of the correct facts; application of the law to the facts; and decision on the course of action.
The Commission has a statutory duty to construe the scheme of service, then ascertain the qualifications of each candidate as a factual situation and finally to apply the scheme of service in this factual situation and decide whether a candidate is under the scheme of service eligible for promotion. These duties cannot be either usurped by or left to the Departmental Board. The ultimate competence and responsibility rest on the Commission."
Η δε υπόθεση
Preza v. Republic, ανωτέρω, δείχνει ότι ακόμα και στην περίπτωση που ο προηγούμενος καταρτισμός καταλόγου θεωρείται ως εκτελεστή διοικητική πράξη, με τη συμπλήρωση της διαδικασίας αυτή ενσωματώνεται στην όλη διαδικασία και στην τελική απόφαση και χάνει την αυτοτέλεια της ως εκτελεστή διοικητική πράξη.Προχωρώ λοιπόν να εξετάσω τη βασική θέση της κας. Λοϊζίδου ότι η ΕΕΥ κακώς επέλεξε τον κ. Παπαχριστοδούλου αφού αυτός δεν είχε τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, τελώντας έτσι υπό πλάνη περί τα πράγματα, παρερμηνεύοντας το σχέδιο υπηρεσίας και μη
διεξάγοντας τη δέουσα έρευνα. Αφετηρία της εξέτασης είναι το σχέδιο υπηρεσίας, το οποίο στην παρ. 2 απαιτούσε όπως ο επιλεχθεισόμενος είχε:1. Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν στην ειδικότητα, ή
2. Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν στα παιδαγωγικά με βασικό θέμα την ειδικότητα, ή
3. Μεταπτυχιακό τίτλο στα παιδαγωγικά με έμφαση στην ειδικότητα, ή
4. Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν σε θέμα σχετικό με την εκπαίδευση και μετεκπαίδευση διάρκειας ενός τουλάχιστον ακαδημαϊκού χρόνου στην ειδικότητα.
Η ΕΕΥ αφού παρέθεσε τα προσόντα των δύο υποψηφίων και τις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας, θεώρησε ότι και οι δύο υποψήφιοι είχαν τον απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας πανεπιστημιακό τίτλο, και ο μεν κ. Παπαχριστοδούλου είχε μετεκπαίδευση ενός τουλάχιστον χρόνου στην ειδικότητα (προφανώς ως η παρ. 4(4) ανωτέρω), ο δε πανεπιστημιακός τίτλος της κας. Λοϊζίδου ήταν με έμφαση στην ειδικότητα (προφανώς ως η παρ. 4(3) ανωτέρω). Αναφορικά με την κα. Λοϊζίδου, το πτυχίο που είχε υπ΄όψη της η ΕΕΥ φαίνεται να ήταν το B.Ed. με έμφαση στην Επιστήμη, το οποίο είχε από το University of Wales. Όσον αφορά τον κ. Παπαχριστοδούλου, είναι γεγονός ότι δεν είναι καθαρό τι είχε υπ΄όψη της η ΕΕΥ, αφού στη συνέχεια αναφέρει ότι ο κ. Παπαχριστοδούλου έχει διετή μετεκπαίδευση στο Μαράσλειο Διδασκαλείο, στα βασικά θέματα του οποίου λέγει ότι περιλαμβάνεται και η Επιστήμη, και το National Certificate in Horticulture από το Hertfordshire College, το οποίο όμως δεν σχολιάζει σε αναφορά με τις πρόνοιες του
σχεδίου υπηρεσίας. Ο κ. Αγγελίδης λέγει ότι το εν λόγω National Certificate in Horticulture, όπως και η διετής μετεκπαίδευση στο Μαράσλειο, δεν ήταν πανεπιστημιακού επιπέδου, δεν ήταν μεταπτυχιακό ως μετεκπαίδευση και δεν ήταν στην ειδικότητα. Παρατηρεί δε ότι, σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, η Επιστήμη είναι μόνο ένα από τα πολλά θέματα, και ούτε καν το βασικό, του εν λόγω National Certificate in Horticulture, ενώ δεν είναι καθόλου στα βασικά θέματα της διετούς μετεκπαίδευσης στο Μαράσλειο Διδασκαλείο. Αυτά τα πράγματα δεν ερευνήθησαν από την ΕΕΥ παρά μόνο ελήφθησαν, πεπλανημένα, ως δεδομένα, με αποτέλεσμα, καταλήγει, να μην υπήρξε ούτε η δέουσα έρευνα και αιτιολογία που αποτελεί υποχρέωση του διοικητικού οργάνου - Ioannides v. Republic (1972) 3 CLR 318, Antoniou v. Republic (1978) 3 CLR 308, Hadjipaschali v. Republic (1980) 3 CLR 101.Στα επιχειρήματα αυτά δεν συνιστά καλή απάντηση η εισήγηση της ευπαιδεύτου συνηγόρου για τη Δημοκρατία και του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον κ. Παπαχριστοδούλου ότι η ερμηνεία και εφαρμογή των σχεδίων υπηρεσίας ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα της ΕΕΥ, αφού το ζητούμενο είναι ακριβώς κατά πόσο η ερμηνεία που δόθηκε ήταν εύλογα επιτρεπτή με βάση τα ενώπιον της ΕΕΥ στοιχεία και κατά πόσο, ως εκ τούτου, υπήρξε πλάνη περί τα πράγματα και έλλειψη δέουσας έρευνας. Άλλως ο δικαστικός έλεγχος θα αποκλείετο, αφού η αρμοδιότητα της ΕΕΥ να ερμηνεύει τα σχέδια υπηρεσίας θα καθίστατο ανεξέλεγκτη - ίδε τις αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Δημοκρατία ν. Υψαρίδη
(1993) 3 ΑΑΔ 347, Δημοκρατία ν. Αναστασιάδου-Vantieghem (1995) 3 ΑΑΔ 119, στην οποία, όπως παρατήρησε ο Αρτεμίδης, Δ. στη σελ. 125:"Έχουμε την άποψη πως μόνο όπου τα στοιχεία είναι πρόδηλα και αναντίλεκτα, σε ότι αφορά τα ακαδημαϊκά προσόντα των υποψηφίων, το αρμόδιο όργανο μπορεί να μην κάμει ειδική αναφορά στα εκπαιδευτικά ενδεικτικά που τους καθιστούν προσοντούχους σύμφωνα με τα σχέδια υπηρεσίας."
Και ο Αρτέμης, Δ., στην υπόθεση Πετρίδου ν. Δημοκρατίας, Προσφ. 845/95, ημερ. 7.10.1998, στη σελ. 6:
"Το Δικαστήριο δεν ενεργεί πρωτογενή έρευνα και δεν ασκεί ουσιαστική κρίση επί του θέματος της κτήσης των αναγκαίων προσόντων από τους υποψηφίους αλλά ελέγχει την παράλειψη διενέργειας έρευνας εκ μέρους του αρμοδίου οργάνου προς διαπίστωση της πραγματικής κατάστασης, την πιθανότητα ύπαρξης πλάνης περί τα πράγματα και την υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής του ευχέρειας."
Αν και η ΕΕΥ δεν υιοθέτησε απλώς την άποψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής αναφορικά με τα προσόντα του κ. Παπαχριστοδούλου αλλά προέβη στη δική της εκτίμηση, το ανωτέρω ερώτημα παραμένει σε αναφορά με τις εκτιμήσεις της ΕΕΥ.
Δύο επί μέρους θέματα εγείρονται:
1. Κατά πόσο το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί η μετεκπαίδευση να ήταν πανεπιστημιακού επιπέδου, και, αν ναι, κατά πόσο η ΕΕΥ διεξήγαγε δέουσα έρευνα για να διαπιστώσει ότι η φοίτηση του κ. Παπαχριστοδούλου στο Μαράσλειο ή στο Hertfordshire College ήταν πανεπιστημιακού επιπέδου ώστε να συνιστούσε μετεκπαίδευση.
2. Κατά πόσο, αν η φοίτηση του κ. Παπαχριστοδούλου στο Μαράσλειο ή στο Hertfordshire College συνιστούσε μετεκπαίδευση στα πλαίσια του σχεδίου υπηρεσίας, η ΕΕΥ διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα για να διαπιστώσει ότι ήταν στην ειδικότητα όπως απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας.
Όσον αφορά το πρώτο θέμα, είναι σχετική και η διευκρίνιση που παρείχε η κα. Φράγκου στο στάδιο των διευκρινίσεων ότι η φοίτηση στο Μαράσλειο Διδασκαλείο δεν είχε σε άλλη περίπτωση αναγνωρισθεί ως μετεκπαίδευση. Μου είναι καθαρό ότι η ΕΕΥ δεν απευθύνθηκε καθόλου στο προκείμενο ερώτημα, παρά μόνο εξέλαβε ως δεδομένο και χωρίς να το αιτιολογεί ότι η φοίτηση στο Hertfordshire College ή στο Μαράσλειο θα συνιστούσε μετεκπαίδευση, και μάλιστα χωρίς καν να διευκρινίσει αν βασιζόταν στη φοίτηση στο Μαράσλειο ή στη φοίτηση στο Hertfordshire College. Κανένα στοιχείο στο φάκελλο δεν
αναφέρεται στο προκείμενο ερώτημα και ασφαλώς καμμιά αναφορά σε αυτό δεν γίνεται από την ΕΕΥ στο σκεπτικό της. Ελλείπει έτσι οποιαδήποτε ένδειξη για διενέργεια της δέουσας έρευνας, όπως ελλείπουν και τα στοιχεία για διαπίστωση της βάσης επί της οποίας, και της αιτιολογίας για την οποία, η ΕΕΥ άσκησε την εξουσία της στην ερμηνεία του σχεδίου υπηρεσίας και την υπαγωγή των ενώπιον της δεδομένων στις πρόνοιες του. Η απλή αναφορά από την ΕΕΥ ότι ο κ. Παπαχριστοδούλου είχε μετεκπαίδευση ενός τουλάχιστον έτους στην ειδικότητα και η περαιτέρω αναφορά ότι είχε το National Certificate in Horticulture και διετή φοίτηση στο Μαράσλειο δεν είναι επαρκής έρευνα ούτε επαρκής αιτιολογία για το συμπέρασμα της ότι είχε την απαιτούμενη μετεκπαίδευση, αφού δεν αποκαλύπτει τις διεργασίες στις οποίες όφειλε να είχε προβεί για να πληροφορηθεί επαρκώς και έτσι στη συνέχεια να κρίνει, υπάγοντας τα ενώπιον της δεδομένα στις πρόνοιες του σχεδίου υπηρεσίας, αν ικανοποιούντο οι πρόνοιες του σε σχέση με το επίπεδο της εν λόγω φοίτησης ως συνιστούσης μετεκπαίδευση.Αλλά και ιδιαίτερα επί του δευτέρου θέματος διαπιστώνεται η ίδια αντιμετώπιση. Το σχέδιο υπηρεσίας απαιτεί μετεκπαίδευση ενός χρόνου στην ειδικότητα. Για τη φοίτηση στο Μαράσλειο η ΕΕΥ αναφέρει ότι στα βασικά της θέματα περιλαμβάνεται και η Επιστήμη, όμως κανένα στοιχείο στο φάκελλο δεν επισημαίνεται που να αιτιολογεί αυτή τη θέση, αφού το μόνο το οποίο υπάρχει είναι το ίδιο το πτυχίο του Μαρασλείου το οποίο δεν αναφέρει ποια θέματα περιλαμβάνει η φοίτηση και συγκεκριμένα αν είναι στην ειδικότητα της Επιστήμης. Για το National Certificate in Horticulture καμμιά μνεία δεν γίνεται από την ΕΕΥ στο περιεχόμενο του προς διαπίστωση και αιτιολόγηση της θέσης της ότι ο κ. Παπαχριστοδούλου είχε μετεκπαίδευση στην ειδικότητα. Το ίδιο το πτυχίο, το οποίο είναι στο φάκελλο, αναφέρει μάλιστα ότι είναι στο Amenity Horticulture ειδικά. Είναι γεγονός ότι στο φάκελλο υπάρχει μια βεβαίωση από το Hertfordshire College ότι τα κύρια θέματα του εν λόγω πτυχίου είναι τα Applied Science, Horticulture, Hor
ticultural Machinery and Equipment και Records and Supervision, τα οποία αναπτύσσονται λεπτομερώς. Κανένας σχολιασμός δεν έγινε όμως από την ΕΕΥ των εν λόγω στοιχείων και καμμιά προσπάθεια δεν έγινε από την ΕΕΥ να εξετάσει κατά πόσο τα θέματα αυτά εντάσσονται στα πλαίσια της ειδικότητας της Επιστήμης. Κυρίως, όμως, παρατηρώ ότι η πρόνοια του σχεδίου υπηρεσίας είναι ότι η μετεκπαίδευση πρέπει να είναι στην ειδικότητα και όχι, όπως στην περίπτωση της παραγράφου 2(2) ή της παραγράφου 2(3), με βασικό θέμα την ειδικότητα ή με έμφαση στην ειδικότητα αντίστοιχα. Και αν ακόμα δηλαδή η Επιστήμη ήταν ένα από τα βασικά θέματα της φοίτησης στο Μαράσλειο ή στο Hertfordshire College, ή η εν λόγω φοίτηση ήταν με έμφαση στην Επιστήμη, το ερώτημα για την ΕΕΥ δεν ήταν αυτό αλλά κατά πόσο η φοίτηση στο Μαράσλειο ή στο Hertfordshire College συνιστούσε μετεκπαίδευση στην ειδικότητα αυτή καθ΄αυτή και όχι ως μέρος, έστω και βασικό ή με έμφαση, γενικότερων σπουδών. Στο ερώτημα αυτό η ΕΕΥ απέτυχε παντελώς να απευθυνθεί στο σκεπτικό της, με αποτέλεσμα ουσιαστικά να παρερμήνευσε το σχέδιο υπηρεσίας, να μη διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα και να μην αιτιολόγησε το συμπέρασμα της, ελλείψει και οποιωνδήποτε στοιχείων στο φάκελλο τα οποία ενδεχόμενα να αναπληρούσαν τις παραλείψεις της ΕΕΥ.Η κατάληξη αυτή δεν καθιστά αναγκαίο να επιληφθώ του άλλου εγειρόμενου λόγου ακυρώσεως, ότι δηλαδή η κα. Λοϊζίδου υπερτερούσε καταφανώς του κ. Παπαχριστοδούλου, όχι τόσο διότι θα ήταν πλεονασμός αλλά μάλλον διότι, ως εκ της φύσεως του λόγου για τον οποίο ακυρώνεται η απόφαση, δεν παρέχεται συγκεκριμένο έδαφος για τις δέουσες συγκρίσεις στα πλαίσια του άλλου αυτού εγειρόμενου λόγου.
Ακόλουθα, η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Εξαιρουμένων οποιωνδήποτε ισχυουσών προηγουμένων διαταγών, η Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα της Αιτήτριας.
Δ. Χατζηχαμπής
Δ.
/ΚΧ"Π