ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 117/98
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ
:Droussiotis Leisure Games Ltd,
FONT>Αιτήτριας
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Εφόρου Φόρου Εισοδήματος,
Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------
19 Μαΐου 1999
Για την αιτήτρια: Σπ. Ευαγγέλου.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Λ. Χριστοδουλίδου.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Κύρια δραστηριότητα της κατά το 1991, το έτος που εδώ ενδιαφέρει, ήταν η εισαγωγή ηλεκτρονικών και άλλων εξαρτημάτων από τα οποία κατασκεύαζε ηλεκτρονικά παιχνίδια. Το εισόδημα της προερχόταν από την πώληση αυτών των ηλεκτρονικών παιχνιδιών όπως και μπιλιάρδων.
Δήλωση Εισοδήματος και ελεγμένοι λογαριασμοί για το φορολογικό έτος 1991 υποβλήθηκαν στις 10 Φεβρουαρίου 1993. Η αιτήτρια διεκδίκησε έκπτωση για επένδυση με αναφορά στην αξία των ηλεκτρονικών παιχνιδιών που απέκτησε κατά εκείνο το έτος. Η αξία τους ήταν £21.060 και η έκπτωση, με το προβλεπόμενο ποσοστό των 40%, ανερχόταν σε £8.424. Ο Έφορος Φόρου Εισοδήματος δεν επέτρεψε την έκπτωση. Υποβλήθηκε ένσταση. Ο Έφορος την απέρριψε στις 6 Οκτωβρίου 1997, επέβαλε τελική φορολογία και κοινοποίησε το αποτέλεσμα στην αιτήτρια με επιστολή ημερ. 25 Νοεμβρίου 1997.
Από τα διάφορα ζητήματα που τίθενται με την προσφυγή, προωθήθηκαν εν τέλει μόνο δύο. Το ένα αφορά το κατά πόσο διεξήχθη ή όχι επαρκής έρευνα. Προβλήθηκε εκ μέρους της αιτήτριας ότι ο Έφορος "ενήργησε κάτω από πλάνη αναφορικά με τα υπό συζήτηση ηλεκτρονικά παιχνίδια και αυτό ως αποτέλεσμα της παράλειψης του να προχωρήσει σε επαρκή έρευνα αναφορικά με τα εν λόγω παιγνίδια (πως κατασκευάζονται, ποια η τεχνολογία τους, πως λειτουργούν, ποιες οι δυνατότητες τους)." Σημειώνω ότι ο Έφορος, με την επιστολή του ημερ. 9 Μαΐου 1996, ζήτησε από την αιτήτρια πλήρεις λεπτομέρειες και στις 28 Μαΐου 1996 η εταιρεία του απέστειλε, μέσω των ελεγκτών της, εγχειρίδιο με τα τεχνικά στοιχεία που, κατά την άποψη της, υποστήριζαν τη θέση της. Θεωρώ την έρευνα που διεξήγαγε ο Έφορος δέουσα και επαρκή. Και δεν διακρίνω οποιαδήποτε από μέρους του πλάνη περί τα πράγματα.
Το άλλο ζήτημα είναι το κατά πόσο τα ηλεκτρονικά παιχνίδια για τα οποία γινόταν λόγος ενέπιπταν στην έννοια των "ηλεκτρονικών υπολογιστών" αναφορικά με τους οποίους γίνεται, στο άρθρο 12(2)(δ) του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου του 1961 (Ν. 58/61 όπως τροποποιήθηκε), η εξής πρόνοια:
"12(2) .................................................. .............................
.................................. .............................................
< DIR>(δ) σε περιπτώσεις στις οποίες στοιχεία πάγιου ενεργητικού τα οποία αποτελούνται από νέα ρομπότ, ηλεκτρονικούς υπολογιστές περιλαμβανομένων τερματικών, περιφερειακών και λογισμικών προγραμμάτων αποκτούνται και χρησιμοποιούνται για πρώτη φορά κατά τη διάρκεια του φορολογικού έτους, χορηγείται έκπτωση λόγω επένδυσης ίση με σαράντα τοις εκατόν της κεφαλαιουχικής δαπάνης που έγινε περιλαμβανομένης και της δαπάνης εγκατάστασής τους."
Στην αναφερθείσα επιστολή του, ο Έφορος εξήγησε ως ακολούθως τους λόγους για την απόφαση του:
"1) Η ένσταση σας αφορά την απόφαση του Γραφείου μου να θεωρήσει ότι τα ηλεκτρονικά παιγνίδια δεν είναι ήλεκτρονικοί υπολογιστές και να μην επιτρέψει την έκπτωση για επένδυση που διεκδικήσατε με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 12(2)(δ) των Περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων 1961 - 1991.
2) Η συνήθης ερμηνεία του Ηλεκτρονικού Υπολογιστή είναι: Ηλεκτρονική συσκευή για αποθήκευση και επεξεργασία στοιχείων, με βάση οδηγίες που της δόθηκαν από διάφορα προγράμματα.
3) Από τεχνικής απόψεως τα παιγνίδια αυτά εργάζονται και χρησιμοποιούν την ίδια τεχνολογία όπως οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές πλην όμως οι Ηλεκτρονικοί Υπολογιστές μπορούν να υποστηρίξουν και παιγνίδια ενώ τα υπό συζήτηση παιγνίδια δεν μπορούν να υποστηρίζουν άλλου είδους προγράμματος, εκτός των παιγνιδιών.
4) Βασικός σκοπός του άρθρου 12(2)(δ) ήτο και είναι ο εκσυγχρονισμός των επιχειρήσεων με ηλεκτρονικά μέσα όπως οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε για τήρηση των λογιστικών βιβλίων της επιχείρησης είτε για τις διάφορες διαδικασίες για την παραγωγή εμπορευμάτων."
Ο συνήγορος της αιτήτριας ανέπτυξε επιχειρηματολογία για να υποστηρίξει ότι η ερμηνεία που ο Έφορος έδωσε στο άρθρο 12(2)(δ) ήταν εσφαλμένη διότι, πρώτο, το λεκτικό δεν δικαιολογούσε τον περιορισμό της έννοιας των "ηλεκτρονικών υπολογιστών" με αναφορά στον τομέα χρήσης ή δυνατοτήτων των όποιων ηλεκτρονικών συσκευών. Και, δεύτερο, πως αντί ο Έφορος να στηριχθεί στο λεκτικό, προτίμησε ό,τι εκείνος διέκρινε ως το σκοπό της διάταξης. Ο συνήγορος αναφέρθηκε σχετικά στην
John W. Redford v. The Republic (1970) 3 C.L.R. 409 στην οποία επιδοκιμάστηκε το ακόλουθο απόσπασμα από την Cape Brandy Sindicate v. Inland Revenue Commissioners (1921) 1 K.B. 64 στη σελ. 71:"...... in a Taxing Act, one has to look merely at what is clearly said. There is no room for any intendment. There is no equity about tax. There is no presumption as to a tax. Nothing is to be read in, nothing is to be implied. One can only look fairly at the language used."
Έχω τη γνώμη πως η ερμηνευτική προσέγγιση του Εφόρου ήταν ορθή. Καθώς υπέδειξε η Ολομέλεια πρόσφατα στην υπόθεση Ξενοδοχειακές Επιχειρήσεις Πλάζα Λτδ κ.α. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερμασόγειας, Α.Ε. 1804 ημερ. 20 Μαΐου 1998, η αυστηρή ερμηνεία φορολογικών διατάξεων δεν σημαίνει ότι το λεκτικό αντικρύζεται χωρίς αναφορά προς το σκοπό του νόμου. Παρέθεσε αναφορικά με το ζήτημα, το εξής απόσπασμα από την απόφαση του Δικαστή Wilberforce στην
W.T. Ramsay Ltd v. Inland Revenue Comrs (1981) 1 All E.R. 865 (H.L.) στις σελ. 870-71:"A subject is only to be taxed on clear words, not on "intendment" or on the "equity" of an Act ... What are "clear words" is to be ascertained on normal principles; these do not confine the courts to literal interpretation. There may, indeed should, be considered the context and scheme of the relevant Act as a whole, and its purpose may, indeed should, be regarded ...."
Ωστόσο, στην προκείμενη περίπτωση το λεκτικό της ίδιας της διάταξης φανερώνει εναργέστατα το σκοπό της και δεν είναι ανάγκη να ανατρέξει κανείς σε ευρύτερη θεώρηση του νόμου για να τον διακρίνει. Το ότι τα ηλεκτρονικά παιχνίδια έχουν, σε ό,τι αφορά την κατασκευή τους ή και τον τρόπο λειτουργίας τους, ηλεκτρονικά στοιχεία κοινά με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές δεν σημαίνει πως ταυτίζονται σε ό,τι αφορά τη φύση τους. Έπειτα, ακόμα και στην περίπτωση ηλεκτρονικών υπολογιστών, ο όρος στη διάταξη ότι για να επιτρέπεται η έκπτωση οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές πρέπει να "αποκτούνται και χρησιμοποιούνται" υποδηλώνει, κατά την αντίληψη μου, ότι πρέπει να διατηρούνται από την εταιρεία και να τίθενται σε λειτουργία για τη διεξαγωγή της επιχείρησης της εταιρείας ή για τη διοίκηση της και δεν καλύπτει την πώληση τους ως προϊόντων της εταιρείας.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ