ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 444/98
Ενώπιον
: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το ΄Αρθρα 146 και 28 του Συντάγματος
Μεταξύ:-
Ρογήρου Βαρνάβα
Αιτητή
ν.
Ταμείου Θήρας δια της
Επιτροπής Διαχείρισης
Καθ΄ ων η Αίτηση
_ _ _ _ _ _ _ _
20 Απριλίου, 1999
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Για τον Αιτητή: Κος. Α.Σ. Αγγελίδης.
_ _ _ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με τον περί Ταμείου Θήρας Νόμο του 1990, (Νόμος 158/90), ιδρύθηκε ειδικό Ταμείο Θήρας. Το Ταμείο είναι νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Διοικείται από Επιτροπή Διαχείρισης που συγκροτείται από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ως Πρόεδρο, το Γενικό Διευθυντή του Γραφείου Προγραμματισμού, το Γενικό Λογιστή και τρεις δεόντως εξουσιοδοτημένους εκπροσώπους της Κυνηγετικής Ομοσπονδίας Κύπρου, ως μέλη. Η Επιτροπή Διαχείρισης διορίζει τους θηροφύλακες και το υπόλοιπο προσωπικό του Ταμείου η απασχόληση των οποίων χρηματοδοτείται, σύμφωνα με το άρθρο 3(1)(στ), από το Ταμείο.
Ο αιτητής, που κατείχε τη θέση του Λειτουργού Θήρας και Πανίδας στη Δημόσια Υπηρεσία, συνδέθηκε με το Ταμείο Θήρας όταν "μεταφέρθηκε" σ΄ αυτό με βάση το άρθρο 5(Α) του περί Ταμείου Θήρας (Τροποποιητικού) Νόμου του 1995 (Νόμος 32(Ι)/95). Η "μεταφορά" δημοσίων υπαλλήλων στο Ταμείο Θήρας, με βάση τον πιο πάνω τροποποιητικό νόμο, κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι παραβίαζε το ΄Αρθρο 125 του Συντάγματος και την αρχή της διάκρισης των εξουσιών. (Βλ., Κυπριακή Δημοκρατία ν. Αγαθαγγέλου και ΄Αλλου, Αναθεωρητική ΄Εφεση 2377, απόφαση 30/5/1997.) Μετά τη δικαστική αυτή απόφαση ο αιτητής, όπως και οι άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι που είχαν "μεταφερθεί" στο Ταμείο, "επαναφέρθηκαν" στη Δημόσια Υπηρεσία.
Στις 14/8/1997, αφού συμπληρώθηκε η "επαναφορά" στη Δημόσια Υπηρεσία, το Ταμείο Θήρας, ως ξεχωριστό νομικό πρόσωπο, προκήρυξε διάφορες θέσεις μία από τις οποίες ήταν η θέση Λειτουργού Θήρας και Πανίδας. Ο αιτητής διεκδίκησε τη θέση και, στις 22/10/1997, αφού κρίθηκε ως ο καταλληλότερος υποψήφιος, του προσφέρθηκε γραπτός διορισμός. Σε απάντηση της προσφοράς, και προτού αποδεχθεί το διορισμό του, με επιστολή του ημερομηνίας 6/11/1997, ο αιτητής υπέβαλε στην Επιτροπή Διαχείρισης ορισμένα ερωτήματα που είχαν σχέση με την εργασιακή του εξασφάλιση. Ακολούθησε απάντηση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ημερομηνίας 4/12/1997, η οποία κατέληγε με τον καθορισμό προθεσμίας μέσα στην οποία ο αιτητής εκαλείτο να απαντήσει οριστικά κατά πόσο αποδέχετο ή όχι το διορισμό που του προσφέρθηκε. Στις 17/12/1997, μέσα στην ταχθείσα προθεσμία, ο αιτητής απάντησε ότι αποδεχόταν την προφορά για διορισμό και ζήτησε να του αποσταλεί το έγγραφο διορισμού το ταχύτερο δυνατό. Ταυτόχρονα ζήτησε να πληροφορηθεί τη συγκεκριμένη νομική πρόνοια με βάση την οποία θα έπρεπε να ζητήσει την αφυπηρέτηση του από τη Δημόσια Υπηρεσία. Στις 29/12/1997 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, με νέα επιστολή του, πληροφόρησε τον αιτητή για το άρθρο και τη διαδικασία με βάση την οποία θα έπρεπε να υποβάλει αίτημα για πρόωρη αφυπηρέτηση από τη Δημόσια Υπηρεσία. Του έταξε μάλιστα και προθεσμία μέχρι τις 9/1/1998 για να υποβάλει τη σχετική αίτηση. Στις 8/1/1998 ο αιτητής επανήλθε με διάφορα ερωτήματα. Σε απάντηση έλαβε νέα επιστολή από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών με την οποία τον πληροφορούσε ότι η Επιτροπή Διαχείρισης δεν είχε να προσθέσει τίποτε πέραν των όσων αναφέρονταν στις επιστολές της με ημερομηνίες 4/12/1997 και 29/12/1997. Ταυτόχρονα τάχθηκε στον αιτητή νέα προθεσμία για να ζητήσει την πρόωρη αφυπηρέτηση του, μέχρι τις 18/3/1998, με την προειδοποίηση ότι αν η αίτηση του για πρόωρη αφυπηρέτηση από τη Δημόσια Υπηρεσία δεν υποβαλλόταν μέσα στην προθεσμία που τάχθηκε η προσφορά για διορισμό που του έγινε από την Επιτροπή Διαχείρισης θα αποσυρόταν αυτόματα. Ο αιτητής απάντησε στις 18/3/1998 επιμένοντας να τύχει απάντησης στα ερωτήματα του ώστε να προστατεύσει τα νομικά δικαιώματα του και να μην υποστεί εκ νέου την ταλαιπωρία την οποία είχε υποστεί με την αρχική "μεταφορά" του στο Ταμείο Θήρας και την μετέπειτα "μεταφορά" του στη Δημόσια Υπηρεσία. Στις 30/3/1998 ο Γενικος Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών απέστειλε στον αιτητή επιστολή στην οποία ανέφερε τα ακόλουθα:-
"Αναφέρομαι στην επιστολή σας με ημερομηνία 18 Μαρτίου 1998 και σας πληροφορώ ότι το περιεχόμενο της εξετάσθηκε λεπτομερώς από την Επιτροπή Διαχείρισης του Ταμείου Θήρας και ενόψει της συνεχούς υποβολής νέων ερωτημάτων/κωλυμάτων και της καθυστέρησης σας για αποδοχή, με τους όρους του Ταμείου, της προσφοράς εργασίας που σας έχει προσφερθεί με την επιστολή της ημερομηνίας 6 Μαρτίου 1998, η Επιτροπή Διαχείρισης αποφάσισε όπως αυτή αποσυρθεί από 2ας Απριλίου, 1998."
Η πιο πάνω απόφαση είναι το αντικείμενο της προσφυγής.
Ο κύριος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι πουθενά στους σχετικούς διοικητικούς φακέλους, που τέθηκαν ως Τεκμήρια 1 και 2 ενώπιον μου, δεν υπάρχει πρακτικό συνεδρίασης της Επιτροπής Διαχείρισης κατά την οποία συζητήθηκε σε απαρτία το ζήτημα της απόσυρσης ή όχι της προς τον αιτητή προσφοράς της 6/5/1998 και λήφθηκε η απόφαση που κοινοποιήθηκε από το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, ως Πρόεδρο της Επιτροπής, με την πιο πάνω επιστολή του της 30/3/1998. Σύμφωνα με τη νομολογία η τήρηση πρακτικών και η καταγραφή της συζητήσεως και της απόφασης ενός συλλογικού διοικητικού οργάνου αποτελεί υποχρέωση της διοίκησης που επιβάλλεται από τους κανόνες της χρηστής διοίκησης και συνιστά απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση του δικαστικού ελέγχου. Στην προκείμενη περίπτωση δεν υπάρχει ενώπιον μου οποιοδήποτε πρακτικό συνεδρίασης της Επιτροπής Διαχείρισης κατά την οποία αυτή να επιλαμβάνεται του ζητήματος που προέκυψε και να καταλήγει στην απόφαση που κοινοποιήθηκε στον αιτητή με την επιστολή της 30/3/1998. Το γεγονός τούτο καθιστά τον έλεγχο της νομιμότητος της προσβαλλόμενης πράξης ανέφικτο με αποτέλεσμα η απόφαση που κοινοποιήθηκε στον αιτητή να είναι ακυρωτέα.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του ΄Αρθρου 146(4)(β) του Συντάγματος.
Ρ. Γαβριηλίδης,
Δ.
/ΜΝ