ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1999) 4 ΑΑΔ 306

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 829/97

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.

 

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

SOLFERINO INVESTMENTS LTD, από τη Λεμεσό

Αι τητών

και

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω

του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος

Καθ΄ων η αίτηση

------------

31 Μαρτίου 1999

Για τους αιτητές: Χρ. Ραγουζαίου για Γ. Κακογιάννη.

Για τους καθ΄ων η αίτηση: Ε. Κλεόπα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας

 

-------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο ΄Εφορος Φόρου Εισοδήματος έκρινε πως το κέρδος από τη διάθεση ακίνητης ιδιοκτησίας ήταν εμπορικό και διαμόρφωσε ανάλογα τις φορολογικές υποχρεώσεις των αιτητών για φόρο εισοδήματος για τα έτη 1989 - 1993, για έκτακτη εισφορά για τους πρόσφυγες για τριμηνίες που καθορίστηκαν των ετών 1989, 1991 και 1992 και για έκτακτη εισφορά για την άμυνα για εξαμηνίες που καθορίστηκαν των ετών 1989, 1990, 1993 και 1994. Απορρίφθηκαν οι ενστάσεις των αιτητών και ακολούθησε η παρούσα προσφυγή. Στο επίκεντρο της συζήτησης βρίσκεται η αιτιολογία της απόφασης που περιέχεται στην επιστολή του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος ημερομηνίας 7.8.97 την οποία και παραθέτω εξ αρχής:

"1. Σκοπός της εταιρείας ήταν εξ αρχής η αγορά γης για ανέγερση πολυκατοικιών οι οποίες θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν είτε με ενοικίαση είτε με πώληση διαμερισμάτων και την πραγματοποίηση κέρδους.

2. Η γη αγοράστηκε σε περιοχή με μεγάλες προοπτικές για ανάπτυξη (παραλιακή περιοχή Λεμεσού).

3. Η χρηματοδότηση της αγοράς έγινε με δανεισμό από τους μετόχους.

4. Οι κύριοι μέτοχοι και διευθυντές της εταιρείας είτε ασχολούνταν με την αγορά γης και ανέγερση διαμερισμάτων προς πώληση είτε ήταν γνώστες του τομέα οικοδομών και της εμπορίας ακινήτων. Συγκεκριμένα η Epak Estates Ltd που ήταν και η ιθύνουσα εταιρεία κατέχοντας ποσοστό μετοχών πέραν του 90% μέχρι το 1978 ανέλαβε και την ανέγερση των δύο πολυκατοικιών που ανήκουν στην εταιρεία σας από το 1972, ταυτόχρονα με την ανέγερση και άλλων δικών της πολυκατοικιών οι οποίες και διατέθηκαν.

Η αρχική άδεια οικοδομής που εκδόθηκε το 1972 αφορούσε την ανέγερση δύο πολυκατοικιών ενώ σε κατοπινό στάδιο με αίτηση σας ημερομηνίας 20.10.1978 ζητήσατε την ανανέωση και μετατροπή της χρήσης των δύο πολυκατοικιών σε οργανωμένα διαμερίσματα. Οποιοιδήποτε και να ήταν οι αρχικοί σκοποί σίγουρα στις αρχικές σκέψεις ήταν και το γεγονός ότι αν δεν γινόταν κατορθωτή η μετατροπή τους σε οργανωμένα διαμερίσματα ή η εκμετάλλευσή τους με ενοικίαση θα μπορούσαν να πωληθούν με πραγματοποίηση σημαντικού κέρδους.

5. Εφ΄όσον οι ενέργειες που έγιναν για μετατροπή των δύο πολυκατοικιών σε οργανωμένα διαμερίσματα δεν καρποφόρησαν, ακολουθήθηκε η εναλλακτική λύση που ήταν τελικά η πώληση τους σε συγγενική εταιρεία την G.P. Ζαχαριάδης Λτδ η οποία και ανέλαβε τη συμπλήρωση και πώληση των διαμερισμάτων με σκοπό το κέρδος. Η τιμή δε πώλησης των δύο πολυκατοικιών στη συγγενική εταιρεία ήταν τέτοια που φροντίσατε το κέρδος να παραμείνει τελικά στην εταιρεία σας.

6. Το γεγονός ότι στο καταστατικό της εταιρείας δεν περιλαμβάνεται η εμπορία γης δεν είναι δεσμευτικό εφ΄όσον τα γεγονότα από μόνα τους αποδεικνύουν ότι η ίδια η πράξη συνιστά διάθεση ακίνητης ιδιοκτησίας που στην ουσία αποτελούσε εμπορικό απόθεμα της εταιρείας.

7. Η μακρά διάρκεια ιδιοκτησίας του ακινήτου και η παρουσίαση τους στο Πάγιο Ενεργητικό δεν αλλάζει τον αρχικό σκοπό της απόκτησης του που ήταν η πραγματοποίηση κέρδους.

8. Ο ισχυρισμός ότι η πρώτη πολυκατοικία πωλήθηκε για να αποκτηθούν οι χρηματικοί πόροι προς συμπλήρωση της δεύτερης πολυκατοικίας όπως αναφέρθηκε στην επιστολή σας ημερομηνίας 15.11.90 παράγραφος (γ) ενισχύει την άποψη μου για την πρόθεση σας για εμπορική εκμετάλλευση του ακίνητου με σκοπό την πραγματοποίηση εμπορικού κέρδους. Αφού πραγματοποιήσατε ικανοποιητικό κέρδος από την πώληση της πρώτης πολυκατοικίας προχωρήσατε και στη διάθεση της δεύτερης πολυκατοικίας πραγματοποιώντας και πάλι σημαντικό κέρδος.

10. Η αρχική έκδοση φορολογίας κεφαλαιουχικών κερδών έγινε με βάση τη δική σας δήλωση και αυτό δεν είναι δεσμευτικό για τον ΄Εφορο ο οποίος έχει το δικαίωμα να προβαίνει σε αναθεώρηση φορολογιών βάσει των φορολογικών Νόμων."

 

Το ιστορικό της απόκτησης των ακινήτων από τους αιτητές και των δραστηριοτήτων τους σε σχέση με την εκμετάλλευση τους δεν έχει αμφισβητηθεί ουσιαστικά. Θα παραθέσω τους βασικούς σταθμούς. Τους επισημαίνουν οι αιτητές αλλα προς την ίδια κατεύθυνση συγκλίνουν και τα χειρόγραφα σημειώματα στο φάκελλο. Οι παρατηρήσεις που θα ενθέτω, αφορούν σε θέματα τα οποία οι δύο πλευρές συζήτησαν, με ευρύτατη αναφορά στη νομολογία αναφορικά με τους παράγοντες που θα έπρεπε να οδηγήσουν προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση.

1. Οι αιτητές είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Δεν περιλαμβάνεται στους σκοπούς τους η εμπορία ακίνητης περιουσίας.

2. Το 1970 αγόρασαν δυο κτήματα στην περιοχή Γερμασόγειας στη Λεμεσό, έναντι του συνολικού τιμήματος των £30.000. Αυτή ήταν και η μόνη αγορά που πραγματοποίησαν. Συμφωνούν οι δυο πλευρές πως εδώ έχουμε ό,τι περιγράφεται ως "μεμονωμένη πράξη". Δεν αμφισβητείται πως είχαν διαφανεί έκτοτε μεγάλες προοπτικές ανάπτυξης της περιοχής και, πράγματι, η εταιρεία Epak Estates Ltd ήταν η ιθύνουσα των αιτητών, όπως αναφέρεται στην επιστολή του Εφόρου. Αμφισβητείται όμως ότι οι χρηματοδοτήσεις της αγοράς έγιναν "με δανεισμό από τους μετόχους". Είχε εκδοθεί μετοχικό κεφάλαιο και επιπλέον, είχαν χρησιμοποιηθεί κεφάλαια της εταιρείας. Στην αγόρευση για τους καθ΄ων η αίτηση εξηγείται πως ο δανεισμός έγινε αργότερα (1978 - 1980) και αφορούσε στην ανάπτυξη των δυο κτημάτων με την ανέγερση δυο πολυκατοικιών. Επομένως, όπως εξηγείται "δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός τους (των αιτητών) ότι δεν υπήρχε δανεισμός κατά την ανάπτυξη των δυο κτημάτων". Το σχετικό όμως είναι τί εξέλαβε ως γεγονός ο ΄Εφορος.

3. Τα ακίνητα περιλήφθηκαν στο πάγιο ενεργητικό των αιτητών και ήταν η δηλωμένη πρόθεσή τους έκτοτε να μήν τα εμπορευθούν. Δεν αμφισβητείται ότι, στο πλαίσιο σύμβασης που συνήψαν με την Epak Estates Ltd, η τελευταία θα έκτιζε σ΄αυτά δυο πολυκατοικίες, "επ' αντιπαροχή". Οι πολυκατοικίες θα περιέρχονταν στην κατασκευάστρια εταιρεία και θα παρεχόταν στους αιτητές αριθμός διαμερισμάτων. Αυτά τα διαμερίσματα, όπως είναι η θέση των αιτητών, θα τα κρατούσαν προς εκμετάλλευση με ενοικίαση. Ο ΄Εφορος δεν φαίνεται να αμφισβητεί τη γνησιότητα αυτής της θέσης. Αυτό προκύπτει από το συνδυασμό της παραγράφου 1 και του δεύτερου μέρους της παραγράφου 4 της επιστολής του. Η παράγραφος 1 αναφέρεται, όπως την αντιλαμβάνομαι, στις εξ αντικειμένου δυνατότητες. Οι πολυκατοικίες που θα ανεγείρονταν θα μπορούσε να αξιοποιηθούν είτε με ενοικίαση είτε με πώληση διαμερισμάτων. Το δεύτερο σκέλος της παραγράφου 4 εμπεριέχει υπόθεση ως προς το τί θα έπρεπε να ήταν οι σκέψεις των αιτητών στην περίπτωση που θα πραγματοποιόταν ο αρχικός σκοπός, όποιος και να ήταν. Ο συλλογισμός περί πρόθεσης εμπορίας, όπως φαίνεται και από την παράγραφο 5 της ίδιας επιστολής, θεωρείται εναλλακτικός.

4. Το 1972 άρχισε η ανέγερση των δυο πολυκατοικιών αλλά οι εργασίες αναστάληκαν λόγω της τουρκικής εισβολής. Οι πιο κάτω ισχυρισμοί των αιτητών όπως τους πρόβαλαν στον ΄Εφορο, δεν έχουν αμφισβητηθεί.

(α) Μετά την τουρκική εισβολή η κυβέρνηση ενθάρρυνε την ανέγερση και εκμετάλλευση τουριστικών μονάδων για προσέλκυση τουριστών και ανάπτυξη της οικονομίας.

(β) Δέκτες τέτοιας ενθάρρυνσης, ακόμα και πίεσης ήταν και οι αιτητές. Η παρότρυνση ήταν να μετατρέψουν τις δυο πολυκατοικίες σε οργανωμένα τουριστικά διαμερίσματα. Ανταποκρίθηκαν, ακύρωσαν τη σύμβαση με την Epak Estates Ltd, τροποποίησαν τα αρχιτεκτονικα σχέδια και το 1978 υπέβαλαν τις αναγκαίες αιτήσεις για έγκριση. Παρεμβάλλω πως η δανειοδότηση στην οποία αναφέρθηκε η αγόρευση για τους καθ΄ων η αίτηση, αφορούσε ακριβώς στην ανέγερση των οργανωμένων τουριστικών διαμερισμάτων� η οποία όμως δεν ταξινομείται, ως εμπορία. Τα διαμερίσματα θα παρέμεναν ως ιδιοκτησία των αιτητών οι οποίοι και θα τα εκμεταλλεύονταν. Οι αιτητές αναφέρθηκαν και στην ανάγκη αποπληρωμής της Εpak Εstates Ltd για τις δαπάνες ανέγερσης των πολυκατοικιών που είχαν στο μεταξύ πραγματοποιήσει.

(γ) Για λόγους που αναφέρονται και που δεν οφείλονταν σε υπαιτιότητα των αιτητών, παρά τις διαμαρτυρίες τους, παρατηρήθηκε μεγάλη καθυστέρηση στην εξέταση των αιτήσεων τους. Οι άδειες εξασφαλίστηκαν μόλις το 1986 και, πράγματι, προωθήθηκε η κατασκευή του νέου έργου. Με πολύ αργό ρυθμό όμως. Τα δεδομένα είχαν αλλάξει. Το κόστος κατασκευής είχε ανέβει σε πολύ ψηλά επίπεδα και αντιμετώπιζαν πρόβλημα κάλυψής του. Αναγκάστηκαν, επομένως, να πωλήσουν τη μια πολυκατοικία για να μπορέσουν να συμπληρώσουν τα οργανωμένα τουριστικά διαμερίσματα στην άλλη. Η πώληση έγινε το 1989 προς τη συγγενική τους εταιρεία Γ.Π. Ζαχαριάδης Λτδ. Το τίμημα ήταν ένα εκατομμύριο λίρες. ΄Οπως αναφέρεται σε σημείωμα στο φάκελο στο οποίον καταγράφεται το ιστορικό, το κέρδος από την εν λόγω πώληση θεωρήθηκε κεφαλαιουχικό. Πάνω σ΄αυτή τη βάση εκδόθηκε ειδοποίηση επιβολής φορολογίας κεφαλαιουχικών κερδών για το ποσό των £76.590.80 σεντ. Ακολούθησε όμως τροποποίηση του περι Φορολογίας Κεφαλαιουχικών Κερδών Νόμου και οι αιτητές, στη βάση των νέων προνοιών, ζήτησαν αναθεώρηση. Αντ΄αυτού ο ΄Εφορος τους πληροφόρησε πως θεωρούσε ότι το κέρδος από τη διάθεση υπόκειται στις πρόνοιες των περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμων.

(δ) Χρειαζόταν πλέον νέα άδεια που θα αφορούσε μόνο τη μια πολυκατοικία. Οι αιτητές υπέβαλαν τις σχετικές αιτήσεις αλλά, για λόγους που εκτέθηκαν, δεν εγκρίθηκαν. Δεν ήταν δυνατή η πραγματοποίηση του έργου και οι αιτητές, το 1993, αναγκάστηκαν να πωλήσουν πλέον και τη δεύτερη πολυκατοικία στην ίδια εταιρεία έναντι του ποσού του ενός εκατομμυρίου λιρών. Η προσβαλλόμενη απόφαση καλύπτει και αυτή τη διάθεση.

Είναι σαφές πως οι διαθέσεις ταξινομήθηκαν ως εμπορία με αναφορά στο τί θεωρήθηκε ως ο αρχικός σκοπός των αιτητών. Εναλλακτικός, όπως διευκρινίζεται, αλλά αρχικός. Δεν μπορεί να έχει άλλο νόημα η αναφορά στις προοπτικές ανάπτυξης της περιοχής κατά το χρόνο της αγοράς των κτημάτων και στη γνώση ως προς αυτές. Το αναφέρει μάλιστα και ρητά η επιστολή που περιέχει την προσβαλλόμενη απόφαση. Σημειώνεται σ΄αυτή πως η μακρά διάρκεια ιδιοκτησίας του ακινήτου και η παρουσίασή του στο πάγιο ενεργητικό, στοιχεία τα οποία, μεταξύ άλλων, επικαλέστηκαν οι αιτητές για να δείξουν πως δεν αγόρασαν τα κτήματα για να τα εμπορευθούν αλλά αναγκάστηκαν στο τέλος να τα πωλήσουν, "δεν αλλάζει τον αρχικό σκοπό της απόκτησης του που ήταν η πραγματοποίηση κέρδους".

Δεν έχουμε λοιπόν, περίπτωση κατά την οποία, κατά την κρίση του Εφόρου, αρχική επένδυση μετατράπηκε μεταγενέστερα σε εμπορικό απόθεμα. Οπότε θα ετίθετο ζήτημα εμπορίας με εναρκτήριο σημείο, κατά τα δεδομένα του οποίου και θα υπολογιζόταν ο φόρος εισοδήματος, το χρόνο της μετατροπής. (Βλ. Mitchell Bros v. Τomlinson (Η.Μ. Ιnspector of Taxes) (1957) 37 Tax Cas 224, Taylor v. Good (1974) 1 All E.R. 1137, Georghiades v. Republic (1982) 3 CLR 659 στη σελ. 671). Κάτω από αυτό το πρίσμα, οι εξελίξεις μετά την αγορά των κτημάτων αποκτούσαν σημασία μόνο στο βαθμό που θα συντελούσαν στη διάγνωση της αρχικής πρόθεσης και του έκτοτε χαρακτήρα της περιουσίας ως εμπορικού στοιχείου. Διαφορετικά, είναι στοιχείο ουδέτερο. Οι ενέργειες προς επαύξηση της αξίας περιουσίας που δεν συνιστά στοιχείο εμπορίας με προοπτική την πώληση, δεν είναι αφ΄εαυτών δηλωτικές εμπορίας. (βλ. Hudson's Bay Co Ltd v. Stevens (1909) 5 Tax Cas 424, C.H.Rand v. The Alberni Land Co Ltd (1920) 7 Tax Cas 629, Taylor v. Good ( ανωτέρω).

Ο Έφορος θεώρησε πως ο ισχυρισμός των αιτητών ότι το προϊόν της πώλησης της πρώτης πολυκατοικίας θα εχρησιμοποιείτο για την αποπεράτωση της δεύτερης, ενισχύει την άποψή του για την πρόθεσή τους "για εμπορική εκμετάλλευση του ακινήτου με σκοπό την πραγματοποίηση εμπορικού κέρδους". Δεν μπορώ να αντιληφθώ τη σύνδεση που έγινε. Με ποιό τρόπο δηλαδή η πώληση εκείνου που κατά τα δεδομένα προοριζόταν, όπως φαίνεται να δέχεται ο ΄Εφορος, να αξιοποιηθεί ως επένδυση έδειχνε πως η περιουσία ήταν εξ αρχής εμπορικό απόθεμα.

Πρόσθεσε ο ΄Εφορος πως αφού πραγματοποιήθηκε ικανοποιητικό κέρδος από την πρώτη πώληση, ακολούθησε η δεύτερη, με το ίδιο κερδοφόρο αποτέλεσμα. Και πάλιν δημιουργείται ερώτημα ως προς τη σημασία που αποδίδεται στο γεγονός της πραγματοποίησης κέρδους. Σε υποθέσεις αυτής της φύσης το κέρδος είναι δεδομένο. Χωρίς διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης και της τιμής πώλησης, δεν υπάρχει αντικείμενο για συζήτηση. Εκείνο που έχει σημασία είναι η φύση του κέρδους - αν είναι εμπορικό ή όχι. Και αυτός ο προσδιορισμός δεν μπορεί να είναι συνάρτηση της ύπαρξης κέρδους, που είναι το δεδομένο. Εκείνο που μετρά είναι ο χαρακτήρας του περιουσιακού στοιχείου που διατίθεται. Αν είναι εμπορικό έχουμε εμπορία (Βλ. Georghiades (ανωτέρω) σελ. 669). Ούτε η προσδοκία πως θα αυξηθεί στο μέλλον η αξία επένδυσης δεν αρκεί για την ταξινόμηση του κέρδους που προκύπτει εν τέλει, ως εμπορικού. (βλ. Yiannakis Droushiotis v. Republic (1967) 1 CLR 15, στη σελίδα 26). Αφήνεται ισχυρή η εντύπωση πως επί του προκειμένου ο ΄Εφορος λειτούργησε κάτω από πλάνη ως προς το νόμο.

Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, φαίνεται πως ήταν καταλυτικής σημασίας ο συλλογισμός περί εναλλακτικής πρόθεσης για εμπορία. Ενώ δηλαδή δεν απορρίπτει ο ΄Εφορος τον ισχυρισμό των αιτητών ως προς τον προορισμό των κτημάτων, τους αποδίδει σκέψεις για εμπορία αν αυτός δεν πραγματοποιόταν. Πρώτα, μια επι μέρους παρατήρηση. Ο ΄Εφορος αποδίδει στους αιτητές ως αρχική, σκέψη και την εμπορία, σε περίπτωση που δεν θα γινόταν κατορθωτή η μετατροπή τους σε οργανωμένα διαμερίσματα. Είδαμε όμως πως το σχέδιο για τέτοια διαμερίσματα υπεισήλθε στην εικόνα πολλά χρόνια μετά την αγορά των κτημάτων.

Το πιό σημαντικό όμως είναι η ίδια η αναφορά σε "αρχικές σκέψεις" κατ΄αντιδιαστολή προς τους "αρχικούς σκοπούς". Το ζητούμενο είναι ο χαρακτήρας των ακινήτων ως αποθέματος. Αν γνησίως κατά τα αντικειμενικά δεδομένα προορίζονταν να αποτελέσουν επένδυση και όχι στοιχείο εμπορίας, δεν μπορώ να αντιληφθώ την υπέρβαση που έγινε και την αναφορά σε εναλλακτικές σκέψεις που θα πρέπει να είχαν οι αιτητές. Αν αυτό ήταν επιτρεπτό, θα ίσχυε σε κάθε περίπτωση όσο ισχυρή και αν είναι η εικόνα της επένδυσης. Μόνο και μόνο επειδή το ορισμένο ακίνητο μπορούσε να είναι στοιχείο επένδυσης αλλά και εμπορικής εκμετάλλευσης. Το εγχείρημα όμως δεν μπορεί να είναι θεωρητικό. Στη βάση νόμιμων κριτηρίων σε κάθε περίπτωση αναζητούμε ως πραγματικό γεγονός την αληθή φύση του περιουσιακού στοιχείου. (Βλ. Edwards v. Bairstow (1955) 3 All ER 48). Δεν είναι δυνατό την ίδια στιγμή, το ίδιο ακίνητο, να είναι επένδυση και, εναλλακτικά, εμπορικό απόθεμα. Μπορεί να είναι ή το ένα ή το άλλο. Αν στη βάση των δεδομένων, κατά ορισμένο χρόνο, αποτελεί επένδυση η φορολογική υποχρέωση θα καθοριστεί πάνω σ΄αυτή τη βάση. Η πώληση δεν θα είναι εμπορικής φύσης. Εκτός αν αργότερα επέρχεται μετατροπή στο χαρακτήρα του, όπως προανέφερα.

Συζητήθηκαν από τους ευπαίδευτους συνηγόρους των δυο πλευρών όσα, κατά την πάγια νομολογία μας, κρίθηκαν ως παράγοντες που κατά περίπτωση νομίμως αξιολογούνται στο πλαίσιο του συνόλου των περιστατικών. Το γεγονός ότι δεν περιλαμβανόταν στους σκοπούς των αιτητών η εμπορία γης, το γεγονός ότι έχουμε μεμονωμένη πράξη και το γεγονός ότι οι αιτητές πώλησαν τα ακίνητα πολλά χρόνια μετά την αγορά τους. Αφού, μάλιστα, μεσολάβησαν οι προσπάθειές τους για αξιοποίησή τους ως επενδύσεις. ΄Ομως, όπως είδαμε, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν στηρίκτηκε στην αμφισβήτηση του δηλωθέντος ως σκοπού για τον οποίο αγοράστηκαν τα ακίνητα. Ούτε τέθηκε ποτέ θέμα αναφορικά με τη γνησιότητα των προσπαθειών πρώτα για την απόκτηση διαμερισμάτων προς ενοικίαση και, στη συνέχεια, για την κατασκευή οργανωμένων τουριστικών διαμερισμάτων. ΄Ο,τι επενέργησε είναι η εσφαλμένη, νομίζω, αντίληψη αναφορικά με τις εναλλακτικές "αρχικές σκέψεις" αλλά και η εσφαλμένη αντίκρυση του γεγονότος ότι πραγματοποιήθηκε κέρδος.

Μέσα σ΄αυτό το πλαίσιο το οποίο κατά τη γνώμη μου αποκαλύπτει πλάνη ως προς το νόμο, τα άλλα είναι δευτερεύουσας σημασίας. Ακόμα και η κατά ενδεχόμενη πλάνη περί τα πράγματα αναφορά σε χρηματοδότηση της αγοράς των ακινήτων, με δανεισμό. Επίσης η αναφορά στις προοπτικές ανάπτυξης της περιοχής και η αποδιδόμενη στους αιτητές γνώση γι΄αυτές. Αν και ως προς αυτό δημιουργούνται πρόσθετα ερωτηματικά αναφορικά με την κατεύθυνση προς την οποία θεωρήθηκε ότι οδηγούσε. Ούτως ή άλλως δεν φαίνεται να απασχόλησε αν οι προοπτικές ανάπτυξης και η γνώση τους συμβιβάζονταν και με το σκοπό της απόκτησης των διαμερισμάτων προς ενοικίαση.

Η προσφυγή επιτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

 

Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ

/ΜΣι.

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο