ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 655/96
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ
:Μαρίας Σωκράτους Παναγιώτου,
Αιτήτριας
- και -
Επάρχου Πάφου,
Καθ΄ ου η αίτηση
---------------------------
11 Μαρτίου 1999
Για την αιτήτρια: Μ. Βασιλείου.
Για τον καθ΄ ου η αίτηση: Ν. Νικολαΐδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια, που είναι ιδιοκτήτρια των τεμαχίων 393 και 394 του Φ/Σ XLVI/37 στο χωριό Σαλαμιού, προσβάλλει την απόφαση του Επάρχου Πάφου, ημερ. 16 Μαΐου 1996, με την οποία χορηγήθηκε στο ενδιαφερόμενο πρόσωπο Παρθενόπη Κυριάκου, ιδιοκτήτρια του όμορου κτήματος τεμ. 395, η υπ΄ αρ. 22510 άδεια οικοδομής.
Η αιτήτρια διατείνεται ότι με την άδεια θίγονται, εξ αιτίας παρανομίας, δικά της συμφέροντα. Φαίνεται κατ΄ αρχήν να νομιμοποιείται στην προσφυγή αφού τα όσα θέτει εύλογα χρήζουν εξέτασης. Ως αποτέλεσμα της οποίας θα φανεί αν εν τέλει θεμελιώνεται το επικαλούμενο έννομο συμφέρον: βλ. τις αποφάσεις της Ολομέλειας στη Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας Α.Ε. 1425, ημερ. 29 Φεβρουαρίου 1996 και Δημοκρατία κ.α. ν. Συμβουλίου Βελτιώσεως Γερίου Α.Ε. 2156 και 2158, ημερ. 27 Φεβρουαρίου 1998.
Η αιτήτρια εξειδίκευσε ως τομείς παρανομίας στους οποίους, κατά τους ισχυρισμούς της, προσέκρουε η παραχώρηση της επίδικης άδειας:
α) Επέμβαση στη δική της ακίνητη ιδιοκτησία, τεμάχια 393 και 394, αφού στην άδεια διαλαμβανόταν πως μέρος της οικοδομής θα ανεγειρόταν σε σημείο όπου ήδη από παλαιά υπήρχε επέμβαση υπό μορφή άλλης ερειπωμένης οικοδομής.
β) Κατάργηση ή παραγνώριση δημόσιου δρόμου ή δικαιώματος διαβάσεως, διαμέσου του τεμαχίου 395 του ενδιαφερόμενου προσώπου, προς όφελος του τεμαχίου 393 της αιτήτριας.
γ) Μη έκδοση προηγουμένως πολεοδομικής άδειας.
δ) Μη τήρηση της προβλεπομένης στους Κανονισμούς απόστασης μεταξύ της οικοδομής για την οποία εκδόθηκε η άδεια οικοδομής και των συνόρων των τεμαχίων της αιτήτριας, με επακόλουθο να αποστερείται η αιτήτρια, σε εκείνη την πλευρά, της δυνατότητας για παράθυρα που να ανοίγουν ώστε να απολαμβάνει αέρα και φως.
Αυτά όλα επιδέχονται σύντομης απάντησης. Θα τα πάρω με την ίδια σειρά που τα εξέθεσα:
α) Προκύπτει πράγματι πως κάποια ερειπωμένη παλαιά οικοδομή, ό,τι και αν ήταν κάποτε - είτε πετρόκτιστο κτίριο όπως το περιέγραψε η αρμόδια αρχή, είτε μάντρα όπως αντέτειναν οι συνήγοροι της αιτήτριας - η οποία βρισκόταν στο κτήμα του ενδιαφερομένου προσώπου, εκτεινόταν σε μικρό μέρος του κτήματος της αιτήτριας. Όμως, όπως φαίνεται από τα υποβληθέντα σχέδια με βάση τα οποία εκδόθηκε η άδεια, προβλεπόταν άρση της επέμβασης. Το υπέδειξε αυτό ο Έπαρχος με επιστολή του προς την αιτήτρια, ημερ. 17 Οκτωβρίου 1996.
β) Στις 10 Ιουνίου 1995, προτού το ενδιαφερόμενο πρόσωπο υποβάλει την αίτηση για άδεια οικοδομής, αποτάθηκε στο Κτηματολόγιο για επίλυση συνοριακής διαφοράς βάσει του άρθρου 58 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224 όπως τροποποιήθηκε. Η απόφαση του Διευθυντή γνωστοποιήθηκε με ειδοποίηση ημερ. 22 Ιανουαρίου 1996. Σύμφωνα με την απόφαση, μια λωρίδα γης που βρισκόταν στο σύνορο μεταξύ του τεμαχίου 395 του ενδιαφερομένου προσώπου και του τεμαχίου 394 της αιτήτριας και που είχε από περίπου οκτώ χρόνια επιστρωθεί με μπετόν και εχρησιμοποιείτο από την αιτήτρια ως πέρασμα, αποτελούσε μέρος του τεμαχίου 395. Η επίστρωση είχε γίνει από τη Χωριτική Αρχή Σαλαμιούς, προφανώς χωρίς να γνωρίζει ότι επρόκειτο για ιδιωτική περιουσία. Αυτό το τελευταίο προκύπτει από το πρακτικό συνεδρίας της Χωριτικής Αρχής, ημερ. 16 Ιουλίου 1996, κατά την οποία εξετάστηκε αίτημα της αιτήτριας για εγγραφή της λωρίδας ως δημόσιου δρόμου. Η Χωριτική Αρχή, αφού αναφέρθηκε στο ιστορικό, απέρριψε το αίτημα, επισημαίνοντας αφενός ότι, όπως διαπίστωσε το Κτηματολόγιο, επρόκειτο περί ιδιωτικής γης και αφετέρου ότι αποκλειόταν η απαλλοτρίωση διότι δεν εξυπηρετείτο δημόσιο όφελος από τη δημιουργία τέτοιου δρόμου. Θα πρέπει εξ άλλου να σημειωθεί ότι το τεμάχιο 395 δεν βαρύνεται με οποιοδήποτε δικαίωμα διάβασης προς όφελος των τεμαχίων 393 και 394. Τουναντίον δικαίωμα διάβασης έχει το τεμάχιο 393 της αιτήτριας επί του άλλου τεμαχίου της, του 394. Τέλος, ας σημειωθεί σχετικά με αυτό το θέμα ότι η απόφαση του Διευθυντή δεν προσεβλήθη. Η εκδοθείσα άδεια ορθά λοιπόν ήταν που λάμβανε υπόψη την εν λόγω κτηματολογική διαπίστωση.
γ) Ως προς το ζήτημα πολεοδομικής άδειας, είναι η θέση της αιτήτριας πως απαιτείτο τέτοια άδεια αλλά δεν λήφθηκε. Εξήγησε δε ότι σύμφωνα με τον περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμο, απαιτείτο διότι επρόκειτο στην ουσία περί ανέγερσης νέας οικοδομής και όχι προσθήκης σε υφιστάμενη οπότε δεν θα χρειαζόταν τέτοια άδεια. Υπέβαλε σχετικά ότι ο Έπαρχος δεν διεξήγαγε δέουσα έρευνα με επιτόπια επίσκεψη για να διακριβώσει την κατάσταση επί του εδάφους, με αποτέλεσμα λανθασμένα να δεχθεί ότι υπήρχε παλαιά οικοδομή με την οποία συνδέονταν τα νέα σχέδια για ανέγερση κατοικίας, ενώ ό,τι υπήρχε δεν ήταν παρά μόνο το μέρος κάποιων τοίχων παλαιάς μάντρας. Πάντως, το κατά πόσο επρόκειτο για εντελώς νέα οικοδομή ή για προσθήκες σε υφισταμένη, δεν έχει εν προκειμένω σημασία παρά μόνο σε σχέση με τη θέση της αιτήτριας ότι στην πρώτη περίπτωση ήταν απαραίτητη η πολεοδομική άδεια ως προϋπόθεση για την έκδοση άδειας ανέγερσης οικοδομής. Η θέση όμως αυτή της αιτήτριας δεν ευσταθεί. Όπως ορθά υπέδειξε η συνήγορος για τον καθ΄ ου, σύμφωνα με διάταγμα που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 22 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972 (όπως τροποποιήθηκε) δεν απαιτείτο για το χωριό Σαλαμιού άδεια από την Πολεοδομική Αρχή ούτε στη μια περίπτωση ούτε στην άλλη: βλ. Κ.Δ.Π. 360/90.
δ) Η αιτήτρια υπέβαλε ότι η έλλειψη όρου στην άδεια για απόσταση της οικοδομής τουλάχιστο 10 πόδια από τα σύνορα των δικών της κτημάτων, αποτελούσε παρανομία. Το ζήτημα της απόστασης οικοδομής από τα σύνορα κτήματος, ρυθμίζεται από τον Καν. 6(3) - (7) των περί Οδών και Οικοδομών Κανονισμών: βλ. Δευτερογενής Νομοθεσία, Τόμος Ι, σελ. 307, με τις τροποποιήσεις που ακολούθησαν. Δεν προκύπτει από ό,τι τέθηκε ενώπιον μου πως στην προκείμενη περίπτωση καθίστατο
αναγκαία η απόσταση των 10΄. Η θέση λοιπόν της αιτήτριας για παράβαση παρέμεινε χωρίς τεκμηρίωση.Η προσφυγή αποτυγχάνει. Και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ