ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 883/97

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΡΑΜΒΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Μιχαήλ Φωτίου, από τη Λεμεσό,

Αιτητή,

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1. Λειτουργού Εγγραφής,

2. Γενικού Διευθυντή Υπουργείου

Εσωτερικών,

Καθ΄ων η αίτηση.

- - - - - -

29 Ιανουαρίου, 1999.

Για τον αιτητή: κ. Μ. Τριανταφυλλίδης.

Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ. Α. Χριστοφόρου.

- - - - - -

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ο αιτητής υπέβαλε αίτηση για να αποκτήσουν αυτός και η οικογένειά του προσφυγική ταυτότητα με βάση τα κριτήρια που καθορίζονται στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αρ. 42465 ημερομηνίας 19.4.95. Κατόπιν εξέτασης, ο Λειτουργός Εγγραφής απέρριψε το αίτημα και η απορριπτική απόφαση κοινοποιήθηκε στο δικηγόρο του αιτητή με επιστολή ημερ. 14.8.97. Με την παρούσα προσφυγή επιδιώκεται η ακύρωση της πιο πάνω απορριπτικής απόφασης.

Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αρ. 42465 ημερομηνίας 19.4.95 ο όρος "εκτοπισθείς" διευρύνθηκε για να καλύψει σύμφωνα με την παράγραφο 10(α):

"α. Πρόσωπα τα οποία πριν και μέχρι την εισβολή είχαν τη μόνιμη κατοικία τους στις ελεύθερες περιοχές λόγω του επαγγέλματος τους αλλά το σπίτι τους ή/και γενικά η περιουσία τους ήταν στις κατεχόμενες περιοχές."

 

 

 

Η παράγραφος 11 της ίδιας απόφασης ενδεικτικά απαριθμεί τα "κύρια κριτήρια" για ένταξη αιτητών στον όρο "εκτοπισθείς" με την πιο πάνω διευρυμένη έννοια. Μεταξύ των κριτηρίων που ρητά απαριθμούνται στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου είναι η καταγωγή των αιτητών, η κατοχή κατοικίας ή άλλης ακίνητης ιδιοκτησίας ή άλλης περιουσίας τόσο στις κατεχόμενες όσο και στις ελεύθερες περιοχές, αν οι αιτητές ήταν υποχρεωμένοι να διαμένουν στις ελεύθερες περιοχές ένεκα του επαγγέλματος τους ή η κατοχή προσφυγικής ταυτότητας από τους γονείς.

Στην προκείμενη περίπτωση η αίτηση εξετάστηκε με βάση τα στοιχεία που αναφέρονται στην αίτηση καθώς και με βάση τα στοιχεία που έφερε στο φως η έρευνα της διοίκησης. Τα εν λόγω στοιχεία συνοψίζονται στη συνέχεια:

Ο αιτητής γεννήθηκε στην Κλεπίνη και μεγάλωσε στον Αγιο Επίκτητο. Οι γονείς του κατέχουν προσφυγική ταυτότητα. Είναι κάτοχος οικίας και χωραφιού στον Αγιο Επίκτητο, περιουσία που μεταβιβάστηκε επ΄ ονόματί του πριν από την εισβολή.

Ο αιτητής ήταν γραμμένος στους εκλογικούς καταλόγους της επαρχίας Κερύνειας και μετά την εισβολή, συνέχισε να ασκεί τα εκλογικά του δικαιώματα στις ελεύθερες περιοχές ως κάτοικος της επαρχίας Κερύνειας. Τελευταία, και παρά τις διαμαρτυρίες του, διαγράφηκε το όνομά του από τους εν λόγω εκλογικούς καταλόγους επειδή δεν ήταν κάτοχος προσφυγικής ταυτότητας.

Ο αιτητής ασκούσε το επάγγελμα του νοσηλευτικού λειτουργού. Από το 1963 μέχρι το 1966 εργαζόταν στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και από το 1966 μέχρι το 1984 στο Νοσοκομείο Λεμεσού. Νυμφεύθηκε το 1967 και από τότε διαμένει με την οικογένειά του σε οικία με πλήρη επίπλωση στη Λεμεσό. Η γυναίκα του και οι γονείς της κατάγονται από χωριό της επαρχίας Λεμεσού και δεν είναι εκτοπισθέντες.

Κατά τον χρόνο της εισβολής ο αιτητής και η σύζυγός του ήταν συνιδιοκτήτες κατά ½ μερίδιο ο καθένας μιας ισόγειας οικίας στην περιοχή Αγίας Φύλας Λεμεσού.

Ο αιτητής, πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι πριν από την εισβολή προσπάθησε να μετατεθεί στον τόπο της καταγωγής του και ότι η προσπάθεια του απέτυχε επειδή οι θέσεις στο νοσηλευτικό επάγγελμα ήταν περιορισμένες. Ο τόπος διαμονής του αιτητή κατά την περίοδο που εργαζόταν στη Λευκωσία είναι άγνωστος γεγονός το οποίο καταγράφεται στο σχετικό σημείωμα της διοίκησης που βρίσκεται καταχωρημένο στον φάκελο της υπόθεσης.

Το αίτημα απορρίφθηκε με την αιτιολογία (βλ. επιστολή ημερομηνίας 14.8.97) ότι:

"2. Από την αξιολόγηση όλων των στοιχείων που υπέβαλε ο αιτητής και αυτών που προέκυψαν από την έρευνα του Γραφείου μας και γενικά το σύνολο των στοιχείων που υπάρχουν στο διοικητικό φάκελο, ιδιαίτερα όμως του γεγονότος ότι η σύζυγος του κατάγεται από τις ελεύθερες περιοχές και ουδέποτε κατοίκησε στα κατεχόμενα, ενώ από το 1967 που παντρεύτηκαν διέμεναν στη Λεμεσό όπου είχαν και ιδιόκτητη κατοικία, κρίθηκε ότι δεν καλύπτονται από την πιο πάνω απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου για να θεωρηθούν εκτοπισμένοι και η αίτησή τους απορρίφθηκε.

3. Σημειώνεται πως σκοπός της πιο πάνω απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου είναι να θεωρηθούν πρόσφυγες εκτοπισθέντες πρόσωπα/οικογένειες που έχασαν λόγω της τουρκικής εισβολής στα κατεχόμενα το ιδιόκτητο σπίτι ή/και γενικά την περιουσία τους ενώ πριν και μέχρι την τουρκική εισβολή είχαν λόγω του επαγγέλματος τους τη μόνιμη κατοικία, δηλαδή τη διαμονή τους, στις ελεύθερες περιοχές, χωρίς να είχαν κατά τον ίδιο χρόνο ιδιόκτητο σπίτι ή/και γενικά περιουσία στις ελεύθερες περιοχές.

4. Σημειώνεται, επίσης, ότι λήφθηκαν σφαιρικά υπόψη και τα 11 κύρια κριτήρια της παραγράφου αρ.11 της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου που αναφέρεται πιο πάνω."

Η υποβολή αιτήματος για απόκτηση προσφυγικής ταυτότητας με βάση την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 19.4.95 εμπεριέχει την αναγνώριση ότι "η μόνιμη κατοικία" του αιτητή πριν και μετά την εισβολή βρισκόταν στις ελεύθερες περιοχές. Ο όρος "μόνιμη κατοικία" για τους σκοπούς του Σχεδίου Βοήθειας Εκτοπισθέντων και Παθόντων σημαίνει τη συνήθη διαμονή σε αντιδιαστολή προς την προσωρινή ή έκτακτη. Βλ. Λεμεσιανού ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Προσφ. 823/96 - 17.12.96.

Στην προκείμενη περίπτωση η εργασία και η μόνιμη κατοικία του αιτητή πριν και μετά την εισβολή βρίσκονταν στις ελεύθερες περιοχές και έτσι το ζητούμενο ήταν η διαπίστωση του κατά πόσο ο αιτητής διατηρούσε την μόνιμη κατοικία του στις ελεύθερες περιοχές λόγω του επαγγέλματός του ενώ το σπίτι ή και γενικά η περιουσία του ήταν στις κατεχόμενες περιοχές. Υπήρχε συνεπώς ανάγκη εξέτασης της αίτησης με βάση τα έντεκα κριτήρια που απαριθμούνται στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερομηνίας 19.4.95 προκειμένου να διακριβωθεί κατά πόσο πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις για την έγκριση του αιτήματος. Αυτή η εξέταση δημιουργεί στη διοίκηση την υποχρέωση διεξαγωγής έρευνας προς διαπίστωση όλων των στοιχείων και γεγονότων που αναφέρονται και έχουν σχέση με κάθε ένα από τα εν λόγω κριτήρια έτσι ώστε κατά τη λήψη της απόφασης να υπάρχει ως υπόβαθρο το κατά το δυνατό ευρύτερο φάσμα γεγονότων.

Ενώπιον της διοίκησης υπήρχαν στοιχεία τα οποία αναφέρονται σε όλα σχεδόν τα κριτήρια που απαριθμούνται στην απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου. Ορισμένα από αυτά έχρηζαν περαιτέρω διερεύνησης. Για παράδειγμα, ο ισχυρισμός του αιτητή περί των προσπαθειών που κατέβαλε για μετάθεση στον τόπο της καταγωγής του δεν φαίνεται να διερευνήθηκε από τη διοίκηση ούτε γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στην επίδικη απόφαση σχετικά με αυτό τον ισχυρισμό. Αν εκληφθεί ότι η διοίκηση αποδέχτηκε πως ο αιτητής προέβη σε διαβήματα για την μετάθεση του στον τόπο της καταγωγής του αλλά για λόγους ανεξάρτητους της θελήσεως του η προσπάθεια απέτυχε αυτό το γεγονός αποτελεί σημαντικό κριτήριο για τους σκοπούς εξέτασης της συγκεκριμένης υπόθεσης χωρίς ωστόσο να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στην αιτιολογία της απόφασης. Αν από την άλλη ο ισχυρισμός αυτός δεν λήφθηκε καθόλου υπόψη θα αναμενόταν κάποια εξήγηση.

Από την επίδικη απόφαση ελλείπει επίσης οποιαδήποτε αναφορά στο κατά πόσο ο αιτητής λόγω του επαγγέλματός του ήταν υποχρεωμένος να διαμένει στον τόπο της εργασίας του αντί στον Αγιο Επίκτητο όπου διατηρούσε οικία και άλλη περιουσία. Η καταγωγή του αιτητή και η υπό των γονέων του κατοχή προσφυγικής ταυτότητας δεν αναφέρονται στην απόφαση ούτε επίσης αναφέρεται οτιδήποτε σχετικά με το θέμα της απόστασης του τόπου εργασίας του αιτητή κατά τον χρόνο της εισβολής από τον τόπο της καταγωγής του.

Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της. Βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 CLR 476.

Στην Φιλιππίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, Προσφ. 711/96 ημερ. 27.5.97 ο Δικαστής Καλλής αποφαίνεται πως η αιτιολογία απόφασης που λαμβάνεται στα πλαίσια εφαρμογής της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου αρ. 42465 ημερομηνίας 19.4.95 πρέπει να ικανοποιεί τις πιο κάτω προϋποθέσεις:

"(α) Η αναφορά στα έντεκα κριτήρια πρέπει να καταλαμβάνει δεσπόζουσα θέση στην αιτιολογία.

(β) Η αιτιολογία πρέπει να συνδέεται άμεσα και με τρόπο σαφή με τα έντεκα κριτήρια. Πρέπει να υποδεικνύει ποιές είναι οι απαντήσεις στα ερωτήματα που θέτουν τα κριτήρια και ποιές από τις απαντήσεις συνηγορούν υπέρ της απόρριψης ή της έγκρισης του αιτήματος. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα καταστεί εφικτός και δυνατός ο δικαστικός έλεγχος."

Συμφωνώ με την πιο πάνω προσέγγιση. Η ικανοποίηση των δύο πιο πάνω προϋποθέσεων παρέχει την δυνατότητα άσκησης δικαστικού ελέγχου ενόψει μάλιστα των δυσκολιών που συνήθως παρουσιάζονται σε κάθε υπόθεση ενόψει του σχετικά μεγάλου αριθμού κριτηρίων που έχει θέσει η διοίκηση και που είναι υποχρεωμένη να λαμβάνει υπόψη κατά την εξέταση αιτήσεων.

Στην προκείμενη περίπτωση το αίτημα απορρίφθηκε επειδή ο αιτητής και η μη εκτοπισθείσα σύζυγός του κατά το χρόνο της εισβολής ήταν συνιδιοκτήτες οικίας στη Λεμεσό και ο αιτητής από το 1963 μέχρι το 1966 εργαζόταν στο νοσοκομείο Λευκωσίας και από το 1966 μέχρι την εισβολή εργαζόταν στο νοσοκομείο Λεμεσού. Οι πιο πάνω λόγοι δεν συνιστούν κατά την κρίση μου επαρκή αιτιολογία της επίδικης απόφασης εφόσον στην εν λόγω αιτιολογία δεν γίνεται αναφορά σε όλα τα κριτήρια ούτε και συνδέεται άμεσα και με τρόπο σαφή με τα εν λόγω κριτήρια. Αποφαίνομαι ότι η αιτιολογία της προσβαλλόμενης απόφασης δεν παρέχει τα απαραίτητα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητάς της. Το κενό δεν μπορεί να καλυφθεί από το περιεχόμενο του φακέλου στο οποίο δεν γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία. Από την επίδικη απόφαση ελλείπει η αναφορά στα στοιχεία και κριτήρια με βάση τα οποία έχει ενεργήσει η διοίκηση προς διαμόρφωση της τελικής κρίσης.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται λόγω έλλειψης αιτιολογίας.

 

 

Α. Κραμβής,

Δ.

ΑΦ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο