ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Ανδρέου Αδάμος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 4 ΑΑΔ 1203
Σιακαλλή Τζιακούρη Χρύσα ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1999) 3 ΑΑΔ 223
Χατζηχάννας Βραχίμης και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 4 ΑΑΔ 163
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 304/97
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ
:Κώστα Κυριάκου, από τη Λευκωσία
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ων η αίτηση
_____________
29 Ιανουαρίου, 1999
Για τον αιτητή : κ. Α. Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ων η αίτηση : κ. Γ. Στυλιανίδης, Δικηγόρος της
της Δημοκρατίας, για Γεν. Εισαγγελέα.
Για ενδιαφερόμενο μέρος : κ. Ι. Νικολάου για κ.κ. Μαρκίδη, Μαρκίδη και
Σια.
_____________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
O αιτητής αξιώνει ακύρωση της προαγωγής του ενδιαφερόμενου μέρους στη μόνιμη θέση Πρώτου Κτηματολογικού Λειτουργού (Τακτικός Προϋπολογισμός) Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 24.1.1997.
Προηγούμενη απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής αναφερόμενη ως "η Επιτροπή") ημερομηνίας 19.8.1992, με την οποία προήγαγε τρία πρόσωπα στην πιο πάνω θέση από 15.9.1992 ακυρώθηκε στις 4.7.1996 από το Ανώτατο Δικαστήριο.
Η Επιτροπή σε συνεδρίες της ημερ. 19.11.1996 και 6.12.1996, έχοντας υπ΄ όψιν τις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου επανεξέτασε το θέμα πλήρωσης των τριών θέσεων Πρώτου Κτηματολογικού Λειτουργού που κενώθηκαν. Η Επιτροπή, αφού άκουσε τις συστάσεις του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Εσωτερικών, κατέληξε ότι το ενδιαφερόμενο μέρος και δύο άλλοι υποψήφιοι υπερείχαν και τους πρόσφερε προαγωγή αναδρομικά από 15.9.1992.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι κατά την επανεξέταση η Επιτροπή παράνομα αποφάσισε, άνκαι δεν είχε ενώπιόν της νόμιμη έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, όπως απαιτεί ο περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 1990, Ν.1/90, να μην παραπέμψει το θέμα στη Συμβουλευτική.
Είναι η θέση του αιτητή ότι η Επιτροπή υπό πλάνη θεώρησε ότι η διαφοροποίηση στη σύνθεση της Συμβουλευτικής δεν της επέτρεπε να επανεξετάσει. Οι συστάσεις του προϊσταμένου δεν είχαν κριθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο ως άκυρες και συνεπώς προκύπτει το ερώτημα γιατί στην υπό εξέταση διαδικασία να κληθεί άλλος (ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εσωτερικών, αφού ο Διευθυντής του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας κωλυόταν όντας ένας των υποψηφίων), ιδιαίτερα εν όψει του γεγονότος ότι η επανεξέταση δεν άρχισε από το στάδιο της Συμβουλευτικής που προηγήθηκε της τότε σύστασης.
Ο αιτητής περαιτέρω προβάλλει τον ισχυρισμό ότι υπερτερεί σε αξία του ενδιαφερόμενου μέρους του οποίου ακαδημαϊκό προσόν, μη απαιτούμενο από το σχέδιο υπηρεσίας, υπερτονίστηκε. Περαιτέρω προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η σύσταση του Διευθυντή υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους είναι αδικαιολόγητη, αφού συγκρούεται με τα στοιχεία των φακέλων.
Μετά την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής ημερ. 19.8.1992 από το Ανώτατο Δικαστήριο, η Επιτροπή προέβη στην επανεξέταση της πλήρωσης των τριών θέσεων με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο. Η Επιτροπή διαπίστωσε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν είχε αιτιολογήσει την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιόν της προφορική εξέταση, αλλά αποφάσισε να μην παραπέμψει το θέμα στη Συμβουλευτική για αιτιολόγηση, αφού η Συμβουλευτική δεν μπορούσε να ανασυσταθεί.
Δεν παρέπεμψε το θέμα ούτε και σε νέα Συμβουλευτική Επιτροπή γιατί έτσι η σύσταση θα στηριζόταν στα προσόντα των υποψηφίων για τα οποία αρμόδια να αποφασίσει τελικά ήταν η ίδια η Επιτροπή, καθώς και στα στοιχεία των φακέλων που επίσης βρίσκονταν ενώπιον της Επιτροπής.
Έτσι η Επιτροπή αποφάσισε να επανεξετάσει το θέμα με υποψήφιους όλους τους αιτητές που πληρούσαν τις απαιτήσεις του σχεδίου υπηρεσίας, νοουμένου ότι αυτοί είχαν ανταποκριθεί στην πρόσκληση της Συμβουλευτικής και της Επιτροπής να παραστούν στην ενώπιόν τους προφορική εξέταση.
Ο αιτητής υποστηρίζει ότι η Επιτροπή όφειλε να διατάξει επανεξέταση εξ υπαρχής για να αρθεί η παρανομία και ταυτόχρονα να τηρηθούν οι πρόνοιες των άρθρων 32 και 34 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν. 1/90.
Η σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής και ο τρόπος λειτουργίας της προβλέπεται λεπτομερώς στα άρθρα 32 έως 34 του Νόμου 1/90. Το άρθρο 34 (6) προβλέπει ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή, αφού λάβει υπ΄ όψιν της τα αποτελέσματα της εξέτασης των υποψηφίων, τα προσόντα τους, το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και τα υπόλοιπα στοιχεία των αιτήσεων, αποστέλλει στην Επιτροπή αιτιολογημένη έκθεση για όλους τους υποψήφιους και κατάλογο που περιέχει τα ονόματα που συστήνει για επιλογή. Η Επιτροπή προβαίνει στην επιλογή των καταλληλότερων υποψηφίων αφού λάβει υπ΄όψιν της και την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής (άρθρο 34 (9)).
΄Οπως τονίζει η Δήμητρα Κοντόγιωργα Θεοχαροπούλου στη μελέτη της Αι συνέπειαι της ακυρώσεως διοικητικής πράξεως έναντι της διοικήσεως κατόπιν ασκήσεως αιτήσεως ακυρώσεως η έννοια της "αυτής συνθέσεως του οργάνου
" δεν αναφέρεται στα πρόσωπα αλλά στην ιδιότητα υπό την οποία σύμφωνα με το νόμο πρέπει να μετέχουν στο όργανο, δεδομένου ότι τα πρόσωπα δυνατόν να έχασαν την εν λόγω ιδιότητα. Επίσης στις υποθέσεις Γεώργιος Λυώνας ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 683, ημερ. 14.6.1990 και Δημοκρατία ν. Αλέκος Πιτσιλλίδης κ.α., Α.Ε. 1086, ημερ. 13.12.1990 αποφασίστηκε ότι κατά την επανεξέταση ακυρωθείσας απόφασης ορθά κλήθηκε ο προϊστάμενος του τμήματος να προβεί σε συστάσεις, εφ΄ όσον οι συστάσεις στις οποίες είχε προβεί κατά την ακυρωθείσα διαδικασία προϊστάμενος που είχε εν τω μεταξύ αφυπηρετήσει, κρίθηκαν ουσιαστικά ανύπαρκτες, λόγω ουσιώδους νομικού ελαττώματος (βλέπε επίσης Ελευθερίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου, Υποθ. Αρ. 629/91, ημερ. 10.7.1992, Χριστάλλα Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (Νο.2) (1993) 3 Α.Α.Δ. 258, 278. Βλέπε όμως και Χριστίνα Καραολή ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 252/92, ημερ. 8.4.1998 και Λήδα Κουρσουμπά κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 856/96 κ.α., ημερ. 18.12.1998).Σύμφωνα με τα Πορίσματα της Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικράτειας 1929-1959, σελ. 193, όταν ο νόμος απαιτεί απλή γνώμη, το αποφασίζον όργανο οφείλει μεν να προκαλέσει και ακούσει τη γνώμη, δεν οφείλει όμως να συμμορφωθεί προς αυτήν, άνκαι σε μια τέτοια περίπτωση υποχρεούται να αιτιολογήσει ειδικώς την απόκλισή του από τη γνώμη αυτή.
Πιστεύω ότι η Επιτροπή είχε καθήκον να παραπέμψει το θέμα στη Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία μπορούσε να επανασυσταθεί με διαφορετική σύνθεση με σκοπό τη διερεύνηση των προσόντων των υποψηφίων και την ετοιμασία του καταλόγου που προβλέπεται από το άρθρο 34 (6), χωρίς βέβαια να λάβει υπ΄ όψιν τα αποτελέσματα της συνέντευξης των υποψηφίων. Η θέση της Επιτροπής ότι οι συστάσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής θα στηρίζονταν στα προσόντα των υποψηφίων για τα οποία αρμόδια να αποφασίσει ήταν η ίδια, καθώς και τα στοιχεία των φακέλων που βρίσκονταν εν πάση περιπτώσει ενώπιον της Επιτροπής, είναι λανθασμένη γιατί από τη στιγμή που η εξέταση από τη Συμβουλευτική προνοείται από το νόμο, η διαδικασία της Συμβουλευτικής δεν μπορούσε να παρακαμφθεί. Επαναλαμβάνουμε ότι, όπως είδαμε, η θέση ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν μπορούσε να επανασυσταθεί ήταν πεπλανημένη.
Πιστεύω ότι η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί γιατί η Επιτροπή ενήργησε κατά παράβαση του άρθρου 34 (6) του Νόμου 1/90. Περαιτέρω η Επιτροπή τελούσε σε ουσιώδη πλάνη όταν θεώρησε ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή δεν μπορούσε να επανασυσταθεί και να ετοιμάσει νέο κατάλογο με αποτέλεσμα η προσβαλλόμενη απόφαση να ληφθεί, χωρίς να υπάρχουν ενώπιον της Επιτροπής ουσιώδη και σχετικά στοιχεία.
Εν όψει των πιο πάνω η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Φρ. Νικολαΐδης
Δ.
/ΜΔ