ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
PANG. ENOSIS EPIST. CHIMIKON ν. M. EDCUATION (1983) 3 CLR 745
Σταυρίδη κ.α. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 ΑΑΔ 303
Δημοτική Επ. Αγ. Δομετίου ν. Χριστοφόρου κ.α. (1994) 3 ΑΑΔ 434
Λουκά Άννα Π. ν. Kυπριακής Δημοκρατίας μέσω του Yπουργικού Συμβουλίου και Άλλου (1996) 3 ΑΑΔ 413
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(1998) 4 ΑΑΔ 1232
23 Δεκεμβρίου, 1998
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΝΙΚΗ Γ. ΜΑΡΑΓΚΟΥ,
2. ΑΝΝΑ Γ. ΜΑΡΑΓΚΟΥ,
3. ΜΑΡΙΝΑ Γ. ΜΑΡΑΓΚΟΥ,
4. DR. GEORGE G. MARANGOS ESTATES LTD,
Aιτήτριες,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 837/96)
Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Γνωστοποίηση απαλλοτρίωσης και διάταγμα απαλλοτρίωσης ― Μετά την έκδοση του διατάγματος, αυτό αποτελεί τη μόνη εκτελεστή διοικητική πράξη.
Αναγκαστική Απαλλοτρίωση ― Η αρμοδιότητα του Υπουργικού Συμβουλίου να εκδίδει διατάγματα αππαλοτρίωσης ― Διάφορος η αρμοδιότητα συγκεκριμένου Υπουργού να παραλάβει τις οιεσδήποτε ενστάσεις κατά της Γνωστοποίησης.
Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο ― Τίτλος της προσφυγής ― Τροποποίηση ― Η δυνατότητα και αυτεπάγγελτης από το Δικαστήριο τροποποίησης του τίτλου.
Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ― Άρθρο 29 ― Το περιεχόμενο του δικαιώματος του αναφέρεσθαι ― Παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις της παράλειψης της διοίκησης να απαντήσει σε γραπτό αίτημα ― Τυπική απάντηση η οποία δεν περιέχει αρνητική ή θετική θέση δεν αρκεί.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Προσφυγή κατά παραλείψεως ― Το περιεχόμενο και λεκτικό της ακυρωτικής απόφασης που αφορά παράλειψη.
Οι αιτητές προσέβαλαν την παράλειψη των καθ' ων η αίτηση να απαντήσουν σε επιστολή τους με την οποία ζητούσαν την ανάκληση της απαλλοτρίωσης των ακινήτων τους.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη παράλειψη, αποφάσισε ότι:
1. H γνωστοποίηση αποτελεί απλώς μέρος της διοικητικής διαδικασίας που οδηγεί στην τελική πράξη έκδοσης του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης, η οποία είναι η μόνη εκτελεστή.
Η επίκληση του Άρθρου 7(2) του Ν. 15/62 για τη στήριξη εκείνου από τα αιτήματα των αιτητριών που αφορά στην ανάκληση, δεν λαμβάνει υπόψη ότι κατόπιν της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης, εκδόθηκε Διάταγμα Απαλλοτρίωσης για το οποίο πρέπει να καταλογιστεί γνώση. Αλλά ακόμα και μετά που το γεγονός και τα στοιχεία της δημοσίευσης του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης εξετέθηκαν στην ένσταση της Δημοκρατίας, οι αιτήτριες διατήρησαν την ίδια πορεία. Στην κύρια αγόρευση οι συνήγοροι των αιτητριών αναφέρθηκαν «... στο ενδεχόμενο που οι Καθ' ων η αίτηση προχωρήσουν στη δηλωμένη (αλλά συνεχώς ακυρούμενη) πρόθεσή τους να απαλλοτριώσουν την περιουσία των Αιτητών με έκδοση Διατάγματος Απαλλοτρίωσης ...»
Το αίτημα λοιπόν των αιτητριών, το οποίο αναφέρεται σε παράλειψη ανάκλησης της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης δεν ανταποκρίνεται, από νομική άποψη, στις ανάγκες της περίπτωσης, αφού με την έκδοση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης η Γνωστοποίηση έπαυσε να έχει πια σημασία. Και έρεισμα για εξέταση ζητήματος που να αφορά το ίδιο το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης δεν προσφέρει η παρούσα προσφυγή.
2. Oι αιτήτριες θα έπρεπε να είχαν απευθυνθεί προς το Υπουργικό Συμβούλιο που εξέδωσε το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης και όχι στον Υπουργό Οικονομικών προς τον οποίο, σύμφωνα με τη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, θα αποστέλλονταν οι όποιες ενστάσεις. Δεν παρασχέθηκε ένδειξη ότι υπήρξε εν προκειμένω εκχώρηση εξουσίας δυνάμει του Ν. 23/62. Το ίδιο και η προσφυγή στρεφόταν κατά της Δημοκρατίας μέσω του Υπουργού Οικονομικών. Χρειαζόταν ως εκ τούτου τροποποίηση τίτλου, η οποία επετεύχθη με αυτεπάγγελτη ενέργεια του Δικαστηρίου.
3. Ως προς το ζήτημα της τήρησης του Άρθρου 29 του Συντάγματος, ο συνήγορος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε ότι η επιστολή του Υπουργού Οικονομικών, ημερ. 5 Αυγούστου, 1996, αποτελούσε αρκετή απάντηση, παρόλο που συνίστατο σε μόνο την πληροφόρηση ότι αναμενόταν η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ώστε να δοθεί οριστική απάντηση. Αυτό δεν μπορεί να γίνει δεκτό. Ο Υπουργός Οικονομικών δεν ήταν αρμόδιος. Και όφειλε να είχε διαβιβάσει το αίτημα στην αρμόδια αρχή που ήταν το Υπουργικό Συμβούλιο.
Αν η επιστολή προερχόταν από την αρμόδια αρχή, αποδοχή της εισήγησης του συνηγόρου θα σήμαινε ότι το δικαίωμα που παρέχει το Άρθρο 29 του Συντάγματος δεν θα ήταν παρά μόνο γράμμα στο χαρτί, χωρίς καμία αξία. Αναμένεται σε τέτοιες περιπτώσεις η τοποθέτηση της διοίκησης. Αρνητική ή θετική. Και εδώ δεν επρόκειτο για ζήτημα κλειστό σε σχέση με το οποίο η διοίκηση δεν είχε υποχρέωση να ανταποκριθεί.
4. Η προσφυγή επιτυγχάνει σε αυτήν την έκταση. Κηρύσσεται, βάσει του Άρθρου 146.4(γ) του Συντάγματος, ότι δεν έπρεπε να είχε προκύψει η προσβαλλόμενη παράλειψη της απάντησης στο γραπτό αίτημα των αιτητριών ημερ. 17 Ιουλίου, 1996 και ότι παν το παραληφθέν έδει να είχεν εκτελεσθεί. Αυτή η διατύπωση στηρίζεται στην ερμηνεία της παραγράφου 4(γ) του Άρθρου 146 του Συντάγματος, την οποία έδωσε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στη Hannis Djirkalli v. The Republic, 1 R.S.C.C. 36.
Επιδικάζεται υπέρ των αιτητριών το ήμισυ των εξόδων.
Διαταγή ως ανωτέρω.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Σταυρίδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 303,
Λούκα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 413,
Christodoulou v. Republic, 1 R.S.C.C. 1,
Δημοτική Επιτροπή Αγ. Δομετίου ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 434,
Pangyprios Enosis Epistimonon Chimikon v. Minister of Education (1983) 3 C.L.R. 745,
Ηannis Djirkalli v. Republic, 1 R.S.C.C. 36.
Προσφυγή.
Προσφυγή κατά της παράλειψης των Kαθ' ων η αίτηση να ανακαλέσουν Γνωστοποίηση Aπαλλοτρίωσης.
Τ. Παπαδόπουλος, για τις Aιτήτριες.
Π. Κληρίδης, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, για τους Kαθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
NIKOΛAOY, Δ.: Στις 27 Απριλίου 1990 δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας η Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης Αρ. 611. Αφορούσε έκταση γης στην οποία συμπεριλαμβάνονταν τεμάχια των αιτητών στην ενορία Άγιος Ανδρέας, Λευκωσία. Προοριζόταν για την ανέγερση νέων κυβερνητικών επαρχιακών γραφείων. Ακολούθησε, στις 15 Φεβρουαρίου 1991, η δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης Αρ. 213 ημερ. 7 Φεβρουαρίου 1991 αναφορικά με το ίδιο ζήτημα. Το Διάταγμα δεν προσεβλήθη. Πέρασαν όμως χρόνια χωρίς να καταστεί δυνατή η προώθηση του έργου. Κι αυτό διότι η Βουλή των Αντιπροσώπων δεν ενέκρινε το αναγκαίο κονδύλι. Διαφωτίζει η ακόλουθη περικοπή από τα πρακτικά της Επιτροπής Οικονομικών και Προϋπολογισμού της Βουλής σχετικά με τον Προϋπολογισμό του 1996. Τα οποία απηχούσαν προηγούμενες αντιρρήσεις που επαναλήφθηκαν για το έτος 1997:
"Ανέγερση Επαρχιακών Κυβερνητικών Κτιρίων στη Λευκωσία
Η Επιτροπή εισηγείται τη διαγραφή του κονδυλιού για την ανέγερση επαρχιακών κυβερνητικών κτιρίων στην οδό Κινύρα στη Λευκωσία, γιατί πιστεύει ότι το έργο αυτό δε δικαιολογείται από τις σύγχρονες αντιλήψεις για το φυσικό και δομημένο περιβάλλον. Η Επιτροπή πιστεύει ότι η ανέγερση των κτιρίων στο σημείο αυτό της πόλης θα επιφέρει οικολογική επιβάρυνση στην περιοχή και οξύτατο συγκοινωνιακό πρόβλημα. Για τους λόγους αυτούς η Επιτροπή επανειλημμένα τα τελευταία χρόνια έχει καταψηφίσει το σχετικό κονδύλι, αλλά είναι έτοιμη να εγκρίνει αποζημιώσεις για απαλλοτριώσεις σε οποιαδήποτε άλλη περιοχή που θα θεωρηθεί από τους ειδικούς κατάλληλη για ανέγερση των κτιρίων αυτών."
Με επιστολή, ημερ. 17 Ιουλίου 1996, των συνηγόρων των αιτητριών προς τον Υπουργό Οικονομικών, ζητήθηκε ανάκληση της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης λόγω της επελθούσας καθυστέρησης. Παραθέτω το κείμενο:
"Ανα: Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης αρ. 611 ακίνητης ιδιοκτησίας με περιγραφή τεμάχια αρ. 83 (όλον), 84 (όλον), 82 (όλον) και 67/2 (όλον) στην Ενορίαν Αγίου Ανδρέα, Λευκωσία [Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ημερ. 27/4/90]
__________________________
Ενεργώντας από μέρους και κατ' εντολήν των πελατών μας κ.κ. Καίτης Γ. Μαραγκού, Νίκης Γ. Μαραγκού, Άννας Γ. Μαραγκού, Μαρίνας Γ. Μαραγκού και George N. Marangos Estates Ltd, ιδιοκτητών των πιο πάνω ακινήτων, αναφερόμαστε στην πιο πάνω Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης και με την παρούσα παρακαλούμε όπως ανακαλέσετε αυτή δεδομένου ότι παρά την παρέλευση έξι και πλέον ετών από την επίσημη γνωστοποίηση της απαλλοτρίωσης η απαλλοτριούσα αρχή δεν έχει προβεί σε οποιοδήποτε έργο προς επίτευξη των σκοπών της απαλλοτρίωσης.
Επισημαίνουμε πως την ρητή και γραπτή ανάκληση της πιο πάνω Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης επιβάλλουν το άρθρο 15 των περί Αναγκαστικής Απαλλοτρίωσης Νόμων του 1962 έως 1988 [Ν. 15/62 όπως αυτός τροποποιήθηκε μεταγενέστερα με τους Ν. 15/83, (sic) N. 148/85 και Ν. 84/88] καθώς επίσης και οι πάγια καθιερωμένες και νομολογημένες αρχές της νομιμότητας και της ασφάλειας δικαίου.
Αναμένοντας πως θα πράξετε τα δέοντα το συντομότερο.
Με τιμή
..............................................................................................................."
Ως αποτέλεσμα, ο Υπουργός Οικονομικών απέστειλε την ακόλουθη επιστολή, ημερ. 5 Αυγούστου 1996:
"Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης αρ. 611 ακίνητης ιδιοκτησίας με περιγραφή τεμάχια αρ. 83 (όλον) 84 (όλον) 82 (όλον) και 67/2 (όλον) στην Ενορία Αγίου Ανδρέου Λευκωσία
____________________________
Αναφέρομαι στην επιστολή σας με αρ. 10/2732 και ημερομηνία 17 Ιουλίου, 1996 σχετικά με το πιο πάνω θέμα και σας πληροφορώ ότι, μετά από εισήγηση του Επιτρόπου Διοικήσεως, έχουμε ζητήσει Νομική Συμβουλή από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Η απόφαση μας επί του θέματος θα σας κοινοποιηθεί όταν θα έχουμε την απάντηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας."
Τίποτε όμως δεν κοινοποιήθηκε έκτοτε. Ας σημειωθεί ότι ο Επίτροπος Διοικήσεως στον οποίο αναφερόταν ο Υπουργός, είχε εισηγηθεί, σε έκθεση ημερ. 11 Απριλίου 1996, όπως "αρθεί η απαλλοτρίωση". Κι αυτό ενόψει της αντίθεσης της Βουλής στην κατασκευή του έργου στο συγκεκριμένο χώρο με τη συνακόλουθη άρνηση της να εγκρίνει το σχετικό κονδύλι.
Στο μεταξύ, στις 15 Οκτωβρίου 1996, οι αιτήτριες καταχώρησαν την παρούσα προσφυγή με την οποία συγκεκριμένα αξιώνουν:
"Α. Δήλωση ή/και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η συνεχιζόμενη παράλειψη των Καθ' ων η Αίτηση να επιληφθούν της ουσίας του γραπτού αιτήματος των Αιτητών ημερ. 17/7/1996 ή/και η συνεχιζόμενη παράλειψη αυτών να ανακαλέσουν την Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης αρ. 611 (ημερ. 27/4/1990), ως οφείλουν, είναι άκυρη και στερείται οποιουδήποτε νομίμου αποτελέσματος.
Β. Δήλωση ή/και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι ο,τιδήποτε παραλείπεται εκ μέρους των Καθ' ων η Αίτηση σχετικά με το γραπτό αίτημα των Αιτητών ημερ. 17/7/1996 αυτό παράνομα παραλείπεται και θα πρέπει να διενεργηθεί.
Γ. ........................................................................................................"
Μου φαίνεται, όσο και αν μπορούσε να ήταν ευκρινέστερα διατυπωμένη η αξίωση, να συμπροσβάλλονται δύο εμφανιζόμενες ως παραλείψεις. Η πρώτη αφορά σε μη ανάκληση της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης. ενώ η δεύτερη σε μη απάντηση στο αίτημα ημερ. 17 Ιουλίου 1996. Και έτσι ήταν που συζητήθηκε η υπόθεση.
Παρατηρώ ότι ενώ οι αιτήτριες, με την επιστολή των συνηγόρων τους ημερ. 17 Ιουλίου 1996, επικαλούντο το άρθρο 15 του Ν. 15/62 όπως τροποποιήθηκε (βλ. Ν. 25/83, Ν. 148/85 και Ν. 84/88), το οποίο προϋποθέτει την έκδοση Διατάγματος Απαλλοτρίωσης, εζητείτο εντούτοις ανάκληση της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης. Όμως, καθώς είναι νομολογημένο, η Γνωστοποίηση αποτελεί απλώς μέρος της διοικητικής διαδικασίας που οδηγεί στην τελική πράξη έκδοσης του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης η οποία είναι η μόνη εκτελεστή: βλ. Σταυρίδη κ.ά. ν. Δημοκρατίας (1992) 3 Α.Α.Δ. 303 και Λούκα ν. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 413.
Πρόνοια για ανάκληση Γνωστοποίησης γίνεται στο άρθρο 7(1) του Ν. 15/62. Το οποίο όμως οι αιτήτριες δεν επικαλέστηκαν και δεν συζητήθηκε. Θα έλεγα πάντως ότι το εδάφιο (1) του άρθρου 7 η διατύπωση του οποίου θα μπορούσε ίσως να δημιουργήσει προβλήματα, θα πρέπει τώρα να αντικρυστεί υπό το φως των αρχών δικαίου που υπογράμμισαν οι αναφερθείσες αποφάσεις της Ολομέλειας. Αλλά δεν παρίσταται ανάγκη να επεκταθώ. Την επιχειρηματολογία που οι συνήγοροι των αιτητριών ανέπτυξαν στην κύρια γραπτή αγόρευση τους, τη στήριξαν μόνο στο εδάφιο (2) του άρθρου 7 του Νόμου και, γενικότερα, στα Άρθρα 23, 28 και 29 του Συντάγματος. Η μετέπειτα, με την απαντητική αγόρευση τους, γενική αναφορά στα "άρθρα 7 έως 15" του Νόμου δεν προωθούσε οποιοδήποτε συλλογισμό προς συγκεκριμένη κατεύθυνση άλλη από εκείνη που ενωρίτερα συζητήθηκε στη βάση του εδαφίου (2) του άρθρου 7. Διαλαμβάνεται στο εδάφιο (2) ότι:
"7(1) .....................................................................................................
(2) Εάν το διάταγμα απαλλοτριώσεως το αφορών εις ιδιοκτησίαν ή μέρος ιδιοκτησίας, αναφερομένης έν τινι γνωστοποιήσει απαλλοτριώσεως, δεν δημοσιευθή εντός δέκα μηνών από της δημοσιεύσεως της τοιαύτης γνωστοποιήσεως εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας, ή, εάν εντός δέκα μηνών από της δημοσιεύσεως της τοιαύτης γνωστοποιήσεως εν τη επισήμω εφημερίδι της Δημοκρατίας δεν προσφερθή η υπολογισθείσα αποζημίωσις, η επομένη της τοιαύτης γνωστοποιήσεως διαδικασία ατονεί και η σκοπουμένη απαλλοτρίωσις αναφορικώς προς την τοιαύτην ιδιοκτησίαν ή μέρος της ιδιοκτησίας λογίζεται ως εγκαταλειφθείσα."
Η επίκληση του άρθρου 7(2) για τη στήριξη εκείνου από τα αιτήματα των αιτητριών που αφορά στην ανάκληση, δεν λαμβάνει υπόψη ότι κατόπιν της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης, εκδόθηκε Διάταγμα Απαλλοτρίωσης για το οποίο πρέπει να καταλογιστεί γνώση. Αλλά ακόμα και μετά που το γεγονός και τα στοιχεία της δημοσίευσης του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης εξετέθηκαν στην ένσταση της Δημοκρατίας, οι αιτήτριες διατήρησαν την ίδια πορεία. Στην κύρια αγόρευση οι συνήγοροι των αιτητριών αναφέρθηκαν "..... στο ενδεχόμενο που οι Καθ' ων η Αίτηση προχωρήσουν στη δηλωμένη (αλλά συνεχώς ακυρούμενη) πρόθεση τους να απαλλοτριώσουν την περιουσία των Αιτητών με έκδοση Διατάγματος Απαλλοτρίωσης ......"
Το αίτημα λοιπόν των αιτητριών το οποίο αναφέρεται σε παράλειψη ανάκλησης της Γνωστοποίησης Απαλλοτρίωσης δεν ανταποκρίνεται, από νομική άποψη, στις ανάγκες της περίπτωσης αφού με την έκδοση του Διατάγματος Απαλλοτρίωσης η Γνωστοποίηση έπαυσε να έχει πια σημασία. Και έρεισμα για εξέταση ζητήματος που να αφορά το ίδιο το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης δεν προσφέρει η παρούσα προσφυγή.
Όμως αυτό εν τέλει δεν έχει παρά μόνο θεωρητική σημασία. Διότι, κατά το στάδιο των διευκρινήσεων, η συνήγορος των αιτητριών δήλωσε πως με την προσφυγή προσβάλλεται μόνο η παράλειψη του Υπουργού Οικονομικών να απαντήσει. Το έθεσε ως εξής:
"Λυκούργου: Διευκρινιστικά επί του προδικαστικού θέματος νομίζω ότι είναι σαφές από το αιτητικό ότι προσβαλλόμενη είναι η παράλειψη του Υπουργού Οικονομικών να απαντήσει επί του αιτήματος μας για ανάκληση της γνωστοποίησης απαλλοτρίωσης, δηλαδή να επιληφθεί επί της ουσίας της συγκεκριμένης επιστολής ημερομηνίας 17 Ιουλίου 1996. Δεν υπάρχουν δύο προσβαλλόμενες πράξεις. Υπάρχει μία πράξη η οποία διατυπώνεται με διαφορετικό τρόπο."
Θα προχωρήσω λοιπόν σε εξέταση του αν δόθηκε ή όχι απάντηση.
Είναι όμως πρώτα ανάγκη να αναφερθώ σε μια δικονομική εξέλιξη. Οι αιτήτριες θα έπρεπε να είχαν απευθυνθεί προς το Υπουργικό Συμβούλιο που εξέδωσε το Διάταγμα Απαλλοτρίωσης και όχι στον Υπουργό Οικονομικών προς τον οποίο, σύμφωνα με τη Γνωστοποίηση Απαλλοτρίωσης, θα αποστέλλονταν οι όποιες ενστάσεις. Δεν παρασχέθηκε ένδειξη ότι υπήρξε εν προκειμένω εκχώρηση εξουσίας δυνάμει του Ν. 23/62. Το ίδιο και η προσφυγή στρεφόταν κατά της Δημοκρατίας μέσω του Υπουργού Οικονομικών. Χρειαζόταν ως εκ τούτου τροποποίηση τίτλου. Επιλήφθηκα αυτού του δικονομικού ζητήματος αυτεπάγγελτα και αφού, κατά τη γνώμη μου, δεν επηρεαζόταν δυσμενώς είτε διάδικος είτε το συμφέρον της δικαιοσύνης, εξέδωσα σχετικό διάταγμα σύμφωνα με την πρακτική που εγκαινίασε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στη Christodoulou v. Republic, 1 R.S.C.C. 1.
Ο συνήγορος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε ότι η επιστολή του Υπουργού Οικονομικών ημερ. 5 Αυγούστου 1996 αποτελούσε αρκετή απάντηση παρόλον που συνίστατο σε μόνο την πληροφόρηση ότι αναμενόταν η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ώστε να δοθεί οριστική απάντηση. Δεν μπορώ να συμφωνήσω. Κατ' αρχήν ο Υπουργός Οικονομικών δεν ήταν αρμόδιος. Και όφειλε να είχε διαβιβάσει το αίτημα στην αρμόδια αρχή που ήταν το Υπουργικό Συμβούλιο: βλ. Δημοτική Επιτροπή Αγ. Δομετίου ν. Χριστοφόρου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 434 (στη σελ. 447). Έπειτα αν η επιστολή προερχόταν από την αρμόδια αρχή, αποδοχή της εισήγησης του συνηγόρου θα σήμαινε ότι το δικαίωμα που παρέχει το Άρθρο 29 του Συντάγματος δεν θα ήταν παρά μόνο γράμμα στο χαρτί χωρίς καμιά αξία. Αναμένεται σε τέτοιες περιπτώσεις η τοποθέτηση της διοίκησης. Αρνητική ή θετική. Και εδώ δεν επρόκειτο για ζήτημα κλειστό σε σχέση με το οποίο η διοίκηση δεν είχε υποχρέωση να ανταποκριθεί: βλ. Pangyprios Enosis Epistimonon Chimikon v. Minister of Education (1983) 3 C.L.R. 745. Όπως παρατήρησε η Ολομέλεια στην υπόθεση Δημοτική Επιτροπή Αγ. Δομετίου ν. Χριστοφόρου κ.ά. (ανωτέρω) (στη σελ. 447):
"Το Άρθρο 29 δημιουργεί δικαίωμα στον πολίτη και υποχρέωση στην αρχή να αποφασίσει ταχέως και να δώσει αιτιολογημένη απάντηση. Έτσι ανυψώνεται νομικά και ηθικά ο πολίτης, γιατί, με συνταγματική επιταγή, τυγχάνει έμπρακτα σεβασμού από τις δημόσιες αρχές."
Εν προκειμένω η Δημοκρατία παρέλειψε να εκπληρώσει αυτή τη Συνταγματική υποχρέωση.
Η προσφυγή επιτυγχάνει στην έκταση που ανέφερα. Κηρύσσεται, βάσει του Άρθρου 146.4(γ) του Συντάγματος, ότι δεν θα έπρεπε να είχε προκύψει η προσβαλλόμενη παράλειψη της μη απάντησης στο γραπτό αίτημα των αιτητριών ημερ. 17 Ιουλίου 1996 και ότι παν το παραληφθέν έδει να είχεν εκτελεσθεί. Αυτή η διατύπωση στηρίζεται στην ερμηνεία της παραγράφου 4(γ) του Άρθρου 146 του Συντάγματος την οποία έδωσε το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο στην Hannis Djirkalli v. The Republic, 1 R.S.C.C. 36.
Επιδικάζεται υπέρ των αιτητριών το ήμισυ των εξόδων.
Διαταγή ως ανωτέρω.