ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 4 ΑΑΔ 1183
18 Δεκεμβρίου, 1998
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
(Υπόθεση Αρ. 856/96)
ΛΗΔΑ ΚΟΥΡΣΟΥΜΠΑ,
Aιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Kαθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1003/96)
ΣTEΛΛA MAPIA IΩANNIΔOY,
Aιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Kαθ' ης η αίτηση.
(Yπόθεση Αρ. 1008/96)
KΛAIΛIA ΘEOΔOYΛOY,
Aιτήτρια,
v.
ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Kαθ' ης η αίτηση.
(Υποθέσεις Aρ. 856/96, 1003/96, 1008/96)
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί και προαγωγές ― Σύσταση Συμβουλευτικής Επιτροπής ― Οι πρόνοιες του Άρθρου 32 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1/90 ― Η περίπτωση της αδυναμίας σύστασης Συμβουλευτικής Επιτροπής από λειτουργούς του Τμήματος στο οποίο υφίσταται η προς πλήρωση θέση ― Η ρύθμιση του εδαφίου 3 του Άρθρου 32 σε συνδιασμό με τις ερμηνευτικές διατάξεις του Άρθρου 2 του Νόμου ― Παράβαση των προνοιών του Νόμου στην κριθείσα περίπτωση ως εκ της συμμετοχής στη Συμβουλευτική Επιτροπή για πλήρωση της θέσης Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Νομική Υπηρεσία, δικαστικών λειτουργών ― Η παράβαση εκρίθη ότι εξικνείτο έως και σε παραβίαση της συνταγματικής διάκρισης των εξουσιών.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Διορισμοί και προαγωγές ― Συμβουλευτική Επιτροπή ― Ο ρόλος της είναι συμβουλευτικός της Ε.Δ.Υ. η οποία και λαμβάνει τις τελικές αποφάσεις επί όλων των θεμάτων ― Κατά πόσο όφειλε στην κριθείσα περίπτωση να επαναληφθεί η κατ' επανεξέταση διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής ― Υιοθέτηση των πορισμάτων της απόφασης Χριστίνα Καραολή ν. Δημοκρατίας, Υπ. Αρ. 252/92, ημερ. 8/4/98.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Προαγωγές ― Ανάθεση ειδικών καθηκόντων στους υποψηφίους ― Αγνοείται για σκοπούς προαγωγής.
Δημόσιοι Υπάλληλοι ― Υπηρεσιακές Εκθέσεις ― Η εκ του νόμου υποχρέωση σύστασης και υποβολής τους στην Ε.Δ.Υ. ― Παραβίαση της υποχρέωσης στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις ― Το Δικαστήριο εφάρμοσε τα πορίσματα της απόφασης της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί της υπόθεσης Στέλλα Μαρία Ιωαννίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 171.
Οι αιτήτριες προσέβαλαν την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους στη θέση Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Νομική Υπηρεσία της Δημοκρατίας. Η πλήρωση της επίδικης θέσης ήταν προϊόν επανεξέτασης καθότι είχε προηγηθεί ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για το λόγο της μη επαρκούς αιτιολόγησης εκ μέρους της Ε.Δ.Υ. των εντυπώσεών της από τις συνεντεύξεις που είχαν διεξαχθεί στην αρχική διαδικασία. Κατά την επίδικη επανεξέταση το κενό αυτό αναπληρώθηκε με χρήση των προσωπικών σημειώσεων των μελών της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Το Άρθρο 32(γ) του Νόμου 1/90 προβλέπει πως για την πλήρωση θέσεων στη Βουλή των Αντιπροσώπων, στο Δικαστικό Τμήμα, Ανεξάρτητο Γραφείο ή Υπηρεσία συνιστάται Επιτροπή από τον οικείο Προϊστάμενο, που ενεργεί ως Πρόεδρος και από 4 άλλους κατά σειρά λειτουργούς που ακολουθούν ιεραρχικά τον Προϊστάμενο του οικείου Τμήματος. Ο Γενικός Εισαγγελέας προΐσταται του Νομικού Τμήματος και ακολουθεί ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας. Η επίδικη θέση Εισαγγελέα της Δημοκρατίας έπεται ιεραρχικά και στο τμήμα δεν υπάρχουν τέσσερις λειτουργοί που να ακολουθούν ιεραρχικά τον Προϊστάμενο. Έτσι, μετά από γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα, και κατ' επίκληση του εδαφίου 3 του Άρθρου 32, κλήθηκαν να συμμετάσχουν στην Επιτροπή τρεις Προέδροι Επαρχιακών Δικαστηρίων, των οποίων η μισθολογική κλίμακα είναι ανώτερη από αυτή της επίδικης θέσης.
Όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί ανήκουν στην Τρίτη εξουσία της Πολιτείας και επομένως δεν θεωρούνται ότι υπηρετούν σε «Ανεξάρτητο Γραφείο» ή «Υπηρεσία», όροι που χαρακτηρίζουν τη δομή της Δημόσιας Υπηρεσίας και από την οποία ρητά ο Νόμος, στις ερμηνευτικές του διατάξεις εξαιρεί τη δικαστική υπηρεσία της Δημοκρατίας. Συναφώς, γίνεται επίσης αναφορά και στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι διατάξεις του οποίου εμπεριέχουν και διασφαλίζουν την αρχή του διαχωρισμού των τριών εξουσιών.
Η συμμετοχή λειτουργών της δικαιοσύνης στη διαδικασία λήψης της επίδικης απόφαση, διορισμού δηλαδή υπαλλήλων στη Δημόσια Υπηρεσία, ήταν ανεπίτρεπτη.
Η αδυναμία σύστασης Συμβουλευτικής Επιτροπής από «κατάλληλους λειτουργούς» που ερμηνεύθηκε να εννοείται κατ' ανάγκη νομικών, δεν εδικαιολογούσε την παραβίαση των νομοθετικών διατάξεων, αλλά και βασικών αρχών του Συντάγματος. Πλησιέστερη προς το Νόμο λύση ίσως να ήταν η συμμετοχή Γενικών Διευθυντών, έστω και αν δεν είναι νομικοί, ιδιότητα που δεν τους καθιστά αναποδράστως και ακατάλληλους λειτουργούς, μέσα στην έννοια του εδαφίου 3 του Άρθρου 32.
2. Αναφορικά με την εισήγηση των δικηγόρων των αιτητριών, πως θα έπρεπε να επαναληφθεί η διαδικασία από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής και που αφορά τη στενή διαδικαστική προσέγγιση, υιοθετήθηκαν τα πορίσματα στη Χριστίνα Καραολή ν. Δημοκρατίας, Υπόθεση 252/92, ημερ. 8.4.98.
«Η διαδικασία που ακολούθησε η Ε.Δ.Υ. ήταν η ορθή και νόμιμη. Ο νόμος δίδει στην Ε.Δ.Υ. την εξουσία να αποφασίσει τελικά πάνω σ' όλα τα θέματα, που διαλαμβάνονται στο Άρθρο 34 του Νόμου. Η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είχε στο μεταξύ αλλάξει και επομένως δεν μπορούσε να διορθωθεί το σφάλμα που έγινε στην πρώτη απόφαση, η μη αιτιολόγηση δηλαδή της αξιολόγησης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση. Ο ρόλος επομένως της Συμβουλευτικής Επιτροπής θα περιοριζόταν στην αξιολόγηση των στοιχείων που περιοριζόταν στην αξιολόγηση των στοιχείων που περιέχονται στους υπηρεσιακούς φακέλους των υποψηφίων, για τα οποία αρμόδιο όργανο να αποφασίσει τελικά είναι η Ε.Δ.Υ. Και τα στοιχεία αυτά ήσαν ενώπιόν της.»
3. Η σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα ήταν πλήρως αιτολογημένη και συνήδε με τα στοιχεία των φακέλων. Προτού συστήσει την προαχθείσα προέβη σε μια γενική αξιολόγηση των υποψηφίων και σύγκριση μεταξύ τους. Είναι γεγονός πως έδωσε έμφαση στην ευρύτερη πείρα που είχε η τελευταία, ως εκ της αρχαιότητάς της στο νομικό τμήμα. Η αιτήτρια στην προσφυγή 1008/96 είχε επίσης ευρεία πείρα και μακρόχρονη υπηρεσία στο τμήμα, η απόδοσή της όμως στις συνεντεύξεις ήταν ελεφρά μειωμένη έναντι της προαχθείσας. Η Ε.Δ.Υ. υιοθέτησε τη σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα αλλά και πολύ ορθά, σύμφωνα με τη νομολογία, αγνόησε την αναφορά του στα ειδικά καθήκοντα που ανατέθηκαν στους υποψηφίους κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους, και τα οποία ανάλογα με τη φύση τους, προσέδιδαν στις υποψήφιες την ανάλογη ευκαιρία για απόδειξη της αξίας τους. Η Ε.Δ.Υ. σημείωσε πως η αξία των δημοσίων λειτουργών δεν μπορεί να μειώνεται λόγω της ιδιαίτερης φύσης των καθηκόντων που αναθέτει σ' αυτούς η υπηρεσία.
4. Η επίδικη πράξη της Ε.Δ.Υ. συντελέστηκε στις 5.9.96. Δεν μπορούσε επομένως να ήταν ενώπιόν της η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου Στέλλα Μαρία Ιωαννίδου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 171, όπου κρίθηκε πως παράνομα η Ε.Δ.Υ. έλαβε υπόψη την παρατήρηση αυτή του Γενικού Εισαγγελέα, ότι δηλαδή οι υπηρεσιακές εκθέσεις για τα έτη 1992 και 1993 δεν είχαν ετοιμαστεί και προχώρησε να εκφράσει την προσωπική άποψη πως εξ όσων γνώριζε, το περιεχόμενό τους θα ήταν περίπου το ίδιο με τις υπηρεσιακές εκθέσεις των ετών 1990 και 1991. Η επίδικη πράξη θα πρέπει να ακυρωθεί και για τον επιπρόσθετο αυτό λόγο.
Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Δημοκρατία ν. Κολοκοτρώνη (1998) 3 Α.Α.Δ. 452,
Καραολή ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 252/92, ημερ. 8.4.98,
Ιωαννίδου ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 171.
Προσφυγές.
Προσφυγές με τις οποίες προσβάλλεται η απόφαση της Eπιτροπής Δημόσιας Yπηρεσίας με την οποία προήχθηκε στη θέση Eισαγγελέα της Δημοκρατίας το ενδιαφερόμενο μέρος αντί των αιτητριών.
Α. Κωνσταντίνου, για την Aιτήτρια στην Υπόθεση Αρ. 856/96.
Χρ. Κληρίδης, για την Aιτήτρια στην Υπόθεση Αρ. 1003/96.
Χρ. Θεοδούλου, για την Aιτήτρια στην Υπόθεση Αρ. 1008/96.
Α. Σ. Αγγελίδης, για την Kαθ' ης η αίτηση.
Α. Παναγιώτου, για το Eνδιαφερόμενο μέρος.
Cur. adv. vult.
APTEMIΔHΣ, Δ.: Οι αιτήτριες στις προσφυγές 856/96 και 1008/96 κατέχουν τη θέση Ανώτερου Δικηγόρου της Δημοκρατίας, ενώ η αιτήτρια στην 1003/96 δικηγόρου της Δημοκρατίας Α΄. Προσβάλλεται η απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, που εδημοσιεύθη στην επίσημη εφημερίδα στις 11.10.96, και με την οποία προάχθηκε στη θέση Εισαγγελέα της Δημοκρατίας το ενδιαφερόμενο μέρος, με ισχύ από 15.2.94, που ήταν επίσης Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας. Η επίδικη θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής.
Η διαδικασία, που οδήγησε στην προσβαλλόμενη απόφαση, ήταν για επανεξέταση της πλήρωσης της θέσης σε συμμόρφωση με απόφαση δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου, που εκδόθηκε στις 19.3.96 και με την οποία είχε ακυρωθεί η πράξη της ΕΔΥ, ημερ. 3.2.94, για προαγωγή του ενδιαφερόμενου μέρους στην επίδικη θέση. Αιτήτριες σε εκείνες τις προσφυγές (365/94, 469/94 και 473/94) ήσαν οι ίδιες, όπως στην παρούσα.
Ο δικαστής που εξέδωσε την προηγούμενη απόφαση, (Χρυσοστομής, Δ.), ακύρωσε αυτή της ΕΔΥ γιατί έκρινε, και τούτο ήταν παραδεκτό από τους καθ' ων η αίτηση που δήλωσαν πως δέχονταν να ακυρωθεί η επίδικη πράξη, ότι δεν ήταν επαρκώς αιτιολογημένη η αξιολόγηση της ΕΔΥ των ενώπιον της συνεντεύξεων των υποψηφίων. Το Δικαστήριο δεν προχώρησε να εξετάσει τους άλλους λόγους, που προβάλλονταν για την ακύρωση της απόφασης, εφόσον ακυρώθηκε για ένα μόνο, πάνω στον οποίο υπήρχε και η σύμφωνη γνώμη των καθ' ων, ενώ οι υπόλοιποι δεν είχαν συζητηθεί.
Η Ε.Δ.Υ. προέβη στην επανεξέταση του θέματος, της πλήρωσης δηλαδή της θέσης, στις 5.9.96. Ενώπιον της είχε την ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, και γραπτές παραστάσεις των δικηγόρων Α.Κωνσταντίνου και Χρ. Κληρίδη εκ μέρους των αιτητριών Λ.Κουρσουμπά και Στέλλας-Μαρίας Ιωαννίδου αντίστοιχα, οι οποίοι εισηγούνταν ότι η επανεξέταση θα έπρεπε να αρχίσει από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Η ΕΔΥ αποφάσισε διαφορετικά. Έκρινε πως η παραπομπή του θέματος στη Συμβουλευτική Επιτροπή ήταν αχρείαστη, γιατί δεν θα μπορούσε να προβεί σε αιτιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στην ενώπιον της προφορική εξέταση, που είχε γίνει στην πρώτη διαδικασία και κρίθηκε από την ίδια την Ε.Δ.Υ. ως αναιτιολόγητη, γιατί δεν μπορούσε να συνέλθει η Συμβουλευτική υπό την ίδια σύνθεση. Δυο από τους τρεις Προέδρους Επαρχιακού Δικαστηρίου που μετείχαν σ' αυτή, είχαν στο μεταξύ διοριστεί στο Ανώτατο Δικαστήριο. Επίσης, σημείωσε πως όλοι οι υποψήφιοι, που είχαν κληθεί σε συνέντευξη ενώπιον της Συμβουλευτικής Επιτροπής είχαν παρουσιασθεί και ενώπιον της. Ως εκ τούτου, η Ε.Δ.Υ. συμπέρανε πως το μόνο έργο που θα επιτελούσε η Συμβουλευτική Επιτροπή, θα ήταν η ετοιμασία του καταλόγου των υποψηφίων που σύστηνε για επιλογή, με βάση τα στοιχεία των φακέλων και τα προσόντα τους, κάτι για το οποίο αρμόδιο όργανο να αποφασίσει τελικά ήταν η ίδια η ΕΔΥ.
Στη συνέχεια, η ΕΔΥ προχώρησε και κατέγραψε την αιτιολογία της αναφορικά με την κρίση της για την απόδοση των υποψηφίων στις ενώπιον της προφορικές συνεντεύξεις, που έγιναν στην πρώτη διαδικασία, με τη βοήθεια σημειώσεων που κρατούσε το κάθε μέλος της αναφορικά με την προσωπική του αξιολόγηση. Μια και βρίσκομαι σ' αυτό το σημείο να παρατηρήσω πως η διαδικασία αυτή έχει ήδη κριθεί ως νόμιμη από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Δημοκρατία ν. Χαράλαμπου Κολοκοτρώνη (1998) 3 Α.Α.Δ. 452.
Ακολούθησε, κατά την επίδικη διαδικασία, η αξιολόγηση των συστάσεων που είχε κάνει στην προηγούμενη διαδικασία ο Γενικός Εισαγγελέας. Είχε συστήσει για προαγωγή το ενδιαφερόμενο μέρος, και η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της στοιχεία, την επέλεξε πάλιν.
Οι λόγοι που προβάλλονται και στις 3 προσφυγές για την ακύρωση και της υπό συζήτηση απόφασης είναι ταυτόσημοι.
Εισηγούνται οι συνήγοροι πως η διαδικασία της επανεξέτασης θα έπρεπε να αρχίσει από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής. Διατείνονται επίσης πως η συγκρότηση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, κατά την πρώτη εξέταση, ήταν αντίθετη με τις πρόνοιες του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, Ν.1/90, ιδιαίτερα του άρθρου 32, γιατί σ' αυτή μετείχαν τρεις Πρόεδροι Επαρχιακών Δικαστηρίων. Η εισήγηση τους είναι πως, σύμφωνα με τις ερμηνευτικές διατάξεις στο άρθρο 2 του Νόμου, «υπάλληλος» σημαίνει: «δημόσιος υπάλληλος» και ο όρος «υπηρεσία» δημόσια υπηρεσία, που ορίζεται ως: «κάθε υπηρεσία που υπάγεται στη Δημοκρατία εκτός από τη δικαστική υπηρεσία της Δημοκρατίας .........»
Το άρθρο 32(γ) του Νόμου προβλέπει πως για την πλήρωση θέσεων στη Βουλή των Αντιπροσώπων, στο Δικαστικό Τμήμα, Ανεξάρτητο Γραφείο ή Υπηρεσία συνιστάται Επιτροπή από τον οικείο Προϊστάμενο, που ενεργεί ως Πρόεδρος, και από 4 άλλους κατά σειρά λειτουργούς που ακολουθούν ιεραρχικά τον Προϊστάμενο του οικείου Τμήματος. Ο Γενικός Εισαγγελέας Ι προϊσταται του Νομικού Τμήματος και ακολουθεί ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας. Η επίδικη θέση, Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, έπεται ιεραρχικά, και στο τμήμα δεν υπάρχουν τέσσερις λειτουργοί που να ακολουθούν ιεραρχικά τον Προϊστάμενο. Έτσι, μετά από γνωμοδότηση του Γενικού Εισαγγελέα, και κατ' επίκληση του εδαφίου 3 του άρθρου 32, κλήθηκαν να συμμετάσχουν στην Επιτροπή τρεις Πρόεδροι Επαρχιακών Δικαστηρίων, των οποίων η μισθολογική κλίμακα είναι ανώτερη απ' αυτή της επίδικης θέσης. Το εδάφιο 3 προβλέπει τα εξής:
(3) Όταν, λόγω της μη ύπαρξης κατάλληλων λειτουργών ή λόγω κωλύματος, κρίνεται αναγκαίο όπως μέλη μιας Συμβουλευτικής Επιτροπής επιλέγονται υπάλληλοι από άλλο Υπουργείο, Ανεξάρτητο Γραφείο ή Υπηρεσία στην οποία δεν υπάγεται η θέση που θα πληρωθεί η επιλογή θα γίνεται ύστερα από συνεννόηση με την αρμόδια αρχή που προϊσταται των υπαλλήλων αυτών.»
Εισηγούνται λοιπόν οι συνήγοροι των αιτητριών, πως όλοι οι δικαστικοί λειτουργοί ανήκουν στην Τρίτη εξουσία της Πολιτείας, και επομένως δεν θεωρούνται ότι υπηρετούν σε «Ανεξάρτητο Γραφείο» ή «Υπηρεσία», όροι που χαρακτηρίζουν τη δομή της δημόσιας υπηρεσίας, και από την οποία ρητά ο Νόμος, στις ερμηνευτικές διατάξεις που ανέφερα πιο πάνω, εξαιρεί τη δικαστική υπηρεσία της Δημοκρατίας. Συναφώς, γίνεται επίσης αναφορά και στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, οι διατάξεις του οποίου εμπεριέχουν, και διασφαλίζουν, την αρχή του διαχωρισμού των τριών εξουσίων. (Σήμερα χρησιμοποιείται ο πιο δόκιμος όρος: «λειτουργίες» αντί «εξουσίες»). Ανοίγοντας εδώ μια μικρή παρένθεση θάλεγα πως ο όρος «δικαστική υπηρεσία», που χρησιμοποιείται στο Ν.1/90, δεν ανταποκρίνεται στον πραγματικό χαρακτήρα της δικαστικής λειτουργίας, που, όπως είπα πιο πριν, είναι μια από τις τρεις λειτουργίες της Πολιτείας.
Διατείνονται οι δικηγόροι των αιτητριών πως η συμμετοχή λειτουργών της δικαιοσύνης στη διαδικασία λήψης της επίδικης απόφασης, διορισμού δηλαδή υπαλλήλων στη Δημόσια Υπηρεσία, ήταν ανεπίτρεπτη για τους λόγους που εξέθεσα πιο πάνω.
Συμφωνώ με την εισήγηση των δικηγόρων, και το σκεπτικό της κρίσης μου εμπεριέχεται ουσιαστικά στα όσα ήδη έχω εκθέσει στα προηγούμενα, τα οποία και υιοθετώ. Η αδυναμία σύστασης Συμβουλευτικής Επιτροπής από «κατάλληλους λειτουργούς», που ερμηνεύθηκε να εννοείται κατ' ανάγκη νομικών, δεν εδικαιολογούσε την παραβίαση των νομοθετικών διατάξεων, αλλά και βασικών αρχών του Συντάγματος. Πλησιέστερη προς το Νόμο λύση ίσως να ήταν η συμμετοχή Γενικών Διευθυντών, έστω και αν δεν είναι νομικοί, ιδιότητα που δεν τους καθιστά, αναποδράστως και ακατάλληλους λειτουργούς, μέσα στην έννοια του εδαφίου 3 του άρθρου 32.
Αναφορικά με την εισήγηση των δικηγόρων των αιτητριών, πως θα έπρεπε να επαναληφθεί η διαδικασία από το στάδιο της Συμβουλευτικής Επιτροπής, και που αφορά τη στενή διαδικαστική προσέγγιση, η άποψη μου είναι διαφορετική. Είχα την ευκαιρία να επιληφθώ του ιδίου ζητήματος στην Χριστίνα Καραολή ν. Δημοκρατίας, υπόθεση 252/92, ημερ.8.4.98, όπου είπα τα εξής:
«Το βασικότερο επιχείρημα του δικηγόρου της αιτήτριας, για την ακύρωση της νέας απόφασης, είναι πως η ΕΔΥ όφειλε να επαναπέμψει το ζήτημα στη Συμβουλευτική Επιτροπή για να προβεί σε συστάσεις, όπως διαλαμβάνεται στις σχετικές διατάξεις του άρθρου 34 του Ν.1/90. Εισηγείται συνεπώς ο συνήγορος πως η ΕΔΥ δεν μπορούσε να προχωρήσει σε τελική απόφαση χωρίς να έχει ενώπιον της την έκθεση και σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής.
Δεν είναι ορθή η θέση του δικηγόρου της αιτήτριας. Έχω τη γνώμη πως η διαδικασία που ακολούθησε η ΕΔΥ ήταν η ορθή και νόμιμη. Ο Νόμος δίδει στην ΕΔΥ την εξουσία να αποφασίζει τελικά πάνω σ' όλα τα θέματα, που διαλαμβάνονται στο άρθρο 34 του Νόμου (δες τα εδάφια 8 και 9 του άρθρου). Η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είχε στο μεταξύ αλλάξει και επομένως δεν μπορούσε να διορθωθεί το σφάλμα που έγινε στην πρώτη απόφαση, η μη αιτιολόγηση δηλαδή της αξιολόγησης των υποψηφίων στην προφορική εξέταση. Ο ρόλος επομένως της Συμβουλευτικής Επιτροπής θα περιοριζόταν στην αξιολόγηση των στοιχείων που περιέχονται στους υπηρεσιακούς φακέλους των υποψηφίων, για τα οποία αρμόδιο όργανο να αποφασίσει τελικά είναι η ΕΔΥ. Και τα στοιχεία αυτά ήσαν ενώπιον της.»
Ο δικηγόρος της αιτήτριας στην προσφυγή 856/96 για να υποστηρίξει τη θέση πως η επανεξέταση θ' πρεπε να αρχίσει από τη Συμβουλευτική Επιτροπή, αναφέρθηκε σε έκταση στη νομολογία που αφορά στη σύσταση του προϊστάμενου, που προβλέπεται στη διαδικασία για την πλήρωση θέσεων πρώτου διορισμού και προαγωγής και προαγωγής (άρθρο 34(9) και 35(4) του Ν.1/90). Δεν συμφωνώ με τον παραλληλισμό. Η σύσταση του προϊσταμένου είναι ανεξάρτητο, αυθύπαρκτο, στοιχείο στη διαδικασία. Γι' αυτό και η νομολογία θέλει να δικαιολογείται η απόφαση της ΕΔΥ όταν παρεκκλίνει από αυτή. Η Συμβουλευτική Επιτροπή λειτουργεί, όπως και η ονομασία της υποδηλώνει, ως συμβουλευτικό όργανο. Την τελική κρίση, ακόμη και επί θεμάτων που επιλαμβάνεται η Συμβουλευτική έχει η ΕΔΥ, π.χ. να περιλαμβάνει στον προκαταρκτικό κατάλογο των υποψηφίων και άλλους που κρίνει η ίδια ως προσοντούχους (άρθρο 32 εδάφιον 8). Η Επιτροπή ασκεί, ας το πω έτσι, αναθεωρητική λειτουργία, στις εισηγήσεις της Συμβουλευτικής.
Πολλή συζήτηση έγινε και για το περιεχόμενο της σύστασης του Γενικού Εισαγγελέα, σε μια προσπάθεια να καταδειχθεί πως αυτή δεν συνάδει με τα στοιχεία των φακέλων και πως σε ορισμένα σημεία της είναι αντιφατική ή ασύμφωνη με προηγούμενες απόψεις που εξέφρασε σε σχέση με τους υποψήφιους. Επί αυτού του ζητήματος δεν συμμερίζομαι τις επικρίσεις των συνηγόρων. Η σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα ήταν πλήρως αιτιολογημένη και συνήδε με τα στοιχεία των φακέλων. Προτού συστήσει την προαχθείσα προέβη σε μια γενική αξιολόγηση των υποψηφίων και σύγκριση μεταξύ τους. Είναι γεγονός πως έδωσε έμφαση στην ευρύτερη πείρα που είχε η τελευταία, ως εκ της αρχαιότητας της στο νομικό τμήμα. Η αιτήτρια στην προσφυγή 1008/96 είχε επίσης ευρεία πείρα και μακρόχρονη υπηρεσία στο τμήμα, η απόδοση της όμως στις συνεντεύξεις ήταν ελαφρά μειωμένη έναντι της προαχθείσας. Η ΕΔΥ υιοθέτησε τη σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα αλλά, και πολύ ορθά, σύμφωνα με τη νομολογία μας, αγνόησε την αναφορά του στα ειδικά καθήκοντα που ανατέθηκαν στις υποψήφιες κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας τους, και τα οποία, ανάλογα με τη φύση τους, προσέδιδαν στις υποψήφιες και την ανάλογη ευκαιρία για απόδειξη της αξίας τους. Η ΕΔΥ σημείωσε πως η αξία των δημοσίων λειτουργών δεν μπορεί να μειώνεται λόγω της ιδιαίτερης φύσης των καθηκόντων που αναθέτει σ' αυτούς η υπηρεσία.
Έρχομαι στο τελευταίο θέμα που εγείρεται στις προσφυγές, από τη συζήτηση του οποίου θα διαφανεί ακόμη ένας λόγος για τον οποίο η επίδικη απόφαση θα ακυρωθεί πάλιν. Στο πρακτικό, όπου καταγράφεται η αιτιολογία της ΕΔΥ, σημειώνονται και τα εξής:
«Η Επιτροπή μελέτησε και έλαβε υπόψη για σκοπούς επιλογής -
(α) Τα προσόντα των υποψηφίων σε σχέση με τα καθήκοντα της θέσης, το περιεχόμενο των αιτήσεων των υποψηφίων, το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων που είναι όλοι δημόσιοι υπάλληλοι, καθώς και την απόδοση των υποψηφίων κατά την ενώπιον της προφορική εξέταση και τη σύσταση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
(β) τις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων στο σύνολο τους, όπως αυτές έγιναν τελικά δεκτές από την ίδια, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια. Όσον αφορά τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις που υποβλήθηκαν για το 1990, η Επιτροπή τις προσήγγισε με βάση τη γενική απόφαση που πήρε στη συνεδρία της με ημερομηνία 7.10.91 στο βαθμό που συνάδει με τα στοιχεία της παρούσας διαδικασίας. Όσον αφορά τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις για τα έτη 1992 και 1993 οι οποίες δεν είχαν υποβληθεί στο Γραφείο της Επιτροπής κατά τον ουσιώδη χρόνο, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας δήλωσε ενώπιον της Επιτροπής, κατά την αρχική εξέταση του θέματος, ότι θα ήταν περίπου οι ίδιες με τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις των ετών 1990 και 1991»
(υπογραμμίζω την καίρια αναφορά)
Η επίδικη πράξη της ΕΔΥ, όπως ήδη ανέφερα, συντελέστηκε στις 5.9.96. Δεν μπορούσε επομένως να ήταν ενώπιον της η απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στη Στέλλα Μαρία Ιωαννίδου v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 171, όπου κρίθηκε πως παράνομα η ΕΔΥ έλαβε υπόψη την παρατήρηση αυτή του Γενικού Εισαγγελέα, ότι δηλαδή οι υπηρεσιακές εκθέσεις για τα έτη 1992 και 1993 δεν είχαν ετοιμαστεί, και προχώρησε να εκφράσει την προσωπική άποψη πως εξ όσων γνώριζε το περιεχόμενο τους θα ήταν περίπου το ίδιο με τις υπηρεσιακές εκθέσεις των ετών 1990 και 1991.
Στην κατακλείδα της πιο πάνω απόφασης αναφέρονται τα εξής:
«Κρίνουμε πως η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας είναι ορθή. Το άρθρο 35 του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου έχει ήδη αναφερθεί. Το άρθρο 50 προβλέπει ρητά πως για όλους τους υπαλλήλους ετοιμάζονται και υποβάλλονται στην Επιτροπή ετήσιες Υπηρεσιακές Εκθέσεις κατά τον καθορισμένο τρόπο και χρόνο. Ο δικηγόρος της Δημοκρατίας και της κ. Πετρίδου έκαμαν αναφορά στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να υποστηρίξουν τη θέση πως η ανυπαρξία των Υπηρεσιακών Εκθέσεων δεν μπορεί να θυματοποιήσει ενδιαφερόμενο πρόσωπο, που είναι αμέτοχο στη διαδικασία καταρτισμού τους. Η αρχή όμως της νομολογίας όχι μόνο δεν υποστηρίζει τη θέση τους, αλλά οδηγεί στην αντίθετη άποψη. Στην απόφαση Ιωάννης Χριστοδουλίδης v. ΕΔΥ, Α.Ε.1702, που εκδόθηκε στις 31.3.95, αναφέρεται πως ο μη καταρτισμός εμπιστευτικών εκθέσεων, για τα έτη 1986 και 1987, οφειλόταν στην κατάσταση που υπαγόρευε την αναβολή των διαδικασιών για πλήρωση των θέσεων, και επομένως η αντικειμενική αδυναμία καταρτισμού εμπιστευτικών εκθέσεων τα δυο αυτά χρόνια καθιστούσε την απουσία τους συγχωρητή (και γίνεται επίσης αναφορά στην υπόθεση Αλίκη Λιμνάτου και Άλλοι ν. Δημοκρατίας, Α.Ε.1014, 28.11.90)
Στην υπόθεση που εξετάζουμε δεν υπήρξε αντικειμενική αδυναμία καταρτισμού των εμπιστευτικών εκθέσεων, απλώς δηλώθηκε πως αυτές δεν είχαν διαβιβαστεί στην Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας. Ο καταρτισμός των εμπιστευτικών εκθέσεων και η διαβίβαση τους στην ΕΔΥ είναι υποχρεωτική βάσει των διατάξεων του Νόμου, που αναφέρουμε πιο πάνω.
Ενιστάμεθα επίσης και στην αναφορά του Γενικού Εισαγγελέα ενώπιον της Επιτροπής, ότι γνώριζε πως η απόδοση των υποψηφίων για τα έτη 1992 και 1993, για τα οποία δεν είχαν διαβιβαστεί οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις, ήταν η ίδια με τα προηγούμενα έτη. Εάν τέτοια τακτική γινόταν αποδεκτή, τότε θα καταστρατηγούνται οι ρητές πρόνοιες του Νόμου για τον καταρτισμό των Υπηρεσιακών Εκθέσεων, και θα υποκαθίστανται με δηλώσεις του προϊσταμένου του τμήματος για την απόδοση των υποψηφίων. Οφείλουμε επίσης να υποδείξουμε πως σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 10 της Κ.Δ.Π.110/93, οι υπηρεσιακές εκθέσεις διαβιβάζονται στο δημόσιο λειτουργό που τον αφορούν, για να προβεί, αν επιθυμεί σε παραστάσεις, ενώ, η παράγρ. 6 του άρθρου 50 προβλέπει πως μετά από κάθε προαγωγή ο δικηγόρος κάθε υπαλλήλου, που έχει έννομο συμφέρον να την προσβάλει, μπορεί να τις επιθεωρήσει.
Κρίνουμε επομένως πως κατά τη διαδικασία προαγωγής υπήρξε καθαρή παράβαση των νομοθετικών διατάξεων, στις οποίες αναφερόμαστε στην απόφαση μας, και που έχουν άμεση σχέση με τη διαδικασία προαγωγής.»
Το ίδιο ζήτημα εγείρεται από όλους τους δικηγόρους των αιτητριών και εδώ. Ο δικηγόρος του ενδιαφερόμενου μέρους απαντά με πειστικό επιχείρημα, που δεν υιοθετεί όμως η ΕΔΥ στην επίδικη απόφαση της. Λέει ο συνήγορος τα πιο κάτω:
«Η ΕΔΥ όμως με σχετική μεταγενέστερη απόφαση της και μάλιστα σε ειδική συνεδρία ημερ. 21.6.95, αντιμετώπισε το πρόβλημα, αποφασίζοντας ότι οι εκθέσεις των ετών 1992 και 1993 δεν θα λαμβάνονται υπόψη για κανένα λειτουργό της Νομικής Υπηρεσίας λόγω της μεγάλης καθυστέρησης στην υποβολή τους και επειδή δεν δόθηκε καμιά αιτιολογία για την εν λόγω καθυστέρηση».
Δεν σημειώνει όμως κάτι τέτοιο η ΕΔΥ στην υπό συζήτηση απόφαση της. Αντίθετα, στο πρακτικό, που παραθέτω πιο πάνω, αναφέρει πως έλαβε υπόψη της, για σκοπούς επιλογής, τις εμπιστευτικές υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων και κάνει το σχόλιο, στο οποίο ήδη παρέπεμψα, σε σχέση με την ενώπιόν της δήλωση του Γενικού Εισαγγελέα. Δεν αναφέρει πως δεν μέτρησαν οι εκθέσεις των ετών 1992, 1993 γιατί είχαν καθυστερήσει πολύ να υποβληθούν. Αν είναι ορθά, αυτά που αναφέρει ο δικηγόρος του ενδιαφερομένου μέρους στην αγόρευσή του, τότε η επίδικη απόφαση είναι τρωτή και για ένα παράλληλο λόγο, για πλάνη δηλαδή περί τα πραγματικά γεγονότα, εφόσον, όταν ελάμβανε την επίδικη απόφαση το Μάιο του 1996, η απόφασή της για τις υπηρεσιακές εκθέσεις του 1992, 1993, ήταν ήδη ειλημμένη από 21.6.95.
Για τους λόγους που ανέλυσα πιο πάνω οι προσφυγές γίνονται αποδεκτές. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Δεν γίνεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
Oι προσφυγές επιτυγχάνουν χωρίς έξοδα.