ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 4 ΑΑΔ 1146
11 Δεκεμβρίου, 1998
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
FREANCO & ASSOCIATES LTD,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΚΕΝΤΡΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΠΡΟΣΦΟΡΩΝ,
2. ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
3. ΓΕΝΙΚΟΥ ΛΟΓΙΣΤΗ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Aρ. 277/97)
Ποινική Δικονομία ― Επίδοση δικαστικών εγγράφων ― Οδηγίες που εκδόθηκαν σύμφωνα με τον Κανονισμό 9(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Διαδικαστικό Κανονισμό του 1953, όπως δημοσιεύτηκαν στο Δεύτερο Παράρτημα της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας Αρ. 2724, ημερ. 10/7/92 ― Ποιοι νομιμοποιούνται να αποταθούν για ανάθεση σε αυτούς προσφοράς επίδοσης κλήσεως και διαταγμάτων ― Η προσφορά ανατίθεται από το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών ενώ το Ανώτατο Δικαστήριο παρέχει την έγκρισή του ως προς τα πρόσωπα που θα την εκτελέσουν.
Προσφορές ― Κατακύρωση ― Κατά πόσο αποτελεί προϋπόθεση για τη νόμιμη κατακύρωση προσφοράς σε εταιρεία να περιλαμβάνεται στο καταστατικό της σκοπός που να καλύπτει το αντικείμενο της προσφοράς ― Πορίσματα του εταιρικού και του διοικητικού δικαίου περί προσφορών ― Διακήρυξη από το δικαστήριο της ακυρότητας της επιλεγείσης προσφοράς στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Έννομο συμφέρον εταιρείας στην κριθείσα περίπτωση να προσβάλει την κατακύρωση προσφοράς σε άλλη εταιρεία κατ' επίκληση των σκοπών του καταστατικού της.
Η αιτήτρια εταιρεία προσέβαλε την κατακύρωση προσφοράς επίδοσης κλήσεων στο ενδιαφερόμενο μέρος, αντί στην ίδια.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Η διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε στον περί Ποινικής Δικονομίας Διαδικαστικό Κανονισμό του 1953 που δημοσιεύτηκε στο Δεύτερο Παράρτημα της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας, υπ. Αρ. 2724, ημερ. 10.7.92 είναι ασαφής και μπορεί να οδηγήσει σε διάφορες ερμηνείες. Δεν μπορεί όμως να αποτελεί προϋπόθεση για την ανάθεση σε οποιαδήποτε εταιρεία η απασχόλησή της με επιδόσεις δικαστικών εγγράφων. Οποιοσδήποτε μπορεί να ασχοληθεί με επιδόσεις, μόνο αν και αφού του ανατεθεί το καθήκον αυτό από το Ανώτατο Δικαστήριο. Έτσι, αν γινόταν δεκτή η ερμηνεία που δίδει η αιτήτρια, τότε θα καταλήγαμε στο παράλογο συμπέρασμα ότι μόνο εταιρείες ή άτομα που έχουν ασχοληθεί στο παρελθόν και έχουν σαν κύρια απασχόλησή τους την επίδοση δικαστικών εγγράφων θα μπορούσαν να αποταθούν για να υποβάλουν προσφορά.
2. Το Ανώτατο Δικαστήριο δεν παρέχει την έγκρισή του σύμφωνα με τον Κανονισμό, στην εταιρεία που επιλέγεται από το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών. Το Ανώτατο Δικαστήριο παρέχει την έγκριση του καταλόγου των υπηρετών ή συνεργατών που εξουσιοδοτούνται από την εταιρεία για την εκτέλεση των επιδόσεων. Αυτό φαίνεται από τη σαφή διατύπωση του Κανονισμού και ιδιαίτερα από την πρόνοια ότι προς το σκοπό αυτό θα υποβάλλεται κατάλογος ονομάτων προς έγκριση. Τα πρόσωπα αυτά εγγράφονται σε μητρώο που τηρείται στο Ανώτατο Δικαστήριο.
3. Είναι παραδεκτό ότι στους σκοπούς του ενδιαφερόμενου μέρους όπως παρουσιάζονται στο καταστικό της εταιρείας, όντως δεν υπήρχε κατά το χρόνο υποβολής των προσφορών πρόνοια για επίδοση δικαστικών εγγράφων. Τέτοια πρόνοια προστέθηκε στις 28.2.1997 και πριν την έναρξη του σχετικού συμβολαίου.
Το καταστατικό κάθε εταιρείας θα πρέπει να περιέχει τους σκοπούς για τους οποίους η εταιρεία έχει συσταθεί. Ο καθορισμός των σκοπών είναι μεγάλης σημασίας γιατί η εταιρεία αφού είναι νομικό δημιούργημα δεν έχει αυθύπαρκτη ύπαρξη και δεν μπορεί να λειτουργήσει σαν νομική οντότητα εκτός των σκοπών που καθορίζονται στους σκοπούς του καταστατικού ή παρέχονται από το νόμο. Οποιαδήποτε πράξη της εταιρείας εκτός των σκοπών θεωρείται ως γενόμενη καθ' υπέρβασιν εξουσίας (ultra vires).
Η νομική προσωπικότητα κάθε εταιρείας δεν είναι πλήρης, αλλά υφίσταται μόνο για τους συγκεκριμένους σκοπούς για τους οποίους έχει συσταθεί, όπως αυτοί παρουσιάζονται στις σχετικές παραγράφους του καταστατικού. Κάθε πράξη της εταιρείας που γίνεται καθ' υπέρβασιν εξουσίας είναι άκυρη, όπως κάθε πράξη τοπικής αρχής που γίνεται εκτός του νομοθετικού της πλαισίου.
Μια τέτοια πράξη δεν μπορεί ούτε να επικυρωθεί από τη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρείας, άνκαι η γενική συνέλευση μπορεί να τροποποιήσει τους σκοπούς της εταιρείας με τον προβλεπόμενο από το καταστατικό τρόπο. Μια τέτοια τροποποίηση των σκοπών δεν έχει αναδρομική ισχύ. Κατά το κοινό δίκαιο αν εταιρεία έχει συνάψει σύμβαση καθ' υπέρβασιν εξουσίας, ούτε η εταιρεία, αλλά ούτε και ο άλλος συμβαλλόμενος μπορούν να εγείρουν αγωγή επ' αυτής.
4. Είναι θεμελιωμένο νομολογιακά ότι κάθε όρος της προσφοράς συνιστά ανάλογα με τη σημασία του ουσιώδη ή επουσιώδη προδιαγραφή για συμμετοχή στο διαγωνισμό. Προσφορά η οποία δεν πληροί και δεν ανταποκρίνεται σε ουσιώδη όρο είναι άκυρη και κατ' επέκταση δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης. Συμμόρφωση με τις ουσιώδεις πρόνοιες του διαγωνισμού αποτελεί προϋπόθεση για συμμετοχή σ' αυτόν.
Η κρίση κατά πόσο τύπος που παραβιάζεται αποτελεί ουσιώδη ή επουσιώδη πρόνοια, ανήκει στο Δικαστή.
Ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της ύπαρξης προϋποθέσεων για συμμετοχή σε πλειοδοτικό διαγωνισμό είναι εκείνος που καθορίζεται για την υποβολή των προσφορών και εν πάση περιπτώσει δεν επεκτείνεται πέραν της τελευταίας ημερομηνίας υποβολής των προσφορών.
5. Στην παρούσα υπόθεση στους όρους προσφοράς δεν περιείχετο όρος για τους σκοπούς της εταιρείας. Όμως, εφόσον εταιρεία δεν μπορεί να ενεργεί ως νομική οντότητα εκτός των σκοπών που προσδιορίζονται στο καταστατικό της, δεν μπορεί και να δεσμεύει τον εαυτό της, εκτός εκεί όπου οι σκοποί της το επιτρέπουν. Πράξη της εταιρείας που γίνεται χωρίς μια τέτοια εξουσιοδότηση δεν μπορεί ούτε να επικυρωθεί από οποιοδήποτε όργανο της εταιρείας. Η μη περίληψη στους σκοπούς της εταιρείας της επίδοσης δικαστικών εγγράφων της παρέχει τη δυνατότητα να ισχυριστεί ότι η προσφορά της δεν ήταν δεσμευτική. Ούτε η μεταγενέστερη τροποποίηση του καταστατικού της εταιρείας μπορεί να βοηθήσει, αφού ουσιώδης χρόνος είναι ο χρόνος υποβολής της προσφοράς.
Στην παρούσα υπόθεση δεν υπήρξε έγκυρη υποβολή προσφοράς εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους και συνεπώς η κατακύρωση της προσφοράς σ' αυτό θα πρέπει να ακυρωθεί.
6. Εξέταση του καταστατικού της αιτήτριας εταιρείας δείχνει ότι στους σκοπούς της περιλαμβάνεται η παροχή υπηρεσιών, μεταξύ άλλων, σε κυβερνητικά σώματα, αναφορά η οποία υπό τας περιστάσεις θεωρείται αρκετή για τη διαπίστωση της ύπαρξης ενννόμου συμφέροντος.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Eastern Counties Railway v. Hawkes, 24 L.J. Ch. 601,
Prescott v. Birmingham Corporation [1954] 3 All E.R. 698,
K. & M. Transport Co Ltd v. Eteria Fortigon Aftokiniton (E.F.A.) and Others (1987) 3 C.L.R. 1939,
Τamassos Tobacco Suppliers and Co. v. Δημοκρατίας, (1992) 3 A.A.Δ. 60,
Medcon Construction and Others v. Republic (1986) 3 C.L.R. 535,
George P. Zachariades Ltd v. Republic (1987) 3 C.L.R. 68,
Λάζαρος v. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1993) 4 Α.Α.Δ. 1275,
Αιμίλιος Έλληνας και Σία Λτδ v. Υπουργείου Οικονομικών κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 181,
Gevo Ltd v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3180,
Θεοφάνους v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1033,
Γεώργιος και Κύπρος Ηλιάδης (Διανομείς) Λτδ v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1165,
Aeroleschi Kyprou v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2703.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η κατακύρωση στο ενδιαφερόμενο μέρος της προσφοράς για την παροχή υπηρεσιών επίδοσης κλήσεων κατηγορουμένων ή μαρτύρων και διαταγμάτων αντί στην αιτήτρια.
E. Eλευθερίου για T. Παπαδόπουλο, για την Aιτήτρια.
Στ. Xριστοδουλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
NIKOΛAΪΔHΣ, Δ.:�H αιτήτρια εταιρεία αξιώνει ακύρωση της κατακύρωσης στο ενδιαφερόμενο μέρος της προσφοράς για την παροχή υπηρεσιών επίδοσης κλήσεων κατηγορουμένων ή μαρτύρων και διαταγμάτων. H προσφορά προκηρύχθηκε με σχετική δημοσίευση στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας και στον καθημερινό τύπο. Υποβλήθηκαν συνολικά τέσσερις προσφορές μεταξύ των οποίων και οι προσφορές της αιτήτριας και του ενδιαφερόμενου μέρους. Ύστερα από αλληλογραφία από τους δικηγόρους της αιτήτριας καθώς και σχετική γνωμάτευση από το Γενικό Εισαγγελέα, το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών αφού μελέτησε το όλο θέμα στη συνεδρία του ημερ. 30.1.1997, αποφάσισε την ανάθεση του συμβολαίου στο ενδιαφερόμενο μέρος που είχε υποβάλει τη χαμηλότερη προσφορά, νοουμένου ότι θα εξασφαλιζόταν η έγκριση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Στις 21.2.1997 το Ανώτατο Δικαστήριο πληροφόρησε τον πρόεδρο του Συμβουλίου Προσφορών ότι ενέκρινε κατάλογο συνεργατών ή εξουσιοδοτημένων προσώπων από το ενδιαφερόμενο μέρος, όπως προνοούσε η παράγραφος 2.5 των εγγράφων προσφορών.
Η αιτήτρια προβάλλει σειρά επιχειρημάτων. Ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε κατά παράβαση του περί Ποινικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού του 1953 που δημοσιεύτηκε στο Δεύτερο Παράρτημα της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας, υπ' αρ. 2724, ημερ. 10.7.1992. Στις οδηγίες που εκδόθηκαν σύμφωνα με τον Κανονισμό 9(2) του περί Ποινικής Δικονομίας Διαδικαστικού Κανονισμού του 1953, όπως δημοσιεύτηκαν στο Δεύτερο Παράρτημα της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας Αρ. 2724, ημερ. 10.7.1992, το Ανώτατο Δικαστήριο διέταξε όπως από την 1.7.1992 η επίδοση διαφόρων εγγράφων που εκδίδονται σε ποινική διαδικασία που εγείρεται από την Αστυνομία, Κυβερνητικό Τμήμα, Δήμο, Συμβούλιο Περιοχής Βελτιώσεως, ή οποιοδήποτε άλλο Οργανισμό Δημοσίου Δικαίου, θα γίνεται από υπάλληλο στην υπηρεσία της Κατηγορούσας Αρχής ή άλλο πρόσωπο, ή οργανισμό ή εταιρεία δεόντως εγγεγραμμένη, η οποία ασχολείται με επιδόσεις δικαστικών εγγράφων, μέσω των υπηρετών ή συνεργατών, εξουσιοδοτημένων από αυτούς, οι οποίοι θα τυγχάνουν της έγκρισης του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Είναι η θέση της αιτήτριας ότι σύμφωνα με τον πιο πάνω διαδικαστικό Κανονισμό καθιερώνεται ότι η επίδοση κλήσεων γίνεται μόνο από πρόσωπα ή εταιρείες που ασχολούνται με επιδόσεις δικαστικών εγγράφων. Πρόσωπα ή εταιρείες που δεν ασχολούνται με επιδόσεις δικαστικών εγγράφων δεν μπορούν ούτε και να λάβουν μέρος σε σχετικό διαγωνισμό για κατακύρωση προσφοράς.
Πράγματι η διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε στον ρηθέντα Κανονισμό είναι ασαφής και μπορεί να οδηγήσει σε διάφορες ερμηνείες. Δεν μπορώ όμως να δεχτώ τη θέση της αιτήτριας ότι αποτελεί προϋπόθεση για την ανάθεση σε οποιαδήποτε εταιρεία η απασχόλησή της με επιδόσεις δικαστικών εγγράφων. Οποιοσδήποτε μπορεί να ασχοληθεί με επιδόσεις, μόνο αν και αφού του ανατεθεί το καθήκον αυτό από το Ανώτατο Δικαστήριο. Έτσι, αν δεχόμαστε την ερμηνεία που δίδει η αιτήτρια, τότε θα καταλήγαμε στο παράλογο συμπέρασμα ότι μόνο εταιρείες ή άτομα που έχουν ασχοληθεί στο παρελθόν και έχουν σαν κύρια απασχόλησή τους την επίδοση δικαστικών εγγράφων θα μπορούσαν να αποταθούν για να υποβάλουν προσφορά.
Πριν προχωρήσω στην εξέταση των άλλων εγειρομένων σημείων θα πρέπει να σημειώσω ότι το Ανώτατο Δικαστήριο δεν παρέχει την έγκρισή του σύμφωνα με τον Κανονισμό, στην εταιρεία που επιλέγεται από το Κεντρικό Συμβούλιο Προσφορών, όπως προβάλλεται στη σχετική επιχειρηματολογία. Το Ανώτατο Δικαστήριο παρέχει την έγκριση του καταλόγου των υπηρετών ή συνεργατών που εξουσιοδοτούνται από την εταιρεία για την εκτέλεση των επιδόσεων. Αυτό φαίνεται από τη σαφή διατύπωση του Κανονισμού και ιδιαίτερα από την πρόνοια ότι προς το σκοπό αυτό θα υποβάλλεται κατάλογος ονομάτων προς έγκριση. Τα πρόσωπα αυτά εγγράφονται σε μητρώο που τηρείται στο Ανώτατο Δικαστήριο. Στην παρούσα υπόθεση, το Ανώτατο Δικαστήριο, μέσω του Αρχιπρωτοκολλητή, απευθυνόμενο στον Πρόεδρο του Συμβουλίου Προσφορών, με την επιστολή του ημερ. 21.2.1997 αναφέρει πολύ σωστά ότι ενέκρινε τον κατάλογο των συνεργατών ή εξουσιοδοτημένων από το ενδιαφερόμενο μέρος προσώπων, όπως προνοείται στην παράγραφο 2.5 των Εγγράφων Προσφορών.
Η αιτήτρια προβάλλει επίσης τον ισχυρισμό ότι η υποβολή προσφοράς από το ενδιαφερόμενο μέρος είναι εξ υπαρχής άκυρη, διότι η ενασχόληση με επιδόσεις δικαστικών εγγράφων βρίσκεται εκτός των σκοπών της εταιρείας.
Αντίθετα οι καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι το θέμα της σύμβασης μεταξύ εταιρείας και του δημοσίου είναι θέμα που εμπίπτει στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου και όχι του δημοσίου και συνεπώς το ακυρωτικό δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να εξετάσει κατά πόσο η σύμβαση που έχει ήδη γίνει μεταξύ του ενδιαφερόμενου μέρους και της κυβέρνησης είναι άκυρη ή έγκυρη.
Είναι παραδεκτό ότι στους σκοπούς του ενδιαφερόμενου μέρους όπως παρουσιάζονται στο καταστατικό της εταιρείας, όντως δεν υπήρχε κατά το χρόνο υποβολής των προσφορών πρόνοια για επιδόση δικαστικών οργάνων. Τέτοια πρόνοια προστέθηκε στις 28.2.1997 και πριν την έναρξη του σχετικού συμβολαίου.
Το καταστατικό κάθε εταιρείας θα πρέπει να περιέχει τους σκοπούς για τους οποίους η εταιρεία έχει συσταθεί. Ο καθορισμός των σκοπών είναι μεγάλης σημασίας γιατί η εταιρεία αφού είναι νομικό δημιούργημα δεν έχει αυθύπαρκτη ύπαρξη και δεν μπορεί να λειτουργήσει σαν νομική οντότητα εκτός των σκοπών που καθορίζονται στους σκοπούς του καταστατικού ή παρέχονται από το νόμο. Οποιαδήποτε πράξη της εταιρείας εκτός των σκοπών θεωρείται ως γενόμενη καθ' υπέρβασιν εξουσίας (ultra vires).
Η νομική προσωπικότητα κάθε εταιρείας δεν είναι πλήρης, αλλά υφίσταται μόνο για τους συγκεκριμένους σκοπούς για τους οποίους έχει συσταθεί, όπως αυτοί παρουσιάζονται στις σχετικές παραγράφους του καταστατικού (κατά το Λόρδο Cranworth L.C. στην Eastern Counties Railway. v. Hawkes, 24 L.J. Ch. 601). Κάθε πράξη της εταιρείας που γίνεται καθ΄ υπέρβασιν εξουσίας είναι άκυρη, όπως κάθε πράξη τοπικής αρχής που γίνεται εκτός του νομοθετικού της πλαισίου (Prescott v. Birmingham Corporation [1954] 3 All E.R. 698).
Μια τέτοια πράξη δεν μπορεί ούτε να επικυρωθεί από τη γενική συνέλευση των μετόχων της εταιρείας, άνκαι η γενική συνέλευση μπορεί να τροποποιήσει τους σκοπούς της εταιρείας με τον προβλεπόμενο από το καταστατικό τρόπο. Μια τέτοια τροποποίηση των σκοπών δεν έχει αναδρομική ισχύ (βλέπε Palmer's Company Law, Έκδοση 1982, πρώτος τόμος, παραγρ. 9-04). Κατά το κοινό δίκαιο αν εταιρεία έχει συνάψει σύμβαση καθ' υπέρβασιν εξουσίας, ούτε η εταιρεία, αλλά ούτε και ο άλλος συμβαλλόμενος μπορούν να εγείρουν αγωγή επ' αυτής.
Είναι θεμελιωμένο νομολογιακά ότι κάθε όρος της προσφοράς συνιστά ανάλογα με τη σημασία του ουσιώδη ή επουσιώδη προδιαγραφή για συμμετοχή στο διαγωνισμό. Προσφορά η οποία δεν πληροί και δεν ανταποκρίνεται σε ουσιώδη όρο είναι άκυρη και κατ' επέκταση δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης (K. & M. Transport Co Ltd v. Eteria Fortigon Aftokiniton (E.F.A.) and Others (1987) 3 C.L.R. 1939 και Τamassos Tobacco Suppliers and Co. v. Δημοκρατίας (1992) 3 A.A.Δ. 60). Συμμόρφωση με τις ουσιώδεις πρόνοιες του διαγωνισμού αποτελεί προϋπόθεση για συμμετοχή σ' αυτόν.
Η κρίση κατά πόσο τύπος που παραβιάζεται αποτελεί ουσιώδη ή επουσιώδη πρόνοια ανήκει στο Δικαστή (βλέπε Σπηλιωτόπουλος, Εγχειρίδιον Διοικητικού Δικαίου, 1977, σελ. 404, 405). Το κριτήριο για τον καθορισμό της σημασίας και υπόστασης του όρου του πλειοδοτικού διαγωνισμού, είναι η σημασία που ενέχει η τήρησή του για την απόφαση για κατακύρωση της προσφοράς. Ουσιώδης είναι ο όρος η τήρηση του οποίου είναι αποφασιστικής σημασίας για τη λήψη και το περιεχόμενο της απόφασης για την κατακύρωση της προσφοράς (Medcon Construction and Others v. Republic (1986) 3 C.L.R. 535).
Στην υπόθεση George P. Zachariades Ltd v. Republic (1987) 3 C.L.R. 68, αποφασίστηκε πως δε είναι η κατακύρωση της προσφοράς, αλλά οι μεταγενέστερες ενέργειες που αποβλέπουν στη σύναψη της σύμβασης προς εκτέλεσή της που εμπίπτουν στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου (βλέπε επίσης Λάζαρος Λαζάρου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1993) 4 Α.Α.Δ. 1275.
Η διακήρυξη της δημοπρασίας συνιστά το νομικό της πλαίσιο και δεσμεύει τόσο τη διοίκηση όσο και τους διαγωνιζόμενους. Η παράβαση των ουσιωδών διατάξεών της, δηλαδή εκείνων που αποβλέπουν στην ουσιώδη εξυπηρέτηση του σκοπού που επιδιώκεται με τη δημοπρασία, οδηγεί στην ακυρότητα του αποτελέσματος της δημοπρασίας και των σχετικών εγκριτικών πράξεων (βλέπε ΣτΕ 668/74, Αιμίλιος Έλληνας και Σία Λτδ ν. Υπουργείου Οικονομικών κ.ά. (1990) 3 Α.Α.Δ. 181 και Gevo Ltd v. Δημοκρατίας (1992) 4 Α.Α.Δ. 3180).
Ο κρίσιμος χρόνος για τον προσδιορισμό της ύπαρξης προϋποθέσεων για συμμετοχή σε πλειοδοτικό διαγωνισμό είναι εκείνος που καθορίζεται για την υποβολή των προσφορών και εν πάση περιπτώσει δεν επεκτείνεται πέραν της τελευταίας ημερομηνίας υποβολής των προσφορών (Θεοφάνους ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1033).
Σε κάθε δημοπρασία εκτέλεσης δημοσίων έργων με την κατακύρωση του αποτελέσματος και ασχέτως της υπογραφής του συμβολαίου καταρτίζεται η ενοχική σχέση (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-1959, σελ. 430). Η κατακύρωση της δημοπρασίας δεσμεύει τον πλειοδότη ο οποίος δεν μπορεί πλέον από τότε να αποσύρει την προσφορά του, από την έγκριση δε της δημοπρασίας, οπότε καταρτίζεται, πλήρως ενοχική σχέση, αποκτά δικαιώματα. Η διακήρυξη δημοπρασίας συνιστά πράξη κανονιστικού χαρακτήρα που δεσμεύει τόσο τη διοίκηση όσο και τους διαγωνιζόμενους (Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, ανωτέρω, σελ. 431). Οι όροι της διακήρυξης πρέπει να ερμηνεύονται στενά και αυστηρά. Εν πάση περιπτώσει η διακήρυξη δεν μπορεί να περιέχει όρους που αντίκεινται στην κειμένη νομοθεσία.
Η υπόθεση Γεώργιος και Κύπρος Ηλιάδης (Διανομείς) Λτδ ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1165, αφορούσε προσφορές για την εκμετάλλευση καταστημάτων αδασμολογήτων ειδών στους αερολιμένες Λάρνακας και Πάφου. Ο όρος των οδηγιών προς τους προσφοροδότες προνοούσε ότι οι προσφορές θα έπρεπε να ήταν υπογραμμένες από τον προσφοροδότη ή δεόντως εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, ενώ η εξουσιοδότηση θα έπρεπε να φαίνεται με πληρεξούσιο έγγραφο που θα συνόδευε την προσφορά. Η αιτήτρια εταιρεία υπέβαλε την προσφορά της χωρίς πληρεξούσιο, το οποίο όμως κατέθεσε σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι η παράλειψη υποβολής πληρεξούσιου συνοδευτικού της προσφοράς ήταν ουσιώδης παράλειψη που επηρέαζε την εγκυρότητα της προσφοράς των αιτητών, γιατί η παράλειψη της υποβολής του πληρεξουσίου καθιστούσε μη δεσμευτική την προσφορά για τους αιτητές. Η εκ των υστέρων συμπλήρωση των παραλείψεων με την παρουσίαση πληρεξούσιου μετά το άνοιγμα των προσφορών έθιγε την αρχή της ισότητας στο διαγωνισμό, γιατί ο παραβάτης είχε έτσι τη δυνατότητα να αποσυρθεί από το διαγωνισμό όποτε επιθυμούσε, προφασιζόμενος το μη έγκυρο της προσφοράς του.
Στην υπόθεση Αeroleschi Kyprou v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 2703, αποφασίστηκε ότι οι αιτητές που ήταν σωματείο εγγεγραμμένο σύμφωνα με τον περί Σωματείων και Ιδρυμάτων Νόμο του 1972, Ν. 57/72, δεν είχαν έννομο συμφέρον γιατί αν η προσφορά και στη συνέχεια το συμβόλαιο κατακυρωνόταν σ' αυτούς, στην πραγματικότητα θα διεξήγαγαν επιχείρηση της οποίας σκοπός θα ήταν η κτήση κέρδους, γεγονός που αντίκειται στον ορισμό που δίδεται στο άρθρο 2 του Νόμου 57/72, σύμφωνα με τον οποίο σωματείο σημαίνει οργανωμένη ένωση τουλάχιστον είκοσι προσώπων για την επιτέλεση συγκεκριμένου σκοπού μη κερδοσκοπικού. Το Δικαστήριο κατέληξε ότι αν η προσφορά κατακυρωνόταν στους αιτητές, θα εμφιλοχωρούσε παράβαση τόσο του πιο πάνω ορισμού, όσο και του άρθρου 370 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113.
Στην παρούσα υπόθεση στους όρους προσφοράς δεν περιείχετο όρος για τους σκοπούς της εταιρείας. Όμως, αφού όπως είδαμε προηγουμένως, εταιρεία δεν μπορεί να ενεργεί ως νομική οντότητα εκτός των σκοπών που προσδιορίζονται στο καταστατικό της, νομίζω ότι δεν μπορεί να δεσμεύει τον εαυτό της, εκτός εκεί όπου οι σκοποί της το επιτρέπουν. Πράξη της εταιρείας που γίνεται χωρίς μια τέτοια εξουσιοδότηση δεν μπορεί ούτε να επικυρωθεί από οποιοδήποτε όργανο της εταιρείας. Η μη περίληψη στους σκοπούς της εταιρείας της επίδοσης δικαστικών εγγράφων της παρέχει τη δυνατότητα να ισχυριστεί ότι η προσφορά της δεν ήταν δεσμευτική. Ούτε η μεταγενέστερη τροποποίηση του καταστατικού της εταιρείας μπορεί να βοηθήσει, αφού ουσιώδης χρόνος είναι ο χρόνος υποβολής της προσφοράς.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους θεωρώ ότι δεν υπήρξε έγκυρη υποβολή προσφοράς εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους και συνεπώς η κατακύρωση της προσφοράς σ' αυτό θα πρέπει να ακυρωθεί
Με απασχόλησε κατά πόσο η αιτήτρια εταιρεία είχε τη δέουσα εξουσιοδότηση από τους σκοπούς του δικού της καταστατικού να υποβάλει σχετική προσφορά, αφού σύμφωνα με τη νομολογία, προσφορά που δεν είναι σύμφωνη με ουσιώδη όρο είναι άκυρη και συνεπώς ο προσφοροδότης δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει την κατακύρωση της προσφοράς σε άλλο (βλέπε Μedcon Construction and Οthers v. Republic (ανωτέρω)). Eξέταση του καταστατικού της αιτήτριας εταιρείας δείχνει ότι στους σκοπούς της περιλαμβάνεται η παροχή υπηρεσιών, μεταξύ άλλων, σε κυβερνητικά σώματα, αναφορά την οποία υπό τας περιστάσεις θεωρώ ως αρκετή για τη διαπίστωση της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται. Τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας θα βαρύνουν τους καθ' ων η αίτηση.
H�προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.