ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
HJIERACLIS AND ANOTHER ν. REPUBLIC (1984) 3 CLR 604
Galanos Othon Tax Free Shops Ltd και Άλλοι v.Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 2234
Αγγλική νομολογία που περιλαμβάνεται στο bailii.org στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(1998) 4 ΑΑΔ 651
5 Αυγούστου, 1998
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
STEREO DEVELOPMENT CO. LTD.,
Αιτητές,
v.
1. ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΠΡΟΣΟΔΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Yπόθεση Aρ. 846/87)
Φορολογία ―�Φορολογία εισοδήματος ―�Eικονικές πράξεις ―�Άρθρο 33(1) των περί Bεβαιώσεως και Eισπράξεως Φόρων Nόμων του 1978-1988 ―�Eρμηνεία και εφαρμογή του άρθρου στην κριθείσα περίπτωση συμφωνιών μεταξύ αδελφών εταιρειών.
Eταιρικό Δίκαιο ― Άρση του εταιρικού πέπλου ― Eξαιρέσεις από την αρχή της απόφασης Salomon v. Salomon & Co. Ltd [1987] A.C. 22 ― Eξαίρεση έγινε δεκτή και στην κριθείσα περίπτωση φορολόγησης εισοδήματος εταιρείας ― Περιστάσεις.
Διοικητικό Δίκαιο ― Διοικητική πράξη ― Aιτιολογία ―�Όροι νομιμότητας ―�Περιστάσεις πληρότητας της αιτιολογίας στην κριθείσα περίπτωση επαχθούς φορολογικής απόφασης.
[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο.]
H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Kingsfield v. Republic (1966) 3 C.L.R. 45,
Ιωνίδης v. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 508,
Hadjieraclis v. Τhe Commissioner of Income Tax (1984) 3 C.L.R. 604,
Γεωργιάδης v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 4281,
Salomon v. A. Salomon & Co. Ltd. [1897] A.C. 22,
Re Horsley & Weight Ltd [1982] 3 All E.R. 1045,
Multinational Gas v. Multinational Services [1983] 2 All E.R. 563,
Adams v. Cape Industries Plc [1991] 1 All E.R. 929,
Re H. [1966] 2 All E.R. 391,
Merchandise Transport Ltd. v. British Transport Commission [1962] 2 Q.B. 173,
Jones v. Lipman [1962] 1 W.L.R. 832,
Malyon v. Plummer [1964] 1 Q.B. 330,
Freddie Goodwin Ltd. v. Birmingham City Football Club [1980] 130 N.L.J. 471,
O. Galanos Tax Free Shops Ltd και Άλλος v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2234.
Προσφυγή.
Προσφυγή με την οποία προσβάλλεται η απόφαση του Eφόρου να θεωρήσει ως εικονικές πράξεις τη μεγάλη αύξηση αμοιβής των Διευθυντών της εταιρείας και το διπλασιασμό των διαχειριστικών δικαιωμάτων στην εταιρεία "Kαλησπέρας Λτδ" με σκοπό την αποφυγή πληρωμής φόρου εισοδήματος σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 33(1) των περί Bεβαιώσεως και Eισπράξεως Φόρων Nόμων του 1978-1998.
Ι. Νικολάου για Μαρκίδη, Μαρκίδη & Σία, για τους Aιτητές.
Γ. Λαζάρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Kαθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:
(Α) Τα γεγονότα
Η αιτήτρια εταιρεία "Stereo Development Co.Ltd.", που είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, ιδρύθηκε το 1974. Το κεφάλαιο της εταιρείας ήταν 1000 μετοχές. Από αυτές ο Κώστας Καλησπέρας πήρε 100 μετοχές, ο Ραμόν Καλησπέρας 200 μετοχές, η Δέσποινα Καλησπέρα 550 μετοχές και η Σάσα Θεοδωρίδου 150 μετοχές. Οι μέτοχοι, που ήταν όλοι μέλη της ίδιας οικογένειας, ήταν ταυτόχρονα και Διευθυντές της εταιρείας.
Ο Κώστας Καλησπέρας πήρε ως Διευθυντής της εταιρείας αμοιβή το 1980 £4.000, το 1981 £5.000 και το 1982 £18.000 ενώ η Δέσποινα Καλησπέρα πήρε ως Διευθύντρια της εταιρείας αμοιβή το 1980 £1.000, το 1981 £1.000 και το 1982 £2.000.
Η αιτήτρια εταιρεία που δεν είχε γραφεία ή υπαλλήλους συστεγαζόταν με την αδελφή εταιρεία "Kαλησπέρας Λτδ". Η διεκπεραίωση των εργασιών της αιτήτριας εταιρείας έγινε κατόπιν προφορικής συμφωνίας με την εταιρεία "Kαλησπέρας Λτδ". Για το 1982 για την παραχώρηση των γραφείων της και τη διεκπεραίωση των εργασιών, η αιτήτρια εταιρεία ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει στην αδελφή εταιρεία "Kαλησπέρας Λτδ" £6.500 σε σχέση με £3.000 που είχε καταβάλει για το 1981.
Ο καθ'ου η αίτηση θεώρησε ως εικονικές πράξεις τη μεγάλη αύξηση αμοιβής των Διευθυντών της εταιρείας και το διπλασιασμό των διαχειριστικών δικαιωμάτων στην εταιρεία "Kαλησπέρας Λτδ" με σκοπό την αποφυγή πληρωμής φόρου εισοδήματος και σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 33(1) των περί Βεβαίωσης και Είσπραξης Φόρου Νόμων του 1978-1988 καθόρισε το ποσό που θα έπρεπε να καταβληθεί από την αιτήτρια εταιρεία σε £5.898,91.
Κρίνω σκόπιμο σε αυτό το στάδιο να παραθέσω αυτούσια τη σχετική απόφαση των καθ'ων η αίτηση της 1/7/87.
"Κύριοι,
Αναφέρομαι στους λογαριασμούς του έτους 1982 ως επίσης και στην ένσταση που έχετε υποβάλει μέσω του ελεγκτού σας κ. Μ. Ιωάννου κατά της φορολογίας φόρου εισοδήματος και έκτακτης εισφοράς του έτους 1982 και σας πληροφορώ όπως πιο κάτω.
Αφού εξέτασα προσεκτικά την υπόθεσή σας και έλαβα υπόψη όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στις απαντητικές επιστολές του ελεγκτή σας ημερομηνίας 13.8.86 και 21.11.86, εξακολουθώ να πιστεύω ότι η πληρωμή τόσο ψηλής αμοιβής στους διευθυντές της εταιρείας κατά το έτος 1982, σε σύγκριση με άλλα χρόνια, αποτελεί εικονική πράξη με μοναδικό σκοπό την αποφυγή πληρωμής φόρου εισοδήματος και έκτακτης εισφοράς εκ μέρους της εταιρείας.
Για τον ίδιο ακριβώς λόγο το ύψος των διαχειριστικών δικαιωμάτων γραφείου που πληρώθηκαν στην εταιρεία "ΚΑΛΗΣΠΕΡΑΣ" Λτδ., κατά το έτος 1982 υπερβαίνει το διπλάσιο ποσό σε σύγκριση με τα άλλα χρόνια.
Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξα για τους πιο κάτω λόγους:-
(α) Η ημερομηνία υποβολής των λογαριασμών της εταιρείας και των προσωπικών δηλώσεων των διευθυντών, ήτοι η 13.11.1985 και το γεγονός ότι δεν υπάρχουν εκ των προτέρων πρακτικά συνεδριάσεως παρά μόνο μεταγενέστερη απόφαση γενικής συνελεύσεως των μετόχων της εταιρείας που καθόρισε το ύψος της αμοιβής, δείχνει ότι τούτο έγινε μετά που διεφάνη στους λογαριασμούς ότι η εταιρεία θα επλήρωνε σεβαστό ποσό φόρου εισοδήματος και έκτακτης εισφοράς.
(β) Προσωπικά ο εκ των διευθυντών κος Κ. Καλησπέρας δεν υπέχει καμμιά φορολογική υποχρέωση για το έτος 1982 επί της αμοιβής των £18,000, λόγω ψηλών ζημιών που μεταφέρονται από προηγούμενα χρόνια.
(γ) Η αμοιβή του κ. Κ. Καλησπέρα, αυξήθηκε από £4,000 το 1980 και £5,000 το 1981, στο ποσό των £18,000 το έτος 1982 και της κας Δ. Καλησπέρα από £1,000 το 1980 και 1981 στο ποσό των £2,000 το 1982. Οι υπηρεσίες που πρόσφεραν στην εταιρεία κατά το 1982 δεν έχουν διαφοροποιηθεί ούτως ώστε να δικαιολογείται καταβολή αμοιβής ποσού υπερτριπλάσιου των προηγουμένων χρόνων.
(δ) Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ανεξάρτητο στοιχείο ή τεκμήριο που να δείχνει ότι έγινε τέτοια πληρωμή αμοιβής αλλά μια πράξη μόνο στα βιβλία και συγκεκριμένα στους τρεχουμένους λογαριασμούς των διευθυντών.
(ε) Σχετικά με τα διαχειριστικά δικαιώματα που πληρώθηκαν στην εταιρεία "ΚΑΛΗΣΠΕΡΑΣ" Λτδ., δεν υπάρχουν εκ των προτέρων ειδικά κριτήρια αλλά καθορίστηκαν κατόπιν προφορικής συμφωνίας μεταξύ των δύο ενδιαφερομένων εταιρειών, στην πραγματικότητα από τα ίδια πρόσωπα.
2. Εν όψει των πιο πάνω, αποφάσισα να περιορίσω το ύψος της αμοιβής των διευθυντών ως επίσης και το ύψος των διαχειριστικών δικαιωμάτων, όπως και κατά τα προηγούμενα χρόνια. Οι προσδιορισμοί φορολογητέου εισοδήματος και έκτακτης εισφοράς τροποποιούνται όπως αναφέρεται στην επιστολή μου προς τον ελεγκτή σας ημερομηνίας 14 Ιουλίου 1986:-
Προσδιορισμός Προσδιορισμός
φορολ. εισοδήμ. έκτακτ. εισφοράς
£ £
Κέρδος/Ζημιά
σύμφωνα προσδιορισμού (2,997) (2,965)
Πλέον/Μείον μέρος αμοιβής διευθυντή
μη επιτραπέν 14,000 14,000
Μέρος διαχειριστικών δικαιωμάτων 3,500 3,500
Έκτακτη εισφορά (1,790) -
______ ______
Αναθεωρημένο κέρδος έτους:- £12,713 £14,535
3. Σας εσωκλείω ειδοποίηση επιβολής φορολογίας για το φορολογικό έτος 1982 και η προσοχή σας εφιστάται στην παράγραφο 6 της πιο πάνω ειδοποίησης που σας παρέχει το δικαίωμα προσφυγής στο Ανώτατο Δικαστήριο της Δημοκρατίας μέσα σε 75 μέρες από την ειδοποίηση αυτή, αν θεωρείτε τον εαυτό σας αδικημένο από την απόφασή μου."
Είναι η θέση της αιτήτριας εταιρείας ότι
(1) Η απόφαση του καθ'ου η αίτηση είναι αποτέλεσμα πλάνης,
(2) Ο καθ'ου η αίτηση δεν είχε προβεί στη δέουσα έρευνα και
(3) Ο καθ'ου η αίτηση παραβίασε τον κανόνα της απόφασης Aron Salοmon v. A. Salοmon & Co. Ltd. αναφορικά με τα διαχειριστικά δικαιώματα που είχαν καταβληθεί στην εταιρεία "Kαλησπέρας Λτδ."
(B) Οι λεπτομέρειες που οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι οι πράξεις ήταν εικονικές
Η αιτήτρια εταιρεία αμφισβητεί την ορθότητα των λόγων που οδήγησαν τους καθ'ων η αίτηση να θεωρήσουν τις απολαβές των Διευθυντών και τα διαχειριστικά έξοδα ως εικονικές πράξεις και προβάλλει προς ενίσχυση των ισχυρισμών της τις πιο κάτω θέσεις.
(α) Αναφορικά με το συμπέρασμα των καθ'ων η αίτηση ότι ο καθορισμός του ύψους της αμοιβής έγινε μετά που διεφάνη ότι η αιτήτρια εταιρεία θα πλήρωνε ένα σεβαστό ποσό για φόρο εισοδήματος και έκτακτη εισφορά, η αιτήτρια σημειώνει δική της δήλωση ημερομηνίας 6/3/82 που συμπεριλαμβάνεται σε δήλωση υπολογισμού προσωρινής φορολογίας για το 1982 ότι "προβλέπετο ότι οι κκ. Κώστας Καλησπέρας και Δέσποινα Καλησπέρα θα είχαν ως απολαβές για μισθούς, δικαιώματα, φιλοδωρήματα κ.λ.π. το ποσό των £18.000 και £2.000 αντίστοιχα".
Είναι η θέση των καθ'ων η αίτηση ότι ο ισχυρισμός της αιτήτριας εταιρείας ότι η υποβολή της δήλωσης έγινε στις 6/3/82 δεν είναι ορθός, αφού η σχετική δήλωση έγινε στην πραγματικότητα στις 13/11/85. Και τούτο γιατί οι μισθοί δεν είχαν καθοριστεί σε συνεδρία του Συμβουλίου αλλά με απόφαση Γενικής Συνέλευσης της εταιρείας που συγκλήθηκε στις 15/1/83.
(β) Το γεγονός ότι ο κ. Καλησπέρας δεν υπείχε φορολογική υποχρέωση για το 1982, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την επίδικη απόφαση, αφού είναι ένα θέμα που είναι άσχετο με τα πραγματικά γεγονότα.
Αντίθετα οι καθ' ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι ο κ. Καλησπέρας δεν υπείχε καμιά φορολογική υποχρέωση για το 1982 για την αμοιβή των £18.000 λόγω των ψηλών ζημιών που είχαν μεταφερθεί από προηγούμενα χρόνια.
(γ) Οι αυξήσεις στους μισθούς των Διευθυντών Κώστα και Δέσποινας Καλησπέρα ήταν δικαιολογημένες, αφού οι υπηρεσίες που πρόσφερε ο κ. Κώστας Καλησπέρας ήταν κατά πολύ περισσότερες από εκείνες που είχε προσφέρει τα προηγούμενα χρόνια. Ειδικότερα για τρεις πωλήσεις οικοπέδων σε κατοίκους Αγγλίας, ο Κώστας Καλησπέρας αναγκάστηκε να επισκεφθεί τα πιο πάνω πρόσωπα στην Αγγλία και να επιβαρυνθεί τα σχετικά έξοδα. Οι απολαβές των £18.000 για το 1982 συμπεριλαμβάνουν και τα πιο πάνω έξοδα. Ο διπλασιασμός των απολαβών της Δέσποινας Καλησπέρα το 1982 από £1.000 σε £2.000 οφειλόταν στο γεγονός ότι το 1982 η πιο πάνω ασκούσε και άλλα καθήκοντα, όπως π.χ. εκείνο της τηλεφωνήτριας.
Αντίθετα οι καθ'ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι οι υπηρεσίες των Διευθυντών για το 1982 δεν είχαν αυξηθεί σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια. Χαρακτηριστικά όταν ζητήθηκε από τους ελεγκτές της αιτήτριας εταιρείας να δώσουν στοιχεία που θα έδειχναν την αύξηση του όγκου των υπηρεσιών που πρόσφεραν οι Διευθυντές, δεν δόθηκε συγκεκριμένη απάντηση. Δεν υπήρχε συγκεκριμένο συμβόλαιο εργοδότησης που θα συμπεριλάμβανε το ύψος του μισθού και τους όρους εργασίας. Τα έξοδα των ταξιδιών στην Αγγλία έπρεπε να φαίνονται στο λογαριασμό κερδοζημιών, κάτι που δεν είχε γίνει.
(δ) Το ποσό των £6.500 συμφωνήθηκε προφορικά μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών γιατί η αιτήτρια εταιρεία δεν διέθετε υπαλλήλους και δικά της γραφεία για τη διεκπεραίωση των εργασιών της. Το προηγούμενο ποσό των £3.000 για το 1981 ήταν χαμηλό και επιβαλλόταν η αύξησή του.
Οι καθ'ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι τα διαχειριστικά δικαιώματα καθορίστηκαν με αντικειμενικά και όχι με εμπορικά κριτήρια. Οι καθ'ων η αίτηση είχαν ζητήσει από την αιτήτρια εταιρεία συγκεκριμένα στοιχεία που θα δικαιολογούσαν το διπλασιασμό των εξόδων, αλλά η αιτήτρια εταιρεία παρέλειψε να παρουσιάσει οποιαδήποτε στοιχεία που θα δικαιολογούσαν την πιο πάνω αύξηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα χρόνια που η εταιρεία είχε ζημιές τα διαχειριστικά δικαιώματα καθορίστηκαν σε £3.000 ενώ τα χρόνια που η εταιρεία είχε κέρδη όπως το 1982, τα διαχειριστικά έξοδα αυξήθηκαν σε £6.500. Το επιχείρημα των αιτητών ότι τα διαχειριστικά έξοδα έπρεπε να αυξηθούν γιατί ήταν χαμηλά δεν μπορεί να δικαιολογηθεί γιατί δεν μπορεί να εξηγηθεί το γεγονός ότι το 1983 και 1984 που η εταιρεία δεν είχε φορολογικές υποχρεώσεις τα δικαιώματα μειώθηκαν σε £3.000 και το 1985 που είχε κέρδη αυξήθηκαν πάλι σε £6.500. Εξάλλου μια εταιρεία που είχε πωλήσει το 1982 μόνο τρία οικόπεδα δεν χρειάζεται με ένα τόσο μικρό κύκλο εργασιών τόσο ψηλά διαχειριστικά έξοδα.
(Γ) Η νομική πλευρά
Το άρθρο 33(1) προνοεί ότι,
"Οσάκις ο Διευθυντής κρίνη ότι αναφορικώς προς φορολογικόν τι έτος το αντικείμενον φόρου οιουδήποτε προσώπου μειούται εκ πράξεων αίτινες, κατά την γνώμην αυτού, δεν είναι γνήσιαι ή είναι εικονικαί, δύναται να αγνοήση οιανδήποτε τοιαύτην πράξιν και να φορολογήση τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα επί του ορθού αντικειμένου φόρου."
Στους όρους "μη γνήσιαι" και "εικονικαί" πρέπει να αποδίδεται η φυσική τους σημασία. (Ίδε Kingsfield v. The Republic (1966) 3 C.L.R. 45). Μια "μη γνήσια" και "εικονική" πράξη είναι "μια συναλλαγή ή ένα έγγραφο που γίνεται με πρόθεση να εμφανίσει την εικόνα δημιουργίας νομικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ των μερών διαφορετικών από τα πραγματικά δικαιώματα και υποχρεώσεις που τα μέρη σκοπεύουν να δημιουργήσουν". (Ίδε Ιωνίδης ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 508.)
Οι επιπτώσεις του άρθρου 33(1) έχουν εξεταστεί σε σειρά αποφάσεων. Ως εικονικές πράξεις έχουν θεωρηθεί μια σύμβαση ενοικίασης και μια πρόνοια σε συνεταιρισμό ότι η θυγατέρα του αιτητή είναι συνέταιρος στο συνεταιρισμό (Kingsfield v. The Republic (1966) 3 C.L.R. 45), μια μεταβίβαση ακινήτου που είχε αγοραστεί από την 80χρονη μητέρα των αιτητών, η οποία το μεταβίβασε με δωρεά την ίδια μέρα στους αιτητές που το πώλησαν μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα με σημαντικό κέρδος (HjiEraclis v. Τhe Commissioner of Income Tax (1984) 3 C.L.R. 604), όπως επίσης και μια μεταβίβαση εισοδήματος του αιτητή σε οικογενειακή εταιρεία στην οποία μόνοι μέτοχοι και διευθυντές ήταν ο αιτητής και η σύζυγός του (Georghiadis v. Δημοκρατίας (1991) 4 Α.Α.Δ. 4281).
Το ουσιαστικό ερώτημα που εγείρεται στην παρούσα περίπτωση είναι κατά πόσο οι αυξημένες απολαβές των Διευθυντών και τα αυξημένα διαχειριστικά έξοδα ήταν γνήσιες ρυθμίσεις μεταξύ των ενδιαφερόμενων μερών ή ήταν εικονικές, σε μια προσπάθεια αποφυγής καταβολής φόρου εισοδήματος.
Έχω εξετάσει προσεκτικά όλα τα στοιχεία που υπάρχουν ενώπιον μου και έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι οι ισχυρισμοί της αιτήτριας εταιρείας, ότι η σχετική απόφαση του Εφόρου ήταν αποτέλεσμα πλάνης ή έλλειψης δέουσας έρευνας, δεν μπορεί να γίνουν αποδεκτοί. Αντίθετα έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η σχετική απόφαση ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Η αιτήτρια εταιρεία είχε οικογενειακό χαρακτήρα. Οι δραστηριότητες της ήταν ελάχιστες. Από το σχετικό φάκελο της υπόθεσης φαίνεται ότι το 1980 η εταιρεία πώλησε ένα οικόπεδο, το 1981 δύο οικόπεδα και το 1982 τρία οικόπεδα. Για τις πιο πάνω δραστηριότητες κατέβαλε £3.000 διαχειριστικά έξοδα στην αδελφή εταιρεία "Καλησπέρας Λτδ" για το 1981 ενώ για το 1982 ανέλαβε την υποχρέωση να καταβάλει £6.500. Η εικόνα που προκύπτει είναι ότι τα διαχειριστικά έξοδα ανεβοκατέβαιναν ανάλογα με τα ποσοστά κέρδους χωρίς καμιά λογική συνοχή. Τα χρόνια που είχε ζημιές τα έξοδα ήταν £3.000 και τα χρόνια που είχε κέρδη τα έξοδα αυξάνονταν σε £6.500. Η τρομακτική εκτόξευση των μισθών των Διευθυντών προς τα πάνω χωρίς την παροχή ικανοποιητικών εξηγήσεων, συνέπιπτε με τη δημιουργία υποχρέωσης καταβολής φόρου εισοδήματος και έκτακτης εισφοράς. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ στην έγγραφη αγόρευση της αιτήτριας εταιρείας ο λόγος της αύξησης των απολαβών των Διευθυντών αποδίδεται στον αυξημένο όγκο εργασιών που είχε προσφέρει ο Κώστας Καλησπέρας το 1982 σε σχέση με προηγούμενα χρόνια, ο λογιστής της αιτήτριας εταιρείας σε σχετική επιστολή του ημερομηνίας 13/8/86 αποδίδει την αύξηση σε επιβράβευση των προσπαθειών που κατέβαλε από την ίδρυση της εταιρείας ο Κώστας Καλησπέρας αναφέροντας,
"Ό,τι πέτυχε η εταιρεία από της ίδρυσης της μέχρι σήμερα το οφείλει κυρίως στις δικές του προσπάθειες και υπηρεσίες. Είναι γι' αυτές του τις υπηρεσίες και προσπάθειες που του παραχωρήθηκε ψηλότερη αμοιβή κατά το 1982."
Με βάση τα πιο πάνω βρίσκω ότι η σχετική απόφαση του Εφόρου να θεωρήσει τις αυξήσεις στις απολαβές των Διευθυντών και τις αυξήσεις των διαχειριστικών εξόδων ως εικονικές, ήταν εύλογα επιτρεπτή.
(Δ) Παραβίαση της αρχής που καθιέρωσε η απόφαση Aron Salomon v. A. Salomon & Co. Ltd. [1897] A.C. 22.
Η αιτήτρια εταιρεία έχει προβάλει την εισήγηση ότι ένας από τους λόγους που οδήγησαν στην απόρριψη της αίτησης των διαχειριστικών εξόδων ήταν ότι "τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα που καθόρισαν το ύψος των δικαιωμάτων ήταν στην πραγματικότητα τα ίδια πρόσωπα" και τούτο κατά παράβαση της νομολογιακής αρχής που έχει καθιερώσει η απόφαση Salomon, ότι δηλαδή μια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης αποτελεί μια διαφορετική νομική οντότητα που έχει τα δικά της δικαιώματα και υποχρεώσεις, σε αντίθεση με τα δικαιώματα και υποχρεώσεις των μετόχων της.
Στην υπόθεση Salomon (πιο πάνω), ο Aron Salomon που διατηρούσε τη δική του επιτυχημένη επιχείρηση διάθεσης δερμάτινων ειδών, αποφάσισε να μετατρέψει την επιχείρηση του σε εταιρεία για να έχει τα πλεονεκτήματα της περιορισμένης ευθύνης. Ο ίδιος ήταν αξιόχρεος. Από το ονομαστικό κεφάλαιο της νεοϊδρυθείσας εταιρείας (£40.000 διηρεμένες σε μετοχές της £1,00) η γυναίκα του και τα πέντε παιδιά του πήραν από μια μετοχή και ο ίδιος 20.000 μετοχές. Ο Aron Salomon πήρε επίσης ενυπόθηκα χρεωστικά ομόλογα (mortgage debentures) ύψους £10.000. Αργότερα η εταιρεία αντιμετώπισε οικονομικές δυσκολίες και αφού διορίστηκε παραλήπτης (receiver), ακολούθησε διαδικασία εκκαθάρισης (liquidαtion). Τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας μπορούσαν να ικανοποιήσουν τα ενυπόθηκα χρεωστικά ομόλογα αλλά οι μη εξασφαλισμένοι πιστωτές (unsecured creditors) που είχαν να παίρνουν £7.000 δεν θα μπορούσαν να εισπράξουν τις απαιτήσεις τους. Ο εκκαθαριστής ζήτησε να ακυρώσει τα ενυπόθηκα χρεωστικά ομόλογα, αφού ισχυρίστηκε ότι η εταιρεία που είχε δημιουργηθεί ήταν μια "απάτη" και ενεργούσε ως αντιπρόσωπος του Aron Salomon που έπρεπε να εξοφλήσει προσωπικά τους μη εξασφαλισμένους πιστωτές ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι μετοχές της εταιρείας είχαν εξοφληθεί. Η Δικαστική Επιτροπή της Βουλής των Λόρδων αποφάσισε ότι η εταιρεία είχε τη δική της νομική οντότητα και είχε επίσης το δικαίωμα να εκδώσει τα ενυπόθηκα χρεωστικά ομόλογα. Όπως έχει λεχθεί από το Lord Macnaghten,
"The company is at law a different person altogether from the subscribers to the memorandum; and, though it may be that after incorporation the business is precisely the same as it was before, and the same persons are managers, and the same hands receive the profits, the company is not in law the agent of the subscribers or trustee for them. Nor are the subcribers as members liable, in any shape or form, except to the extent and in the manner provided by the Act."
Η απόφαση Salomon ακολουθήθηκε στις αποφάσεις Re Horsley & Weight Ltd [1982] 3 All E.R. 1045, Multinational Gas v. Multinational Services [1983] 2 All E.R. 563, Adams v. Cape Industries Plc [1991] 1 All E.R. 929 και Re H. [1966] 2 All E.R. 391.
Η νομική αρχή ότι μια εταιρεία αποτελεί μια ανεξάρτητη νομική οντότητα και πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν οποιοδήποτε άλλο ανεξάρτητο πρόσωπο με τα δικά του δικαιώματα και υποχρεώσεις σε αντιπαράθεση με εκείνα των μετόχων, μπορεί να παραβλεφθεί σε ορισμένες περιπτώσεις από τα Δικαστήρια σε μια διαδικασία που έχει ονομαστεί ως "η ανασήκωση του πέπλου" (lifting the veil of incorporation). Οι περιπτώσεις που επιτρέπουν την ανασήκωση του πέπλου συμπεριλαμβάνουν μεταξύ άλλων τη μείωση του αριθμού των μελών της εταιρείας κάτω από τις ελάχιστες νομοθετικές προϋποθέσεις (7 για δημόσια εταιρεία και 2 για ιδιωτική εταιρεία), σε φορολογικές περιπτώσεις όταν εγείρεται θέμα ελέγχου (controlling interest), όπως επίσης και σε περιπτώσεις όπου η εγγραφή μιας εταιρείας γίνεται για κάποιο παράνομο ή ακατάλληλο (improper) σκοπό. (Ίδε Palmer's "Company Law" V. 1, 201 και Charlesworth's "Company Law" 7th Edition 39).
Έτσι το Δικαστήριο έχει αρνηθεί να θεωρήσει μια μητρική και μια θυγατρική ως ανεξάρτητες εταιρείες όταν, αντί να υποβληθούν αιτήσεις από τη μητρική εταιρεία για την έκδοση αδειών για τα οχήματά της (που δεν υπήρχε πιθανότητα να εγκριθούν), οι αιτήσεις υποβλήθηκαν από τη θυγατρική εταιρεία στο όνομα της οποίας θα εγγράφονταν αργότερα τα οχήματα (Merchandise Transport Ltd. v. British Transport Commission [1962] 2 Q.B. 173). Επίσης, όταν ένας πωλητής γης, που ήθελε να αποφύγει την έκδοση διατάγματος ειδικής εκτέλεσης μεταβίβασης ακινήτου μιας αγοραπωλησίας, το μεταβίβασε σε εταιρεία που είχε εγγραφεί για αυτόν ειδικά το σκοπό, το Δικαστήριο θεώρησε την εταιρεία που είχε ιδρυθεί ως απάτη και εξέδωσε το σχετικό διάταγμα ειδικής εκτέλεσης εναντίον του πωλητή (Jones v. Lipman [1962] 1 W.L.R. 832. Ίδε επίσης Malyon v. Plummer [1964] 1 Q.B. 330, Freddie Goodwin Ltd. v. Birmingham City Football Club [1980] 130 N.L.J. 471).
Στην Κύπρο το θέμα εξετάστηκε στην υπόθεση O. Galanos Tax Free Shops Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 2234, όπου το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι οι καθ'ων η αίτηση δικαιολογημένα παρεξέκλιναν από την αρχή που καθιερώθηκε στην υπόθεση Salomon, αφού η αιτήτρια εταιρεία προσπαθούσε να επιτύχει την παραβίαση της μυστικότητας των προσφορών και του ελεύθερου συναγωνισμού.
Στην παρούσα περίπτωση οι καθ'ων η αίτηση θεώρησαν ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα που καθόρισαν το ύψος των διαχειριστικών δικαιωμάτων ήταν η αιτήτρια εταιρεία και η εταιρεία "Kαλησπέρας Λτδ". Είναι κοινά αποδεκτό ότι η αιτήτρια εταιρεία και η εταιρεία "Kαλησπέρας Λτδ" είναι αδελφές εταιρείες.
Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω και τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απόφαση των καθ'ων η αίτηση να παραγνωρίσουν τη νομολογιακή αρχή που καθιέρωσε η απόφαση Salomon, ότι δηλαδή κάθε μια από τις δύο εταιρείες αποτελούσε διαφορετική νομική οντότητα και ότι οι δύο εταιρείες έπρεπε να θεωρηθούν ότι ήταν τα ίδια πρόσωπα, ήταν εύλογα επιτρεπτή.
(ε) Αιτιολογία
Η αιτήτρια εταιρεία έχει επίσης υποβάλει ότι από την αιτιολογία της επίδικης απόφασης της 1/7/87 δεν προκύπτει επαρκής, σαφής και πλήρης απάντηση γιατί οι καθ'ων η αίτηση κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι πράξεις ήταν εικονικές.
Μια διοικητική απόφαση πρέπει να είναι αιτιολογημένη σε βαθμό που να παρέχει στο Δικαστήριο την ευχέρεια να ελέγχει τη νομιμότητά της. Η αοριστία και η ασάφεια που καθιστά αδύνατο τον έλεγχο μιας διοικητικής απόφασης έχει ως φυσικό επακόλουθο την ακύρωση της πράξης. (Ίδε Δαγτόγλου "Γενικό Διοικητικό Δίκαιο", 3η Έκδοση, 1992, παράγραφοι 636, 646 και 647). Η αιτιολογία πρέπει να είναι ειδική και επαρκής. Όμως μπορεί να πάρει και μια λακωνική μορφή νοουμένου ότι το συμπέρασμα ανταποκρίνεται προς τα γεγονότα που περιέχονται στο σχετικό φάκελο. (Ίδε Σπηλιωτόπουλου "Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου", 6η Έκδοση, σ. 67 και Ι. Σαρμά "Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας", σ. 130).
Δεν τρέφω καμιά αμφιβολία ότι η απόφαση της 1/7/87 είναι επαρκώς αιτιολογημένη. Συμπληρωματικές λεπτομέρειες που υπάρχουν στο σχετικό φάκελο υποστηρίζουν πλήρως τη σχετική απόφαση.
Συνεπακόλουθα η αίτηση απορρίπτεται. Η σχετική απόφαση επικυρώνεται σύμφωνα με το άρθρο 146.4 του Συντάγματος. Η αιτήτρια εταιρεία καταδικάζεται να καταβάλει τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
H�προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.