ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 4 ΑΑΔ 311
27 Απριλίου, 1998
[ΝΙΚΟΛΑΪΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ Α. ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Aρ. 349/97)
Eπιτροπή Δημόσιας Yπηρεσίας ―�Πλήρωση κενωθείσας θέσης χωρίς πρόταση από την αρμόδια αρχή δυνάμει του Άρθρου 29 του N. 1/90 ―�Tο ζήτημα του καθορισμού του ουσιώδους χρόνου κατοχής των προσόντων ―�H προκριθείσα από την E.Δ.Y. επιλογή ως ουσιώδους χρόνου της τελευταίας ημέρας προ της εκπνοής της προθεσμίας προς υποβολή προτάσεως πλήρωσης της θέσης επικυρώθηκε.
Δημόσιοι Yπάλληλοι ―�Προαγωγές ― Oυσιώδης χρόνος κατοχής των προσόντων ―�Συνδυασμός των Άρθρων 29 και 35(2)(β) του N. 1/90 προς ανεύρεση του ουσιώδους χρόνου όταν ελλείπει η πρόταση της αρμοδίας αρχής προς πλήρωση κενής θέσης.
[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο.]
H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Aναφερόμενη υπόθεση:
Θεοδώρου v. Δημοκρατίας (1995) 4 A.A.Δ. 2560.
Προσφυγή.
Προσφυγή εναντίον της απόφασης της EΔY με την οποία προήχθηκε το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση του Aνώτερου Iατρικού Λειτουργού αντί του αιτητή.
Α. Κωνσταντίνου, για τον Aιτητή.
Ελ. Κλεόπα, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
NIKOΛAΪΔHΣ, Δ.: Η μόνιμη θέση του Ανώτερου Ιατρικού Λειτουργού, Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας κενώθηκε την 1.7.1995, χωρίς η αρμόδια αρχή να υποβάλει, όπως είχε υποχρέωση, πρόταση εντός τεσσάρων μηνών. Έτσι στις 30.11.1995 η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής αναφερόμενη ως "η Επιτροπή"), αποφάσισε δυνάμει του άρθρου 29(3) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων του 1990 έως 1994, να προχωρήσει στην πλήρωση της θέσης καθορίζοντας ταυτόχρονα ως πρώτο ουσιώδη χρόνο συνδρομής των προσόντων την 1.11.1995.
Ο αιτητής θεωρήθηκε μη προσοντούχος, αφού την πιο πάνω ημερομηνία δεν συμπλήρωνε τη δεκαετή υπηρεσία που απαιτούσε το σχέδιο υπηρεσίας. Η διαδικασία προχώρησε και στις 9.12.1996 η Επιτροπή προήγαγε το ενδιαφερόμενο μέρος στη θέση από 1.1.1997. Εναντίον της απόφασης της Επιτροπής ασκήθηκε η παρούσα προσφυγή. Στην προσφυγή εγείρεται ως μόνο θέμα το ερώτημα κατά πόσο η απόφαση της Επιτροπής να θεωρήσει την 1.11.1995 ως τον ουσιώδη χρόνο κατοχής των απαραίτητων προσόντων είναι ορθή.
Σύμφωνα με το άρθρο 29 του Νόμου η Επιτροπή δεν προβαίνει στην πλήρωση οποιασδήποτε θέσης, παρά μόνο ύστερα από λήψη σχετικής γραπτής πρότασης από την αρμόδια αρχή. Η αρμόδια αρχή οφείλει να υποβάλλει πρόταση για πλήρωση της θέσης το βραδύτερο σε τέσσερις μήνες από την ημέρα που η θέση έχει δημιουργηθεί ή κενωθεί. Σε περίπτωση μή συμμόρφωσης της αρμόδιας αρχής η Επιτροπή προβαίνει με δική της πρωτοβουλία στην πλήρωση της θέσης.
Στην παρούσα υπόθεση η θέση, που είναι θέση προαγωγής, κενώθηκε την 1.7.1995 και μέχρι την 1.11.1995 (τέσσερις μήνες μετά την κένωση της) δεν υποβλήθηκε πρόταση της αρμόδιας αρχής. Στις 30.11.1995 η Επιτροπή αποφάσισε να προχωρήσει στην πλήρωση της θέσης καθορίζοντας ως ουσιώδη χρόνο συνδρομής των προσόντων την 1.11.1995, τελευταία μέρα πριν την εκπνοή της προθεσμίας των τεσσάρων μηνών που θέτει ο νόμος στην αρμόδια αρχή για υποβολή πρότασης.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι ουσιώδης χρόνος κατοχής των προσόντων δεν θα έπρεπε να ήταν η 1.11.1995, αλλά η 30.11.1995 ημερομηνία κατά την οποία η Επιτροπή έλαβε την απόφαση να προχωρήσει στην πλήρωση της θέσης.
Η περίπτωση αυτή δεν καλύπτεται από το νόμο. Η προθεσμία για υποβολή πρότασης για πλήρωση της θέσης που προβλέπει το άρθρο 29(2) δεν φαίνεται να είναι αποκλειστική. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης της αρμόδιας αρχής με την πιο πάνω υποχρέωση υποβολής πρότασης η Επιτροπή προβαίνει στην πλήρωση της θέσης χωρίς πρόταση. Από τη διατύπωση του άρθρου 29 (3) του νόμου φαίνεται ότι η Επιτροπή υπέχει υποχρέωση να προχωρήσει στην πλήρωση της θέσης χωρίς την πρόταση της αρμόδιας αρχής, μετά βέβαια την παρέλευση της προθεσμίας των τεσσάρων μηνών.
Το ερώτημα που τίθεται ουσιαστικά συμπυκνώνεται στο κατά πόσο ουσιώδης ημερομηνία για υπολογισμό της κατοχής των προσόντων είναι η ημερομηνία ενεργοποίησης της διαδικασίας πλήρωσης της θέσης ή η ημερομηνία που δυνατόν να ενεργοποιείτο ο μηχανισμός. Προκύπτει και σειρά άλλων ερωτημάτων τα οποία όμως δεν χρειάζεται να μας απασχολήσουν στην παρούσα περίπτωση.
Δεν συμφωνώ με προγενέστερη προσέγγιση του θέματος (Μαρία Θεοδώρου ν. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 2560). Νομίζω ότι στο άρθρο 29 ο νομοθέτης είχε σκοπό να δείξει από τη μια ποιός έχει την πρωτοβουλία για ενέργεια (αυτό εξάλλου αναφέρεται και στον πλαγιότιτλο του άρθρου), αλλά από την άλλη να καθορίσει την έναρξη της διαδικασίας και να θέσει κάποια χρονικά περιθώρια τα οποία θα απέκλειαν είτε ολιγωρία, είτε ακόμα και τη δυνατότητα κάποιας αυθαιρεσίας.
Πιστεύω ότι αν στην περίπτωση μη συμμόρφωσης της αρμόδιας αρχής μέσα στην προθεσμία που επιβάλλει ο νόμος, η Επιτροπή είχε την απόλυτη ευχέρεια να καθορίζει από μόνη της οποιανδήποτε ημερομηνία ήθελε η ίδια σαν ημερομηνία συνδρομής των προσόντων, τότε θα υπήρχαν πολλά περιθώρια για παρερμηνεία. Η Επιτροπή θα μπορούσε να αναμένει μέχρι συγκεκριμένη ημερομηνία και τότε να προέβαινε στην έναρξη της διαδικασίας πλήρωσης της θέσης, καθορίζοντας συνάμα και κατά το δοκούν την ημερομηνία συνδρομής των προσόντων. Αν δοθεί αυτή η ερμηνεία, η όλη διαδικασία δυνατόν να καταστεί πηγή προβλημάτων.
Νομίζω ότι η θέση αυτή ενισχύεται και από τη διατύπωση του άρθρου 35 (2) (β) που προβλέπει ότι για να προαχθεί υπάλληλος θα πρέπει να κατέχει τα προσόντα που προβλέπονται στο σχέδιο υπηρεσίας κατά το χρόνο κατά τον οποίο λήφθηκε από την Επιτροπή η πρόταση για την πλήρωση της θέσης και κατά το χρόνο που λαμβάνεται η απόφαση. Η ασφαλιστική δικλείδα που θέτει ο νόμος με την πρόνοια του άρθρου 29 δεν θα λειτουργούσε αν με την παράλειψη της αρμόδιας αρχής να υποβάλει πρόταση για πλήρωση της θέσης, η Επιτροπή μπορούσε να ρυθμίζει κατά το δοκούν τον ουσιώδη χρόνο συνδρομής των προσόντων.
Το πρόβλημα γίνεται εναργέστερο στην περίπτωση που η θέση θα πληρώνεται με πρόταση της αρμόδιας αρχής μετά την εκπνοή της προθεσμίας των τεσσάρων μηνών. Το συγκεκριμένο θέμα όμως δεν εγείρεται στην παρούσα περίπτωση και συνεπώς δεν θα μας απασχολήσει.
Νομίζω ότι σε περιπτώσεις όπως η παρούσα, η κατά το δυνατόν υιοθέτηση αντικειμενικών κριτηρίων, μακράν από οποιανδήποτε προσωπική αντίκρυση αποτελεί θεμελιώδη εγγύηση της σωστής άσκησης της διοίκησης.
Εν όψει όλων των πιο πάνω θεωρώ ότι η διαδικασία που ακολούθησε η Επιτροπή, δηλαδή να καθορίσει ως ουσιώδη χρόνο συνδρομής των προσόντων την τελευταία ημέρα της τετράμηνης προθεσμίας που καθορίζει το άρθρο 29 ήταν σωστή και δίκαιη. Η απόφαση λήφθηκε με αντικειμενικά και απρόσωπα κριτήρια. Η αντίθετη αντιμετώπιση θα δημιουργούσε πολλά περιθώρια αυθαιρεσίας και μεγάλο σκεπτικισμό. Κάτω από τις περιστάσεις και εν όψει της διατύπωσης του άρθρου 29, βρίσκω ότι η Επιτροπή σωστά αποφάσισε την ημερομηνία συνδρομής των προσόντων και κατά συνέπεια ορθά έκρινε ότι ο αιτητής δεν κατείχε τα απαραίτητα προσόντα.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £400.
H�προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.