ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
YIANNAKIS S. DROUSSIOTIS ν. REPUBLIC (MINISTRY OF FINANCE AND ANOTHER) (1967) 3 CLR 15
mediterranean Holiday Resorts Ltd ν. Δημοκρατίας (1990) 3 ΑΑΔ 4124
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(1998) 4 ΑΑΔ 84
13 Φεβρουαρίου, 1998
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
MEDITERRANEAN HOLIDAY RESORTS LTD,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΦΟΡΟΥ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υποθέσεις Αρ. 851/93, 852/93, 853/93)
Φορολογία ― Φορολογία εισοδήματος ― Eμπορία γης ― H αρχή του superrening trade ως τρόπος μετάθεσης του χρονικού σημείου λήψεως της αρχικής αξίας του εκποιηθέντος ακινήτου ― Δεν έγινε δεκτή στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις υπό τις οποίες κρίθηκε ότι η πρόθεση εμπορίας υφίστατο ευθύς εξ αρχής.
H αιτήτρια εταιρεία προσέβαλε τον τρόπο υπολογισμού του φόρου εισοδήματος τον οποίο εκλήθη να καταβάλει σε σχέση με γη που διέθεσε. O ισχυρισμός της ήταν ότι η απόφαση για εμπορία της γης ήταν μεταγενέστερη του χρόνου κτήσεώς της.
Tο Aνώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Το τι έχει να αποφασίσει το Δικαστήριο επί του προκειμένου είναι κατά πόσο, με τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του ο Έφορος Φόρου Εισοδήματος, ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας για να αποφασίσει το θέμα. Ο Έφορος είχε ενώπιόν του την απόφαση στην Προσφυγή 154/86, το γεγονός ότι από το 1969 που αποκτήθηκαν τα κτήματα μέχρι και την ημερομηνία που πωλήθηκαν καμιά τουριστική ανάπτυξη δεν έγινε, το γεγονός ότι ένας από τους σκοπούς της εταιρείας ήταν η εμπορία γης και τέλος την ύπαρξη προηγούμενων πωλήσεων που μαζί με τα υπόλοιπα αποτελεί στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη.
Το στοιχείο τούτο τείνει να καταδείξει ότι πάντοτε σκοπός της εταιρείας ήταν η εμπορία της γης την κατάλληλη στιγμή.
Με βάση τα πιο πάνω, κρίνεται ότι ο Έφορος δεν υπερέβη τα όρια της διακριτικής του εξουσίας και ήταν δυνατόν να αχθεί στο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε με βάση όλες τις συνθήκες και τα ενώπιόν του στοιχεία.
Επίσης, το παράπονο της αιτήτριας ότι η απόφασή του δεν είναι αιτιολογημένη δεν ευσταθεί. Η επιστολή του Εφόρου προς την αιτήτρια ημερ. 16.9.93, με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση της αιτήτριας όπως συμπληρώνεται απ' όλα τα στοιχεία του φακέλου, παρέχουν επαρκή αιτιολογία για το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε και την απόφαση που έλαβε ο Έφορος.
H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Droussiotis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 15,
Meditteranean Holiday Resorts Ltd v. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 4124,
Collins v. The Firth - Brearley Stainless Steel Syndicate Ltd 9 T.C. 520,
The Devon Mutual Steamship Insurance Association v. Oqq 13 T.C. 184,
Vayzer, Irvine & Co. Ltd. v. Commissioners of Inland Revenue 24 T.C. 491,
Cooksey and Bibbey v. Rednall (H.M. Inspector of Taxes) 30 T.C. 514,
Pickford v. Quirke 13 T.C. 251.
Προσφυγές.
Προσφυγές με τις οποίες η αιτήτρια εταιρεία ζητά την ακύρωση της φορολογίας που της επεβλήθηκε ως Έκτακτη Eισφορά για την περίοδο 1984-1987 σε σχέση με γη της εταιρείας που πωλήθηκε.
Γ. Tριανταφυλλίδης, για τους Aιτητές.
Γ. Λαζάρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Kαθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
APTEMHΣ, Δ.: Με την προσφυγή της η αιτήτρια εταιρεία ζητά την ακύρωση φορολογίας που της επεβλήθη ως Έκτακτη Εισφορά για την περίοδο 1984 - 87 σε σχέση με γη της εταιρείας που πωλήθηκε κατά τα έτη 1984-87.
Οι αιτητές είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης που ιδρύθηκε στις 11.8.69 με σκοπούς την τουριστική ανάπτυξη καθώς και την αγορά και πώληση γης και ακίνητης ιδιοκτησίας. Ο Έφορος Φόρου Εισοδήματος θεώρησε τις πωλήσεις αυτές ως άσκηση εμπορίας γης και φορολόγησε τους αιτητές με βάση τους περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμους.
Δύο ήταν τα βασικά θέματα, τα οποία εγείρονταν αρχικά στην προσφυγή:
(α) Το πρώτον αφορούσε την απόφαση των καθ' ων η αίτηση να θεωρήσουν το κέρδος που προέκυψε από τη διάθεση των επιδίκων κτημάτων ως εμπορικό και να το φορολογήσουν όπως το φορολόγησαν αντί να το θεωρήσουν ως κεφαλαιουχικό κέρδος.
(β) Το δεύτερο αφορούσε την απόφαση του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος να υπολογίσει το κέρδος με βάση το αρχικό κόστος απόκτησης της γης και όχι με βάση την αγοραία της αξία κατά το χρόνο που λήφθηκε η απόφαση για την εμπορία της, δηλαδή το 1984 που αποφασίστηκε ο διαχωρισμός της γης και η πώληση της, μη αποδεχόμενος την επανεκτίμηση του κόστους των κτημάτων που έγινε από την αιτήτρια την 1η Ιανουαρίου 1984.
Στο στάδιο της γραπτής αγόρευσης της αιτήτριας εταιρείας το (α) ανωτέρω εγκατελήφθη και η προσφυγή συνεζητήθη με βάση το (β) ανωτέρω.
Ήταν η θέση της αιτήτριας, όπως προεβλήθη ενώπιον μου, ότι η αρχική απόκτηση των κτημάτων ήταν για σκοπούς ανέγερσης τουριστικών συγκροτημάτων και όχι η εμπορία γης. Ως εκ τούτου, αφού οι αιτητές το 1984 αποφάσισαν να εμπορευθούν τη γη, ο Έφορος Φόρου Εισοδήματος θα έπρεπε να θεωρήσει το 1984 ως την ουσιώδη ημερομηνία κρίσης της αξίας των κτημάτων για να υπολογίσει το φόρο και βασίστηκε προς υποστήριξη του επιχειρήματος του, στην απόφαση στην υπόθεση Droussiotis v. Republic (1967) 3 C.L.R. 15, όπου αναγνωρίστηκε η αρχή η γνωστή ως supervening trade.
Όπως παρατήρησε ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ' ων η αίτηση κατά τη διάρκεια των διευκρινίσεων, η υπόθεση αυτή διαφοροποιείται από την παρούσα, γιατί εκεί ο αιτητής είχε αγοράσει γεωργική γη, την οποία ανέπτυξε αργότερα και έτσι δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι η γη είχε αποκτηθεί με σκοπό την εμπορία, ενώ στην παρούσα περίπτωση τα περιστατικά γενικά της υπόθεσης και του ιστορικού των συναλλαγών της εταιρείας οδηγούν στο αντίθετο αποτέλεσμα. Επισημαίνω ότι για να κριθούν σημεία όπως αυτό, μεγάλη σημασία έχουν οι συνθήκες και τα περιστατικά κάθε ξεχωριστής περίπτωσης.
Περαιτέρω, ο συνήγορος αναφέρθηκε σε άλλη προσφυγή της αιτήτριας, την Meditteranean Holiday Resorts Ltd v. Δημοκρατίας της Κύπρου (1990) 3 Α.Α.Δ. 4124, όπου, κατά την εισήγηση του, για πώληση άλλου κτήματος της αιτήτριας, το Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο Έφορος Φόρου Εισοδήματος ορθά θεώρησε τους αιτητές ως εμπόρους γης και φορολόγησε το κέρδος αυτό με τον ίδιο τρόπο που το φορολόγησε και στην παρούσα περίπτωση.
Η εταιρεία αντιπαραβάλλει το επιχείρημα ότι επίδικο θέμα στην προσφυγή εκείνη ήταν μόνο το κατά πόσο η πώληση του κτήματος αποτελούσε εμπορία, αλλά όχι το θέμα της ουσιώδους ημερομηνίας, με βάση την οποία θα έπρεπε να υπολογιστεί η αξία των κτημάτων για να βρεθεί ο φόρος. Τούτο είναι ορθό, αλλά αν εξετάσει ένας με προσοχή την απόφαση στην υπόθεση εκείνη μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι εξυπακουόμενα το Δικαστήριο θεώρησε ότι η γη αρχικά αποκτήθηκε με σκοπό την εμπορία της.
Το τι έχει να αποφασίσει το Δικαστήριο επί του προκειμένου είναι κατά πόσο, με τα στοιχεία που είχε ενώπιον του ο Έφορος Φόρου Εισοδήματος, ενήργησε εντός των πλαισίων της διακριτικής του ευχέρειας για να αποφασίσει το θέμα. Ο Έφορος είχε ενώπιον του την απόφαση στην Προσφυγή 154/86, το γεγονός ότι από το 1969 που αποκτήθηκαν τα κτήματα μέχρι και την ημερομηνία που πωλήθηκαν καμμιά τουριστική ανάπτυξη δεν έγινε, το γεγονός ότι ένας από τους σκοπούς της εταιρείας ήταν η εμπορία γης (δέστε Collins v. The Firth - Brearley Stainless Steel Syndicate Ltd, 9 T.C. 520· The Devon Mutual Steamship Insurance Association v. Oqq, 13 T.C. 184· Vayzer, Irvine & Co. Ltd. v. Commissioners of Inland Revenue, 24 T.C. 491, στη σελ. 496· Cooksey and Bibbey v. Rednall (H.M. Inspector of Taxes) 30 T.C. 514, στη σελ. 521), και τέλος την ύπαρξη προηγούμενων πωλήσεων που μαζί με τα υπόλοιπα αποτελεί στοιχείο που λαμβάνεται υπόψη. Το τελευταίο αυτό στοιχείο υπήρξε και αντικείμενο της απόφασης στην υπόθεση Pickford v. Quirke, 13 T.C. 251, όπου στη σελ. 263 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
"Νοw of course it is very well known that one transaction of buying and selling a thing does not make a man a trader, but if it is repeated and becomes systematic, then he becomes a trader and the profits of the transaction, not taxable so long as they remain isolated, become taxable as items in a trade as a whole, ..."
(Βλ. επίσης J. Bolson & Son Ltd. v. Farrelly (H.M. Inspector of Taxes) [1953] 34 T.C. 161).
Το στοιχείο τούτο τείνει να καταδείξει ότι πάντοτε σκοπός της εταιρείας ήταν η εμπορία της γης την κατάλληλη στιγμή.
Με βάση τα πιο πάνω, κρίνω ότι ο Έφορος δεν υπερέβη τα όρια της διακριτικής του εξουσίας και ήταν δυνατόν να αχθεί στο συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε με βάση όλες τις συνθήκες και τα ενώπιον του στοιχεία.
Επίσης, το παράπονο της αιτήτριας ότι η απόφαση του δεν είναι αιτιολογημένη κρίνω ότι δεν ευσταθεί. Η επιστολή του Εφόρου προς την αιτήτρια ημερ. 16.9.93, με την οποία απορρίφθηκε η ένσταση της αιτήτριας όπως συμπληρώνεται απ' όλα τα στοιχεία του φακέλου, παρέχουν επαρκή αιτιολογία για το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε και την απόφαση που έλαβε ο Έφορος.
Κάτω από το φως των πιο πάνω, η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος της αιτήτριας εταιρείας.
H προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.