ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 4 ΑΑΔ 23
23 Ιανουαρίου, 1998
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΤΡΕΑΣ Μ. ΚΛΕΟΠΑΣ,
Αιτητής,
v.
ΘΕΑΤΡΙΚΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 618/96)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Έννομο Συμφέρον ― Θάνατος αιτητή ― H σύζυγος και τα παιδιά του έχουν "ίδιον έννομο συμφέρον να συνεχίσουν την δίκη με την οποία αποσκοπούν στην αναδρομική προαγωγή του αποθανόντος και ως εκ τούτου στην αύξηση τόσο της εφ' άπαξ σύνταξης όσο και της μηνιαίας.
Mε ενδιάμεσες αιτήσεις μετά τον θάνατο του αιτητή οι μεν καθ' ων η αίτηση ζήτησαν την κήρυξη της δίκης ως καταργηθείσας, οι δε σύζυγος και τέκνα του αιτητή την τροποποίηση του τίτλου της προσφυγής με την υποκατάσταση των ονομάτων τους στη θέση του ονόματος του αιτητή.
Tο Aνώτατο Δικαστήριο εκδίδοντας διάταγμα για τροποποίηση του τίτλου της προσφυγής, αποφάσισε ότι:
Υπό το φως της νομολογίας, η σύζυγος και τα δύο τέκνα του αποβιώσαντος έχουν ίδιον έννομο συμφέρον να συνεχίσουν τη δίκη. Αν επιτύχουν την ακύρωση του διορισμού του ενδιαφερομένου μέρους στην επίμαχη θέση και, κατά την επανεξέταση, ο καθ' ου η αίτηση διορίσει αναδρομικά τον αποβιώσαντα αιτητή, αντί του ενδιαφερομένου μέρους, τότε η σύζυγος και τα δύο τέκνα του θα δικαιούνται σε αυξημένη εφ' άπαξ σύνταξη και σε αυξημένη μηνιαία σύνταξη. Το δικαίωμα τούτο θα το έχουν "ex jure proprio" και όχι "ex jure heriditario", εξ ιδίου, δηλαδή, δικαίου και όχι δικαίω κληρονόμου. Η περίπτωση της συζύγου και των τέκνων του αποβιώσαντος στην παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από τις περιπτώσεις περί των οποίων η κυπριακή νομολογία που προαναφέρθηκε. Στις υπόθεσεις Chrysostomides, Kontoyiannis και Evripides, κρίθηκε, ορθά, ότι οι κληρονόμοι δεν μπορούσαν να ισχυριστούν ότι είχαν ίδιον έννομο συμφέρον στηριζόμενοι μόνο στη θέση ότι αν επιτύγχανε η προσφυγή ο θανών θα εδικαιούτο, δυνάμει του Άρθρου 146(6) του Συντάγματος, αποζημιώσεων που θα επηύξηναν την κληρονομία και θα τις εκαρπούντο. Στην υπόθεση Παπαχριστοφόρου δεν φαίνεται το πραγματικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο οι κληρονόμοι της θανούσης στήριξαν το αίτημα για υποκατάστασή της, ούτε η βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε το Δικαστήριο για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν είχαν ίδιον έννομο συμφέρον να συνεχίσουν την υπόθεση.
Επιτρέπεται η τροποποίηση του τίτλου της υπόθεσης με τη διαγραφή του ονόματος του αποβιώσαντος αιτητή και την υποκατάσταση στη θέση του, ως αιτητών, της Δέσποινας Κλεόπα, Μαριάννας Κλεόπα και Κωνσταντίνου Κλεόπα.
Eκδίδεται διάταγμα τροποποίησης του τίτλου. Tα έξοδα στην πορεία.
Aναφερόμενες υποθέσεις:
Chrysostomides v. Greek Communal Chamber (1964) C.L.R. 397,
Kontoyiannis v. Greek Communal Chamber (1966) 3 C.L.R. 313,
Evripides v. Republic of Cyprus (1984) 3(B) C.L.R. 1571,
Παπαχριστοφόρου και Άλλοι v. Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1247.
Αιτήσεις.
Aίτηση από το Θ.O.K. για την απόρριψη της προσφυγής και/ή την κήρυξη της δίκης ως καταργημένης λόγω του θανάτου του αιτητή.
Aίτηση από τη σύζυγο του αποβιώσαντος με την οποία ζητείται διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να επιτρέπει την τροποποίηση του τίτλου της προσφυγής.
Μ. Τριανταφυλλίδης, για τον Αιτητή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Καθ' ου η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΓABPIHΛIΔHΣ, Δ.: Στις 18/7/1996 ο αιτητής καταχώρησε την προσφυγή με σκοπό την ακύρωση της απόφασης του καθ' ου η αίτηση με την οποία προήγαγε ή/και διώρισε στη θέση Ανώτερου Τεχνικού, στο Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου (Θ.Ο.Κ.), τον Ιωάννη Αναστασίου, αντί αυτού.
Στις 29/8/1996 ο αιτητής απoβίωσε.
Στις 29/1/1997 ο καθ' ου η αίτηση υπέβαλε αίτημα στο Δικαστήριο ζητώντας την απόρριψη της προσφυγής και/ή την κήρυξη της δίκης ως καταργημένης λόγω του θανάτου του αιτητή.
Στην αίτηση υποβλήθηκε ένσταση εκ μέρους της συζύγου και των δύο ανηλίκων τέκνων του αποβιώσαντος.
Στις 18/3/1997 η σύζυγος του αποβιώσαντος Δέσποινα Κλεόπα υπέβαλε δική της αίτηση ζητώντας διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να επιτρέπεται η τροποποίηση του τίτλου της προσφυγής με τη διαγραφή του ονόματος του αποβιώσαντος αιτητή και την υποκατάσταση στη θέση του, ως αιτητών, της ίδιας και των ανήλικων τέκνων της Μαριάννας Κλεόπα και Κωνσταντίνου Κλεόπα. Στην ένορκη δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης, η αιτήτρια ανέφερε ότι ο αποβιώσας ήταν υπάλληλος του καθ' ου η αίτηση μέχρι του θανάτου του. Κατείχε τη θέση του Ηλεκτρολόγου 1ης Τάξης. Βάσει των απολαβών του κατά την ημέρα του θανάτου του της καταβλήθηκε, μαζί με τα τέκνα της, εφ' άπαξ σύνταξη £21.192,17σ. Της καταβάλλεται, επίσης, μηνιαία σύνταξη £167,96σ. Αν ο αποβιώσας είχε διοριστεί ή/και προαχθεί στην επίδικη θέση αντί του ενδιαφερομένου μέρους, η εφ' άπαξ σύνταξη θα ήταν £23.130,73σ και η μηνιαία σύνταξη £184,73σ.
Στην αίτηση αυτή υποβλήθηκε ένσταση εκ μέρους του καθ' ου η αίτηση.
Οι δύο αιτήσεις ακούστηκαν ταυτόχρονα ως αλληλένδετες.
Το ερώτημα που προβάλλει προς απάντηση είναι κατά πόσο, υπό το φως των ενώπιόν μου στοιχείων, ο θάνατος του αιτητή πρέπει ή όχι να θεωρηθεί ότι επιφέρει την κατάργηση της δίκης.
Το θέμα έχει απασχολήσει σε έκταση την ελληνική νομολογία και λιγότερο την κυπριακή.
Κατά την ελληνική νομολογία, ο θάνατος του αιτητή επηρεάζει την ακυρωτική δίκη ανάλογα με τη φύση της επίδικης σχέσης. Αν η διαφορά είναι περιουσιακής φύσεως ο θάνατος δεν επιφέρει την κατάργησή της. Η δίκη συνεχίζεται από τους κληρονόμους. Αν, αντιθέτως, η διαφορά είναι προσωποπαγής, άρρηκτα δηλαδή συνδεδεμένη με το πρόσωπο του αιτητή, ο θάνατος επιφέρει την κατάργηση της δίκης, εκτός αν εμφανισθούν πρόσωπα με "ίδιον έννομο συμφέρον" για τη συνέχιση της, οπότε και συνεχίζεται (βλέπε Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας (1929-1959) σελ. 273, Π. Δαγτόγλου - Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο (1994) παράγραφος 397, σελ. 302).
Η διάκριση αυτή της ελληνικής νομολογίας μεταξύ περιουσιακών και προσωποπαγών διαφορών έχει, ορθά κατά την άποψη μου, επικριθεί ως παρακινδυνευμένη, και, κυρίως, ως περιττή. Στη μελέτη του "Ο Θάνατος του Αιτούντος εν τη Ακυρωτική Δίκη" -(βλ. Νέον Δίκαιον (1963) σελ. 381) - ο Β. Ρώτης, τότε πάρεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, σημειώνει τα εξής στη σελίδα 384:-
"Η επιχειρουμένη διάκρισις, είναι παρακινδυνευμένη, διότι το κριτήριον του αντιδίκου της δίκης είναι δυσκαθόριστον. Πολλάκις υπό το πρόσχημα του προσωπικού χαρακτήρος της διαφοράς κατηργήθησαν δίκαι έχουσαι αντικείμενον κληρονομητόν. Εξ άλλου είναι λίαν δυσχερές να διευκρινισθή εάν σχέσις καθαρώς κατ' αρχήν προσωπική, ως π.χ. η υπαλληλική σχέσις, η αποτελέσασα αντικείμενον ρυθμίσεως δια της προσβαλλομένης διοικητικής πράξεως αποσβεννυμένη αναντιρρήτως διά του θανάτου του έχοντος την τοιαύτην ιδιότητα δεν καταλείπει συνεπείας εις πρόσωπα ίδιον έχοντα συμφέρον επί την ανατροπήν της πράξεως, είτε διότι αύτη οικονομικώς επηρεάζει αυτούς (π.χ. ίδιον συνταξιοδοτικόν δικαίωμα ή δικαίωμα επί του ποσού της δικαιουμένης παρά του θανόντος μέχρι του θανάτου του συντάξεως), είτε διότι ενδιαφέρει η ηθική αποκατάστασις του θανόντος (π.χ. η υπό των συγγενών συνέχισις της προσπαθείας προς εξαφάνισιν της πράξεως επιβολής πειθαρχικής ποινής). Κατ' αντίθεσιν προς το Κληρονομικόν Δίκαιον, ένθα είναι λίαν περιωρισμένος ο κύκλος των αμεταβιβάστων δικαιωμάτων, η κρατήσασα νομολογία προχείρως και άνευ ουδεμίας επιμελούς και ητιολογημένης εξακριβώσεως εθεώρησεν ως μη εχούσας περιουσιακόν αντικείμενον και ως εκ τούτου αμεταβιβάστους σχέσεις δι' ας πολλαί γεννώνται αμφιβολίαι εάν όντως απεκλείετο η εμφάνισις ενδιαφερομένου και ίδιον έχοντος συμφέρον προς ακύρωσιν της εις την σχέσιν ταύτην αφορώσης διοικητικής πράξεως.
Αλλ' η διάκρισις είναι κατά κύριον λόγον περιττή. Ενώ δια την κήρυξιν της δίκης ως καταργητέας απαιτείται κατά την νομολογίαν και αρκεί ο χαρακτηρισμός της διαφοράς ως προσωποπαγούς, τούθ' όπερ προϋποθέτει κρίσιν παρά του δικαστηρίου περί της φύσεως του αντικειμένου της ακυρωτικής δίκης, προκειμένου δια την διαφοράν δι' ην ενεφανίσθη διάδοχος του θανόντος διαδίκου νομοτύπως εκδηλώσας την βούλησίν του περί συνεχίσεως της αρξαμένης δίκης δεν επακολουθεί κρίσις περί του προσωπικού ή μη χαρακτήρος της. Η αντίφασις όμως αυτή είναι κατ' ουσίαν ανύπαρκτος, διότι δια να συνεχίση ο εμφανισθείς διάδικος την δίκην πρέπει να έχη ίδιον έννομον συμφέρον, η ύπαρξις δε δεσμού μεταξύ αυτού και της προσβαλλομένης και θιγούσης τα συμφεροντά του πράξεως επιτρέποντος την προσβολήν ταύτης επί ακυρώσει αποδεικνύει άνευ ετέρου το μεταβιβάσιμον της επιδίκου αξιώσεως. Επομένως η τύποις παραδοχή της συνεχίσεως της δίκης επ' ονόματι του εμφανισθέντος σημαίνει υποχρεωτικώς ότι η ακυρωτική διαφορά δεν ήτο προσωποπαγούς χαρακτήρος αλλά μεταβιβάσιμος. Κατά συνέπειαν, η διάκρισις αποδεικνύεται δικονομικώς περιττή, της πορείας της δίκης επηρεαζομένης μόνον εκ της εμφανίσεως ή ου διαδόχων και εκ της υπάρξεως παρ' αυτοίς εννόμου συμφέροντος."
Η περιορισμένη κυπριακή νομολογία επί του θέματος κινείται στα πλαίσια της ελληνικής. (Βλ. Chrysostomides v. The Greek Communal Chamber (1964) C.L.R. 397, Kontoyiannis v. The Greek Communal Chamber (1966) 3 C.L.R. 313, Evripides v. The Republic of Cyprus (1984) 3(B) C.L.R. 1571 και Λητώ Παπαχριστοφόρου και Άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1995) 4 Α.Α.Δ. 1247.)
Υπό το φως της πιο πάνω νομολογίας ευρίσκω ότι, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υποθέσεως, η σύζυγος και τα δύο τέκνα του αποβιώσαντος έχουν ίδιον έννομο συμφέρον να συνεχίσουν τη δίκη. Αν επιτύχουν την ακύρωση του διορισμού του ενδιαφερομένου μέρους στην επίμαχη θέση και, κατά την επανεξέταση, ο καθ' ου η αίτηση διορίσει αναδρομικά τον αποβιώσαντα αιτητή, αντί του ενδιαφερομένου μέρους, τότε η σύζυγος και τα δύο τέκνα του θα δικαιούνται σε αυξημένη εφ' άπαξ σύνταξη και σε αυξημένη μηνιαία σύνταξη. Το δικαίωμα τούτο θα το έχουν "ex jure proprio" και όχι "ex jure heriditario", εξ ιδίου, δηλαδή, δικαίου και όχι δικαίω κληρονόμου. Η περίπτωση της συζύγου και των τέκνων του αποβιώσαντος στην παρούσα υπόθεση διαφοροποιείται από τις περιπτώσεις περί των οποίων η κυπριακή νομολογία που προανάφερα. Στις υποθέσεις Chrysostomides, Kontoyiannis και Evripides, κρίθηκε, ορθά, ότι οι κληρονόμοι δεν μπορούσαν να ισχυριστούν ότι είχαν ίδιον έννομο συμφέρον στηριζόμενοι μόνο στη θέση ότι αν επιτύγχανε η προσφυγή ο θανών θα εδικαιούτο, δυνάμει του άρθρου 146(6) του Συντάγματος, αποζημιώσεων που θα επηύξηναν την κληρονομία και θα τις εκαρπούντο. Στην υπόθεση Παπαχριστοφόρου δεν φαίνεται το πραγματικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο οι κληρονόμοι της θανούσης στήριξαν το αίτημα για υποκατάστασή της, ούτε η βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε το Δικαστήριο για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δεν είχαν ίδιον έννομο συμφέρον να συνεχίσουν την υπόθεση.
Επιτρέπεται η τροποποίηση του τίτλου της υπόθεσης με τη διαγραφή του ονόματος του αποβιώσαντος αιτητή και την υποκατάσταση στη θέση του, ως αιτητών, της Δέσποινας Κλεόπα, Μαριάννας Κλεόπα και Κωνσταντίνου Κλεόπα.
Τα έξοδα στην πορεία.
Eκδίδεται διάταγμα τροποποίησης του τίτλου. Tα έξοδα στην πορεία.