ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 70/97
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ
:Patrick O' Sullivan από το Guernsey
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, διά του
1. Υπουργού Εσωτερικών
2. Διευθυντή Τμήματος Μεταναστεύσεως
Καθ΄ων η αίτηση
_____________
11 Δεκεμβρίου, 1998
Για τον αιτητή : κ. Κ. Μέσσιος για κ.κ. Π.Λ. Κακογιάννη και
Σια.
Για τους καθ΄ων η αίτηση : κ. Γ. Γιωργαλλής, Δικηγόρος της
Δημοκρατίας, για Γεν. Εισαγγελέα
της Δημοκρατίας.
_____________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
O αιτητής αξιώνει την ακύρωση της πράξης των καθ΄ ων η αίτηση ημερ. 24.7.1996, με την οποία του απαγορεύεται η είσοδος στη Δημοκρατία που του γνωστοποιήθηκε στις 18.11.1996.
Ο αιτητής είναι Βρεττανός υπήκοος και αφίχθηκε στην Κύπρο για πρώτη φορά στις 20.8.1989 ως επισκέπτης. Στη συνέχεια επισκεπτόταν την Κύπρο κατά διαστήματα, κατά τη διάρκεια δε της παραμονής του το Γενάρη του 1992 αγόρασε στο χωρίο Τόχνη της επαρχίας Λάρνακας ιδιόκτητη οικία όπου και διέμενε. Στις 18.1.1996 η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου πληροφόρησε το Τμήμα Μετανάστευσης και Αλλοδαπών ότι κατείχε πληροφορίες που διαβιβάστηκαν από τραπεζιτικές αρχές του εξωτερικού, σύμφωνα με τις οποίες ο αιτητής είχε καταδικαστεί από δικαστήρια του Guernsey και της Μεγάλης Βρεττανίας για αδικήματα αναφερόμενα σε παράνομες οικονομικές δραστηριότητες, μεταξύ των οποίων και η εξαπάτηση του επενδυτικού κοινού.
Στις 18.7.1996 ο Λειτουργός Μετανάστευσης έδωσε οδηγίες στην Aστυνομία όπως εμποδιστεί τυχόν είσοδος του αιτητή στην Κύπρο. ΄Ετσι στις 18.11.1996 όταν αφίχθηκε στον Αερολιμένα Λάρνακας δεν του επετράπη η είσοδος.
Η απόφαση προσβάλλεται γιατί, σύμφωνα με τον αιτητή, παραβιάστηκε η αρχή της ισότητας που προστατεύεται από το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος, το δικαίωμα προηγούμενης ακρόασης, οι κανόνες φυσικής δικαιοσύνης και το ατομικό δικαίωμα απόλαυσης της ακίνητης περιουσίας που προστατεύεται από το ΄Αρθρο 23 του Συντάγματος και το ΄Αρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Περαιτέρω προβάλλεται ότι η απόφαση είναι αντίθετη με το νόμο και ελήφθη υπό πλάνη, χωρίς τη δέουσα έρευνα, ενώ τέλος στερείται αιτιολογίας.
Ο πρώτος ισχυρισμός του αιτητή ότι παραβιάστηκε το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος, καθώς και η αρχή του audi alteram partem, βασίζεται στον ισχυρισμό ότι του στερήθηκε το δικαίωμα να τύχει νομικής συμβουλής, καθώς και το δικαίωμα γνώσης της πράξης της διοίκησης. Είναι η θέση του αιτητή ότι θα έπρεπε να του επιτραπεί η παροχή εξηγήσεων μέσω των δικηγόρων του, που πιθανότατα θα ήταν αρκετές για να δικαιολογήσουν την ακύρωση ή τη μη λήψη της προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης. Οι πιο πάνω θέσεις συνδυάζονται και με τον ισχυρισμό του ότι η απόφαση ελήφθη εν αγνοία του και με παραβίαση του δικαιώματος ακρόασης ως κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης.
Επί του θέματος της αρχής της ισότητας υπάρχει σωρεία νομολογίας. ΄Ηδη από την υπόθεση
Mikrommatis v. Republic 2 R.S.C.C. 125, αναφέρεται ότι ο όρος "ίσοι ενώπιον του νόμου" στο ΄Αρθρο 28.1 του Συντάγματος δεν μεταδίδει την έννοια της ακριβούς αριθμητικής ισότητας αλλά διασφαλίζει μόνο εναντίον αυθαίρετων διακρίσεων, ενώ δεν αποκλείει εύλογες διακρίσεις οι οποίες πρέπει να γίνουν λόγω της ιδιάζουσας φύσης των πραγμάτων.Σύμφωνα με τις πρόνοιες του περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμου, Κεφ. 105, όπως τροποποιήθηκε, η διακριτική ευχέρεια του κράτους να απελαύνει αλλοδαπούς ή να μην επιτρέπει την είσοδό τους στη χώρα είναι ευρεία, άνκαι όχι απόλυτη. Aπόφαση για απέλαση αλλοδαπού, εφ΄ όσον λαμβάνεται καλόπιστα, δεν μπορεί να ακυρωθεί από το Δικαστήριο (Usman Mushtaq v. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 251/94, ημερ. 21.7.1995). Yπέρ της διοίκησης υπάρχει πάντα το μαχητό τεκμήριο ότι ενήργησε καλόπιστα (
Suleiman v. Republic (1987) 3 C.L.R. 224, 227).Tόσο η ευρεία εξουσία του κράτους για απέλαση αλλοδαπών, όσο και το δικαίωμα άρνησης εισόδου σε αλλοδαπό συνάδει με την έννοια της εδαφικής κυριαρχίας (
Amanda Marga Ltd v. Republic (1985) 3 C.L.R. 2583). Tηρουμένων οποιωνδήποτε δικαιωμάτων που δυνατόν να παρέχονται σε αλλοδαπό δυνάμει διεθνών συνθήκων, κανένας αλλοδαπός δεν έχει αυτοδικαίως το δικαίωμα εισόδου και παραμονής σε μία χώρα (In Re Uckac (1988) 1 C.L.R. 271).To δικαίωμα αλλοδαπού να διαμένει στην εδαφική επικράτεια κράτους δεν διασφαλίζεται ούτε και από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Η είσοδος αλλοδαπών και το καθεστώς παραμονής τους στην Κύπρο ρυθμίζεται από τον περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Νόμο, Κεφ. 105, όπως έχει τροποποιηθεί, καθώς και από τους περί Αλλοδαπών και Μετανάστευσης Κανονισμούς του 1972 που δημοσιεύτηκαν στο Τρίτο Παράρτημα της Επίσημης Εφημερίδας της Δημοκρατίας υπ΄ αρ. 980, ημερ. 22.12.1972.
Η διακριτική ευχέρεια που παρέχεται στο Λειτουργό Μετανάστευσης στα θέματα εισόδου, παραμονής και εργασίας αλλοδαπών είναι πράγματι ευρεία (βλέπε άρθρο 10 του Κεφ. 105 και Κανονισμοί 9 και 11. Βλέπε σχετικά και
Levantis v. Republic and Others (1988) 3 C.L.R. 2483).Στην παρούσα υπόθεση ο Λειτουργός Μετανάστευσης κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση ύστερα από πληροφορίες που πήρε από την Κεντρική Τράπεζα, σύμφωνα με τις οποίες ο αιτητής είχε καταδικαστεί σε φυλάκιση. Σύμφωνα με το άρθρο 6 (1) (στ) του Νόμου, οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο, από επίσημες πληροφορίες που λήφθηκαν από οποιαδήποτε ξένη κυβέρνηση ή από οποιαδήποτε άλλη έμπιστη πηγή, θεωρείται από το Υπουργικό Συμβούλιο ως ανεπιθύμητο πρόσωπο, θεωρείται απαγορευμένος μετανάστης και δεν θα επιτρέπεται η είσοδός του στη Δημοκρατία.
΄Υστερα από τις πιο πάνω πληροφορίες ο Λειτουργός Μετανάστευσης έκρινε ότι θα έπρεπε να θεωρήσει τον αιτητή ανεπιθύμητο πρόσωπο και να του απαγορεύσει την είσοδό του στη Δημοκρατία.
Δεν υπάρχει οποιαδήποτε ένδειξη ότι ο Λειτουργός Μετανάστευσης ενήργησε κακόπιστα. Αντίθετα από το γεγονός ότι παραχωρήθηκε στον αιτητή επανειλημμένα άδεια εισόδου και κατά καιρούς του επετράπη η διαμονή στη Δημοκρατία, αποδεικνύει την καλή πίστη που επιδείχθηκε. Θεωρώ ότι η απόφαση είναι μέσα στην όχι μόνο καλόπιστη, αλλά και εύλογη και καθ΄ όλα επιτρεπτή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Λειτουργού Μετανάστευσης.
Το Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβει και ελέγξει την υποκειμενική εκτίμηση των γεγονότων από τη διοίκηση, αλλά μόνο να εξετάσει κατά πόσο τα συμπεράσματά της δεν είναι εύλογα, ή αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ή το νόμο, ή αν η διοίκηση έχει υπερβεί τα όρια της διακριτικής της ευχέρειας (βλέπε Mushtaq v. Δημοκρατίας, ανωτέρω
).Δεν συμφωνώ με οποιοδήποτε από τα επιχείρηματα που εγείρονται από τον αιτητή. Δεν συμφωνώ ότι παραβιάστηκε παραβίαση της αρχής της ισότητας ή των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Η αρχή της ισότητας απαγορεύει την άσκηση αυθαίρετων διακρίσεων. Κάτι τέτοιο δεν έγινε στην παρούσα υπόθεση. Περαιτέρω ο αιτητής δεν στερήθηκε της δυνατότητας να τύχει νομικής συμβουλής, ούτε παραβιάστηκε το δικαίωμα ακρόασής του. Είχε την ευκαιρία να εκθέσει τις θέσεις του στο Λειτουργό Μετανάστευσης πριν τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης όταν επισκέφθηκε το κλιμάκιο του Τμήματος Αλλοδαπών και Μετανάστευσης στις 10.6.1996, όπου και παραδέκτηκε την αλήθεια και ακρίβεια των σχετικών δημοσιευμάτων στον αγγλικό τύπο. Περαιτέρω ακόμα και στις 18.11.1996 όταν του απαγορεύτηκε η είσοδος, είχε την ευκαιρία να επικοινωνήσει με το δικηγόρο του, ο οποίος μάλιστα ήρθε σε επαφή με αρμόδιους λειτουργούς και προσπάθησε να ακυρώσει τη ληφθείσα απόφαση.
Εξ ίσου αστήρικτο βρίσκω τον ισχυρισμό ότι η απόφαση ελήφθη υπό καθεστώς πλάνης περί το νόμο και τα πράγματα. Το επιχείρημα βασίζεται στο γεγονός ότι οι καθ΄ ων η αίτηση ενήργησαν με βάση τα αποκόμματα ξένων εφημερίδων για καταδίκη του εναντίον της οποίας εκκρεμεί έφεση. Δεν έχει γίνει οποιαδήποτε άλλη έρευνα για να διαπιστωθούν οι λεπτομέρειες, ούτε κλήθηκε ο αιτητής για να δώσει οποιεσδήποτε εξηγήσεις.
Η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση δεν έχει βασιστεί σε ανεξέλεγκτα δημοσιεύματα του ξένου τύπου, αλλά σε πληροφορίες που η Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου έδωσε προς το Τμήμα Μετανάστευσης και Αλλοδαπών. Εξ άλλου το βάσιμο της πληροφορίας δεν αμφισβητείται, αφού ακόμα και ο αιτητής έχει παραδεκτεί την καταδίκη του. Το γεγονός ότι εκκρεμεί η εκδίκαση έφεσης εναντίον της καταδίκης δεν αλλοιώνει την όλη εικόνα.
Σχετικό είναι και το επιχείρημα για τη έλλειψη επαρκούς έρευνας επί του σημείου. Αισθάνομαι ότι κάτω από τις περιστάσεις, της ευρείας διακριτικής ευχέρειας του Λειτουργού Μετανάστευσης, αλλά και ιδίως λόγω του γεγονότος ότι και ο ίδιος ο αιτητής είχε παραδεκτεί τη διάπραξη των συγκεκριμένων αδικημάτων, δεν απαιτείτο περαιτέρω έρευνα. Εξ άλλου, ας μη ξεχνούμε ότι
σύμφωνα με το άρθρο 6 (1) (ζ) του Κεφ. 105, απαγορευμένος μετανάστης μπορεί να θεωρηθεί και οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο φαίνεται από μαρτυρία ότι ενδέχεται να συμπεριφερθεί κατά τέτοιο τρόπο που να καταστεί επικίνδυνο στην ησυχία, δημόσια τάξη, έννομη τάξη ή δημόσια ήθη.Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η απόφαση στερείται αιτιολογίας. Και αυτό το επιχείρημα θα πρέπει να απορριφθεί. Η απόφαση του Λειτουργού Μετανάστευσης είναι καθ΄ όλα αιτιολογημένη και βασίστηκε στις πληροφορίες για καταδίκη του από ποινικό δικαστήριο και φυλάκιση.
΄Εχει επανειλημμένα λεχθεί ότι δεν είναι απαραίτητο η αιτιολογία να φαίνεται στο κείμενο της προσβαλλόμενης απόφασης, αλλά μπορεί να συμπληρώνεται από τα στοιχεία του φακέλλου εφ΄ όσον ο δικαστικός έλεγχος είναι εφικτός (βλέπε Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574
).Εξ άλλου εκτός όπου ο νόμος απαιτεί ειδική ή συγκεκριμένη αιτιολογία, στις περιπτώσεις άσκησης διακριτικής ευχέρειας όσον ευρύτερη είναι η διακριτική εξουσία του οργάνου τόσο λιγότερη απαιτείται να είναι και η αιτιολογία της πράξης του (
Tekkis and Another v. Republic (1982) 3 C.L.R. 680).Στην παρούσα υπόθεση η διακριτική ευχέρεια του Λειτουργού Μετανάστευσης είναι ευρύτατη, αφού δεσμεύεται μόνο από τις αρχές της καλής πίστης. Συνεπώς και η δοθείσα αιτιολογία είναι απόλυτα επαρκής.
Το τελευταίο επιχείρημα του αιτητή συνίσταται στον ισχυρισμό ότι η προσβαλλόμενη απόφαση συνιστά παραβίαση του δικαιώματός του για απόλαυση της ακίνητής του περιουσίας όπως αυτή προστατεύεται από το ΄Αρθρο 23 του Συντάγματος και του άρθρου 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ο αιτητής είναι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης οικίας στην Τόχνη της επαρχίας Λάρνακας από τις 2.1.1992. Ισχυρίζεται ότι η προσβαλλόμενη απόφαση του αφαιρεί το δικαίωμα κατοχής και απόλαυσης της. Δεν συμφωνώ με την εκτιθέμενη επιχειρηματολογία. Η διοίκηση δεν είχε σκοπό να εμποδίσει την απόλαυση της περιουσίας του αιτητή, αλλά να του απαγορεύσει την είσοδο στη Δημοκρατία, πράξη η οποία όπως είδαμε πιο πάνω κρίνεται υπό τας περιστάσεις εντελώς δικαιολογημένη.
Οι αυθεντίες που εκτίθενται στην αγόρευση του ευπαίδευτου δικηγόρου του αιτητή και ιδιαίτερα η υπόθεση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου
Papamichalopoulos and Others v. Greece, Υπόθεση αρ. 18/1992/363/437, ημερ. 24.6.1993, έχει εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο και δεν νομίζω ότι βοηθά την υπόθεση του αιτητή καθ΄ οιονδήποτε τρόπο. Αν οι θέσεις του αιτητή επί του προκειμένου γίνονταν δεκτές, θα σήμαινε ότι κανένα κράτος δεν θα μπορούσε να απαγορεύσει την είσοδο ή να απελάσει, όπως έχει δικαίωμα που πηγάζει από την κυριαρχία του ως κράτους, οποιονδήποτε αλλοδαπό ο οποίος απλά είχε προνοήσει να αποκτήσει μιαν ακίνητη περιουσία στην επικράτεια του συγκεκριμένου κράτους.Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £400.
Φρ. Νικολαΐδης
Δ.
/ΜΔ