ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 503/98.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

1. Alistair James Ker-LINDSAY,

2. Anne Ker-LINDSAY,

3. John Ker-LINDSAY,

4. Adam Ker-LINDSAY,

5. Laura Ker-LINDSAY,

6. James Ker-LINDSAY,

7. Mark Ker-LINDSAY,

Aιτητών

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

1. Υπουργού Εσωτερικών,

2. Λειτουργού Μεταναστεύσεως,

Καθ΄ ων η αίτηση.

________________

30 Δεκεμβρίου, 1998.

Για τους αιτητές: Α. Σ. Αγγελίδης.

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Γ. Γιωργαλλής, Δικηγόρος της Δημοκρατίας

εκ μέρους του Γ-Ε.

___________________

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν τις πιο κάτω θεραπείες:

"Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, η οποία γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή αρ. 1 με επιστολή του καθ΄ ου η αίτηση ημερ. 13.5.98, να ακυρώσουν την άδεια παραμονής και εργασίας του Αιτητή με αρ. 1 στην Κύπρο όπως και η απόφαση τους να εγκαταλείψουν οι Αιτητές την Κύπρο πριν τις 30.6.98 είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.

Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση, η οποία γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή αρ. 1 με επιστολή του καθ΄ ου η αίτηση ημερ. 13.5.98, με την οποίαν διέταξαν τους αιτητές 2-7 να εγκαταλείψουν την Κύπρου πριν την 30.6.98 είναι άκυρη και χωρίς έννομο αποτέλεσμα."

Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν τις προσφυγές:

Ο αιτητής 1, ηλικίας 59 χρονών, είναι κάτοχος Βρεττανικού διαβατηρίου. Αφίχθηκε αρχικά στην Κύπρο στις 21.1.1990.

Στις 25.1.1990 και μετά από σχετική αίτησή του και σύσταση της Κεντρικής Τράπεζας του παραχωρήθηκε προσωρινή άδεια παραμονής και εργασίας μέχρι 24 Ιουλίου, 1990 για να εργάζεται σαν Διευθυντής με την υπεράκτια εταιρεία "G.C. Gulf Minerals Ltd" στη Λευκωσία. Από τότε ανανέωσε την άδεια παραμονής του και η τελευταία έληξε την 1.3.1997. Κατά την πιο πάνω περίοδο η σύζυγος και τα παιδιά του (αιτητές 2-7) παρέμεναν μαζί του στην Κύπρο με άδεια επίσκεψης και μαθητών αντίστοιχα.

Στις 11.10.1996 ο αιτητής 1 υπέβαλε μέσω της Κεντρικής Τράπεζας αίτηση και του παραχωρήθηκε προσωρινή άδεια παραμονής και εργασίας για να εργάζεται σαν Ανώτερος Εκτελεστικός Λειτουργός με την υπεράκτια εταιρεία "Diamoro Enterprises Ltd", στη Λευκωσία, στην οποία ήταν και μέτοχος. Η άδεια αυτή εκδόθηκε στις 22.1.1997 με ισχύ μέχρι 21.1.1999. Στη σύζυγό και τα 3 παιδιά του John, Adam και Laura (αιτητές 2-5) παραχωρήθηκε άδεια για την ίδια περίοδο για να παραμένουν μαζί του σαν επισκέπτες.

Ο Αρχηγός της Αστυνομίας με επιστολές του ημερ. 21.5.97, 12.6.97 και 10.7.97 προς την Κεντρική Τράπεζα, οι οποίες κοινοποιήθηκαν μεταξύ άλλων και στο Τμήμα Μεταναστεύσεως, ανέφερε ότι, σύμφωνα με μήνυμα της INTERPOL Λονδίνου, ο αιτητής 1 είναι πρόσωπο με βεβαρημένο ποινικό μητρώο και καταδικάστηκε σε ποινή φυλάκισης για απάτες στην Αγγλία κατά τα έτη 1980-1983-1985. Επίσης ο Αρχηγός Αστυνομίας ανάφερε ότι η όλη συμπεριφορά του αιτητή 1 στην Κύπρο δημιουργούσε εύλογες υπόνοιες για πιθανές παράνομες συναλλαγές και παρακάλεσε όπως μελετηθεί το ενδεχόμενο διαγραφής ή αναστολής της άδειας του για να καταστεί δυνατή η απέλασή του από την Κύπρο.

Μετά από τις πιο πάνω πληροφορίες ζητήθηκε από το Διοικητή της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως της Αστυνομίας να διερευνήσει τόσο τις δραστηριότητες του αιτητή 1, όσο και της πιο πάνω εταιρείας του "Diamoro Enterprises Ltd". Ο Υπεύθυνος του Κλιμακίου Αλλοδαπών Λευκωσίας με έκθεσή του ημερομηνίας 11.9.97 ανέφερε ότι η πιο πάνω υπεράκτια εταιρεία δεν διέθετε δικά της γραφεία, σύμφωνα με τους όρους της άδειας λειτουργίας της, και ούτε είχε παρουσιάσει ακόμη στους Λογιστές της έγγραφα συναλλαγών που να αποδεικνύουν ότι είχε επιδείξει οποιαδήποτε δραστηριότητα. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με την ιδιοκτήτρια του διαμερίσματος όπου διέμενε ο αιτητής 1, αυτός πιστεύεται ότι αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, διότι πολλές φορές αδυνατούσε να καταβάλει το μηνιαίο ενοίκιο του διαμερίσματος. Το συμπέρασμα της πιο πάνω έρευνας, σύμφωνα με τη σχετική έκθεση της Αστυνομίας, ήταν ότι η αναφερόμενη εταιρεία ενεγράφηκε με σκοπό την εξασφάλιση παραμονής στην Κύπρο του αιτητή 1 και της οικογένειας του. Για τους πιο πάνω λόγους, η Αστυνομία εισηγήθηκε στη σχετική έκθεσή της όπως ακυρωθεί η άδεια του αιτητή 1 και κληθεί τόσο ο ίδιος όσο και η οικογένεια του να εγκαταλείψουν την Κύπρο.

Στη συνέχεια ο Αρχηγός Αστυνομίας με επιστολή του προς το Λειτουργό Μεταναστεύσεως ημερ. 1.9.97 τον πληροφόρησε ότι ο αιτητής 1 έχει βεβαρημένο μητρώο και ότι ακόμη και πρόσφατα εισήξε παράνομα στην Κύπρο διαμάντια, πολύτιμους λίθους και κοσμήματα αξίας πολλών χιλιάδων λιρών. Η εισαγωγή των διαμαντιών κλπ. επιβεβαιώνεται και από επιστολή του Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων προς τον Αρχηγό Αστυνομίας ημερ. 11.8.97. Λαμβάνοντας υπόψη τα πιο πάνω το Τμήμα Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως πληροφόρησε τους αιτητές ότι οι άδειες τους που ίσχυαν μέχρι 21.1.1999 ακυρώθηκαν και έπρεπε να προβούν σε διευθετήσεις για την αναχώρησή τους από την Κύπρο εντός 14 ημερών (βλ. επιστολή ημερ. 26.11.97). Η Κεντρική Τράπεζα με επιστολή της ημερ. 29.12.97 πληροφόρησε τους ενδιαφερόμενους ότι τροποποίησε την άδεια λειτουργίας της υπεράκτιας εταιρείας "Diamoro Enterprises" έτσι ώστε να μη απασχολεί αλλοδαπό προσωπικό ούτε να απολαμβάνει αφορολόγητα ωφελήματα.

Οι δικηγόροι των αιτητών με επιστολές τους ημερ. 19.12.97 και 23.12.97 ζήτησαν επανεξέταση της απόφασης του Λειτουργού Μεταναστεύσεως για ακύρωση των αδειών των πελατών τους. Επίσης ζητήθηκε επανεξέταση της πιο πάνω απόφασης και από τον ίδιο τον αιτητή 1 με επιστολή του ημερ. 9.1.98.

Ακολούθησε επανεξέταση της υπόθεσης από τις Αστυνομικές Αρχές και από την Υπηρεσία Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως. Από την επανεξέταση δεν "προέκυψε οτιδήποτε το νεώτερο που να διαφοροποιεί το αποτέλεσμα των προηγούμενων εξετάσεων".

Σαν αποτέλεσμα της επανεξέτασης το Τμήμα Μεταναστεύσεως πληροφόρησε τον αιτητή και την οικογένεια του ότι οι άδειες τους ακυρώθηκαν για λόγους δημοσίου συμφέροντος και ότι έπρεπε να προβούν στις απαραίτητες διευθετήσεις για την αναχώρηση τους από την Κύπρο πριν από τις 30.6.1998.

Οι λόγοι ακύρωσης.

Οι αιτητές επιδιώκουν την ακύρωση της προσβαλλόμενης πράξης λόγω έλλειψης αιτιολογίας και λόγω έλλειψης επαρκούς και/ή δέουσας έρευνας. Υποστήριξαν πως με την προσβαλλόμενη απόφαση ανατρέπεται μια "διαμορφωμένη κατάσταση πραγμάτων και δικαιωμάτων που εφαρμόζεται με συγκεκριμένη άδεια της διοίκησης για πολλά χρόνια". Αποτελεί ένα δυσμενέστατο πλήγμα για το διοικούμενο και θα πρέπει να περιέχει ειδική αιτιολογία.

Σύμφωνα με τον Καν. 9(4) των περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Κανονισμών του 1972 "άδεια εισόδου δύναται να ακυρωθεί υπό του Υπουργού αφού ο κάτοχος αυτής τύχη προειδοποιήσεως περί της ακυρώσεως ουχί βραχυτέρας των δεκατεσσάρων ημερών".

Είναι πρόδηλο από τις πιο πάνω πρόνοιες καθώς και από τις πρόνοιες του περί Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, ότι ο Λειτουργός Μεταναστεύσεως έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια πάνω στο θέμα της παραμονής αλλοδαπών στο έδαφος της Δημοκρατίας. Αυτή η διακριτική ευχέρεια συνάδει με την υπεροχή και κυριαρχία του κράτους πάνω σε ζητήματα παροχής άδειας στους αλλοδαπούς να εισέλθουν ή να παραμείνουν στη Δημοκρατία (Βλ. Levantis v. Republic (1998) 3 C.L.R. 2483).

Στην Amanda Marga Ltd v. The Republic (1985) 3 C.L.R. 2583, 2587 (απόφαση Πική, Δ., όπως ήταν τότε) το θέμα τέθηκε ως εξής:

"By the terms of the Aliens and Immigration Law, Cap. 105, the discretion of the State to exclude aliens is very wide, as broad as it can be in law, consistent with the supremacy and territorial integrity of the State; but not absolute. It is subject to the bona fide exercise of the discretion. So long as the discretion is exercised in good faith, the Court will query the decision no further. An alien, subject to any rights that may be conferred by convention or bilateral treaty, has no right to enter the country. His only right is that an application to enter the country should be considered in good faith. Acknowledgment of any further obligation on the part of the State would be inconsistent with the sovereign right of the State to exclude aliens."

Σε ελληνική μετάφραση:

"Δυνάμει των προνοιών του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, η διακριτική ευχέρεια του κράτους να αποκλείσει αλλοδαπούς είναι πολύ ευρεία όσο μπορεί νομικά να είναι, συνάδουσα με την υπεροχή και εδαφική ακεραιότητα του κράτους. Δεν είναι όμως απόλυτη. Υπόκειται στην καλόπιστη άσκηση της διακριτικής ευχέρειας. Εφόσο η διακριτική ευχέρεια ασκείται καλόπιστα, το δικαστήριο δεν θα αμφισβητήσει περαιτέρω την σχετική απόφαση. Τηρουμένων οποιονδήποτε δικαιωμάτων που παρέχονται από διεθνείς συμβάσεις ή διμερείς συμφωνίες ένας αλλοδαπός δεν έχει δικαίωμα να εισέλθει στη χώρα. Το μόνο του δικαίωμα είναι όπως η αίτηση του για είσοδο στη χώρα πρέπει να εξετάζεται καλόπιστα. Αναγνώριση οποιασδήποτε άλλης υποχρέωσης θα είναι ασυμβίβαστη με το κυριαρχικό δικαίωμα του κράτους να αποκλείει αλλοδαπούς."

(Βλ. και Moyo and Another v. Republic (1988) 3 C.L.R. 976, Karaliotas v. Republic (1987) 3 C.L.R. 1701, Tabalo v. Republic (1988) 3 C.L.R. 2353, Mushtaq v. Δημοκρατίας, Υποθ. 251/94/21.7.95 και Ο΄ Sullivan v. Δημοκρατίας, Υποθ. 70/97/11.9.98).

Το δικαίωμα των αλλοδαπών να εισέλθουν και να παραμείνουν σε μια χώρα δεν διασφαλίζεται ούτε από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών (Application No. 1855/63, X v. Denmark in Vol. 8 Yearbook (1965) p. 200, 202-204).

Το δικαίωμα των αλλοδαπών να διαμένουν σε μια συγκεκριμένη χώρα είναι θέμα που διέπεται από το δημόσιο δίκαιο. Οσάκις οι αρχές μιας χώρας αποφασίζουν να απελάσουν ένα αλλοδαπό για λόγους ασφάλειας, αυτό αποτελεί κρατική πράξη η οποία εμπίπτει εντός της δημόσιας σφαίρας και δεν αποτελεί διάγνωση των αστικών αυτού δικαιωμάτων και υποχρεώσεων εντός της έννοιας του άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Θεμελιωδών Ελευθεριών. ΄Επεται πως ακόμη και αν η απόφαση για την απέλαση του αλλοδαπού δυνατόν να έχει συνέπειες επί των αστικών του δικαιωμάτων, και ειδικά της φήμης του, η Πολιτεία δεν έχει υποχρέωση να τον ακούσει σύμφωνα με τις απαιτήσεις του άρθρου 6.1 της Σύμβασης (Application No. 7729/76 in Vol. 7 Decisions and Reports p. 164, 175).

Οι λόγοι ακύρωσης θα εξεταστούν σε συνάρτηση με τις πιο πάνω αρχές και τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την κρινόμενη περίπτωση.

Σε σχέση με το τελευταίο ζήτημα έχει νομολογηθεί ότι η εκτίμηση των πραγματικών στοιχείων "ανήκει εις την διακριτικήν ευχέρειαν της διοικήσεως ήτις ως τοιαύτη είναι ανέλεγκτος υπό του Ακυρωτικού" (Βλ. Θ.Δ. Τσάτσου "Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας", σελ. 250. Βλ. και Republic v. Georghiades (1972) 3 C.L.R. 394, 692 (απόφαση της Ολομέλειας)).

Αιτιολογία μιας διοικητικής πράξης αποτελεί την έκθεση των πραγματικών και νομικών λόγων που οδήγησαν τη διοίκηση στην απόφαση της καθώς και παράθεση των κριτηρίων βάσει των οποίων άσκησε η διοίκηση τη διακριτική της ευχέρεια. Η ανάγκη της αιτιολογίας των ατομικών διοικητικών πράξεων απορρέει από την έννοια του κράτους δικαίου. Εκ της φύσεως τους αιτιολογητέες είναι όλες οι πράξεις των οποίων ο έλεγχος είναι αδύνατος ή ατελής χωρίς την αναφορά των λόγων που τις στηρίζουν. Γενικά, αιτιολογία που δεν παρέχει στον δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για την διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης ή είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο τον δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμη και οδηγεί στην ακύρωση της πράξης (Βλ. Κυριακίδης κ.α. ν. Δημοκρατίας (1995) 3 Α.Α.Δ. 298, Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 574, Φράγκου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2021/27.3.98 και Δαγτόγλου, Γενικό Διοικητικό Δίκαιο, 3η έκδοση, 1992, παρα. 636, 646 και 647).

Τότε μόνον είναι νομίμως και επαρκώς αιτιολογημένη η διοικητική πράξη όταν παρέχεται στον ακυρωτικό δικαστή η δυνατότης να αντιληφθή επί τη βάσει ποιών στοιχείων κατέληξε η Διοίκηση στο συμπέρασμα που έγινε δεκτό (Βλ. Ιωάννη Σαρμά, Η Συνταγματική και Διοικητική Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, σελ. 130).

Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι αιτιολογημένη ή όχι εξαρτάται από τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά της (Βλ. Πισσάς ν. Δημοκρατίας (1974) 3 Α.Α.Δ. 476).

΄Εχει γίνει αναφορά στα πραγματικά περιστατικά τα οποία οδήγησαν στην προσβαλλόμενη απόφαση. Αυτά τα περιστατικά περιέχονται στο φάκελο της διοίκησης (Τεκ. 1) στον οποίο, ανάμεσα σ΄ άλλα, υπάρχουν και δύο εκθέσεις του Γραμματειακού Λειτουργού Α. Μιχαήλ προς το Λειτουργό Μεταναστεύσεως με ημερ. 11.11.97 και 5.3.98. Οι δύο αυτές εκθέσεις δίδουν με πλήρη λεπτομέρεια τα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία τα οποία οδήγησαν στη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Αποτελούνται από τα πραγματικά περιστατικά τα οποία έχουν παρατεθεί πιο πάνω - στις σελ. 2-4. Αυτά τα στοιχεία είναι αρκετά για τη διακρίβωση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης απόφασης. Η αιτιολογία της τελευταίας συμπληρώνεται τόσο από τις πιο πάνω εκθέσεις όσο και από τα λοιπά στοιχεία του φακέλου. Είναι επομένως πλήρως και επαρκώς αιτιολογημένη και λήφθηκε μετά από δέουσα και πλήρη έρευνα όλων των πτυχών της υπόθεσης. ΄Οπως υποδεικνύεται πιο πάνω η εκτίμηση των πραγμάτων ανήκει στη Διοίκηση και δεν συντρέχει οποιοσδήποτε από τους λόγους που καθιστούν δυνατή την επέμβαση του δικαστηρίου. Περαιτέρω: Δεν έχει τεθεί οτιδήποτε ενώπιον του δικαστηρίου που να τείνει να καταδείξει ότι η διοίκηση έχει ενεργήσει με κακή πίστη. Και εφόσο η διακριτική ευχέρεια της διοίκησης έχει ασκηθεί καλόπιστα η σχετική απόφαση της δεν μπορεί να αμφισβητηθεί (Βλ. Amanda Marga, πιο πάνω). Ακολουθεί πως η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί.

Η προσφυγή απορρίπτεται. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται στην ολότητά της με έξοδα £300.-

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

/ΕΑΠ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο