ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 4 ΑΑΔ 913

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 861/97.

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΚΑΛΛΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Χρίστου Ιωσηφίδη,

Αιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Γενικού Λογιστή,

Καθ΄ ων η αίτηση.

_________________

21 Οκτωβρίου, 1998.

Για τον αιτητή: Γ. Χ" Μιχαήλ (κα.)

Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Α. Σ. Αγγελίδης.

_________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:

"1. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση των καθ΄ ων η αίτηση με ημερομηνία 4 Αυγούστου 1997, η οποία κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 11 Αυγούστου 1997, με την οποία οι καθ΄ ων η αίτηση αναβάλλουν την καταβολή αποζημιώσεων στον αιτητή, που του οφείλονται μετά τον αναδρομικό διορισμό του από την 1.7.1989 στη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας είναι άκυρη και χωρίς κανένα νομικό αποτέλεσμα.

2. Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η παράλειψη των καθ΄ ων η αίτηση να καταβάλουν στον αιτητή τις οφειλόμενες αποζημιώσεις όπως αυτές προκύπτουν από τον αναδρομικό διορισμό του από την 1η Ιουλίου 1989 είναι άκυρη και ότι παν το παραλειφθέν έδει να είχεν εκτελεσθεί."

Το ιστορικό της διαδικασίας.

Την 8.6.1989 η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας ("η Ε.Δ.Υ.") επέλεξε τον αιτητή για διορισμό στη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας ("η επίδικη θέση"). Στις 20.7.89 η Αρμόδια Αρχή απέσυρε την εξουσιοδότηση για την πλήρωση της επίδικης θέσης. Σαν αποτέλεσμα εκείνου του διαβήματος η Ε.Δ.Υ. τερμάτισε τη διαδικασία πλήρωσης της επίδικης θέσης με αναπόφευκτη κατάληξη τη ματαίωση του πιο πάνω διορισμού του αιτητή. Το Ανώτατο Δικαστήριο - με μονομελή σύνθεση - ακύρωσε την απόφαση της Αρμόδιας Αρχής με την οποία είχε αποσυρθεί η πρόταση της για την πλήρωση της θέσης. Η έφεση της Ε.Δ.Υ. κατά της πρωτόδικης απόφασης απορρίφθηκε (Βλ. Δημοκρατία ν. Ιωσηφίδη (1994) 3 Α.Α.Δ. 495).

Σαν αποτέλεσμα της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου η Ε.Δ.Υ. πληροφόρησε τον αιτητή ότι αποφάσισε να του προσφέρει "διορισμό με δοκιμασία από 1.7.90" στην επίδικη θέση (βλ. επιστολή της Ε.Δ.Υ. ημερ. 9.1.96). Σύμφωνα με τον όρο 3 τον όρων υπηρεσίας που αφορούν τη θέση, οι οποίοι είχαν επισυναφθεί στην πιο πάνω επιστολή ημερ. 9.1.96, η μισθοδοτική κλίμακα της επίδικης θέσης ήταν Α14: £5294 Χ 228-6662. Με την ίδια επιστολή - ημερ. 9.1.96 - η Ε.Δ.Υ. πληροφόρησε τον αιτητή ως ακολούθως:

"΄Οσον αφορά τον όρο 3 του διορισμού σας, δικαιούστε να λάβετε ως αποζημίωση, για την περίοδο από 1.7.90 μέχρι την ημερομηνία που θα αναλάβετε τα καθήκοντα της θέσης, τη διαφορά (αν υπάρχει) μεταξύ του συνολικού ποσού των απολαβών σας από οποιαδήποτε άλλη απασχόλησή σας για την εν λόγω περίοδο και του μισθού της θέσης Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας."

Ο αιτητής αποδέχθηκε την πιο πάνω προσφορά διορισμού με επιφύλαξη των δικαιωμάτων του. Ακολούθησε ο διορισμός του στην επίδικη θέση αναδρομικά από 1.7.90 "σύμφωνα με τους όρους που εκτίθενται" στην πιο πάνω επιστολή ημερ. 9.1.96. (βλ. επιστολή της Ε.Δ.Υ. ημερ. 16.1.96).

Με επιστολή του προς την Ε.Δ.Υ., ημερ. 17.1.96, αφού ο αιτητής έκαμε αναφορά στον πιο πάνω όρο 3 του διορισμού του και στην αποζημίωση που δικαιούται, ζήτησε από την Ε.Δ.Υ. να σημειώσει τα ακόλουθα:

"α) Δε ζητώ αποζημίωση για την περίοδο 01.07.90 - 31.10.91.

β) Για την περίοδο 01.11.91 - 15.01.96 παρακαλώ να μου καταβληθεί ολόκληρη η αποζημίωση η οποία αποτελείται από το συνολικό ποσό των απολαβών μου στη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας για την εν λόγω περίοδο (01.11.91 - 15.01.96) καθότι οι 'απολαβές' από την επαγγελματική μου απασχόληση κατά την ίδια περίοδο είναι χαμηλότερες από τα επαγγελματικά μου έξοδα τα οποία αναγκάστηκα να καταβάλω (οδοιπορικά, δημιουργία, εξοπλισμός και λειτουργία δικηγορικού γραφείου, δικαστικά έξοδα κ.λ.π.) για την εξασφάλιση των 'απολαβών' της πιο πάνω περιόδου."

Η Ε.Δ.Υ. πληροφόρησε τον αιτητή ότι το θέμα, που εγείρεται με την πιο πάνω παραγ. 3(β) της επιστολής του, δεν την αφορά (Βλ. επιστολή της ημερ. 24.1.96).

Στη συνέχεια ο αιτητής αποτάθηκε στο Γενικό Λογιστή (βλ. επιστολή του ημερ. 7.2.96). ΄Εκαμε αναφορά στον πιο πάνω όρο 3 του διορισμού του και στην πιο πάνω επιστολή της Ε.Δ.Υ. ημερ. 24.1.96. Ζήτησε να του καταβληθεί το συντομότερο δυνατό η αποζημίωση που δικαιούται.

Ο Γενικός Λογιστής απευθύνθηκε στον Διευθυντή Υπηρεσίας Δημόσιας Διοικήσεως και Προσωπικού (βλ. επιστολή του ημερ. 19.2.96). Ζήτησε να πληροφορηθεί για τον τρόπο υπολογισμού της αποζημίωσης που πρέπει να καταβληθεί στον αιτητή. Ο Διευθυντής της Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού ζήτησε τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας "για το θέμα του τρόπου υπολογισμού της αποζημίωσης στην οποία ενδεχόμενα δικαιούται" ο αιτητής (βλ. επιστολή του ημερ. 2.5.96).

Με επιστολή της δικηγόρου του ημερ. 23.5.96 ο αιτητής ζήτησε την "καταβολή καθαρής αποζημίωσης ίσης με όλες τις απολαβές της θέσης από 1.11.91 μέχρι 16.1.96 (50 + 0,5 + 4,2 = 54,7 μήνες) συν νόμιμος τόκος". Ζήτησε, επίσης, όπως η ως άνω αποζημίωση "να είναι απαλλαγμένη από οποιαδήποτε περικοπή ή επιβολή φορολογίας ή άλλη επιβάρυνση και να του καταβληθεί το αργότερο μέχρι την 1.7.96".

Ο Γενικός Λογιστής διαβίβασε την πιο πάνω επιστολή της δικηγόρου του αιτητή προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (βλ. επιστολή του ημερ. 20.6.96). Ο τελευταίος ζήτησε από το Γενικό Λογιστή ορισμένα στοιχεία για τη μισθοδοσία του αιτητή και τις αποκοπές που έπρεπε να γίνουν από την 1.11.91 μέχρι τις 15.1.96 (βλ. επιστολή του ημερ. 9.7.96). Ο Γενικός Λογιστής έδωσε τα ζητηθέντα στοιχεία (βλ. επιστολή του ημερ. 17.7.96).

Στις 4.3.97 το Ανώτατο Δικαστήριο εξέδωσε την απόφαση του στην προσφυγή του αιτητή με αρ. 236/96 με την οποία αποφασίσθηκε ότι "η Ε.Δ.Υ. επανεξετάζοντας το ζήτημα όφειλε να καθορίσει την ημερομηνία διορισμού του αιτητή μέσα σε λίγες μέρες μετά τις 8.6.89".

Σαν αποτέλεσμα της απόφασης, στην προσφυγή 236/96, η Ε.Δ.Υ. πληροφόρησε τον αιτητή ότι "συμμορφούμενη με την απόφαση του Δικαστηρίου στην Προσφυγή 236/96 έχει καθορίσει ως ημερομηνία ισχύος του αναδρομικού διορισμού του" στην επίδικη θέση την 1.7.89 (βλ. επιστολή της Ε.Δ.Υ. ημερ. 7.4.97).

Η δικηγόρος του αιτητή επανήλθε πάνω στο θέμα της αποζημίωσης (βλ. επιστολή της ημερ. 18.4.97 προς το Γενικό Λογιστή). Ζήτησε ταχεία καταβολή των αποζημιώσεων "που δικαιούται" - ο αιτητής - από 1.7.89. Ο Γενικός Λογιστής διαβίβασε την επιστολή της προς τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για ενημέρωση και ανάλογη ενέργεια. Επίσης του ζήτησε να απαντήσει προς τους δικηγόρους του αιτητή (βλ. επιστολή του Γενικού Λογιστή ημερ. 23.5.97). Ακολούθησε επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα, ημερ. 20.6.97, προς τη δικηγόρο του αιτητή με κοινοποίηση προς τον Γενικό Λογιστή. Η παράθεση του κειμένου της επιστολής θεωρείται σκόπιμη:

"Αναφέρομαι σε σχετική με το πιο πάνω θέμα αλληλογραφία που λήγει με την επιστολή σας προς το Γενικό Λογιστή με ημερομηνία 18.4.97, αντίγραφο της οποίας μας κοινοποιήθηκε από τον ίδιο για ενέργεια εκ μέρους μας και σας πληροφορώ ότι επειδή το αίτημα του κ. Ιωσηφίδη για αποζημιώσεις πηγάζει από τον αναδρομικό διορισμό του στη θέση Πρώτου Λειτουργού Πολεοδομίας εναντίον του οποίου έχουν καταχωρηθεί οι Προσφυγές με Αρ. 348/96, 349/96 και 365/96, θα πρέπει να αναμένεται η έκδοση της απόφασης επί των προσφυγών και σε περίπτωση καταχώρησης έφεσης, η έκδοση της τελικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, γιατί σε περίπτωση ακύρωσης του διορισμού του κ. Ιωσηφίδη δεν θα είναι πληρωτέα η αποζημίωση.

Η πιο πάνω θέση βρίσκει έρεισμα και στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία ν. Success Advertising Co Ltd (Πολιτική ΄Εφεση αρ. 9319, απόφαση ημερομηνίας 9 Φεβρουαρίου 1996) στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι:

'... το αγώγιμο δικαίωμα κάθε προσώπου που ζημιώνεται από πράξη της διοίκησης που ακυρώθηκε ύστερα από απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου γεννάται μόνο μετά την οριστική και αμετάκλητη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η απόφαση καθίσταται, πάντα για τους σκοπούς του ΄Αρθρου 146.6 του Συντάγματος, οριστική και αμετάκλητη, είτε όταν παρέλθει άπρακτη η προθεσμία υποβολής έφεσης, είτε όταν η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου επιβεβαιώσει την ακυρότητα της διοικητικής πράξης. Μέχρι τότε, όσον αφορά την αξίωση για αποζημιώσεις βάσει του ΄Αρθρου 146.6, η απόφαση του πρωτόδικου δικαστή δεν δημιουργεί αγώγιμο δικαίωμα.'

Με βάση τις πιο πάνω αρχές, εφαρμοζόμενες κατ΄ αναλογία στις υποθέσεις αναδρομικών διορισμών, η καταβολή αποζημίωσης θα πρέπει, κατά κανόνα, να αναβάλλεται μέχρι την οριστική και αμετάκλητη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί των προσφυγών που έχουν καταχωρηθεί εναντίον τους."

Η δικηγόρος του αιτητή επανήλθε με επιστολή της προς το Γενικό Λογιστή ημερ. 24.7.97. Παραπονέθηκε ότι η επιστολή της ημερ. 18.4.1997 δεν έτυχε απάντησης από τον Γενικό Λογιστή ο οποίος ήταν η Αρμόδια Αρχή. Ταυτόχρονα τον πληροφόρησε ότι ανέμενε την δική του απάντηση επί του θέματος.

Ο Γενικός Λογιστής πληροφόρησε τη δικηγόρο του αιτητή ότι η Υπηρεσία του θα ακολουθήσει την πιο πάνω γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ενόψει της οποίας "η καταβολή οποιασδήποτε αποζημίωσης αναβάλλεται μέχρι την οριστική και αμετάκλητη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί των προσφυγών που έχουν καταχωρηθεί εναντίον του αναδρομικού διορισμού του αιτητή" (βλ. επιστολή του Γενικού Λογιστή ημερ. 4.8.97).

Η δικηγόρος του αιτητή πληροφόρησε το Γενικό Λογιστή ότι η πράξη του αναδρομικού διορισμού του αιτητή από 1.7.1989 δεν έχει προσβληθεί. Η μη προσβολή του παραμερίζει όλα τα πιθανά εμπόδια για την καταβολή των αποζημιώσεων "ανεξάρτητα από την έκβαση των προσφυγών που εκκρεμούν κατά του διορισμού του κ. Ιωσηφίδη αναδρομικά από την 1.7.90".

Η παρούσα προσφυγή καταχωρήθηκε στις 20.10.97.

Οι προδικαστικές ενστάσεις.

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση έχει εγείρει αριθμό προδικαστικών ενστάσεων. Θα εξεταστούν με την σειρά που έχουν προβληθεί.

Πρώτη προδικαστική ένσταση.

Με την πρώτη προδικαστική ένσταση έχει υποστηριχθεί ότι η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη αφού ο αιτητής "γνώριζε έκτοτε την επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερ. 20.6.97 σύμφωνα με την οποία δεν θα του καταβάλλετο η οποιαδήποτε αποζημίωση ενόψει του γεγονότος ότι υπήρχαν οι προσφυγές εναντίον του αναδρομικού διορισμού του". Η πλήρης γνώση της επιστολής ημερ. 20.6.97 σε σχέση με το χρόνο καταχώρισης της προσφυγής (καταχωρήθηκε στις 20.10.97) καταδείχνει το εκπρόθεσμο της.

Από την πιο πάνω προδικαστική ένσταση προκύπτει για εξέταση το πιο κάτω ζήτημα:

Κατά πόσο το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ημερ. 20.6.97 αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη που μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος.

Στην κρινόμενη περίπτωση η ανάμειξη του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας βρίσκει έρεισμα στο άρθρο 113.1 του Συντάγματος. Ο Γενικός Εισαγγελέας έχει ενεργήσει με την ιδιότητα του Νομικού Συμβούλου της Δημοκρατίας. Στα πλαίσια αυτής της ιδιότητας η οποιαδήποτε τοποθέτηση του αποτελεί νομική γνωμοδότηση προς το αρμόδιο όργανο. Οι γνωμοδοτήσεις, οποιασδήποτε μορφής, "δεν είναι εκτελεσταί πράξεις" (Βλ. Μιχ. Δ. Στασινόπουλου "Δίκαιον των Διοικητικών Πράξεων", σελ. 123). Η αναγωγή της σχετικής θέσης του Γενικού Εισαγγελέα σε πράξη η οποία θέτει σε κίνηση την προθεσμία, δυνάμει του άρθρου 146.3 του Συντάγματος, ισοδυναμεί και την ταύτιση της με εκτελεστή πράξη. Τυχόν προσβολή της απόφασης που περιέχεται στη πιο πάνω επιστολή του Γενικού Εισαγγελέα, με προσφυγή, θα αντιμετώπιζε ένσταση για το παραδεκτό της για το λόγο ότι δεν προσβάλλει εκτελεστή πράξη. ΄Εχω την άποψη πως μόνο εκτελεστές πράξεις μπορούν να ενεργοποιήσουν την προθεσμία που προβλέπεται από το άρθρο 146.3 του Συντάγματος. Οι γνωμοδοτήσεις δεν μπορούν να έχουν τέτοιο αποτέλεσμα. Η σχετική θέση του Γενικού Εισαγγελέα δεν ήταν εκτελεστή πράξη ούτε και απέκτησε οντότητα μέσα στο διοικητικό χώρο (Βλ. Δημοκρατία ν. Μελέτη (1991) 3 Α.Α.Δ. 433, 440). Δεν ήταν, επομένως ικανή να ενεργοποιήσει την προθεσμία που προβλέπεται από το άρθρο 146.3 του Συντάγματος. Η σχετική προδικαστική ένσταση αποτυγχάνει.

Δεύτερη προδικαστική ένσταση.

Με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση υποστηρίχθηκε ότι η διαφορά αφορά το ιδιωτικό δίκαιο και είναι εκτός της αρμοδιότητας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Προβλήθηκε η θέση ότι το θέμα διεκδίκησης αποζημίωσης για το γεγονός ότι ο αιτητής πέτυχε ακύρωση διοικητικής πράξης με απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με βάση την οποία επανεξέτασε η Ε.Δ.Υ. και αποφάσισε αναδρομικό διορισμό του ίδιου του αιτητή, αποτελεί θέμα που διέπεται από το άρθρο 146.6 του Συντάγματος. Σε περίπτωση που μετά την επανεξέταση παραμένουν τελικά δυσμενή για τον ίδιο αποτελέσματα μπορεί να τα διεκδικήσει δυνάμει αγωγής στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Αν ο αιτητής θεωρούσε αδικαιολόγητη τη μη καταβολή της αξιούμενης αποζημίωσης, ήταν θέμα που θα του επέτρεπε, ενδεχομένως, διεκδίκηση θεραπείας όχι με προσφυγή αλλά με αγωγή στο Επαρχιακό Δικαστήριο κατά το δίκαιο των συμβάσεων. Εδώ - συνεχίζει η εισήγηση - δεν υπάρχει διοικητική πράξη, αλλά διαφορά αναφορικά με αποζημιώσεις.

Με την προσφορά διορισμού ημερ. 9.1.96 ο αιτητής πληροφορήθηκε ότι δικαιούται να λάβει ως αποζημίωση, για την περίοδο από 1.7.90 μέχρι την ημέρα που θα αναλάβει τα καθήκοντα της θέσης, τη διαφορά μεταξύ του συνολικού ποσού των απολαβών του από οποιαδήποτε άλλη απασχόληση για την εν λόγω περίοδο και του μισθού της επίδικης θέσης.

Διαπιστώνω λοιπόν ότι με την προσφορά διορισμού είχε αποφασισθεί η καταβολή αποζημιώσεων στον αιτητή. Είχε αποκρυσταλλωθεί και αναγνωρισθεί πλήρως το δικαίωμα του αιτητή για αποζημίωση. Η προσφορά διορισμού είχε δημιουργήσει τίτλο απαίτησης του αιτητή κατά της διοίκησης την οποία - απαίτηση - η διοίκηση αρνείται να εξοφλήσει.

Διαπιστώνω, επίσης, ότι με την ίδια προσφορά είχε προδιαγραφεί και ο τρόπος υπολογισμού της αποζημίωσης. Αυτό που απέμεινε να γίνει ήταν:

(α) Ο ακριβής υπολογισμός του ποσού της αποζημίωσης, και

(β) Η εκτέλεση των όσων διαλαμβάνονται στην προσφορά διορισμού, δηλαδή

η πληρωμή του ποσού.

Σε μεταγενέστερο στάδιο (βλ. επιστολή του Γενικού Λογιστή προς το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ημερ. 17.7.96) είχε ετοιμασθεί αναλυτική κατάσταση στην "οποία φαίνονται κατά μήνα τόσο οι μισθοί που θα ελάμβανε όσο και οι αποκοπές που θα εγίνοντο από τους μισθούς του αιτητή για την περίοδο 1.11.91 μέχρι 15.1.96". Με άλλα λόγια είχαν ληφθεί μέτρα προς την κατεύθυνση υπολογισμού της αποζημίωσης (βλ. παραγ. (α) πιο πάνω).

Η δεύτερη προδικαστική ένσταση θα εξεταστεί υπό το φως των πιο πάνω διαπιστώσεων μου.

Στο σύγγραμμα "Διοίκησις και Δίκαιον" του Α.Γ. Τσούτσου, έκδοση 1979, σελ. 266, κάτω από το κεφάλαιο "Ο Κανών του απαράδεκτου - Πράξεις υλικής εκτελέσεως" υποδεικνύεται ότι η διοικητική πράξη που μπορεί να προσβληθεί με αίτηση ακύρωσης πρέπει να είναι εκτελεστή, να έχει δηλαδή δικαιοπρακτικό χαρακτήρα "εκδηλούμενον δια καθορισμού του δικαίου εν ωρισμένη περιπτώσει". Αποκλείονται, επομένως, από την έννοια της εκτελεστής διοικητικής πράξης "αι τείνουσαι απλώς εις εκτέλεσιν ταύτης ενέργειαι, και αι υλικαί τοιαύται, αίτινες δεν κατευθύνονται προς προαγωγήν εννόμου αποτελέσματος". Ο ευπαίδευτος συγγραφέας συνεχίζει ως ακολούθως - στις σελ. 266-67:

"Η καταβολή χρηματικών ποσών, οφειλομένων προς ανεγνωρισμένους πιστωτάς της Πολιτείας, δεν αποτελεί εκτελεστήν διοικητικήν πράξιν, αλλ΄ υλικήν ενέργειαν εκτελέσεως. Διοικητική πράξις εκτελεστή είναι εκείνη, ήτις δέον να προϋπάρξη της καταβολής, ίνα πραγματοποιηθή αύτη. Μόνον κατά τοιαύτης πράξεως γεννάται ζήτημα ασκήσεως της αιτήσεως ακυρώσεως και περαιτέρω ερεύνης του παραδεκτού ταύτης. Αι περί την υλικήν εκτέλεσιν αμφισβητήσεις δεν επισύρουσιν αίτησιν ακυρώσεως, εφ΄ όσον δεν υφίσταται εκτελεστή διοικητική πράξις προς προσβολήν, αλλά γεννώσι διαφοράς ουσίας. Αι διαφοραί ουσίας συνάπτονται προς τη υλικήν εκτέλεσιν των νομικών καταστάσεων των προερχομένων εκ των νομικών πράξεων. Αναφέρονται εις αμφισβήτησιν σχετικήν προς την εκπλήρωσιν οφειλής της Διοικήσεως, την οποίαν αύτη αρνείται να εκτελέση, διότι, ως η καταβολή, και ή παράλειψις καταβολής δεν φέρει χαρακτήρα εκτελεστόν και ούτω δεν αποτελεί προσβλητήν δι΄ αιτήσεως ακυρώσεως παράλειψιν, εφ΄ όσον η παραλειπόμενη πράξις, αν επεχειρείτο, δεν θα ήτο επίσης προσβλητή, ως μη ούσα εκτελεστή διοικητική πράξις.

Ούτως η νομολογία απέκρουσε την αίτησιν ακυρώσεως κατ΄ αρνήσεως καταβολής χρηματικού ποσού εις τον αιτούντα, ως αφορώσης 'εις την εκπλήρωσιν της εξ υφισταμένης διοικητικής σχέσεως παραγομένης περιουσιακής υποχρεώσεως του Δημοσίου, η επιδίωξις της οποίας υπάγεται εις την αρμοδιότητα των τακτικών δικαστηρίων, αρμοδίων να κρίνωσι και περί παντός αφορώντος εις την εκτέλεσιν ζητήματος, εν οις και της νομιμοποιήσεως του αιτούντος ως εκδοχέως'. Η λύσις δέον να είναι ομοία, είτε η χρηματική υποχρέωσις της Διοικήσεως στηρίζεται εις διοικητικήν πράξιν είτε προκύπτει αύτη απ΄ ευθείας εκ του νόμου, χωρίς να παρίσταται ανάγκη εκδόσεως διοικητικής πράξεως.

.................................. .................................................. ............

Εφ΄ όσον όθεν υφίσταται τίτλος της απαιτήσεως κατά της Διοικήσεως και απλή άρνησις εξοφλήσεως ταύτης, δεν υφίσταται προσβλητή δι΄ αιτήσεως ακυρώσεως διοικητική πράξις, αλλά μόνον ενέργεια εκτελέσεως της Διοικήσεως. Επι τη βάσει ταύτη εκρίθη απορριπτέα αίτησις ακυρώσεως, 'διότι η άρνησις πληρωμής δύναται ν΄ αποτελέση την βάσιν δικαστικής επιδιώξεως ενώπιον των τακτικών δικαστηρίων, αρμοδίων να κρίνωσι περί παντός αφορώντος την εκτέλεσιν ζητήματος'."

Σύμφωνα με τα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας 1929-59, σελ. 235, οι καθαρώς χρηματικές διαφορές μεταξύ διοίκησης και ιδιωτών οι οποίες έχουν σαν αντικείμενο την αναγνώριση της οφειλής ορισμένου χρηματικού ποσού "ή τον εξαναγκασμόν προς καταβολήν τούτου" αν πηγάζουν από πράξεις διαχείρισης ή από συμβάσεις δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σε σχέση με το ζήτημα της χρηματικής διαφοράς που γεννάται από μονομερή πράξη της διοίκησης που εκδίδεται με βάση τους κανόνες του διοικητικού δικαίου έχει γίνει δεκτό απο τη Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας ότι εφ΄ όσο το αντικείμενο της αμφισβήτησης περιορίζεται σε απαίτηση συγκεκριμένου χρηματικού ποσού, και δεν υφίσταται ενδεχόμενο "άλλης τινός εφαρμογής ή άλλης συνέπειας της

προσβαλλόμενης διοικητικής πράξης, αρμόδια τυγχάνουν τα πολιτικά δικαστήρια". ΄Ετσι αίτηση στρεφόμενη "κατά πράξεως αρνούμενης την καταβολήν χρηματικής οφειλής του Δημοσίου" κρίθηκε ότι υπάγεται στην αρμοδιότητα των πολιτικών δικαστηρίων (βλ. απόφαση του Στ.Ε. 231/40).

Επίσης κρίθηκε απαράδεκτη:

(1) "Αίτησις ακυρώσεως διώκουσα την καταβολήν καθυστερουμένων δεδουλευμένων αποδοχών" (Στ.Ε. 449/44, 1835/50).

(2) "Αίτησις ακυρώσεως αφορώσα εις διαφοράν προκύπτουσαν εκ διοικητικής

πράξεως περί αναλήψεως υποχρεώσεως καταβληθέντων μισθών, της

διαφοράς ταύτης υπαγόμενης εις την δικαιοδοσίαν των τακτικών

δικαστηρίων" (Στ.Ε. 1810/48).

(3) "Αίτησις ακυρώσεως αφορώσα εις άρνησιν της διοικήσεως όπως καταβάλλει αποδοχάς δια το μεσολαβήσαν μεταξύ απολύσεως και επανόδου εις την υπηρεσίαν χρονικόν διάστημα" (Στ.Ε. 342-351/36,

1512/50).

Λαμβάνω υπόψη τις πιο πάνω διαπιστώσεις μου (βλ. σελ. 7-8) σε συνάρτηση με τις πιο πάνω θέσεις την νομολογίας. Κρίνω ότι η παρούσα υπόθεση αποτελεί απλώς αμφισβήτηση σε σχέση με την υλική εκτέλεση της απόφασης της διοίκησης για καταβολή αποζημιώσεων στον αιτητή, η οποία - αμφισβήτηση - δεν επισύρει αίτηση ακυρώσεως εφ΄ όσον δεν υφίσταται εκτελεστή διοικητική πράξη "προς προσβολήν" (Βλ. Τσούτσου, πιο πάνω, σελ. 266). ΄Οπως έχω ήδη διαπιστώσει με την προσφορά διορισμού έχει δημιουργηθεί τίτλος απαίτησης του αιτητή κατά της διοίκησης την οποία - απαίτηση - η διοίκηση αρνείται να εξοφλήσει. Δεν υφίσταται επομένως προσβλητή "δι΄ αιτήσεως ακυρώσεως διοικητική πράξις, αλλά μόνον ενέργεια εκτελέσεως της διοικήσεως". Η τελευταία μπορεί να αποτελέσει την βάση δικαστικής επιδίωξης ενώπιον των πολιτικών δικαστηρίων (Βλ. Τσούτσου, πιο πάνω, σελ. 267). Ακολουθεί πως προσβαλλόμενη πράξη δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη η οποία μπορεί να προσβληθεί με προσφυγή δυνάμει του άρθρου 146.1 του Συντάγματος. Η δεύτερη προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει. Αναπόφευκτη κατάληξη αυτής της επιτυχίας είναι η απόρριψη της προσφυγής.

Η ουσία της προσφυγής.

Παρά την πιο πάνω κατάληξη μου θα παραθέσω σε συντομία το συμπέρασμα μου αναφορικά με την ουσία της προσφυγής για να είναι καταγραμμένο σε περίπτωση που ήθελε κριθεί κατ΄ έφεση ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή.

΄Εχω την άποψη πως η εκκρεμότητα των τριών προσφυγών, κατά της πράξης διορισμού του αιτητή στην επίδικη θέση, δεν αναστέλλει την εκτέλεση της σχετικής απόφασης της Ε.Δ.Υ. για καταβολή αποζημιώσεων στον αιτητή. Η αναστολή εκτέλεσης επέρχεται μόνο όπου την προβλέπει ρητά ο Νόμος "ως αυτοδίκαιη συνέπεια της ασκήσεως της προσφυγής". Η άσκηση της "αίτησης ακυρώσεως" δεν έχει ανασταλτικό αποτέλεσμα. Επομένως η προσβαλλόμενη διοικητική πράξη μπορεί να εκτελεστεί διοικητικά εκτός αν διαταχθεί αναστολή από το Δικαστήριο (Βλ. Δαγτόγλου "Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο", Δεύτερη έκδοση, 1994, παραγ. 370 και 502). Στην κρινόμενη περίπτωση δεν έχει διαταχθεί αναστολή εκτέλεσης της σχετικής απόφασης της Ε.Δ.Υ.. Ακολουθεί πως αυτή βρίσκεται σε ισχύ και η εκτέλεση της δεν αναστέλλεται λόγω εκκρεμότητας των προσφυγών. Υπό το φως αυτής της κατάληξης μου θα ακύρωνα την προσβαλλόμενη πράξη σε περίπτωση που θα εύρισκα ότι η προσφυγή είναι παραδεκτή. Ωστόσο η μοίρα της προσφυγής έχει σφραγισθεί για τους λόγους που έχουν εκτεθεί σε σχέση με τη δεύτερη προδικαστική ένσταση.

Η προσφυγή απορρίπτεται. Ο αιτητής να πληρώσει ποσό £300 έναντι των εξόδων των καθ΄ ων η αίτηση.

 

 

 

 

 

 

 

Π. ΚΑΛΛΗΣ,

Δ.

 

 

 

/ΕΑΠ.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο