ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Συνεκδ. υποθέσεις αρ. : 377/96, 553/96 και
567/96
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Υπόθεση αρ. 377/96
ΜΕΤΑΞΥ
:Σαβέριου Χούρη, από τη Λευκωσία
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ων η αίτηση
_________
Υπόθεση αρ. 553/96
ΜΕΤΑΞΥ
:΄Αννας Καλλένου, εκ Δασουπόλεως
Αιτήτριας
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω του
1. Γενικού Εισαγγελέως,
2. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ων η αίτηση
______
Υπόθεση αρ. 567/96
ΜΕΤΑΞΥ
:Ιωάννη Ιωαννίδη από την Πάφο
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ων η αίτηση
_____________
22 Σεπτεμβρίου, 1998
Για τον αιτητή στην 377/96 : κ. Α. Μ. Κωνσταντίνου.
Για την αιτήτρια στην 553/96 : κα Σ. Νικολάου για
κ.κ. Παπαχαραλάμπους και Αγγελίδη
.Για τον αιτητή στην 567/96 : κ. Ι. Νικολάου για κ.κ. Μαρκίδη,
Μαρκίδη και Σια.
Για τους καθ΄ων η αίτηση : κ. Μ. Φλωρέντζος, Εισαγγελέας της
(σε όλες τις υποθέσεις) Δημοκρατίας, για Γεν. Εισαγγελέα
της Δημοκρατίας.
Για το ενδιαφερόμενο μέρος : κ. Α. Σ. Αγγελίδης.
(σε όλες τις υποθέσεις)
_____________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι παρούσες συνεκδικαζόμενες προσφυγές προσβάλλουν την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής αναφερόμενη ως "η Επιτροπή") ημερ. 14.2.1996 να προάγουν το ενδιαφερόμενο μέρος Παντελίτσα Αλεξάνδρου στη μόνιμη θέση (Τακτικός Προϋπολογισμός) Επιμελητή (Αναισθησιολογίας), Ιατρικές Υπηρεσίες και Υπηρεσίες Δημόσιας Υγείας.
Η θέση είναι θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Η προαγωγή αυτή ακολούθησε την ανάκληση προηγούμενης απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας, ημερ. 12.1.1995, για προαγωγή του ιδίου ενδιαφερόμενου μέρους στη θέση, ύστερα από σχετική γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας.
Η γνωμοδότηση ουσιαστικά στηριζόταν στη θέση ότι στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής φαίνεται μόνο η γενική εντύπωση που αποκόμισαν τα μέλη της από την απόδοση των υποψηφίων στην ενώπιόν της προφορική εξέταση χωρίς να παραθέτει αιτιολογία όπως προβλέπει η σχετική νομολογία. Το ίδιο ίσχυε και για την εντύπωση που αποκόμισαν για τους υποψήφιους τα μέλη της Επιτροπής στην ενώπιόν της προφορική εξέταση.
Η Επιτροπή κατά την επανεξέταση του θέματος στις 14.2.1996 κατέληξε ότι έχοντας υπ΄ όψιν ότι η σύνθεση της αρμόδιας Συμβουλευτικής Επιτροπής ενώπιον της οποίας είχαν προσέλθει σε προφορική εξέταση οι υποψήφιοι είχε αλλάξει και αφού δεν ήταν δυνατή η επανασύστασή της λόγω αφυπηρέτησης μελών της, η Συμβουλευτική Επιτροπή αδυνατούσε να προβεί σε αιτιολόγηση της αξιολόγησης των υποψηφίων. ΄Ετσι αποφάσισε όπως κατά την επανεξέταση του θέματος μη λάβει υπ΄ όψιν τις αξιολογήσεις της Συμβουλευτικής Επιτροπής για την ενώπιόν της προφορική εξέταση των υποψηφίων.
Αργότερα στην ίδια συνεδρία μετά την αιτιολογία από την Επιτροπή της αξιολόγησης των αποδόσεων των υποψηφίων στη συνέντευξη ενώπιόν της, αναφέρεται ότι η Επιτροπή έλαβε μεταξύ άλλων δεόντως υπ΄ όψιν και την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής πλην της αξιολόγησης των υποψηφίων κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση. Τελικά η Επιτροπή προχώρησε και επέλεξε το ενδιαφερόμενο μέρος την οποία και
προήγαγε στη θέση.Οι δύο προσφυγές εγείρουν ορισμένα κοινά νομικά σημεία, ενώ στην προσφυγή 567/96 εγείρονται χωριστοί νομικοί ισχυρισμοί.
Στις προσφυγές 377/96 και 553/96 εγείρεται μεταξύ άλλων το επιχείρημα ότι η Επιτροπή παράνομα έλαβε υπ΄ όψιν μέρος της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής και δεν αποφάσισε την επανασύστασή της για εκ νέου υποβολή αιτιολογημένων εκθέσεων. Το επιχείρημα βασίζεται στη θέση ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής που αποστέλλεται στην Επιτροπή υποχρεωτικά, σύμφωνα με
το άρθρο 34(6) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου, Ν. 1/90, πρέπει να είναι αιτιολογημένη. Οι αιτητές υποστηρίζουν ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι ενιαίο κείμενο, το περιεχόμενο του οποίου δεν μπορεί να διαχωριστεί. Η αιτιολογία, σύμφωνα με τους πιο πάνω αιτητές, όταν απαιτείται από το νόμο, καθίσταται ουσιώδης τύπος της πράξης.Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση αντιτάσσει ότι δεν μπορεί να γίνει επίκληση του πιο πάνω επιχειρήματος γιατί οι αιτητές περιλαμβάνονται στην έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής ως συστηθέντες και ως εκ τούτου στερούνται εννόμου συμφέροντος και δεν μπορούν να επικαλούνται το λόγο αυτό.
Δεν συμμερίζομαι την άποψη των καθ΄ ων η αίτηση. ΄Οπως ελέχθη στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Χατζηγεωργίου (1994) 3 Α.Α.Δ. 57
4, 580 - 581, η ρητή απαίτηση του άρθρου 34(6) για αιτιολόγηση της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής, δεν αποσκοπεί μόνο στην πλήρη διαφάνεια που πρέπει να υπάρχει ακόμα και στο στάδιο κάθε προπαρασκευαστικής πράξης, αλλά καθιστά την αιτιολογία ουσιώδη τύπο της. Σε μια τέτοια περίπτωση η αιτιολογία πρέπει να εμφαίνεται ρητά στο σώμα της διοικητικής πράξης ως συστατικό της στοιχείο, ενώ η παράλειψη της αναφοράς της αιτιολογίας στο ίδιο το έγγραφο της πρότασης καθιστά την πρόταση ελλειπή ως προς τον τύπο της.Το γεγονός ότι οι αιτητές συστήθηκαν από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και συνεπώς δεν έχουν υποστεί οποιοδήποτε δυσμενή επηρεασμό από την παράλειψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του νόμου, δεν μειώνει την παράλειψη της Συμβουλευτικής Επιτροπής ή την παράβαση του νόμου. Η Συμβουλευτική Επιτροπή είχε εκ του νόμου συγκεκριμένη υποχρέωση την οποία παρέλειψε να εκπληρώσει. Εξ άλλου δεν μπορεί κανένας να ξέρει με ποιό τρόπο οι αιτητές επηρεάζονται από την παράλειψη αυτή, αφού ελλείπει ακριβώς η αιτιολογία. ΄Ομως το θέμα δεν τίθεται καν έτσι. Η συμπερίληψη των αιτητών στη σύσταση της Συμβουλευτικής Επιτροπής δεν απαλείφει την εκ του νόμου απαιτούμενη υποχρέωση της Συμβουλευτικής Επιτροπής. ΄Οπως έχει λεχθεί και πιο πάνω η πρόνοια αυτή καθιστά την αιτιολογία ουσιώδη τύπο της πράξης και δημιουργεί εξ αντικειμένου ανάλογες υποχρεώσεις στο διορίζον όργανο.
Δεν παραγνωρίζω τις δυσκολίες που υπήρχαν στη συγκεκριμένη περίπτωση λόγω της αδυναμίας επανασύστασης της Συμβουλευτικής Επιτροπής με την ίδια σύσταση. Η Επιτροπή επέλεξε, εν όψη του διλήμματος που αντιμετώπιζε, να λάβει υπ΄ όψιν την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής εξαιρουμένης βεβαίως της μεμπτής αξιολόγησης των υποψηφίων. Η πράξη αυτή της Επιτροπής κηλιδώνει την απόφασή της γιατί
έλαβε υπ΄ όψιν στοιχείο, μια προπαρασκευαστική πράξη, που ούτως ή άλλως ήταν παράνομη.Συμφωνώ με τη θέση που εξέφρασαν οι αιτητές ότι η έκθεση της Επιτροπής είναι ένα ενιαίο κείμενο και σαν τέτοιο απαιτείται από το Νόμο (άρθρο 34(6) του Νόμου 1/90) να είναι αιτιολογημένο για όλους τους υποψηφίους. Οι καθ΄ ων η αίτηση δεν ισχυρίστηκαν καθ΄ οιονδήποτε χρόνο ότι το αρχικό κείμενο της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν αιτιολογημένο. Αντίθετα υπάρχει σαφής γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας περί του αντιθέτου, εξ ου και η πρώτη πράξη του ενδιαφερόμενου μέρους ανακλήθηκε. ΄Ομως υποστήριξαν ότι η απόφαση της Επιτροπής να λάβει υπ΄ όψιν το υπόλοιπο μέρος της έκθεσης της Συμβουλευτικής Επιτροπής ήταν νόμιμο, θέση η οποία, όπως εξήγησα πιο πάνω, δεν με βρίσκει σύμφωνο. Γι΄ αυτό οι προσφυγές 377/96 και 553/96 θα πρέπει να επιτύχουν για το λόγο αυτό και η προσβαλλόμενη πράξη θα πρέπει να ακυρωθεί.
Ο αιτητής στην προσφυγή 567/96 προσβάλλει την επίδικη απόφαση για τους δικούς του λόγους. Ισχυρίζεται ότι άνκαι είναι τέκνο αγνοούμενου, παρά τις πρόνοιες του περί Επαγγελματικής Αποκατάστασης των Αναπήρων και των Εξαρτωμένων των Πεσόντων, Αγνοουμένων, Αναπήρων και Εγκλωβισμένων Νόμου του 1992, Ν. 53(1)/92, και ιδιαίτερα του άρθρου 3 όπως τροποποιήθηκε, δεν του δόθηκε προτεραιότητα για προαγωγή.
Το άρθρο 3(1) του Νόμου 53(1)/92 προβλέπει ότι οι εξαρτώμενοι αγνοουμένων και ορισμένες άλλες τάξεις, όπως εξαρτώμενοι πεσόντων, αναπήρων κλπ, που είναι υποψήφιοι για την πλήρωση θέσεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα και που κατέχουν όλα τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, προτιμούνται μέχρι ποσοστού 10%, αν το διορίζον όργανο ικανοποιηθεί ότι κατέχουν τις απαραίτητες ικανότητες για να ασκούν τα καθήκοντα της θέσης και δεν υστερούν από τους υπόλοιπους υποψηφίους σε αξία και προσόντα.
Οι καθ΄ ων η αίτηση αντιτάσσουν ότι ο σχετικός νόμος δεν ισχύει στην παρούσα περίπτωση γιατί εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις πρώτου διορισμού και όχι προαγωγής. Το άρθρο 3(1) του Νόμου 53(1)/92 αναφέρεται στην πλήρωση θέσεων στον ευρύτερο δημόσιο τομέα χωρίς να προβαίνει σε ειδικότερη αναφορά. Σύμφωνα με το Νόμο 1/90, θέση σημαίνει δημόσια θέση, δηλαδή θέση στη δημόσια υπηρεσία (άρθρο 2). Ο γενικός τρόπος με τον οποίο είναι διατυπωμένο το άρθρο 3 του Νόμου 53(1)/92 δεν παρέχει το δικαίωμα για στενότερη ερμηνεία του. Το άρθρο αναφέρεται στην πλήρωση θέσεων και τίποτε στο νόμο δείχνει ότι ο νομοθέτης είχε πρόθεση να περιορίσει την παροχή αυτής της προτίμησης μόνο στις θέσεις πρώτου διορισμού.
Στην παρούσα υπόθεση ο αιτητής στην προσφυγή υπ΄ αρ. 567/96 είναι τέκνο αγνοουμένου, γεγονός το οποίο βρισκόταν ενώπιον της Επιτροπής η οποία έπρεπε να το λάβει υπ΄ όψιν κατά τη λήψη της απόφασής της. Η απόφαση της Επιτροπής ουδέν αναφέρει επί του σημείου, το οποίο όπως φαίνεται ουδόλως την απασχόλησε. Την Επιτροπή δεν απασχόλησε αν ο συγκεκριμένος αιτητής διαθέτει τις απαραίτητες ικανότητες για άσκηση των καθηκόντων ή αν υστερούσε των υπόλοιπων υποψηφίων σε αξία και προσόντα. Η αναφορά στο συγκεκριμένο αιτητή περιορίζεται μόνο στην αξιολόγηση της απόδοσής του.
Η παράλειψη της Επιτροπής να συμμορφωθεί με τις πρόνοιες του νόμου καθιστά την απόφαση της τρωτή λόγω πλάνης περί τα πράγματα αφού δεν έλαβε υπ΄ όψιν στοιχεία που σύμφωνα με το νόμο έπρεπε να λάβει, αλλά και λόγω έλλειψης δέουσας έρευνας αφού δεν ερεύνησε αν υπάρχουν οι προϋποθέσεις του σχετικού άρθρου. ΄Ετσι και η προσφυγή αυτή θα πρέπει να επιτύχει.
Εν όψει όλων των πιο πάνω οι προσφυγές επιτυγχάνουν και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα υπέρ των αιτητών όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Φρ. Νικολαΐδης
Δ.
/ΜΔ