ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 4 ΑΑΔ 767
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 359/96
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ
:
1. Σωματείου "Φίλοι του Ακάμα" και άλλων ως ο
Πίνακας Α΄
Αιτητών
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Υπουργικού Συμβουλίου,
2. Διευθυντή Τμήματος Πολεοδομίας
και Οικήσεως
3. Επάρχου Πάφου υπό την ιδιότητα του ως
κατά Νόμο αρμόδιου για έκδοση άδειας
οικοδομής στην περιοχή Νέου Χωρίου
Πάφου
Καθ΄ων η αίτηση
_____________
16 Σεπτεμβρίου, 1998
Για τους αιτητές : κ. Α. Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ων η αίτηση : κ. Χρ. Ιωσηφίδης, Δικηγόρος της
Δημοκρατίας, για Γεν. Εισαγγελέα
της Δημοκρατίας.
Για τα ενδιαφερόμενα μέρη : κ. Κ. Μιχαηλίδης.
_____________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι αιτητές είναι σωματείο που ιδρύθηκε και λειτουργεί στη Δημοκρατία. Με την παρούσα προσφυγή αξιώνουν την ακύρωση της άδειας οικοδομής ξενοδοχείου σε τεμάχια ιδιοκτησίας των ενδιαφερομένων μερών, στο Νέο Χωριό Πάφου. Ορισμένα από τα τεμάχια υπάγονται στην τουριστική ζώνη Τ3α, άλλα στη γεωργική ζώνη Δα31 και άλλα στη ζώνη προστασίας της παραλίας Δα1.
H εταιρεία Τhanos Club Hotels Ltd υπέβαλε αίτηση για εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας για την ανέγερση ξενοδοχειακού συγκροτήματος. Για να καταστεί δυνατή η έκδοση της άδειας ήταν απαραίτητη η παραχώρηση από υπουργική επιτροπή παρέκκλισης από τις πρόνοιες του ισχύοντος Σχεδίου Ανάπτυξης (Δήλωση Πολιτικής), σύμφωνα με το
άρθρο 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου του 1972, Ν.90/72, όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 5 του Ν.7/90. Επίσης, αναγκαία ήταν και η παραχώρηση χαλάρωσης από την υπουργική επιτροπή, για τις οικοδομές που υπήρχε πρόθεση να ανεγερθούν μέσα στη ζώνη προστασίας της παραλίας, σύμφωνα με το άρθρο 5Α του περί Προστασίας της Παραλίας Νόμου, Κεφ.59, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 του Ν.8/72Η υπουργική επιτροπή στην οποία με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου υπ΄ αρ. 39.590, ημερ. 12.7.1993, (Κ.Δ.Π. 196/93), εκχωρήθηκαν οι εξουσίες του άρθρου 26 του περί Πολεοδομίας και Χωροταξίας Νόμου, σε συνεδρία της ημερ. 28.12.1994, συμφώνησε να παραπέμψει την αίτηση στο Υπουργικό Συμβούλιο για λήψη απόφασης. Ο ΄Επαρχος Πάφου με επιστολή του ημερ. 1.3.1995 διαφώνησε με την ανέγερση εγκαταστάσεων στη ζώνη προστασίας της παραλίας.
Η επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 2.3.1995 αποφάσισε να εγκρίνει την έκδοση της αιτηθείσας πολεοδομικής άδειας, κατά παρέκκλιση των προνοιών του σχεδίου ανάπτυξης, εξουσιοδότησε δε ανάλογα την πολεοδομική αρχή.
Το Υπουργείο Εσωτερικών με επιστολή του ημερ. 23.3.1995 κάλεσε το Διευθυντή του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως να επεξηγήσει στον ΄Επαρχο Πάφου τη λογική και το περιεχόμενο των εισηγήσεων του για την αίτηση, ώστε ο τελευταίος να τοποθετηθεί οριστικά στη χαλάρωση των προνοιών της ζώνης προστασίας της παραλίας. Ο ΄Επαρχος Πάφου τελικά την 3.5.1995 συγκατατέθηκε στην αιτηθείσα χαλάρωση.
Η υπουργική επιτροπή σε συνεδρία της ημερ. 4.5.1995 αποφάσισε την έγκριση της χαλάρωσης και εξουσιοδότησε την πολεοδομική αρχή και τον ΄Επαρχο, να εκδόσουν τις σχετικές άδειες με τους κατάλληλους όρους.
Η παρούσα προσφυγή αξιώνει την ακύρωση της εκδοθείσας από τον ΄Επαρχο Πάφου άδειας οικοδομής που βασίστηκε στην πολεοδομική άδεια ημερομηνίας 11.8.1995 που εξέδωσε ο Διευθυντής του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως.
Πριν ασχοληθώ με την ουσία της υπόθεσης θα πρέπει να εξετάσω ορισμένες προδικαστικές ενστάσεις που έχουν εγερθεί. Οι καθ΄ ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι οι αιτητές στερούνται του δικαιώματος προσβολής της πράξης, γιατί από την απόφαση δεν προσβάλλεται ευθέως ίδιον ενεστώς έννομο συμφέρον τoυς.
Ισχυρίζονται επίσης ότι η προσφυγή που καταχωρήθηκε στις 29.4.1996 είναι εκπρόθεσμη γιατί στρέφεται εναντίον πράξης των καθ΄ ων η αίτηση ημερομηνίας 11.8.1995, χωρίς να δίδονται ακριβή στοιχεία ως προς την ημερομηνία κατά την οποία η πράξη περιήλθε εις γνώσιν των αιτητών. Τέλος ισχυρίζονται ότι η προσφυγή στερείται νομικής βάσης ως προς τα ΄Αρθρα 9, 15, 21, 28, 30 και 35 του Συντάγματος τα οποία ουδεμία σχέση έχουν με την προσβαλλόμενη πράξη.
Είναι η θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι οι αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον γιατί η αναγνώριση του δικαιώματος για προστασία του περιβάλλοντος δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις που θέτει η παράγραφος 2 του ΄Αρθρου 146 του Συντάγματος, δηλαδή τον άμεσο δυσμενή επηρεασμό υφιστάμενου προσωπικού συμφέροντος.
Οι καθ΄ ων η αίτηση υποστηρίζουν περαιτέρω ότι το θέμα της διαμόρφωσης του φυσικού περιβάλλοντος προκύπτει σε κάθε δραστηριότητα του ανθρώπου η οποία αποτελεί επέμβαση στο χώρο που διαβιώνει. Η δημιουργία έργων υποδομής καθώς και δημόσιων οικοδομών ή η ανέγερση ιδιωτικών ή δημόσιων τουριστικών εγκαταστάσεων συνιστούν αναπόφευκτα επέμβαση στη διαμόρφωση του φυσικού περιβάλλοντος. Η πολιτεία, σύμφωνα πάντα με τους καθ΄ ων η αίτηση, έχει την ευθύνη της απόφασης η οποία θα επιτρέψει την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη μιας περιοχής συνυπολογίζοντας ταυτόχρονα την επέμβαση στη διαμόρφωση του περιβάλλοντός της.
Από την άλλη βέβαια οι αιτητές ισχυρίζονται ότι έχουν έννομο συμφέρον, προβάλλουν δε αριθμό επιχειρημάτων για να στηρίξουν την άποψή τους.
Προσφυγή μπορεί να ασκηθεί μόνο αν ο αιτητής έχει άμεσο ενεστώς έννομο συμφέρον. Η ύπαρξη του εννόμου συμφέροντος δημιουργεί τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου, ενώ αντίθετα ανυπαρξία του στερεί από το δικαστήριο την εξουσία να ασχοληθεί με την προσφυγή (Loukis Κritiotis v. The Municipality of Paphos and another
(1986) 3 C.L.R. 322, 338).Ο αιτητής θα πρέπει να αποδείξει ότι έχει υποστεί βλάβη από την προσβαλλόμενη πράξη υπό ορισμένη ιδιότητα που αναγνωρίζεται από τους κανόνες του δικαίου. Θα πρέπει δηλαδή να υπάρχει μια ειδική έννομη σχέση μεταξύ του και της προσβαλλόμενης πράξης.
΄Εννομο είναι το συμφέρον εφ΄ όσον ερείδεται επί νομίμου ιδιότητος και δεν αντίκειται στο δίκαιο. Δεν απαιτείται για να είναι το συμφέρον έννομο να αποτελεί τούτο δικαίωμα. Δεν απαιτείται δηλαδή το συμφέρον να είναι αγώγιμο, δηλαδή να αποτελεί δικαίωμα υπό την έννοια την οποία αυτό νοείται κατά το αστικό δίκαιο (Θ. Τσάτσος, Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, 3η ΄Εκδοση, σελ. 44).
Η έννοια του συμφέροντος στην περίπτωση της άσκησης της αίτησης ακύρωσης είναι ευρύτερη από την έννοια του νομικού δικαιώματος. Το έννομο συμφέρον αφορά κάθε νομική ή πραγματική κατάσταση που αναγνωρίζεται από το δίκαιο, από την οποία ο αιτητής βάσει ενός ειδικού δεσμού αντλεί ωφέλεια που θίγεται από την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη, δηλαδή που μεταβλήθηκε ή δεν ρυθμίστηκε, με συνέπεια την πρόκληση υλικής ή ηθικής βλάβης σ΄ αυτόν (Τροοδία Ιωνά Αριστοδήμου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 184/92, ημερ. 15.7.1992, Λουκία Σεργίδου ν. Δήμου Λευκωσίας και άλλου, Α.Ε. 1738, ημερ. 27.2.1998
).Η προσφυγή ασκείται από οποιονδήποτε του οποίου προσβλήθηκε με την πράξη συμφέρον που έχει είτε ως άτομο, είτε ως μέλος κοινότητας. Η προσφυγή μπορεί βέβαια να ασκηθεί είτε από φυσικό ή νομικό πρόσωπο, ενώ συμφέρον θεωρείται ότι έχει ο ζημιωθείς, υλικά ή ηθικά από την προσβαλλόμενη πράξη (Τσάτσος, ανωτέρω, σελ. 32, 33. Βλέπε επίσης Γεωργίου κ.α. ν. Δημοκρατίας κ.α., Α.Ε. 2166, ημερ. 28.2.1997
).Η ύπαρξη συμφέροντος είναι καθαρά υποθετική και δεν ταυτίζεται προς την ύπαρξη πραγματικής, θετικής ή υποθετικής, υλικής ή ηθικής ζημιάς. Αρκεί ότι θα απεφεύγετο η ζημία ή θα υπήρχε ωφέλεια αν η διοίκηση δεν προέβαινε στην προσβαλλόμενη πράξη ή δεν παρέλειπε τη συγκεκριμένη ενέργεια (Τσάτσος, ανωτέρω, σελ.39
).Ο καθηγητής Δαγτόγλου στο σύγγραμμα Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, 1994
, Δεύτερη ΄Εκδοση, αναφέρει στη σελ. 398:" ΄Εννομο είναι το συμφέρον που όχι μόνο δεν αντίκειται στο δίκαιο, αλλά και αναγνωρίζεται από αυτό ως άξιο έννομης προστασίας, το συμφέρον δηλαδή που δεν είναι μία απλή προσδοκία οικονομικών ωφελημάτων ένα απλό ενδιαφέρον για πολιτικά, κοινωνικά ή θρησκευτικά θέματα. ΄Εννομο συμφέρον είναι βέβαια πάντοτε το δικαίωμα που παρέχει ο νόμος, ή η σύμβαση. Είναι επίσης το αντανακλαστικό δικαίωμα (Reflexrecht) ή ορθότερα, η αντανάκλαση δικαιώματος (Rechtsreflex), η ευμενής δηλαδή επιρροή κανόνων του αντικειμενικού δικαίου, που προβλέπουν υποχρεώσεις της διοικήσεως, στην υποκειμενική κατάσταση του ιδιώτη. Έτσι, ο ιδιώτης έχει έννομο συμφέρον στην τήρηση κανόνων δικαίου π.χ. περί προστασίας του περιβάλλοντος ή πολεοδομίας, οι οποίοι επιβάλλουν υποχρεώσεις στην διοίκηση, χωρίς να του παρέχουν (υποκειμενικά) δικαιώματα, αλλά των οποίων η τήρηση δημιουργεί ή διασφαλίζει μια ευμενή γι΄ αυτόν κατάσταση."
Το συμφέρον πρέπει να είναι άμεσο. ΄Αμεσο είναι το συμφέρον όταν η προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη θίγει απ΄ ευθείας τον αιτούντα, χωρίς να απαιτείται η προσβαλλόμενη πράξη να τον αφορά (Τσάτσος, σελ. 53). Αρκεί μεταξύ της πράξης που προσβάλλεται και της ζημιάς του αιτουμένου την ακύρωση, να υφίσταται αιτιώδης σχέση χωρίς παρεμβολή στην αιτιώδη αυτή σχέση συμφέροντος τρίτου.
Η προστασία του δημόσιου συμφέροντος υπερέχει έναντι του ατομικού συμφέροντος του επηρεαζομένου, που υποχωρεί όταν μεταξύ τους υπάρχει σύγκρουση (Παντελής Κυνηγού κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2111, ημερ. 18.6.1998).
Το ερώτημα που πηγάζει από την παρούσα υπόθεση είναι σύνθετο. Αντικείμενο εξέτασης είναι αν θίγεται το έννομο συμφέρον πολιτών από πράξεις της Διοίκησης που πιθανόν να επηρεάζουν το περιβάλλον, αλλά θα πρέπει να απαντηθεί επίσης ποίων εκ των πολιτών το συμφέρον θεωρείται ότι πλήττεται και ποιοί κατ΄ ακολουθίαν έχουν δικαίωμα να προσφύγουν και να ζητήσουν ακύρωση της πράξης. Περιορίζεται το δικαίωμα αυτό μόνο σε άμεσα επηρεαζόμενα άτομα ή το πολύ σε μέλη της επηρεαζόμενης κοινότητας, ή αναγνωρίζεται και ευρύτερα σε άλλους φορείς και ενώσεις ατόμων;
Ο πολιτισμός γενικά, κάθε έθνος, κάθε κοινωνικό σύνολο, κάθε ομάδα, κάθε άτομο δημιουργούν ηθικές αξίες. Η δεκτικότητα αναγωγής του ηθικού συμφέροντος σε κάποια από τις αναγνωρισμένες ηθικές αξίες καθιστά βέβαιη τη διαπίστωση της ύπαρξης ή μη εννόμου συμφέροντος. Από τις ηθικές αυτές αξίες αποκλείονται από τη σκοπιά που εξετάζουμε το θέμα, οι αρχές που κρίνονται από το δίκαιο ή τις γενικώς κρατούσες ηθικές αρχές απαράδεκτες, καθώς και οι όλως υποκειμενικές αξίες. Κάθε άλλη ηθική αξία μπορεί να χαρακτηριστεί ως αναγνωρισμένη (Τσάτσος, ανωτέρω, σελ. 35
).Αναμφισβήτητα το περιβάλλον συνιστά μια αξία, ένα έννομο αγαθό, σύνθετο και συλλογικό. Η ανάγκη προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος από κάθε πιθανό κίνδυνο καταστροφής διακηρύχθηκε εντελώς πρόσφατα (Κυνηγού κ.α. ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω
). Στην ίδια απόφαση τονίστηκε ότι η χλωρίδα και πανίδα του τόπου μας ενταλμένες στο ευρύτερο φυσικό περιβάλλον είναι παράγοντες ζωής, ενώ η προστασία και διατήρηση του φυσικού μας πλούτου αποτελεί ανάγκη που επιτάσσει το δημόσιο συμφέρον. Τονίστηκε επίσης ότι ακόμα και ο πιο απομακρυσμένος κίνδυνος πρόκλησης καταστροφής πρέπει να εξουδετερώνεται.Το έννομο συμφέρον φυσικού προσώπου πρέπει να είναι προσωπικό, άμεσο και ενεστώς. ΄Ομως, όπως παρατηρεί και η Γλυκερία Σιούτη
στη μελέτη η Συνταγματική Κατοχύρωση της Προστασίας του Περιβάλλοντος, σελ. 65 και επ., στην περίπτωση της προστασίας του περιβάλλοντος παρατηρείται μια δυνατότητα, αλλά και μια αναγκαιότητα διεύρυνσης της έννοιας των χαρακτηριστικών αυτών στοιχείων του εννόμου συμφέροντος. Η θέση αυτή οδηγεί στην αποσύνδεση ή έστω στη χαλάρωση της προϋπόθεσης προσβολής ενός προσωπικού και άμεσου συμφέροντος του αιτούντος στην περίπτωση άσκησης αίτησης ακυρώσεως και στη σύνδεση του παραδεκτού της με την έννοια του κινδύνου να προσβληθούν έστω και εμμέσως δικαιώματα ή συμφέροντα του ανθρώπου (Α. Τάχος, Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο, Τέταρτη ΄Εκδοση, 1982, σελ. 300).Το φυσικό περιβάλλον είναι άρρηκτα συνυφασμένο με το δικαίωμα στη ζωή που διακηρύσσει το ΄Αρθρο 7.1 του Συντάγματος που έχει ως πρότυπο το άρθρο 2(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών, Α.Ε. 1518, ημερ. 1.11.1996). Το δικαίωμα αυτό δημιουργεί και το απαραίτητο έννομο συμφέρον για την προσβολή απόφασης που καταπονεί το περιβάλλον που συναρτάται εν προκειμένω με την ποιότητα ζωής. Στην ίδια απόφαση κρίθηκε ότι το δικαίωμα δεν είναι μόνο ατομικό, αλλά και συλλογικό. Το έννομο συμφέρον δεν απαιτείται να ανήκει μόνο στον προσφεύγοντα, Μπορεί να είναι επίσης κοινό σε ορισμένο κύκλο προσώπων που συνδέονται μεταξύ τους με στενούς γεωγραφικούς,
οικονομικούς, πολιτιστικούς και άλλους δεσμούς.Διατάξεις για προστασία του περιβάλλοντος βρίσκουμε όχι μόνο σε πολλά σύγχρονα Συντάγματα, αλλά ακόμα και σε διατάξεις του Ρωμαϊκού Δικαίου. ΄Οπως παρατηρεί και ο Αλ. Σακελλαρόπουλος
στη μελέτη του Σκέψεις για το πρόβλημα του περιβάλλοντος από τη νομική σκοπιά, Τόμος Τιμητικός του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1979, Τόμος 2, σελ. 223, 304, η αρχικά περιορισμένη έννοια του γειτονικού χώρου έχει ξεπεραστεί και έδωσε τη θέση της στην οικολογική γειτνίαση.Το δικαίωμα της ζωής αναμφίβολα εκτείνεται στο δικαίωμα της προσωπικότητας. Κάθε άτομο δεν αποτελεί μόνο μια βιολογική μονάδα, αλλά μια προσωπικότητα που ζει και δρα μέσα στο περιβάλλον του. Η εξέλιξη της τεχνολογίας και ο τρόπος με τον οποίο κάθε δυσμενής αλλαγή του περιβάλλοντος μπορεί να επηρεάσει τη ζωή μας, ακόμα κι΄αν η πηγή της μόλυνσης είναι στην άλλη άκρη της γης, μεγαλώνει την εμβέλεια του δικαιώματος αυτού.
Η έννοια του εννόμου συμφέροντος πρέπει να διευρύνεται όταν τα προσβαλλόμενα αγαθά είναι βασικά φυσικά περιβαλλοντικά αγαθά που ανήκουν στο κοινωνικό σύνολο και που από την προσβολή τους επηρεάζεται ο τρόπος ζωής, αλλά και η υγεία, τα κατ΄ εξοχήν καθοριστικά κριτήρια "του οικολογικού υπαρξιακού ελάχιστου" γεγονός που προσδίδει σ΄ αυτά μια αντικειμενική υπόσταση (Γλυκερία Σιούτη, ανωτέρω, σελ.68
).΄Οσον αφορά τα θέματα προστασίας του περιβάλλοντος πολλοί συγγραφείς τείνουν να εισηγηθούν τη δημιουργία λαϊκής αγωγής (actio popularis) (βλέπε μεταξύ άλλων Αλ. Σακελλαρόπουλος, ανωτέρω, ο οποίος θεωρεί τη λαϊκή αγωγή για την προστασία του περιβάλλοντος "έμπρακτη εφαρμογή της δημοκρατικής αρχής", Κ. Γιαννακόπουλος, Η Νομική Προστασία του Περιβάλλοντος, 1981, σελ. 43, και
Γ. Σιούτη, ανωτέρω).Επισημαίνεται ότι η Νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας παρουσιάζει μια διαρκή τάση διεύρυνσης του εννόμου συμφέροντος, ιδίως στα θέματα προστασίας του περιβάλλοντος. ΄Ετσι κρίθηκε ότι έχουν έννομο συμφέρον για προσβολή πράξεων που αφορούν και βλάπτουν το περιβάλλον τους, όχι μόνο οι κάτοικοι και οι δημότες μιας περιοχής (ΣτΕ 2233/79, 89/81), ή οι κάτοικοι γειτονικής περιοχής (ΣτΕ 4576/77), ή της περιοχής γενικώς (ΣτΕ 2233/79, 89/81), ή οι θιγόμενοι από δωρεά δημοτικού ή κοινοτικού κτήματος τρίτοι (ΣτΕ 89/81), αλλά και η οικολογική κίνηση της περιοχής (ΣτΕ
4665/96), ή η μη κερδοσκοπική εταιρεία για προστασία της άγριας φύσης (ΣτΕ 366/93).Βέβαια στην Ελλάδα το περιβάλλον συνδέεται αναπόσπαστα με ένα συμφέρον η προστασία του οποίου είναι εμπιστευμένη από το Σύνταγμα στα όργανα του κράτους και μάλιστα ανεξάρτητα από τη βούληση των ιδιωτών που ωφελούνται από αυτό. Στην Κύπρο δεν έχουμε μεν μια τέτοια συνταγματική διάταξη που να προστατεύει άμεσα το περιβάλλον, όμως, όπως έχει παρατηρηθεί από τη νομολογία, το θέμα της προστασίας του περιβάλλοντος άπτεται του συνταγματικού δικαιώματος της απόλαυσης της ζωής.
Πέραν τούτου έχουμε τη Σύμβαση για την Προστασία της Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς της Ευρώπης που κυρώθηκε από τη Δημοκρατία με τον περί της Σύμβασης για την Προστασία της Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς της Ευρώπης (Κυρωτικό) Νόμο του 1988, Ν.165/88, η οποία προβλέπει ότι τα συμβαλλόμενα μέρη, μεταξύ των οποίων βέβαια και η Δημοκρατία της Κύπρου, αναλαμβάνουν την υποχρέωση να μεριμνούν για την προστασία μνημείων, συγκροτημάτων κτιρίων και τοπίων (άρθρο 3 της Σύμβασης).
Η γενική αρχή σύμπραξης του κοινού σε διαδικασίες και αποφάσεις της διοίκηση, όταν αυτές αφορούν έργα με ιδιαίτερη σημασία για το περιβάλλον, ακόμα και σε περίπτωση που δεν προβλέπονται σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, έχει αναγνωριστεί από τη νομολογία στις Ηνωμένες Πολιτείες (βλέπε Δημήτρη Νίκα, Η Νομική Προβληματική της Προστασίας του Περιβάλλοντος, σελ. 226
).Πέραν τούτου θα έλεγα ότι η διεύρυνση της έννοιας του εννόμου συμφέροντος στον τομέα της προστασίας του περιβάλλοντος αποτελεί μορφή, αλλά και αναγνώριση του δικαιώματος συμμετοχής των πολιτών στα κοινά και στην αντιμετώπιση των προβλημάτων που αφορούν το κοινωνικό σύνολο.
Η θέση ότι η ανάπτυξη μιας περιοχής που θα διαμορφώσει και επηρεάσει δυσμενώς το φυσικό περιβάλλον μιας κοινότητας είναι κατ΄ εξοχήν κοινοτική ευθύνη, επαναλήφθηκε και στην απόφαση της μειοψηφίας στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Κοινότητας Πυργών, ανωτέρω. Στην απόφαση της πλειοψηφίας στην ίδια υπόθεση τονίστηκε ότι το θέμα του φυσικού περιβάλλοντος έχει κολοσσιαία σημασία, γιατί η διαφύλαξή του είναι άμεσα συνδεδεμένη με την καλή ποιότητα ζωής, ενώ επιβάλλεται από την πολιτεία η υιοθέτηση περιβαλλοντικής πολιτικής που να εκφράζεται μέσα από σχετική νομοθεσία.
Οι καθ΄ ων η αίτηση αμφισβητούν ότι οι αιτητές στην παρούσα υπόθεση έχουν έννομο συμφέρον. Στηρίζουν τη θέση τους στην έλλειψη αμεσότητας μεταξύ των σκοπών για τους οποίους ιδρύθηκε το Επιμελητήριο και της προσβαλλόμενης πράξης. Βασίζουν το επιχείρημά τους στη θέση ότι αναγνωρισμένο συμφέρον στη διατήρηση και προστασία του περιβάλλοντος έχει μόνο η ενδιαφερόμενη κοινότητα (Κοινότητα Πυργών ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 671/91, ημερ. 7.11.1991
).Η ανάπτυξη περιοχής, αστικής ή αγροτικής, είναι κοινοτικό θέμα που έχει σχέση με την κοινότητα στην ολότητά της. Επηρεάζει την ποιότητα ζωής του καθενός που χρησιμοποιεί την περιοχή, καθώς και τις ανέσεις των κατοίκων της. Αναγνώριση δικαιώματος ανάπτυξης ακίνητης περιουσίας κατά βούληση στον ιδιοκτήτη θα ήταν καταστροφική για τον πολεοδομικό προγραμματισμό (
Symonis and another v. The Improvement Board of Latsia (1984) 3 C.L.R.109).Ειδικότερα η επιβολή ζωνών κρίθηκε ότι συνιστά μέσο για τη διαφύλαξη του χαρακτήρα της περιοχής και προδιαγραφή των όρων για τη μελλοντική της ανάπτυξη. Η επιβολή ζωνών αποτελεί μέτρο για την εναρμόνιση της ανάπτυξης με το περιβάλλον, χάριν του κοινού συμφέροντος στη διαφύλαξη των αγαθών της φύσης και της ποιότητας ζωής που αρμόζει στον άνθρωπο (Ανθή Δημητριάδη κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου και άλλων, Υποθ. Αρ. 1029/85 και άλλες, ημερ. 13.3.1996
).Οι διάφοροι περιορισμοί που προβλέπονται είτε από πολεοδομικές ζώνες είτε από άλλες διατάξεις παρόμοιας φύσης συνιστούν μέτρο για τη διαφύλαξη του χαρακτήρα της περιοχής και οροθέτηση του τρόπου μελλοντικής ανάπτυξής της. Αποτελούν ουσιαστικά μέτρο προστασίας των συμφερόντων των πολιτών στην απόλαυση του περιβάλλοντος που αποτελεί αγαθό που είναι απόλυτα συνδεδεμένο με την ποιότητα ζωής.
΄Οπως ορθά επισημαίνεται στην υπόθεση Κοινότητα Πυργών ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω, η αναγνώριση του δικαιώματος για προστασία του περιβάλλοντος δεν απαμβλύνει τις προϋποθέσεις που θέτει η παραγρ. 2 του ΄Αρθρου 146 για προσφυγή στο Δικαστήριο, δηλαδή τη διαπίστωση ύπαρξης άμεσου δυσμενούς επηρεασμού υφιστάμενου προσωπικού συμφέροντος. Πιστεύω όμως ότι η έννοια του εννόμου συμφέροντος δεν
εξαντλείται στο συμφέρον των κατοίκων της κοινότητας και θα εξηγήσω γιατί.Θέματα που επηρεάζουν το περιβάλλον και την ποιότητα ζωής επηρεάζουν ένα ευρύτερο από την άμεσα επηρεαζόμενη κοινότητα κύκλο. Δεν παραγνωρίζω ότι δεν αρκεί προάσπιση του κοινού συμφέροντος για την διασφάλιση της ευνομίας στη δημόσια λειτουργία (Γεωργίου κ.α. ν. Ματθαίου κ.α., ανωτέρω). Ούτε ότι το Σύνταγμα μας δεν παρέχει δικαίωμα για άσκηση λαϊκής αγωγής (
Pitsillos v. The Cyprus Broadcasting Corporation (1982) 3 C.L.R. 208). ΄Ομως πιστεύω ότι η επέμβαση στο περιβάλλον, με όλες τις δυσμενείς σε πολύ ευρύ κύκλο ατόμων επιπτώσεις, δίδει το δικαίωμα και δημιουργεί το έννομο συμφέρον σε διάφορα πρόσωπα, φυσικά ή νομικά, και ιδίως σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με σχετικές αρμοδιότητες ή σε ενώσεις προσώπων που ιδρύθηκαν για προώθηση ακριβώς των σκοπών αυτών.Δεν αμφισβητείται ότι και τα νομικά πρόσωπα μπορεί να έχουν έννομο συμφέρον. Βέβαια λόγω του ότι το νομικό πρόσωπο είναι τεχνητό δημιούργημα προς εκπλήρωση ορισμένων και επομένως περιορισμένων σκοπών, ο κύκλος των "ιδίων" του συμφερόντων είναι κατ΄ ανάγκην πιο περιορισμένος από εκείνο ενός φυσικού προσώπου και ορίζεται αποκλειστικά από το καταστατικό του ή προβλέπεται από το νόμο (Δαγτόγλου, ανωτέρω, σελ. 401
).Τα νομικά πρόσωπα έχουν έννομο συμφέρον που θεωρείται προσωπικό για την άσκηση προσφυγής, όταν η πράξη ή παράλειψη προξενεί βλάβη είτε στα συμφέροντα του ίδιου του νομικού προσώπου, η προστασία και η επιδίωξη των οποίων περιλαμβάνεται στους σκοπούς του νομικού προσώπου, όπως αυτοί καθορίζονται από τις σχετικές διατάξεις ή από το καταστατικό του, είτε στα συμφέροντα του συνόλου των μελών του, εφ΄ όσον η προάσπιση ή προαγωγή των συμφερόντων αυτών περιλαμβάνεται επίσης στους σκοπούς του νομικού προσώπου (ΣτΕ 2999/83). Το συμφέρον το οποίο θίγεται από την προσβαλλόμενη πράξη, όπως είδαμε δεν απαιτείται να είναι απαραιτήτως υλικό.
΄Ετσι, στην Ελλάδα το Συμβούλιο της Επικρατείας δέκτηκε τη θεμελίωση εννόμου συμφέροντος νομικών προσώπων των οποίων οι σκοποί όπως τους ορίζει το καταστατικό τους ή ο νόμος, περιλαμβάνουν και την προάσπιση του επίδικου συμφέροντος, έστω κι΄ αν ο καθορισμός του σκοπού είναι ευρύτατα διατυπωμένος. Δέκτηκε για παράδειγμα ότι δικηγορικός σύλλογος έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει πράξη που θίγει το περιβάλλον, γιατί κατά τη διάταξη του κώδικα περί δικηγόρων, στους δικηγορικούς συλλόγους και τα διοικητικά τους συμβούλια ανήκει η συζήτηση και η απόφαση επί παντός ζητήματος που ενδιαφέρει το δικηγορικό σύλλογο ή τα μέλη του συλλόγου σαν τέτοια ή ως επαγγελματική τάξη, καθώς και επί παντός ζητήματος εθνικού ή κοινωνικού περιεχομένου, μεταξύ των οποίων και η προς αποτροπή του υποβιβασμού της ανθρώπινης ζωής συνταγματικώς κατοχυρωθείσα προστασία του φυσικού και του πολιτιστικού περιβάλλοντος (ΣτΕ
4576/77, προσφυγή Δικηγορικού Συλλόγου Βόλου που επικαλείτο ότι με την εγκατάσταση συγκεκριμένου εργοστασίου επλήγετο ανεπανόρθωτα το περιβάλλον. Βλέπε επίσης ΣτΕ 366/93 που καταχώρησε η αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία με την επωνυμία "΄Αμεση επέμβαση για την προστασία της άγριας φύσης" και τη ΣτΕ 4665/96 της Οικολογικής Κίνησης Δράμας με την οποία ζητήθηκε ακύρωση της παράλειψης του Νομάρχη Δράμας να προβεί στη διακοπή λειτουργίας υφισταμένων στην περιοχή λατομείων).Η δυνατότητα ενός νομικού προσώπου να επικαλείται το δικαίωμα επί του περιβάλλοντος υφίσταται υπό την προϋπόθεση ότι η προστασία του περιβάλλοντος συγκαταλέγεται έστω και στους εν ευρεία εννοία σκοπούς του νομικού προσώπου ή της ένωσης προσώπων. Η συλλογική μορφή οργάνωσης είναι και ο αποτελεσματικότερος τρόπος ικανοποίησης των περιβαλλοντικών αναγκών, ενώ αν υποκείμενα του δικαιώματος επί του περιβάλλοντος ήταν μόνο τα άτομα και όχι οι με κάποια νομική υπόσταση κοινωνικές ομάδες, η προστασία θα απέβαινε ανεπαρκής.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι το δικαίωμα προσφυγής που τίθεται στη διάθεση νομικών προσώπων δεν πρέπει να υπόκειται σε έλεγχο. Δεν μπορεί να γίνει δεκτό ότι κάθε ένωση προσώπων μπορεί ανά πάσα στιγμή και ενώπιον οποιασδήποτε δικαιοδοσίας να προσφεύγει εν ονόματι της προστασίας του περιβάλλοντος. Το κριτήριο πρέπει να αναζητηθεί στην ειδικότητα και στην αντιπροσωπευτικότητα των ενώσεων, είτε σε εθνικό είτε σε τοπικό επίπεδο (Γ. Σιούτη, ανωτέρω,
σελ.81).Η όσο το δυνατό ευρύτερη αναγνώριση του δικαιώματος προσφυγής στις ενώσεις προσώπων ενδείκνυται μεν, αλλά δεν πρέπει να φτάσει όπως είπαμε και πιο πάνω στην αναγνώριση της λαϊκής αγωγής. Τα κριτήρια για την αναγνώριση προσωπικού εννόμου συμφέροντος στις ομάδες είναι πιο περιορισμένα από ό,τι στα φυσικά πρόσωπα. ΄Ενα από αυτά είναι και η λειτουργία της
ένωσης υπό αναγνωρισμένο νομικό καθεστώς.Οι αιτητές υπ΄αρ. 1 στην προσφυγή 359/96 είναι σωματείο εγεγγραμμένο κατά νόμο, ενώ οι αιτητές 2-8 είναι πολίτες της Κυπριακής Δημοκρατίας και μέλη του διοικητικού συμβουλίου των αιτητών 1. Οι σκοποί των αιτητών 1 αναγράφονται υποθέτω στο καταστατικό τους. Με βάση όλα όσα έχουμε πει πιο πάνω, αν οι δραστηριότητές τους περιλαμβάνουν και την προστασία του Ακάμα, της συγκεκριμένης περιοχής που επηρεάζεται από την πράξη των καθ΄ ων η αίτηση, θα είχαν έννομο συμφέρον. Θα είχαν, αν έτσι έχουν τα πράγματα, κάθε δικαίωμα να ενδιαφέρονται για πράξεις της Διοίκησης που αναφέρονται στο σκοπό για τον οποίο ιδρύθηκαν.
Αν δεν αναγνωριζόταν σε οικολογικές οργανώσεις έννομο συμφέρον για προσβολή πράξεων δυσμενών προς το περιβάλλον, η επιτυχία των σκοπών για τους οποίους ιδρύονται θα ήταν αμφίβολη και οι δραστηριότητες τους θα περιορίζονταν σε εκδηλώσεις και διαδηλώσεις. Η αναγνώριση δικαιώματος προσφυγής στη δικαιοσύνη παρέχει ένα ισχυρό όπλο για την υλοποίηση των στόχων τέτοιων οργανώσεων.
Δεν μπορώ να αναγνωρίσω το ίδιο δικαίωμα και στους αιτητές 2-8, τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου των αιτητών 1, που προσβάλλουν μάλιστα τη συγκεκριμένη απόφαση υπό την προσωπική τους ιδιότητα. Τα σωματεία εκπροσωπούνται συνήθως από κάποιο από τους αξιωματούχους τους, όμως οι αξιωματούχοι υπό την προσωπική τους ιδιότητα δεν μπορούν να προσφεύγουν στο Δικαστήριο. Ούτε ως άτομα νομίζω έχουν έννομο συμφέρον. Δεν νομίζω ότι στην περίπτωση αυτή μπορεί να τους αναγνωριστεί έννομο συμφέρον. ΄Ετσι η προσφυγή όσον αφορά τους αιτητές 2-8 θα πρέπει να απορριφθεί.
Eπιστρέφοντας όμως στους αιτητές 1 παρατηρώ ότι δεν έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου οι σκοποί του σωματείου τους. Γίνεται μια κάποια αναφορά, αλλά δεν έχει κατατεθεί το καταστατικό του σωματείου ή προσαχθεί οποιαδήποτε άλλη σχετική μαρτυρία που να αποδεικνύει την αμεσότητα των αιτητών 1 με την προσβαλλόμενη πράξη.
Στην υπόθεση Μαυρουδής και άλλος ν. Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 123 διαπιστώθηκε ότι η άσκηση προσφυγής εκ μέρους αρχής ή συλλογικού οργάνου από μη εξουσιοδοτημένα κατά νόμο άτομα θέτει την προσφυγή εκ ποδών.
Στην υπόθεση Κοινότης Λυσού και άλλος ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2190, ημερ. 29.6.1998, όπου υποστηρίκτηκε ότι το συμφέρον ενός των αιτητών, που ήταν ο σύνδεσμος αποδήμων του χωριού επιμαρτυρείται από το καταστατικό του συνδέσμου στο οποίο μάλιστα έγινε προσπάθεια αναφοράς κατά την ακρόαση της έφεσης, κρίθηκε ότι η απουσία από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία του καταστατικού του συνδέσμου συνιστούσε ολοσχερή έλλειψη της στοιχειοθέτησης του συμφέροντος των εφεσειόντων.
Η αγόρευση, τόσο πρωτόδικα όσο και κατ΄ έφεση δεν αποτελεί μέσο προσαγωγής μαρτυρίας ή διεύρυνσης των επιδίκων θεμάτων (Μισιρλής ν. Δημοκρατίας (Αρ.1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 379). Τα γεγονότα που στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου να επιληφθεί της προσφυγής, όπως και τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται στη δικογραφία (Κοινότης Λυσού κ.α. ν. Δημοκρατίας, ανωτέρω
).Ο ανακριτικός χαρακτήρας της διαδικασίας δεν νομίζω ότι παρέχει τη δυνατότητα στο Δικαστήριο εξ ιδίας πρωτοβουλίας να ζητήσει την προσαγωγή μαρτυρίας, ιδιαίτερα και εν όψει του γεγονότος ότι το θέμα ανάγεται στην ύπαρξη εννόμου συμφέροντος η οποία δημιουργεί τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου. Εξ άλλου ας μη ξεχνούμε ότι το βάρος απόδειξης της ύπαρξης εννόμου συμφέροντος φέρει ο αιτητής (Μakrides v. Republic
(1967) 3 C.L.R. 147).Εν όψει όλων των πιο πάνω βρίσκω ότι ούτε οι αιτητές 1 απέδειξαν ότι έχουν έννομο συμφέρον και γι΄ αυτό η παρούσα προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί. Η προσφυγή απορρίπτεται, αλλά κάτω από τις περιστάσεις αποφάσισα να μην προβώ σε οποιαδήποτε διαταγή ως προς τα έξοδα.
Φρ. Νικολαΐδης
Δ.
/ΜΔ