ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(1998) 4 ΑΑΔ 696

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 326/95

 

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Σπύρου Τσιάππα, από τη Λευκωσία

Αιτητή

και

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω

του Υπουργού Συγκοινωνιών και ΄Εργων

καθ΄ων η αίτηση

---------------------

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 9 Σεπτεμβρίου, 1998.

Για τον αιτητή: Π. Κακόπιερος.

Για τους καθ΄ων η αίτηση: Ν. Νικολαϊδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.

------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η προσφυγή αφορά στο αποτέλεσμα του Παγκύπριου Αρχιτεκτονικού Διαγωνισμού για το Νέο Κτίριο της Βουλής των Αντιπροσώπων. Η Κριτική Επιτροπή απένειμε ομόφωνα πρώτο βραβείο στους Δ. Κυθραιώτη και Συνεργάτες (Μελέτη με αρ. 0201935) και κατά πλειοψηφία δεύτερο βραβείο στους Ζήνωνα Σιερεπεκλή και Μάριο Οικονομίδη (μελέτη με αρ. 9076018), τρίτο βραβείο στους Βάκη Χατζηκυριάκου και Κώστα Κουτσοφτίδη (μελέτη με αρ. 5565401) και έπαινο στα Συνεργαζόμενα Αρχιτεκτονικά Γραφεία Μεσαρίτη, Αναστασίου, Πελεκάνου και Μπίρη (Μελέτη με αρ. 6845713). Επίσης κατά πλειοψηφία, πρότεινε την αγορά δυο μελετών. Προσβάλλεται το κύρος της απόφασης για απονομή των τριών βραβείων και του επαίνου. Δεύτερο αίτημα για δήλωση πως είναι άκυρη η μή επιλογή ή βράβευση ή ο αποκλεισμός της μελέτης του αιτητή, ορθά αποσύρθηκε. Ο αιτητής υποστηρίζει πως στοιχειοθετούνται λόγοι ακυρότητας με αναφορά σε τέσσερεις τομείς.

1. Στον τρόπο λειτουργίας της Κριτικής Επιτροπής. Η Κριτική Επιτροπή ήταν 15μελής αλλά δεν είχαν συμμετάσχει όλα τα μέλη της σε όλες τις συνεδρίες της. ΄Ενα δε μέλος της, ο Paul Rudolf, δεν είχε συμμετάσχει καθόλου. Ειδικότερα: Στη πρώτη συνεδρία στις 2.1.95 συμμετέσχαν δέκα μέλη, στις συνεδρίες της 9, 11 και 12.1.95 13 μέλη και στη συνεδρία της 13 και 14.1.95, 12 μέλη. Ο αιτητής θεωρεί ως σημαντικές τις απουσίες του P. Rudolf και του Χ"Ιωάννου, Γενικού Διευθυντή της Βουλής των Αντιπροσώπων. Επειδή ο πρώτος είναι κορυφαίος αρχιτέκτονας με πείρα σε κτίρια παρόμοιου είδους και ο δεύτερος είχε μοναδικές εμπειρίες και γνώσεις για τις καθημερινές εργασίες και λειτουργίες της Βουλής των Αντιπροσώπων και τις σχέσεις των διαφόρων ενοτήτων. Κατά την εισήγηση "ήταν ο αρμόδιος για να κρίνει το λειτουργικό συσχετισμό των ενοτήτων αυτών". Επικαλείται συναφώς ο αιτητής την αρχή σύμφωνα με την οποία η συζήτηση και η λήψη απόφασης από συλλογικό όργανο πρέπει να γίνεται από την αρχή μέχρι το τέλος από τα ίδια μέλη. Με τη συμπλήρωση πως σε περίπτωση συμμετοχής μελών που ήταν απόντα σε προηγούμενη συνεδρία, θα πρέπει να επαναλαμβάνεται η διαδικασία από την αρχή ούτως ώστε η συζήτηση να θεωρείται ότι άρχισε και περατώθηκε κατά την τελευταία συνεδρία. Παρέπεμψε ως προς αυτά στην υπόθεση Vivardi v. The Vine Products Council (1969) 3 CLR 486, στην απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας στην υπόθεση 1753/56 και στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας σελ. 112.

Τα υπόλοιπα σημεία ως προς τη λειτουργία της Κριτικής Επιτροπής αναφέρονται στα πρακτικά των συνεδριάσεων:

(α) Από τα πρακτικά της συνεδρίας ημερομηνίας 2.1.95 λείπουν οι υπογραφές δυο μελών και από εκείνα των συνεδριάσεων ημερομηνίας 9.1.95 και 11.1.95, ενός μέλους. Κατά παράβαση, όπως εισηγείται ο αιτητής, της αρχής πως τα συλλογικά όργανα πρέπει να τηρούν πρακτικά όπως απαιτείται για σκοπούς χρηστής διοίκησης. Παρέπεμψε στην υπόθεση Μakrides and Others v. Republic (1986) 3 CLR 1699.

(β) Στα πρακτικά της 2.1.95 γίνεται αναφορά σε 4 συνεδρίες της Υπεπιτροπής που διορίστηκε και στις διαπιστώσεις της. ΄Ομως η Υπεπιτροπή διορίστηκε μόλις στις 2.1.95 και οι συνεδρίες της συμπληρώθηκαν στις 5.1.95. Διερωτάται ο αιτητής πώς η Κριτική Επιτροπή γνώριζε τότε όσα έγιναν μετά.

2. Στις 2.1.95 η Κριτική Επιτροπή διόρισε Υπεπιτροπή από τα μέλη της για "να προβεί σε προκαταρκτικό έλεγχο των προτάσεων που υποβλήθηκαν από άποψη πληρότητας των υποβαλλόμενων στοιχείων και συμμόρφωσης προς τους όρους των τευχών προκήρυξης του διαγωνισμού". Στα πρακτικά των συνεδριάσεων της Υπεπιτροπής που κάλυπταν τις τέσσερις συνεδρίες της περιέχονται παρατηρήσεις "για κάθε μελέτη τόσο για το πρώτο στάδιο ελέγχου (τυπικά στοιχεία) όσο και για το δεύτερο στάδιο του ελέγχου του κτιριολογικού προγράμματος και της λειτουργικότητας του κτιρίου". Κατά την εισήγηση ο έλεγχος του κτιριακού προγράμματος και της λειτουργικότητας του κτιρίου έγιναν καθ΄υπέρβαση των ανατεθέντων στην Υπεπιτροπή και συνεπώς η Κριτική Επιτροπή εσφαλμένα ή παράνομα βασίστηκε στις παρατηρήσεις τις Υπεπιτροπής ως προς αυτά.

3. Σύμφωνα με την παράγραφο 3.4 του Αρχιτεκτονικού Προγράμματος θα έπρεπε "ο προϋπολογισμός της κεφαλαιουχικής δαπάνης του προτεινόμενου έργου να κυμαίνεται μέσα στα πλαίσια δαπάνης ύψους 15 εκ. Λ.Κ. και ενός ποσοστού αυξομείωσης 10%". Η Κριτική Επιτροπή απέκλεισε τη μελέτη του αιτητή όπως και άλλων χωρίς να εκτιμήσει στην περίπτωση τους τη κεφαλαιουχική δαπάνη που συνεπάγονταν. Υποστηρίζει ο αιτητής πως τα περί το ύψος της δαπάνης συνιστούσαν ουσιώδη όρο και πως "συνεπώς ο έλεγχος του όρου αυτού θα έπρεπε να γίνει από την Κριτική Επιτροπή κατά την αρχική αξιολόγηση όλων των μελετών". Θεωρεί ο αιτητής πως παραγνωρίστηκε ο όρος αυτός και θέτει ζήτημα ίσης μεταχείρισης. Ο ίδιος εκπόνησε τη μελέτη του κατά συμμόρφωση προς τον όρο ενώ, όπως εκλαμβάνει, οι μελέτες των ενδιαφερομένων προσώπων 2, 3 και 4 τον παραβίαζαν. Και, όπως το θέτει, "αν ο αιτητής εγνώριζε από την αρχή ότι δεν υπάρχει ο περιορισμός αυτός τότε θα είχε την ευχέρεια να παρουσιάσει πιό ευέλικτη και εντυπωσιακή μελέτη".

4. ΄Ηταν, όπως εισηγείται ο αιτητής, εσφαλμένη η κρίση της Κριτικής Επιτροπής για σημαντικές αδυναμίες στη μελέτη του. Επεκτείνεται με αναφορά στην αγόρευσή του σε όσα θεωρεί ότι στοιχειοθετούν το λάθος και ισχυρίζεται, επίσης με αναφορά σε τεχνικές λεπτομέρειες, πως, αντίθετα, τέτοιες αδυναμίες είχαν οι μελέτες που βραβεύτηκαν.

Είχαν προσκληθεί στις συνεδριάσεις όλα τα μέλη της Κριτικής Επιτροπής. Ο P. Rudolf πληροφόρησε με επιστολή του πως του ήταν αδύνατο να παρευρεθεί και να συμμετάσχει στις εργασίες της, για λόγους υγείας. Ο Τ. Χ"Ιωάννου επίσης δικαιολόγησε την απουσία του. Κατά την περίοδο των συνεδριάσεων που είχαν προγραμματιστεί από τις 9.1.95 και μετά θα απουσίαζε στο εξωτερικό για υπηρεσιακούς λόγους, μαζί με τον Πρόεδρο της Βουλής. Επομένως, συμμετέσχε μόνο στη συνεδρία της 2.1.95. Ο Λ. Δημητριάδης Δήμαρχος Λευκωσίας, συμμετέσχε μέχρι και τη συνεδρία της 12.1.95. Δεν θα συμμετείχε, όπως πληροφόρησε την Κριτική Επιτροπή, στις επόμενες γιατί έπρεπε να ταξιδέψει στο εξωτερικό. Ας σημειωθεί πως, στο μεταξύ, στις 9.1.95, είχε αποφασιστεί ο αποκλεισμός της μελέτης του αιτητή.

Δεν υπάρχει πρόνοια σε σχέση με το πότε η Κεντρική Επιτροπή θα ευρίσκεται σε απαρτία. Συνεπώς, κατά τα καθιερωμένα, αρκούσε η παρουσία του ημίσεως σύν 1 των μελών της. Κλήθηκαν νομότυπα όλα τα μέλη της Κριτικής Επιτροπής στις συνεδρίες της, ο ελάχιστος αριθμός που συμμετέσχε σ΄αυτές ήταν δέκα και η Επιτροπή λειτούργησε σε κάθε περίπτωση με απαρτία και νόμιμα συγκροτημένη. (Βλ. τις αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις CTO v. Pitsillides (1988) 3 CLR 2154 και Savva and Another v. P.S.C. (1988) 3 CLR 102).

Τα μέλη Α. Δημητρίου, Γ. Σημαιοφορίδης και Α. Συμεών απουσίασαν από τη συνεδρία της 2.1.95 αλλά συμμετέσχαν στις επόμενες. Είναι αβάσιμα όμως όσα υποστηρίχθηκαν με αναφορά στην υπόθεση Vivardi (ανωτέρω). (Βλ. επίσης τις αποφάσεις της Ολομέλειας στις υποθέσεις Ανδρέα Καραγιώργη και άλλου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Προσφυγή 616/88 κ.α. ημερομηνίας 15.5.90, Ανδρέα Γεωργίου κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας ΑΕ 525 ημερομηνίας 16.6.89, Savva and Another v. P.S.C. (ανωτέρω), Δημοκρατία ν. Κουλία (1991) 3 ΑΑΔ 370). Στις 2.1.95 ανοίχθηκαν τα δέματα που είχαν υποβληθεί, μονογραφήθηκαν και κρατήθηκαν από τον Πρόεδρο της Κριτικής Επιτροπής για φύλαξη οι αδιαφανείς φάκελλοι των μελετών με τον επταψήφιο αριθμό τους, κρίθηκε πως δεν παραβιάστηκε ο όρος αναφορικά με τα περιτυλίγματα και ορίστηκε η Υπεπιτροπή. Αυτά ήταν ζητήματα αυτοτελή που εξαντλήθηκαν. Δεν υπήρξαν διαβουλεύσεις ή εργασίες σε σχέση με θέμα που παρέμεινε εκκρεμές ως την επόμενη συνεδρία. Από τις 9.1.95 άρχισε η εξέταση των ζητημάτων ουσίας και δεν υπήρξε θέμα από τη συνεδρία της 2.1.95 σε σχέση με το οποίο θα ενοείτο επανάληψη της διαδικασίας προς εκ νέου συζήτηση.

Το δέχονται και οι καθ΄ων η αίτηση πως εμφιλοχώρησε λάθος κατά τη σύνταξη του πρακτικού της συνεδρίας της 2.1.95. Η εξήγησή του, όμως, είναι προφανής. Συντάχθηκε μετά τη συμπλήρωση των εργασιών της Υπεπιτροπής και, κακώς βέβαια, περιλήφθηκαν σ΄αυτό και όσα ακολούθησαν κατά την ενημέρωση της Κριτικής Επιτροπής από τον Πρόεδρο της Υπεπιτροπής στις 9.1.95. Στα οποία αναφέρεται και το ίδιο το πρακτικό της 9.1.95. Το λάθος είναι εντελώς επουσιώδες.

Δεν υπάρχει πρόνοια για υπογραφή των πρακτικών από όλα τα μέλη της Κριτικής Επιτροπής. Ουδέποτε τέθηκε ζήτημα ως προς την αυθεντικότητα των πρακτικών που τηρήθηκαν και από τη φύση των εργασιών των συνεδριών που ακολούθησαν προκύπτει πλήρης αποδοχή των αποφάσεων που καταγράφηκαν στις προηγούμενες. Η αναφορά του αιτητή στην ανάγκη τήρησης πρακτικών δεν είχε τη θέση της. Τηρήθηκαν πρακτικά και κάτω από τις περιστάσεις, η μή υπογραφή τους από ένα ή δυο μέλη δεν συνιστά αιτία ακύρωσης. Σημειώνω συναφώς τις υποθέσεις Σπύρος Επαμεινώνδα κ.α. ν. ΡΙΚ Προσφυγή 122/92 κ.α. ημερομηνίας 17.9.93 και C. Kassinos Construction Limited κ.α. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Προσφυγή 399/89 κ.α. ημερομηνίας 25.9.91 στις οποίες η παράλειψη υπογραφής του πρακτικού θεωρήθηκε επουσιώδης παρά το ότι προβλεπόταν.

Δεν είναι ορθό πως η Κριτική Επιτροπή παραγνώρισε την πρόνοια του Αρχιτεκτονικού Προγράμματος αναφορικά με την κεφαλαιουχική δαπάνη των έργων που προτάθηκαν. Στη συνεδρία της 9.1.95, όπως σημειώνεται στα πρακτικά, έγινε "εκτενής συζήτηση για τη σημασία του σχετικού με τον περιορισμό της κεφαλαιουχικής δαπάνης όρου και υποστηρίχθηκαν διάφορες απόψεις". Οπότε κρίθηκε αναγκαίο να ζητηθεί γνωμάτευση από τη Νομική Υπηρεσία. Και πράγματι, στις 11.1.95 Ανώτερος Δικηγόρος της Δημοκρατίας συμβούλευσε την Κριτική Επιτροπή πως "για να είναι έγκυρη η υποψηφιότητα μιας μελέτης για βράβευση (απονομή βραβείου ή επαίνου) θα πρέπει η κεφαλαιουχική της δαπάνη να μήν υπερβαίνει το ποσό των 16.5 εκ. λιρών και να μήν είναι μικρότερη των 13.5 εκ. λιρών (15 εκατομμύρια συν πλήν 10%)". Είχε ήδη ζητηθεί απο το Υπουργείο Συγκοινωνιών και ΄Εργων όπως τεχνικοί των Τμημάτων του προβούν σε εκτίμηση της κάθε μιας από τις μελέτες που δεν είχαν στο μεταξύ αποκλειστεί και, στις 13.1.95, η Κριτική Επιτροπή ενημερώθηκε για τα αποτελέσματα. Οι μελέτες στις οποίες απονεμήθηκαν τα βραβεία και ο έπαινος εκτιμήθηκε ότι συνεπάγονται κεφαλαιουχική δαπάνη £16.300.000, £17.800.000, £19.800.000 και £19.300.000 αντίστοιχα. Με μια σημαντική επεξήγηση όμως. Τη μεταφέρω αυτούσια από τα πρακτικά:

"Ο κ. Στεργίδης ανέλυσε τα αποτελέσματα και απάντησε σε ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν αναφορικά με τη μέθοδο ετοιμασίας της εκτίμησης. Διευκρίνισε ότι δεδομένων των πολύ γενικών αναφορών και πληροφοριών που δίνονταν από τις μελέτες δεν θα ήτο δυνατό να γίνει επακριβής εκτίμηση και ότι με όλα τα δεδομένα θα μπορούσε να υπάρχει ένα περιθώριο απόκλισης της τάξης του 15%.

Ο κ. Μιχαηλίδης πληροφόρησε την Επιτροπή ότι με τα γενικά δεδομένα που παρέχονται φαίνεται ότι οι στατικές προσεγγίσεις των υπό εξέταση μελετών ήσαν αποδεκτές και ότι ιδιαιτερότητες ορισμένων μελετών φαίνεται να είχαν ληφθεί υπόψη από τους επιμετρητές."

 

Προκύπτει ότι η Κριτική Επιτροπή θεώρησε πως αυτές οι μελέτες πληρούσαν τον όρο ως προς την κεφαλαιουχική δαπάνη. ΄Οταν στη συνέχεια αποφασίστηκε να προταθεί η αγορά δυο άλλων μελετών, τονίστηκε πως η απόφαση λήφθηκε παρά το γεγονός ότι αυτές οι δυο μελέτες "υπερβαίνουν το ύψος της κατά προσέγγιση υπολογιζόμενης δαπάνης". Η κεφαλαιουχική δαπάνη γι΄αυτές εκτιμήθηκε σε £22.100.000 και £25.400.000. H αντιδιαστολή είναι εμφανής. Το περιθώριο του 15% στο οποίο είχε γίνει αναφορά ήταν συναρτημένο όχι βέβαια προς τη βάση των 15 εκατομμυρίων λιρών του αρχιτεκτονικού προγράμματος αλλά προς τις εκτιμήσεις που έγιναν. ΄Ηταν ως προς αυτές που αναγνωρίστηκε περιθώριο απόκλισης και με αυτά υπόψη όπως και την απόκλιση που δεχόταν το αρχιτεκτονικό πρόγραμμα, η προσέγγιση της Κριτικής Επιτροπής αναδεικνύεται εύλογα επιτρεπτή.

Εν πάση περιπτώσει, η μελέτη του αιτητή είχε ήδη αποκλειστεί για άλλους λόγους. Στη συνεδρία της 9.1.95 η Κριτική Επιτροπή αποφάσισε την εξαίρεση της μελέτης του αιτητή και έντεκα άλλων αφού έκρινε ότι "λόγω σημαντικών αδυναμιών και ανεξάρτητα από τα στοιχεία του ύψους της κεφαλαιουχικής δαπάνης δεν θα έπρεπε να περιληφθούν στις επιλογές για την απονομή βραβείων και επαίνων". Και σε παράρτημα κατέγραψε τις ειδικές παρατηρήσεις της για την κάθε μια. Το παράπονο του αιτητή πως θα παρουσίαζε πιο ευέλικτη και εντυπωσιακή μελέτη αν γνώριζε πως δεν θα ίσχυε περιορισμός ως προς την κεφαλαιουχική δαπάνη, δεν είναι δικαιολογημένο. Λείπει το υπόβαθρό του αλλά, ούτως ή άλλως, είναι σαφές πως οι λόγοι για τους οποίους αποκλείστηκε η μελέτη του δεν συσχετίζονται προς τη δαπάνη. Ο έλεγχος της μελέτης του και από την άποψη αυτή, δεν θα ήταν δυνατό να διαφοροποιήσει το αποτέλεσμα. Προκύπτει πως κατά την κρίση της Κριτικής Επιτροπής δεν ήταν δυνατό να επιλεγεί και εφόσον ανταποκρινόταν ως προς την κεφαλαιουχική δαπάνη και η εισήγηση για παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας ως προς αυτή, δεν ευσταθεί. Ελέγχθηκαν από αυτή την άποψη όσες μελέτες κρίθηκαν ως κατά τα άλλα άξιες επιλογής.

Είναι επουσιώδες και δεν χρειάζεται να συζητηθεί αν πράγματι η Υπεπιτροπή που διορίστηκε μπορούσε να επεκταθεί και σε ζητήματα που αφορούσαν στο κτιριολογικό πρόγραμμα. Η Υπεπιτροπή αποτελείτο από μέλη της Κριτικής Επιτροπής που συμμετέσχαν, βέβαια, και κατά τη λήψη των τελικών αποφάσεων. Κατέγραψε σύντομες παρατηρήσεις σε σχέση με μειονεκτήματα της κάθε μιας από τις μελέτες για να διαμορφώσει όμως τη γνώμη πως "όλες οι μελέτες θεωρούνται εκ πρώτης όψεως ικανές για κρίση". Και η Κριτική Επιτροπή ασχολήθηκε ειδικά με όσα εμφανίζονταν ως τυπικές παραλείψεις. ΄Οπως έκρινε "παρά τη διαπίστωση ότι ορισμένες από τις προτάσεις που υποβλήθηκαν παρουσίαζαν κάποιες μικρές τυπικές παραλείψεις, η Επιτροπή αφού εξέτασε λεπτομερειακά το θέμα, αποφάσισε ότι σε καμμιά περίπτωση οι παραλείψεις αυτές δεν δικαιολογούσαν τον αποκλεισμό και κατά συνέπεια συμπεριέλαβε στη διαδικασία της κρίσης της όλες τις προτάσεις που υποβλήθηκαν". Στο τέλος η απόφαση για τον αποκλεισμό μελετών λήφθηκε μετά από αξιολόγηση και έλεγχο που πραγματοποίησε η ίδια η Κριτική Επιτροπή, ο οποίος περιλάμβανε και τις παρατηρήσεις της Υπεπιτροπής.

Τα υπόλοιπα που προτάθηκαν αφορούσαν στην ουσιαστική κρίση της Κριτικής Επιτροπής. Διαφωνεί ο αιτητής πως η μελέτη του παρουσίαζε σημαντικές ή οποιεσδήποτε αδυναμίες στην εναρμόνιση των αρχιτεκτονικών μορφών και πως ήταν μειονέκτημα να μήν έχουν οι αίθουσες συνεδριάσεων των κοινοβουλευτικών επιτροπών φυσικό φωτισμό και αερισμό. Και μεταφέρει δια μέσου της αγόρευσής του λόγους για τους οποίους όσα θεώρησε η Κριτική Επιτροπή ως μειονεκτήματα δεν ευσταθούν. Ενώ αντίστροφα, όπως υποστηρίζει, παραγνωρίστηκαν σημαντικές αδυναμίες των μελετών των ενδιαφερομένων προσώπων σε βαθμό που να αποκαλύπτεται ελλιπής έρευνα των μελετών αλλά και άνιση μεταχείριση. ΄Οσα όμως επισημαίνει ο αιτητής ως αδυναμίες των άλλων μελετών τα διαπιστώνει η ίδια η Κριτική Επιτροπή. Δεν θεώρησε ότι οποιαδήποτε μελέτη, ακόμα και εκείνη στην οποία απονεμήθηκε το πρώτο βραβείο, ήταν αλάνθαστη. Ο ισχυρισμός για ελλιπή έρευνα και συνεπώς για ενδεχόμενη πλάνη ή και για άνιση μεταχείρηση δεν θεμελειώνεται και το ζήτημα απολήγει να συνίσταται σε διαφορά άποψης αναφορικά με το τί είναι ενδεδειγμένο ή αποδεκτό ή σημαντικό. Αυτά όμως είναι τεχνικά πράγματα και δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα διαμόρφωσης από το Δικαστήριο πρωτογενούς κρίσης που μάλιστα θα υπερνικούσε την κρίση της αρμόδιας Κριτικής Επιτροπής.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ

/ΜΣι.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο