ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΟΘ. ΑΡ. 953/95 ΚΑΙ 1076/95
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΡΑΜΒΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 953/95
Μεταξύ:
Μάριου Παπαδόπουλου, από τη Λευκωσία,
Αιτητή,
- και -
Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης,
Καθ΄ου η αίτηση.
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1076/95
Σωτήρη Φωτίου, από τη Λευκωσία,
Αιτητή,
- και -
Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης,
Καθ΄ ου η αίτηση.
- - - - - -
23 Ιουλίου,1998
Για τους αιτητές: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.
Για τον καθ΄ ου η αίτηση: κ. Μ. Παπαπέτρου.
Για το ενδ. μέρος: κ. Κ. Σαβεριάδης.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι αιτητές ζητούν από το δικαστήριο να ακυρώσει την απόφαση του καθ΄ ου η αίτηση Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (ο Οργανισμός) με την οποία διόρισε στη θέση Διευθυντή του Οργανισμού τον Ανδρέα Γεωργίου (ενδιαφερόμενο μέρος).
ΓΕΓΟΝΟΤΑ
Στις 15.11.94 το Διοικητικό Συμβούλιο του Οργανισμού (το Συμβούλιο) αποφάσισε την προκήρυξη και δημοσίευση της κενής θέσης του Διευθυντή του Οργανισμού τόσο στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας όσο και στον τύπο. Η θέση είναι πρώτου διορισμού και προαγωγής.
Η προκήρυξη της κενής θέσης και το σχέδιο υπηρεσίας δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 25.11.94.
Το Συμβούλιο κατά τη συνεδρία του ημερ. 3.1.95 ενημερώθηκε ότι υποβλήθηκαν 60 αιτήσεις για τη θέση και αποφάσισε όπως η Επιτροπή Προσωπικού (η Επιτροπή) εξετάσει τις αιτήσεις και αφού εξακριβώσει ποιοί από τους αιτητές κατέχουν τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα, υποβάλει τις εισηγήσεις της στο Συμβούλιο.
Η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 13.1.95 εισηγήθηκε τον αποκλεισμό των υποψηφίων που δεν πληρούσαν το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης στους οποίους και αναφέρθηκε ειδικά. Οι αιτητές δεν συμπεριλαμβάνονταν σ΄ αυτούς.
Το Διοικητικό Συμβούλιο υιοθέτησε τις εισηγήσεις της Επιτροπής και αποφάσισε όπως η Επιτροπή καλέσει τους υπόλοιπους υποψηφίους σε συνέντευξη και υποβάλει στο Συμβούλιο κατάλογο με τους επικρατέστερους υποψηφίους για πλήρωση της θέσης.
Η Επιτροπή την 1.3.1995 αφού καθόρισε τα κριτήρια βάσει των οποίων θα αξιολογούντο οι υποψήφιοι κατά την προφορική εξέταση, δέχθηκε σε προφορική εξέταση αριθμό υποψηφίων, συμπεριλαμβανομένων των δυο αιτητών, τους οποίους αξιολόγησε τον καθένα ως "σχεδόν πολύ καλός". Σχετικά με τον αιτητή Φωτίου διαπίστωσε ότι δεν κατέχει την "πολύ καλή" γνώση της αγγλικής γλώσσας, που απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας και παρατήρησε ότι και ο ίδιος στην αίτησή του είχε δηλώσει ότι η γνώση του στα αγγλικά (ομιλία) είναι "καλή".
Ακολούθησαν άλλες επτά συνεδρίες της Επιτροπής κατά τις οποίες οι υποψήφιοι υποβλήθηκαν σε προφορική εξέταση.
Στις 22.8.95 η Επιτροπή αφού μελέτησε όλα τα στοιχεία των αιτήσεων των υποψηφίων, τα αποτελέσματα της προφορικής εξέτασης και τους υπηρεσιακούς φακέλους των εσωτερικών υποψηφίων, αποφάσισε να εισηγηθεί στο Συμβούλιο κατά αλφαβητική σειρά τους έξι επικρατέστερους υποψηφίους για διορισμό στη θέση, στους οποίους περιλαμβανόταν ο ενδιαφερόμενος όχι όμως οι δυο αιτητές.
Το Συμβούλιο στη συνεδρία του ημερ. 30.8.95 έλαβε γνώση επιστολής του αιτητή Φωτίου με την οποία επεξηγούσε τους λόγους για τους οποίους δήλωσε ότι η γνώση του στα αγγλικά σχετικά με την ομιλία είναι "καλή".
Ακολούθως έλαβε γνώση μέσω των πρακτικών της Επιτροπής της εισήγησης της Επιτροπής για τους έξι υποψηφίους ως τους επικρατέστερους για τη θέση. Σημείωσε ότι και οι έξι αυτοί υποψήφιοι κατέχουν το πρόσθετο προσόν που προνοείται από το σχέδιο υπηρεσίας και ότι αξιολογήθηκαν στη συνέντευξη ως "εξαίρετοι". Επίσης αφού εξέτασε και συνεκτίμησε όλα τα στοιχεία των αιτήσεων και των φακέλων, αποφάσισε να αποδεκτεί την εισήγηση της Επιτροπής και κάλεσε τους έξι αυτούς υποψηφίους σε προσωπική συνέντευξη.
Στη συνεδρία του Συμβουλίου ημερομηνίας 19.9.95 κατά την οποία λήφθηκε η επίδικη απόφαση διαβάστηκε πρώτα η επιστολή του αιτητή Μάριου Παπαδόπουλου. Επρόκειτο για έκφραση παραπόνου για τη μη συμπερίληψή του στον τελικό κατάλογο των επικρατέστερων υποψηφίων.
Στη συνέχεια το Συμβούλιο καθόρισε τα κριτήρια βάσει των οποίων θα αξιολογούντο οι υποψήφιοι κατά την ενώπιόν του προφορική συνέντευξη. Μετά την αποχώρηση του Διευθυντή το Συμβούλιο αξιολόγησε τους υποψηφίους για τις συνεντεύξεις. Ο ενδιαφερόμενος κρίθηκε ως εξαίρετος.
Το Συμβούλιο αφού συνεκτίμησε όλα τα ενώπιόν του στοιχεία των αιτήσεων και έλαβε υπόψη την απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις πρόσφερε το διορισμό στον ενδιαφερόμενο ο οποίος είχε την περισσότερη σχετική με τα καθήκοντα της θέσης πείρα έναντι των άλλων υποψηφίων.
ΝΟΜΙΚΟΙ ΙΣΧΥΡΙΣΜΟΙ
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η διαδικασία πλήρωσης της θέσης ήταν παράνομη όπως παράνομη ήταν και η σύνθεση της Επιτροπής.
Αναφορικά με τον πρώτο ισχυρισμό οι αιτητές υποστήριξαν ότι η Επιτροπή είναι το αποφασίζον όργανο και λανθασμένα εισηγήθηκε έξι υποψηφίους ως τους επικρατέστερους χωρίς να αιτιολογηθεί ο αποκλεισμός των έμπειρων και εξαίρετων με πρόσθετο μεταπτυχιακό προσόν αιτητών.
Αναφορικά με τη σύνθεση της Επιτροπής, η θέση των αιτητών είναι ότι η συμμετοχή στην τριμελή Επιτροπή του Προέδρου και Αντιπροέδρου του Συμβουλίου ήταν παράνομη ως αντιβαίνουσα τις πρόνοιες του Καν. 10(2) των Περί Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης (Διάρθρωσις και Οροι Υπηρεσίας) Κανονισμών του 1981 (οι Κανονισμοί). Ενόψει μάλιστα και του γεγονότος ότι ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου έχουν ξεχωριστή ιδιότητα και καθήκοντα (άρθρο 8 του περί Οργανισμού Χρηματοδοτήσεως Στέγης Νόμου του 1980,Ν. 43/80).
Οι αιτητές ισχυρίζονται ακόμα ότι η σύνθεση του Διοικητικού Συμβουλίου του Οργανισμού ήταν παράνομη. Σ΄ αυτό συμμετείχαν, καθώς ισχυρίζονται, πρόσωπα η ιδιότητα των οποίων ήταν ασυμβίβαση προς τις πρόνοιες του άρθρου 6(1) του Νόμου 43/80. Συγκεκριμένα συμμετείχαν στο Συμβούλιο ο Δημήτρης Κιττένης Πρόεδρος του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Ιδιωτικών Εργατοϋπαλλήλων Κύπρου της ΣΕΚ, ο Μιχαλάκης Παπαευσταθίου Πρόεδρος του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Εργατοϋπαλλήλων Κύπρου ΠΕΟ και ο Κούλλης Τριχινάς ο οποίος ήταν και είναι ιδιοκτήτης και διευθύνων σύμβουλος
εταιρείας ανάπτυξης γης, η οποία εισάγει και πωλεί ξύλινες κατοικίες και αγοράζει γη για κατασκευή και πώληση ξύλινων κατοικιών επ΄ αυτής.Οι αιτητές ισχυρίζονται ακόμα ότι το Διοικητικό Συμβούλιο παράνομα συνεδρίασε για το υπό εξέταση θέμα σε πολλές συνεδρίες με διαφορετική κάθε φορά σύνθεση.
Ο ισχυρισμός των αιτητών ότι η Επιτροπή είναι βασικά το αποφασίζον όργανο για την επιλογή υποψηφίου για την υπό πλήρωση θέση ενώ το Συμβούλιο απλώς εγκρίνει την εισήγηση της Επιτροπής είναι λανθασμένος.
Διατάξεις του Ν. 43/80 καταδείχνουν το αντίθετο. Το άρθρο 10(2) του Νόμου προβλέπει ότι το Συμβούλιο διορίζει ένα ή περισσότερους Διευθυντές υποκείμενους διοικητικώς στο Γενικό Διευθυντή. Το άρθρο 11(1) του Νόμου προβλέπει ότι "Το συμβούλιο δύναται να διορίζει ή προσλαμβάνει τοιούτους λειτουργούς και υπαλλήλους του Οργανισμού ..... ". Από τις πιο πάνω διατάξεις καθίσταται πρόδηλο ότι το Συμβούλιο του Οργανισμού είναι το αρμόδιο όργανο του Οργανισμού για τις προσλήψεις και διορισμούς Διευθυντών και άλλων υπαλλήλων και λειτουργών του Οργανισμού.
Ο καν. 10 της ΚΔΠ 167/81 προβλέπει ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή Προσωπικού "........ θα προβαίνη εις την επιλογήν των υποψηφίων δια διορισμόν εις οιανδήποτε θέσιν και θα υποβάλλη τας εισηγήσεις της προς το Συμβούλιον προς έγκρισιν". Αυτή η διάταξη δεν μπορεί να ερμηνευθεί κατά τρόπο που να καταργεί ή εξουδετερώνει τις πρόνοιες των άρθρων 10 και 11 του Νόμου. Μια τέτοια ερμηνεία θα καθιστούσε τον κανονισμό αυτό άκυρο ως αντικείμενο και μη συμμορφούμενο με τον κατ΄ εξουσιοδότηση νόμο Ν. 43/80.
Εξάλλου, καθώς προκύπτει από τη διατύπωση του κανονισμού η εγκαθίδρυση της Συμβουλευτικής Επιτροπής είναι δυνητική. Η εκγαθίδρυση της εξαρτάται από τη βούληση του Συμβουλίου. Ομως, θα ήταν παράδοξο να είναι η Συμβουλευτική Επιτροπή το διορίζον όργανο του Οργανισμού και η εγκαθίδρυση της να είναι δυνητική και να εξαρτάται από τη βούληση του Συμβουλίου. Ακόμη και ο ίδιος ο χαρακτηρισμός της Επιτροπής ως "Συμβουλευτικής" υποδηλώνει το συμβουλευτικό της χαρακτήρα.
Ο ισχυρισμός των αιτητών για παράνομη σύνθεση της Σ.Ε. επειδή σ΄ αυτήν συμμετείχαν καθώς υποστηρίζεται, μη μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου αλλά ο Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου είναι εσφαλμένος.
Ο καν. 10(2) ο οποίος αναφέρεται στη σύνθεση της Σ.Ε. Προσωπικού προβλέπει ότι αυτή είναι τριμελής, αποτελούμενη από δύο μέλη του Συμβουλίου τα οποία ορίζονται από το Συμβούλιο και από το Γενικό Διευθυντή.
Χρήζει ερμηνείας κατά πόσον ο Πρόεδρος και ο Αντιπρόεδρος του Οργανισμού θεωρούνται ότι είναι μέλη του Συμβουλίου του Οργανισμού. Ως
θέμα κοινής λογικής ο Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος πρέπει να θεωρούνται ότι είναι μέλη ενός Συμβουλίου εκτός αν υπάρχει ρητή πρόβλεψη περί του αντιθέτου. Ομως, το άρθρο 6 του Νόμου είναι καθοριστικό. Το άρθρο 6(1) αναφέρει "Το Υπουργικόν Συμβούλιο διορίζει Διοικητικόν Συμβούλιον του Οργανισμού απαρτιζόμενον από επτά μέλη.". Και το άρθρο 6(2) αναφέρει: "Το Υπουργικόν Συμβούλιον κατά τον διορισμόν των μελών του Συμβουλίου ορίζει μεταξύ αυτών τον Πρόεδρο και Αντιπρόεδρον αυτού."
Οι πιο πάνω διατάξεις δεν αφήνουν αμφιβολία ότι ο Πρόεδρος και Αντιπρόεδρος του Συμβουλίου συμπεριλαμβάνονται στα 7 μέλη του.
Είναι κοινός ο ισχυρισμός των αιτητών ότι το ενδιαφερόμενο πρόσωπο δεν κατέχει το προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης επιπρόσθετο προσόν. Ισχυρίζονται ότι κατά την επιθεώρηση των φακέλων του ενδιαφερόμενου μέρους διαπίστωσαν ότι αυτό δεν κατέχει "μεταπτυχιακό τίτλο" αλλά ούτε και "πείρα σε τραπεζικά ή συναφή ιδρύματα ή Οργανισμούς" τα οποία σύμφωνα με την παράγραφο (στ) του σχεδίου υπηρεσίας της θέσης συνιστούν επιπρόσθετο προσόν.
Οι αιτητές αναφέρονται ειδικά στην πείρα του ενδιαφερόμενου και στην μέχρι τον ουσιώδη χρόνο υπηρεσία του σε διάφορες εργασίες για να υποστηρίξουν ότι αυτή δεν είναι σχετική με τραπεζικά ή συναφή ιδρύματα ή οργανισμούς.
Παράλληλα, ο αιτητής στην προσφυγή 953/95 λέγει ότι είναι κάτοχος του επιπρόθετου προσόντος και υπό τις δυο έννοιες του όπως διατυπώνεται στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης. Ισχυρίζεται δηλαδή ότι είναι κάτοχος της "πείρας" και του "μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών"
. Ο αιτητής στην προσφυγή αρ. 1076/95 ισχυρίζεται ότι κατέχει το πρόσθετο προσόν με την έννοια της "πείρας" όπως αυτή διατυπώνεται στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης.Το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης προβλέπει στην παρ. (στ) των απαιτούμενων προσόντων σχετικά με το επιπρόσθετο προσόν:
"(στ) Πείρα σε Τραπεζικά ή συναφή ιδρύματα ή Οργανισμούς και/ή μεταπτυχιακές Σπουδές θα θεωρηθούν ως επιπρόσθετο προσόν."
Οπως φαίνεται στο πρακτικό της συνεδρίας του Συμβουλίου ημερομηνίας 30.8.95 τόσο η Επιτροπή Προσωπικού όσο και το Διοικητικό Συμβούλιο αποδέχτηκαν απλώς ότι οι έξι συστηθέντες υποψήφιοι "κατέχουν το επιπρόσθετο προσόν που προνοείται από την παράγραφο (στ) του σχεδίου υπηρεσίας".
Ο ενδιαφερόμενος για τον οποίο οι αιτητές αμφισβητούν ότι κατέχει το πρόσθετο προσόν των μεταπτυχιακών σπουδών είναι κάτοχος των πιο κάτω πανεπιστημιακών προσόντων: Πτυχίο ΑΣΟΕΕ, βεβαίωση σπουδών Προγραμματιστών Ηλεκτρονικών υπολογιστών και Πιστοποιητικό Μέλους στο Chartered Association of Certified Accountants (ACCA) και μέλους στο Σύνδεσμο Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου.
Οπως έχει νομολογηθεί, μόνο όπου τα στοιχεία είναι πρόδηλα και αναντίλεκτα, σε ό,τι αφορά τα ακαδημαϊκά προσόντα των υποψηφίων, το αρμόδιο όργανο μπορεί να μην κάμει ειδική αναφορά στα εκπαιδευτικά ενδεικτικά που τους καθιστούν προσοντούχους σύμφωνα με τα σχέδια υπηρεσίας. Δημοκρατία κα ν. Αναστασιάδου κα (1995) 3 ΑΑΔ 119 σελ. 125.
Στην προκείμενη περίπτωση ούτε η Επιτροπή ούτε και το Συμβούλιο έκαναν συγκεκριμένη αναφορά στα προσόντα του ενδιαφερόμενου τα οποία θεμελιώνουν το πλεονέκτημα "μεταπτυχιακή σπουδή". Η ειδική αναφορά ήταν εν προκειμένω απαραίτητη εφόσον τέτοιο πλεονέκτημα δεν προκύπτει σαφώς από τα προσόντα του ενδιαφερόμενου
Η πείρα του αιτητή όπως αυτή περιγράφεται στην αίτησή του για την υπό πλήρωση θέση είναι: Algemene Bank Nederland, Condreco S.A., Embassy of Greece - Office for Tourism and Information, Saudi Cyprian Construction Co Ltd και Seascope Navigation Ltd.
Η Επιτροπή και το Διοικητικό Συμβούλιο δέχθηκαν ότι ο ενδιαφερόμενος Ανδρέας Γεωργίου κατέχει το πλεονέκτημα που προβλέπει η παρ. (στ) του σχεδίου υπηρεσίας χωρίς να προσδιορίσουν το στοιχείο στο οποίο ανάγεται το πλεονέκτημα. Τα δυο αυτά όργανα παρέλειψαν να προσδιορίσουν αν το πλεονέκτημα ανάγεται στην "πείρα" ή στις "μεταπτυχιακές σπουδές" ή
και στα δυο αυτά στοιχεία που συνθέτουν το "επιπρόσθετο προσόν".Συνεπώς προκύπτει με βάση τα ανωτέρω ότι δεν υπάρχει το προαπαιτούμενο θεμέλιο στην επίδικη απόφαση του αρμόδιου οργάνου. Σχετικές επί του θέματος είναι οι αποφάσεις της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Δημοκρατία κα ν. Αναστασιάδου κα (1995) 3 ΑΑΔ 119, 124, 125, Χατζηπαύλου ν. ΑΗΚ (1991) 3 ΑΑΔ 11.
Με τα υπάρχοντα στοιχεία δε φαίνεται ποια ήταν η ερμηνεία που έδωσε το Συμβούλιο στην παράγρ. (στ) του σχεδίου υπηρεσίας όπου προβλέπεται το πρόσθετο προσόν. Κάτω από αυτές τις περιστάσεις το Δικαστήριο δεν μπορεί να διερευνήσει αν το Συμβούλιο με το υλικό που είχε ενώπιον του, ήταν εύλογα που κατέληξε στο συμπέρασμά ότι ο ενδιαφερόμενος είναι κάτοχος του πρόσθετου προσόντος.
Scarparis v. Republic (1978) 3 CLR 106 και Σκαπούλλης κα ν. Κωνσταντίνου Λοϊζου κα, ΑΕ 1963, 1968 - 25.2.98.Η κατάληξή μου επί του προκειμένου είναι ότι οι αιτητές δικαιούνται να επιτύχουν την ακύρωση της επίδικης απόφασης σε σχέση με τον πιο πάνω ισχυρισμό τους που αφορά το "επιπρόσθετο προσόν".
Ο αιτητής στην προσφυγή 1076/95, Σωτήρης Φωτίου επιτυγχάνει και για ακόμη ένα λόγο την ακύρωση της επίδικης απόφασης.
Η Επιτροπή κατά την ενώπιόν της προφορική εξέταση έκρινε ή και διαπίστωσε ότι ο εν λόγω αιτητής δεν κατέχει την "πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας" όπως αυτή απαιτείται από την παρ.(ε) του σχεδίου υπηρεσίας. Σημείωσε επίσης ότι και ο ίδιος ο αιτητής είχε δηλώσει στην αίτησή του ότι η γνώση του στα Αγγλικά (ομιλία) είναι "καλή".
Τη θέση αυτή της Επιτροπής αργότερα υιοθέτησε και το Συμβούλιο.
Είναι η θέση των δικηγόρων του καθ΄ ου η αίτηση Οργανισμού ότι ο αιτητής δεν νομιμοποιείται να προσβάλει την επίδικη απόφαση καθότι δεν πληρούσε τα απαιτούμενα από το σχέδιο υπηρεσίας προσόντα. Συγκεκριμένα της "πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας".
Ο αιτητής υποστήριξε ότι είναι κάτοχος του προσόντος αυτού και ότι η Επιτροπή σε καμιά έρευνα δεν προέβη για να το διαπιστώσει. Ισχυρίστηκε ότι κατά την προφορική εξέταση δεν του υποβλήθηκε καμιά ερώτηση από την Επιτροπή στα αγγλικά, για να διαπιστωθεί έτσι ο βαθμός γνώσης του προφορικού του λόγου στα αγγλικά. Παραπέμπει επίσης στην επιστολή του ημερ. 19.6.95 προς το Γενικό Διευθυντή του Οργανισμού στην οποία επεξηγούσε γιατί δήλωσε στην αίτησή του ότι στην ομιλία η γνώση του είναι "καλή". Βασικά η εξήγηση ήταν ότι βαθμολόγησε αυστηρά τον εαυτό του.
Στο τέλος της εισήγησής του αυτής ο αιτητής πρόβαλε ότι η γνώση της "πολύ καλής γνώσης της αγγλικής γλώσσας" ήταν απαιτούμενο προσόν, σύμφωνα με τα σχέδια υπηρεσίας της θέσης που κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Ερευνώντας το θέμα με αναφορά στο σχέδιο υπηρεσίας της θέσης που κατείχε ο αιτητής κατά τον ουσιώδη χρόνο πράγματι διαπίστωσα ότι αυτός έχει γνώση της αγγλικής γλώσσας στο βαθμό που απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας της υπό πλήρωση θέσης.
Η νομολογία δεν αφήνει περιθώρια αμφισβήτησης κατοχής του εν λόγω προσόντος από τον αιτητή εφόσον η "πολύ καλή γνώση της αγγλικής γλώσσας" πράγματι ήταν προσόν της θέσης που κατείχε κατά τον ουσιώδη χρόνο και ως εκ τούτου τεκμαίρεται ότι εξακολουθεί να κατέχει το συγκεκριμένο αυτό προσόν. Βλ. Δημοκρατία ν. Πογιατζή (1992) 3 ΑΑΔ 422 σελ. 428. Εν προκειμένω η προφορική εξέταση σχετικά με την "αγγλική γλώσσα" στην οποία υπεβλήθη ο αιτητής από την Επιτροπή είναι άνευ σημασίας.
Κατόπιν των ανωτέρω παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων ισχυρισμών των αιτητών.
Για τους λόγους που εξηγούνται οι συνεκδικαζόμενες αιτήσεις επιτυγχάνουν με έξοδα υπέρ των αιτητών. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.
Α. Κραμβής
Δ.
ΑΦ.