ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 4 ΑΑΔ 1195
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 544/94
ΕΝΩΠΙΟΝ: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.
ΜΕΤΑΞΥ:
Δημητράκη Ευγενίου,
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Υπουργού Οικονομικών,
2. Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας,
Καθ'ων η αίτηση
----------------------------
23 Ιουλίου 1998
Για τον Αιτητή: κα Λυκούργου για κ. Τ. Παπαδόπουλο.
Για τους Καθ'ων η αίτηση: κα Γ. Κυριακίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
---------------------------
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την προσφυγή του ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση του Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας με την οποία του επιβλήθηκε Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ύψους £11.335.91 που πηγάζει από την εκμετάλλευση των κυλικείων των αθλητικών κέντρων Μακαρίου, Λευκοθέου, Τσιρείου, Ολύμπια και Λυκείου Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄ (Δασούπολη).
(α) Η αίτηση και οι θέσεις των δύο πλευρών
Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής ζητά την άδεια του Δικαστηρίου να παρουσιάσει μαρτυρία με την καταχώριση ένορκων δηλώσεων για να αποδείξει ισχυρισμούς του ότι,
(1) Κατά πάντα ουσιώδη χρόνο "υπέβαλε τις απαιτούμενες από το Νόμο φορολογικές δηλώσεις, οι οποίες ήταν πλήρεις και ορθές, τηρούσε τα προβλεπόμενα από το Νόμο έγγραφα ή/και βιβλία και παρείχε τις αναγκαίες διευκολύνσεις για επαλήθευση των φορολογικών δηλώσεων του" και
(2) Η μέθοδος που χρησιμοποίησε ο Εφορος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας "βασίστηκε επί εσφαλμένων ή/και ανακριβών ή/και άσχετων στοιχείων ή/και η μέθοδος αυτή είναι αντίθετη προς τις αρχές της λογιστικής ή/και προς την υποδειχθείσα ή/και ακολουθούμενη σχετική πρακτική".
Είναι η θέση του αιτητή ότι σε διοικητική δίκη ο αιτητής έχει το βάρος να αποδείξει όλα εκείνα τα πραγματικά γεγονότα πάνω στα οποία στηρίζονται οι ισχυρισμοί του, η συνδρομή των οποίων κλονίζει το τεκμήριο της κανονικότητας της προσβαλλόμενης πράξης και επιφέρει την ακύρωση της. Ειδικότερα στην παρούσα περίπτωση όπου η Βεβαίωση Φόρου Εισοδήματος έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 34(1) ο αιτητής βαρύνεται να αποδείξει τα πραγματικά γεγονότα πάνω στα οποία βασίζει τους ισχυρισμούς του. Προς τούτο έγινε επίκληση της απόφασης Kokos Athanasiou Motors Ltd v. Δημοκρατίας (229/96 της 6/2/97) όπου καθορίζονται οι τέσσερις προϋποθέσεις σύμφωνα με τις οποίες ο Εφορος μπορεί να ασκήσει την εξουσία του και όπου τονίζεται ότι στην απουσία οποιασδήποτε μαρτυρίας από τους αιτητές η ύπαρξη των προϋποθέσεων του άρθρου 34(1) κρίνεται με βάση το περιεχόμενο της επίδικης απόφασης. Λόγω δε του εξειδικευμένου χαρακτήρα της φορολογικής νομοθεσίας η μαρτυρία θα πρέπει να δοθεί "από εμπειρογνώμονα και δη από λογιστή, ο οποίος διαθέτει τις απαραίτητες ειδικές γνώσεις ή/και την ιδιάζουσα εμπειρία περί φορολογικών θεμάτων".
Είναι η θέση των καθ'ων η αίτηση ότι αναφορικά με το α΄ σκέλος της αίτησης, δεν θα έπρεπε να επιτραπεί να δοθεί μαρτυρία αφού τα θέματα για τα οποία επιζητείται να δοθεί μαρτυρία μπορεί να διαπιστωθούν από το περιεχόμενο του φακέλου της Διοίκησης. Επιπρόσθετα υποβάλλεται η εισήγηση ότι οι ισχυρισμοί του αιτητή πάσχουν από αοριστία και δεν προβάλλουν το πραγματικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο στηρίζεται η αίτηση για την προσαγωγή μαρτυρίας. Αναφορικά με το β΄ σκέλος της αίτησης, οι καθ'ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η παρερμηνεία και/ή κακή εφαρμογή του άρθρου 34 του Νόμου είναι θέμα νομικό και προς τούτο δεν μπορεί να διαφωτίσει το Δικαστήριο, ούτε ο αιτητής ούτε ο λογιστής του.
(β) Η νομική πλευρά
Το άρθρο 146 του Συντάγματος καθορίζει τα πλαίσια του δικαστικού ελέγχου στο έργο της Διοίκησης. Ο δικαστικός έλεγχος έχει ερευνητικό χαρακτήρα και εξασκείται σύμφωνα με τις αρχές του εξεταστικού (ανακριτικού) συστήματος δικαίου. Τα επίδικα θέματα καθορίζονται από το περιεχόμενο της δικογραφίας που συμπεριλαμβάνει την αίτηση και την ένσταση. Οπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Kassinos Construction Ltd. (Α.Ε. 982 και 983 της 16/11/90,
"Ο ρυθμιστικός ρόλος του δικαστηρίου σε θέματα διαδικασίας και απόδειξης στη διοικητική δίκη είναι διάφορος και ευρύτερος από αυτόν που επιτρέπει το δικονομικό σύστημα που επικρατεί στην πολιτική δίκη. Η διαφορά εκπηγάζει από την ύπαρξη και εφαρμογή της αρχής της νομιμότητας σε συνδυασμό με τη φύση του ανακριτικού συστήματος. Σε αντίθεση με το σύστημα της αντιδικίας, που διέπει την πολιτική δίκη και που η ευθύνη για την εισαγωγή μαρτυρίας βαρύνει τους διαδίκους, στο ανακριτικό σύστημα η πρωτοβουλία ανήκει και στο δικαστή. Οι αρχές αυτές είναι διάχυτες στο διαδικαστικό κανονισμό του 1962. Στον Γ. Παπαχατζή "Μελέται επί του Δικαίου των Διοικητικών Διαφορών" στη σελ. 136 συναντούμε την ακόλουθη εύστοχη παρατήρηση επί του θέματος. "Ο δικαστής, ουχί δ' οι διάδικοι, διευθύνει την έρευναν του πραγματικού μέρους της υποθέσεως.""
Τα νομικά πλαίσια που παρέχουν στο Δικαστήριο την ευχέρεια να επιτρέψει την προσαγωγή προφορικής μαρτυρίας καθορίζονται με τους Κανονισμούς 10, 12 και 19 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 1962.
Ο Κανονισμός 10(2) προνοεί ότι,
"Κατά την διάρκειαν της τοιαύτης ακροάσεως το Δικαστήριον ή Δικαστής δύναται να εκδώση τοιαύτας οδηγίας αναφορικώς προς περαιτέρω εγγράφους προτάσεις, λεπτομερείας, αποκάλυψιν ή επιθεώρησιν εγγράφων, αποδεικτικά μέσα, συμπεριλαμβανομένων ενόρκων ομολογιών αποδεικνυουσών τα γεγονότα εφ' ων βασίζεται έκαστος διάδικος, επιθεώρησιν του επιδίκου μέρους, διαδικασίαν συμφώνως προς την παράγραφον 2 του Αρθρου 134, ημερομηνίαν δημοσίας ακροάσεως, καταχώρισιν και ανταλλαγήν μεταξύ των διαδίκων εγγράφου επιχειρηματολογίας εντός καθοριζομένων χρονικών ορίων ως και την διάρκειαν τυχόν μεταγενεστέρων αγορεύσεων, ή οιασδήποτε άλλας οδηγίας σχετικώς προς την διαδικασίαν της υποθέσεως ως ήθελε κρίνη αναγκαίον."
Ο Κανονισμός 12 προνοεί ότι,
"(1) Το Δικαστήριον ή Δικαστής δύναται να διατάξη οιονδήποτε αιτητήν να παρουσιασθή αυτοπροσώπως είτε δια να δώση ενόρκως ή άλλως πως πληροφορίας προς το Δικαστήριον, είτε δια να παρουσιάση έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά μέσα. Εάν αιτητής τις διαταχθείς να εμφανισθή αυτοπροσώπως αρνηθή να πράξη ούτω, η ακολουθητέα διαδικασία εξαναγκασμού προς
(2) Το Δικαστήριον δύναται να διατάξη τον καθ'ου η αίτησις να δώση ενόρκως ή άλλως πως πληροφορίας ή να παρουσιάση έγγραφα ή άλλα αποδεικτικά μέσα διά δεόντως εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου."
Ο Κανονισμός 19 προνοεί ότι,
"Καθ' οιονδήποτε στάδιον της διαδικασίας το Δικαστήριον ή Δικαστής δύναται να εκδώσει τοιαύτας οδηγίας, αι οποίαι απαιτούνται προς το συμφέρον της δικαιοσύνης."
Από τα πρώτα στάδια της διαμόρφωσης του Διοικητικού Δικαίου στην Κύπρο καθιερώθηκε ότι προφορική μαρτυρία μπορεί να επιτραπεί εφόσον είναι σχετική με τα επίδικα θέματα. Οπως έχει τονιστεί στην υπόθεση
Phedias Kyriakides v. The Republic (1961) 1 R.S.C.C. 66,"Without in any way wishing to prevent parties from raising any legitimate objection to the admissibility of any evidence adduced before this Court, the Court draws their attention to the fact that one of the guiding factors to be applied in considering the admissibility of any such evidence is whether such evidence is reasonably relevant to, and probative of, any issue before the Court and can or cannot be of assistance to the Court in doing justice in the particular case in accordance with its jurisdiction."
(Ιδε επίσης Skourides v. Γενικού Εισαγγελέα (1967) 3 Α.Α.Δ. 518, Lambrakis v. Δημοκρατίας (1970) 3 Α.Α.Δ. 72 και Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1971) 3 Α.Α.Δ. 417.)
Το θέμα εξετάστηκε λίγο αργότερα στην υπόθεση Ζαβρού ν. Δημοκρατίας (779/87 της 26/1/89) όπου το Δικαστήριο υιοθετώντας την απόφαση
Phedias Kyriakides παρατήρησε ότι,".. ένας από τους καθοδηγητικούς παράγοντες που θα ακολουθούνται στην εξέταση της αποδοχής οποιασδήποτε μαρτυρίας είναι κατά πόσο τέτοια μαρτυρία είναι εύλογα σχετική προς οιονδήποτε επίδικο θέμα και αποδειχτική οιουδήποτε επίδικου θέματος ενώπιο του Δικαστηρίου και μπορεί ή όχι να βοηθήσει το Δικαστήριο στην απονομή δικαιοσύνης στη συγκεκριμένη περίπτωση σύμφωνα με τη δικαιοδοσία του."
Η απόφαση
Phedias Kyriakides υιοθετήθηκε και στην υπόθεση Constantinides v. The Electricity Authority of Cyprus (1982) 3 C.L.R. 387 όπου το Ανώτατο Δικαστήριο δέχθηκε την κατάθεση δύο ενόρκων δηλώσεων εκ μέρους του ενδιαφερόμενου μέρους (ΡΙΚ), που περιείχαν μαρτυρία ότι η κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος στην Κύπρο είναι ανάλογη με το ύψος των εισοδημάτων μιας οικογένειας και ότι 93% των νοικοκυριών είναι ιδιοκτήτες μιας τηλεόρασης και 97% ιδιοκτήτες ενός ραδιοφώνου.Προφορική μαρτυρία από τρίτο πρόσωπο έχει επιτραπεί για να ενισχύσει άλλη μαρτυρία που είχε δοθεί από την αιτήτρια ότι ένα κτήμα που αγοράστηκε και γράφτηκε στο όνομα της (που αργότερα συμπεριλήφθηκε στο φορολογητέο εισόδημα της) είχε αγοραστεί από την αιτήτρια με την ιδιότητα του αντιπροσώπου ενός άλλου προσώπου και ότι είχε εγγραφεί στο όνομα της ως αποτέλεσμα λάθους (Λέλλα Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας 668/90 της 30/9/93), για να ενισχύσει τους ισχυρισμούς του αιτητή σε υπόθεση προαγωγής ότι υπήρξε έλλειψη αντικειμενικότητας και προκατάληψη εκ μέρους του αξιολογούντος λειτουργού προς τον αιτητή (Ακάμας ν. Δημοκρατίας 353/92 της 20/10/93) και για να ενισχύσει τους ισχυρισμούς της αιτήτριας εταιρείας σε υπόθεση κατακύρωσης προσφοράς ότι η αιτήτρια εταιρεία διέθετε τα κατάλληλα μηχανήματα και ότι κατά τη διάρκεια της επιτόπιας έρευνας οι υπεύθυνοι της αιτήτριας εταιρείας δεν ρωτήθηκαν από τους καθ'ων η αίτηση αν διέθεταν αποθηκευτικό χώρο (Sunrise Industry Clothing Ltd. v. Δημοκρατίας 470/91 της 13/10/93).
Αντίθετα δεν έχει επιτραπεί η παράθεση προφορικής μαρτυρίας για να αποδείξει ισχυρισμό του αιτητή ότι στα πλαίσια της πλήρωσης μιας θέσης Κλινικού Ψυχολόγου στις Ψυχιατρικές Υπηρεσίες, η Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας δεν υπέβαλε στον αιτητή ερωτήσεις σχετικά με τις θεραπευτικές
του ιδιότητες και ότι η σημείωση στο πρακτικό ότι "ο αιτητής υστέρησε σε απαντήσεις ως προς τη θεραπευτική του δουλειά" ήταν πλήρως αυθαίρετη (Νικολαΐδη ν. Δημοκρατίας 374/92 της 9/12/92), για να αποδείξει ισχυρισμό ότι δεν έγινε προσφορά της υπολογισθείσας αποζημίωσης μέσα σε 10 μήνες από τη δημοσίευση της απαλλοτρίωσης (Κισσόποδα ν. Δημοκρατίας 143/93 της 20/4/94) και για την αντεξέταση ενός μέλους της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας αναφορικά με τις απόψεις του ως προς την ψήφο του σε υπόθεση προαγωγής. (Christou v. Republic (1969) 3 C.L.R. 134).Στην αναθεωρητική του δικαιοδοσία το Ανώτατο Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια (σε αντίθεση με τους περιορισμούς που υπάρχουν σε πολιτικές και ποινικές διαδικασίες) να ελέγχει το δικαίωμα των διαδίκων να προσαγάγουν μαρτυρία σχετική με τα γεγονότα που θέλουν να αποδείξουν, με γνώμονα πάντοτε τη σχετικότητα της μαρτυρίας με τα επίδικα θέματα. Οπως έχει λεχθεί χαρακτηριστικά στην υπόθεση Λέλλα Χριστοδούλου ν. Δημοκρατίας (668/90 της 30/9/93),
"η εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του προκειμένου είναι διακριτικής μορφής και ότι ο διάδικος που ζητά την έκδοση οδηγιών για προσαγωγή μαρτυρίας, είτε προφορικής είτε υπό μορφή ένορκης δήλωσης, οφείλει να προσδιορίσει με εύλογη λεπτομέρεια τα γεγονότα τα οποία επιδιώκει να αποδείξει και να ικανοποιήσει επίσης το Δικαστήριο ότι τα γεγονότα αυτά είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα που εγείρονται στην προσφυγή, λαμβανομένων υπόψη των νομικών σημείων και των γεγονότων πάνω στα οποία βασίζεται η προσφυγή. Η κλασσική περίπτωση κατά την οποία είναι εύλογο να λεχθεί ότι τα γεγονότα των οποίων επιδιώκεται η απόδειξη είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα στην προσφυγή είναι όταν η απόδειξη τους δυνατό να τεκμηριώσει οποιοδήποτε από τους λόγους ακύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, που ο Αιτητής επικαλείται στην προσφυγή του."
Πρέπει να τονιστεί ότι οι διάδικοι δεν μπορούν να προσαγάγουν προφορική μαρτυρία χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου. Η παροχή της άδειας του Δικαστηρίου αποτελεί βασική προϋπόθεση για την παρουσίαση προφορικής μαρτυρίας. Η σχετική άδεια μπορεί να δοθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 19 των Κανονισμών του 1962 κατόπιν αίτησης που υποβάλλεται, είτε προφορικά είτε εγγράφως. (Ιδε Σταύρου ν. Δημοκρατίας, 739/87 της 26/4/89 και Ευθυμίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 1883 της
14/7/97).Στην παρούσα περίπτωση τα θέματα που συμπεριλαμβάνονται στο α΄ σκέλος της αίτησης, για τα οποία σκοπείται να δοθεί προφορική μαρτυρία, ότι δηλαδή ο αιτητής τηρούσε τα προβλεπόμενα από το Νόμο έγγραφα και βιβλία και υπέβαλε τις απαιτούμενες από το Νόμο φορολογικές δηλώσεις, μπορεί να είναι σχετικά, αλλά αυτά μπορούν να εξακριβωθούν από το περιεχόμενο του σχετικού φακέλου. Δεν έχουν προβληθεί λόγοι ότι υπήρξε αντικρουόμενη παράθεση αμφισβητούμενων γεγονότων σε βαθμό που θα εδικαιολογείτο η παράθεση προφορικής μαρτυρίας που θα έδινε στο Δικαστήριο την ευχέρεια να αποφασίσει ως προς την αποδοχή της εκδοχής της μιας ή της άλλης πλευράς. Με βάση τα πιο πάνω έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η μαρτυρία που σκοπείται να δοθεί δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Αναφορικά με το β΄ σκέλος της αίτησης που αναφέρεται στην προσκόμιση μαρτυρίας από εμπειρογνώμονα ότι ο καθ'ου η αίτηση υιοθέτησε λανθασμένη μέθοδο καθορισμού του φόρου που είναι αντίθετη προς τις αρχές της λογιστικής και/ή της ακολουθούμενης πρακτικής, έχει επανειλημμένα τονιστεί ότι το Ανώτατο Δικαστήριο στην άσκηση της αναθεωρητικής του δικαιοδοσίας δεν ελέγχει θέματα τεχνικής φύσης που λαμβάνονται υπόψη από τη Διοίκηση στη διαμόρφωση της προσβαλλόμενης απόφασης και τούτο γιατί η Διοίκηση μπορεί να θεωρηθεί ως καλύτερος γνώστης και κριτής. Η διακριτική ευχέρεια της ακυρωτικής δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου όπως την καθορίζει το άρθρο 146 του Συντάγματος περιορίζεται στον έλεγχο της νομιμότητας της απόφασης της Φορολογικής Αρχής, χωρίς να επεμβαίνει στην τεχνική της κρίση ή στην αντικατάσταση της με δική του απόφαση. (Ιδε Γεωργιάδης ν. Δημοκρατίας (1982) 3 Α.Α.Δ. 659, Λάζαρος Χ" Φόραδος Ακίνητα Λτδ. ν. Δημοκρατίας (457/89 της 11/1/91) και Καμηλάρης ν. Δημοκρατίας (396/90 της 15/2/91).)
Οπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Καμηλάρη (πιο πάνω),
"Η κατάθεση της έκθεσης του εκτιμητή που διόρισε ο αιτητής, δεν μεταβάλλει τα επίδικα θέματα ούτε διαφοροποιεί το ερώτημα το οποίο έπρεπε να απαντηθεί, δηλαδή το εύλογο της απόφασης του Διευθυντή. Το αντικείμενο της αναθεώρησης δεν είναι η διαπίστωση της ορθότητας των εκατέρωθεν εκτιμήσεων αλλά η επάρκεια της έρευνας των καθ'ων η αίτηση και το εύλογο της απόφασης μέσα στο πλαίσιο των εξουσιών του διευθυντή ......... η σημασία της έκθεσης λειτουργού που υποβάλλεται στο δικαστήριο για την αξία του κτήματος έγκειται στη διαφώτιση που παρέχει ως προς την επάρκεια της έρευνας."
Εχοντας υπόψη τα πιο πάνω έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι το θέμα είναι νομικό και περιστρέφεται γύρω από τη νομική ερμηνεία των νομοθετικών προνοιών πάνω στις οποίες ο Εφορος έχει βασίσει τον καθορισμό των φορολογικών υποχρεώσεων του αιτητή. Χωρίς να προδικάζω σε αυτό το στάδιο το θέμα αν υπήρξε ή όχι νομική πλάνη, κρίνω ότι η προφορική μαρτυρία που επιζητείται να παρουσιαστεί δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.
Συνεπακόλουθα η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή, όπως αυτά θα καθοριστούν από το Πρωτοκολλητείο και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.
Ελλάδα
Στην Ελλάδα η διαδικασία της εξέτασης μιας προσφυγής διαχωρίζεται στην προπαρασκευή της συζήτησης (προδικασία) και στην κύρια διαδικασία (επ' ακροατηρίω συζήτηση).
Κατά το στάδιο της προδικασίας ο Πρόεδρος του Δικαστηρίου ορίζει τη δικάσιμο και ένα Δικαστή ως Εισηγητή. Ο Εισηγητής θα πρέπει
(1) Να διερευνήσει το περιστατικό της υπόθεσης συγκεντρώνοντας τα απαραίτητα στοιχεία της διαφοράς,
(2) Να εντοπίσει τα νομικά ζητήματα που εγείρονται και
(3) Να διατυπώσει τη γνώμη του ως προς τη λύση τους.
Στο φάκελο της υπόθεσης καταχωρούνται όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που καταθέτουν οι δύο πλευρές. Η προαπόδειξη (η απόδειξη δηλαδή που διεξάγεται κατά την προδικασία και πριν από την έκδοση της σχετικής απόφασης) διεξάγεται αποκλειστικά με την κατάθεση εγγράφων, που παρουσιάζουν οι δύο πλευρές, άνκαι ο Εισηγητής μπορεί να ζητήσει από τους διαδίκους την προσαγωγή "ελλειπόντων ή οποιωνδήποτε χρησίμων στοιχείων". (Αρθρο 22 παρ. 2 ν.δ. 170/1973). Η διαδικασία που εκτυλίσσεται ενώπιον του Δικαστηρίου διεξάγεται αποκλειστικά με βάση τα δικόγραφα και τα έγγραφα που παρουσιάζονται στο στάδιο της προαπόδειξης. (Αρθρο 33, εδ.2 = άρθρο 33 κωδ. π.δ. 18/1889).
Κατά το στάδιο της "επ' ακροατηρίω συζήτησης" ο Εισηγητής διαβάζει την έκθεση του που περιέχει και τις εισηγήσεις του και ακολουθούν οι αγορεύσεις των διαδίκων. Ακολούθως η συζήτηση περιορίζεται στις ερωτήσεις που υποβάλλει ο Πρόεδρος και στις απαντήσεις που δίνουν οι πληρεξούσιοι αντιπρόσωποι των δύο πλευρών. Ερωτήσεις επίσης μπορούν να υποβληθούν σε μάρτυρες και εμπειρογνώμονες. (Αρθρο 44 π.δ. 341/1978).
Από τα πιο πάνω διαφαίνεται ότι άνκαι η παράθεση προφορικής μαρτυρίας δεν επιτρέπεται κατά το στάδιο της συζήτησης, εντούτοις κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις γίνεται αποδεκτή κατά το στάδιο της "επ' ακροατηρίω συζήτησης". (Ιδε Π.Δ. Δαγτόγλου "Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο" σ. 290-300).