ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣ Η ΑΡ. 106/96
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΡΑΜΒΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Πέτρου Μεστάνα, τώρα στο Λονδίνο,
Αιτητή,
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,
Καθ΄ ων η αίτηση.
- - - - - -
12 Μαίου, 1998
Για τον αιτητή: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα Λ. Κουρσουμπά.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η ΕΔΥ προήγαγε στη θέση Πρώτου Βοηθού Εμπορίου και Βιομηχανίας (Τακτικός Προϋπολογισμός) Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας το ενδιαφερόμενο πρόσωπο Μιχαήλ Γερούδη από 15.10.95. Η απόφαση της ΕΔΥ λήφθηκε στις 29.9.95 και δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 24.11.95.
Ο αιτητής ήταν ένας από τους τρεις υποψηφίους για την πλήρωση της πιο πάνω θέσης, η οποία είναι θέση προαγωγής. Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης της ΕΔΥ ημερομηνίας 29.9.95 με την οποία προήχθη ο Μιχαήλ Γερούδης στην πιο πάνω θέση.
Στη συνεδρία της ΕΔΥ ημερομηνίας 29.9.95 κατά την οποία λήφθηκε η επίδικη απόφαση, συμμετείχε και ο Γενικός Διευθυντής ως ο αρμόδιος για την υποβολή των συστάσεων. Ο διευθυντής σύστησε για προαγωγή τον ενδιαφερόμενο Μιχαλάκη Γερούδη. Το σχετικό απόσπασμα της σύστασης του διευθυντή έχει ως εξής:
"Με βάση τα τρία κριτήρια στο σύνολό τους και τις πληροφορίες που πήρα από τους οικείους προϊσταμένους των υποψηφίων σ΄ ό,τι αφορά την προσφορά, την αξία και την καταλληλότητά τους για την υπό πλήρωση θέση, συστήνω για προαγωγή το Γερούδη Μιχαήλ.
Ο Γερούδης, ο οποίος υπερέχει έναντι των άλλων δύο υποψηφίων σε αρχαιότητα, είναι εξαίρετος υπάλληλος, με ικανότητες, ευρεία πείρα και δυνατότητα να ασκήσει τα καθήκοντα της νέας θέσης πιο αποτελεσματικά. Ο Γερούδης υστερεί πολύ οριακά έναντι των άλλων υποψηφίων σε αξία, έχοντας όμως υπόψη το γεγονός ότι οι ομάδες αξιολόγησης είναι διαφορετικές και έτσι δεν υπάρχει ενιαίο μέτρο κρίσης στις αξιολογήσεις, με αποτέλεσμα σε ορισμένους κλάδους οι αξιολογήσεις να είναι αυστηρότερες ή επιεικέστερες, δίδω τη σημασία και τη βαρύτητα που οφείλω να αποδώσω στην καταλληλότητα των υποψηφίων για προαγωγή και την αποτελεσματικότερη άσκηση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης. Με βάση τα στοιχεία αυτά θεωρώ ότι ο Γερούδης είναι ο πιο κατάλληλος για να καταλάβει τη θέση.
Τέλος, προβαίνοντας στη σύστασή μου για προαγωγή του Γερούδη, έλαβα υπόψη ότι ο Μεστάνας Πέτρος κατέχει πανεπιστημιακό προσόν, το οποίο όμως δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας ούτε και αποτελεί πλεονέκτημα."
Μετά την υποβολή των συστάσεων του ο διευθυντής αποχώρησε από τη συνεδρίαση και η ΕΔΥ προχώρησε στην αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Η ΕΔΥ είχε ενώπιόν της και εξέτασε ουσιώδη στοιχεία από το φάκελο πλήρωσης της θέσης καθώς και στοιχεία από τους προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων και των ετήσιων υπηρεσιακών εκθέσεων των υποψηφίων και έλαβε επίσης υπόψη τις κρίσεις και τη σύσταση του διευθυντή. Στο πιο κάτω απόσπασμα της επίδικης
απόφασης περιέχεται το σκεπτικό και το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξε η ΕΔΥ για προαγωγή του Μιχαήλ Γερούδη στην υπό πλήρωση θέση.
"Η Επιτροπή, επιλέγοντας το Γερούδη, έλαβε υπόψη ότι οι Μεστάνας Πέτρος και Σαββίδης Ανδρέας οι οποίοι δεν επιλέγηκαν υπερέχουν πολύ οριακά σε αξία στα τελευταία χρόνια, η οποία, σύμφωνα με τη δήλωση του Γενικού Διευθυντή, οφείλεται στο γεγονός ότι οι ομάδες αξιολόγησης είναι διαφορετικές με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ενιαίο μέτρο κρίσης, σημειώνοντας περαιτέρω ότι στα προηγούμενα χρόνια οι γενικές αξιολογήσεις των Γερούδη και Μεστάνα βρίσκονταν περίπου στο ίδιο επίπεδο παρόλο ότι ο πρώτος είχε υψηλότερη θέση με πιο υπεύθυνα καθήκοντα."
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η σύσταση του Διευθυντή πάσχει νομικά και προβάλει προς τούτο ότι ο διευθυντής εσφαλμένα ενήργησε με βάση πληροφορίες που πήρε από τους οικείους προϊσταμένους των υποψηφίων αναφορικά με την προσφορά, την αξία και την καταλληλότητά τους για την υπό πλήρωση θέση. Ο αιτητής διατείνεται ότι οι εν λόγω πληροφορίες είναι στοιχεία εξωγενή, άγνωστα και πέρα από τα στοιχεία του περιεχομένου των φακέλων.
Εχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι ο προϊστάμενος τμήματος μπορεί να θεμελιώσει τη σύστασή του στην προσωπική γνώση που ο ίδιος μπορεί να έχει για την ικανότητα των υποψηφίων σε συνάρτηση προς τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης. Είναι απόλυτα όμως επιτρεπτό για τον διευθυντή να διαβουλευθεί και να ακούσει απόψεις προϊσταμένων άλλων τμημάτων για να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα. Η μέθοδος με την οποία ο προϊστάμενος αξιολογεί τις απόψεις των άλλων λειτουργών ή προϊσταμένων δεν ελέγχεται δικαστικά. Βλ. Γεωργιάδου ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 817, ημερομηνίας 12.7.90. Οι προϊστάμενοι των τμημάτων βρίσκονται σε μοναδική θέση να εκτιμήσουν τις ανάγκες της υπηρεσίας καθώς και τις ιδιότητες που απαιτούνται ώστε να ανταποκριθεί ένας υποψήφιος στις ανάγκες της θέσης. Η σύσταση του διευθυντή δεν πρέπει να αναπαράγει τα μετρήσιμα στοιχεία του φακέλου αλλά πρέπει να ενεργεί ως ανεξάρτητος δείκτης αξίας. Βλ. Στυλιανού ν. Δημοκρατίας (1994) 3 ΑΑΔ 387, 399. Οι συστάσεις του προϊσταμένου ενός τμήματος αποτελούν ένα ανεξάρτητο στοιχείο κρίσεως, προσδιοριστικό και επαυξητικό της αξίας των υποψηφίων τόσο σημαντικό ώστε να απαιτείται καταγραφή καθώς και ειδική αιτιολόγηση και προσδιορισμός των λόγων για τυχόν απόκλιση από αυτές από την Επιτροπή. Βλ.
Ioannou v. Republic (1983) 3 CLR 61, Δημοκρατία ν. Παπαμιχαήλ, ΑΕ 745-12-4-89, Χάρης ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 699, ημερομηνίας 24.1.89.Ο αιτητής πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι ο διευθυντής αμφισβήτησε τη διαδικασία που καθιερώνουν οι κανονισμοί για τις υπηρεσιακές εκθέσεις με το να θεωρήσει τις εκθέσεις ως μη ενιαίο μέτρο σύγκρισης. Αυτό, καθώς υποστήριξε ο αιτητής συγκρούεται με τη νομολογία η οποία δεν παύει να αναγνωρίζει τις εκθέσεις αυτές ως αξιόπιστο δείκτη της υπηρεσιακής ικανότητας των υποψηφίων.
Ο πιο πάνω ισχυρισμός του αιτητή είναι ανεδαφικός. Με τη σύσταση του ο διευθυντής δεν αγνοεί τις υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων ούτε και τις θέτει υπό αμφισβήτηση. Στην περίπτωση αυτή που ο ενδιαφερόμενος Γερούδης μόνο οριακά υστερούσε στην αξία έναντι του αιτητή, ο διευθυντής νόμιμα έλαβε υπόψη ότι οι εκθέσεις καταρτίσθηκαν από διαφορετικές ομάδες αξιολόγησης με αποτέλεσμα σε ορισμένους κλάδους οι αξιολογήσεις να είναι αυστηρότερες ή επιεικέστερες και έτσι τους έδωσε τη βαρύτητα που έπρεπε να τους δώσει.
Η εν προκειμένω προσέγγιση του διευθυντή συνάδει με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου η οποία δέχεται ότι οι εκθέσεις που καταρτίζονται από διαφορετικούς λειτουργούς δεν έχουν την ίδια βαρύτητα με εκείνες που ετοιμάζονται από τους ίδιους λειτουργούς παρόλο ότι εξακολουθούν να παραμένουν ένας αξιόπιστος δείκτης της υπηρεσιακής ικανότητας των υποψηφίων.
Επί του θέματος παρατηρώ ότι η γενική βαθμολογία του αιτητή καθώς και εκείνη του ενδιαφερόμενου Γερούδη για τα έτη 1990, 1991 και 1994 ήταν ταυτόσημη ενώ για τα έτη 1992 και 1993 ο αιτητής συγκέντρωσε 8 Εξαίρετος για κάθε έτος αξιολόγησης αντίστοιχα ενώ ο ενδιαφερόμενος συγκέντρωσε για τα ίδια έτη χωριστά 7 Εξαίρετος και 1 Πολύ Ικανοποιητικά γεγονός το οποίο δικαιολογεί τη σχετική κρίση του διευθυντή.
Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι ο διευθυντής φρόντισε να μειώσει τη σημασία του πανεπιστημιακού διπλώματος το οποίο κατέχει δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Ο διευθυντής ανέφερε στη σύστασή του ότι έλαβε υπόψη ότι ο αιτητής είναι κάτοχος πανεπιστημιακού διπλώματος και πρόσθεσε συνάμα ότι η κατοχή πανεπιστημιακού διπλώματος δεν απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης ούτε και αποτελεί πλεονέκτημα. Με αυτή την αναφορά ο διευθυντής αιτιολόγησε τη δική του προσέγγιση επί του θέματος. Αν δεν το έπραττε, η σύσταση ενδεχομένως να κρινόταν ως ελλειματική. Στην προκείμενη περίπτωση η κατοχή πανεπιστημιακού διπλώματος ενέχει μόνο οριακή σημασία εφόσον το σχέδιο υπηρεσίας δεν απαιτεί πανεπιστημιακό δίπλωμα ούτε προβλέπει ότι η κατοχή του συνιστά πλεονέκτημα.
Ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι η σύσταση του διευθυντή πάσχει νομικά και ότι είναι αναιτιολόγητη. Υποστήριξε προς τούτο ότι το σχόλιο του διευθυντή "..... Ο Γερούδης .... είναι εξαίρετος υπάλληλος με ικανότητες, ευρεία πείρα και δυνατότητα να ασκήσει τα καθήκοντα τη νέας θέσης πιο αποτελεσματικά ..." είναι υποθετικό, αβέβαιο, και δεν μπορεί να αποτελέσει νόμιμο στοιχείο κρίσης. Η θέση του αιτητή είναι ότι με το πιο πάνω σχόλιο ο διευθυντής παρεγνώρισε την πολύμορφη και εξειδικευμένη πείρα του.
Κατά την εξέταση της αιτιολογίας της σύστασης του διευθυντή το δικαστήριο πρέπει απαραιτήτως να έχει ενώπιόν του συγκεκριμένα στοιχεία. Η επάρκεια της αιτιολογίας κρίνεται ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης. Η έκταση του λεκτικού της αιτιολογίας δεν έχει σημασία. Σημασία έχει το περιεχόμενο της αιτιολογίας το οποίο πρέπει να είναι τέτοιο ώστε να ικανοποιείται η ανάγκη για δικαστικό έλεγχο.
Στην προκείμενη περίπτωση ο διευθυντής διαμόρφωσε την κρίση του για τους τρεις υποψήφιους έχοντας υπόψη τις πληροφορίες που πήρε από τους οικείους προϊσταμένους των υποψηφίων καθώς και τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους σε συνάρτηση προς τις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης. Ο διευθυντής υποστήριξε την προαγωγή του ενδιαφερομένου Γερούδη επειδή ο τελευταίος πληρούσε κατά την κρίση του τα τρία καθιερωμένα κριτήρια και συγκέντρωνε τις ικανότητες που απαιτούν τα καθήκοντα της θέσης. Ο διευθυντής είχε καθήκο να διατυπώσει στην Επιτροπή τις απόψεις του για ποιο από τους τρεις υποψηφίους θεωρούσε ως τον πιο κατάλληλο να ασκήσει καλύτερα τα καθήκοντα της θέσης.
Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η σύσταση του διευθυντή πάσχει νομικά επειδή ελλείπει από αυτή το στοιχείο της προσωπικής γνώσης της υπηρεσίας των υποψηφίων επειδή ο διορισμός του στη θέση Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού έγινε την 1.5.95 ενώ η σύσταση μόλις στις 29.9.95 και συνεπώς ο διευθυντής δεν απέκτησε επαρκή γι΄ αυτούς γνώση δεν ευσταθεί. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ακόμα και στην περίπτωση που ο προϊστάμενος τμήματος κατέχει τη θέση του για μικρό χρονικό διάστημα αυτό δεν αποτελεί νομικό κώλυμα για την υποβολή συστάσεων. Βλ. Χάρης ν. Δημοκρατίας, ΑΕ 699, ημερομηνίας 27.1.89.
Εξέτασα με προσοχή τα όσα ο αιτητής επικαλείται και προβάλλει κατά της σύστασης του διευθυντή. Κατά την κρίση μου η σύσταση είναι πλήρως αιτιολογημένη με σαφή αναφορά των στοιχείων που έλαβε υπόψη για να διαμορφώσει την προσωπική του άποψη. Η σύσταση του διευθυντή συνάδει προς τα στοιχεία των φακέλων χωρίς να δημιουργείται υπόνοια για πλάνη ή παρανομία.
Αναμφίβολα πρόκειται για δυο πολύ καλούς υπαλλήλους εκ των οποίων ο ενδιαφερόμενος ορθά κρίθηκε ως ο καταλληλότερος. Ο αιτητής δεν απέδειξε αλλά ούτε και ισχυρίστηκε ότι είναι έκδηλα υπέρτερος του ενδιαφερόμενου.
Ο αιτητής υποστήριξε επίσης ότι η ΕΔΥ ως το αρμόδιο και αποφασίζον όργανο αντί να προχωρήσει στη διεξαγωγή δέουσας έρευνας δέχθηκε παθητικά όσα αυθαίρετα και αδικαιολόγητα πρόβαλε ο διευθυντής. Η ΕΔΥ όφειλε, όπως εισηγείται ο αιτητής, να ζητήσει διευκρινίσεις από τον διευθυντή αναφορικά με τις πληροφορίες που πήρε από τους οικείους προϊσταμένους τα ονόματα των οποίων έπρεπε να ζητήσει να πληροφορηθεί. Σχετικά δε με τον αιτητή η ΕΔΥ όφειλε να διαπιστώσει ποιος ήταν ο προϊστάμενος του στο Λονδίνο προφανώς για να αναζητήσει από αυτόν πληφορορίες για τον αιτητή.
Ο αιτητής εισηγείται ακόμα ότι η ΕΔΥ δεν έπρεπε να δεχθεί την κρίση του διευθυντή εφόσον ο τελευταίος αμφισβήτησε την αξιολόγηση των υπηρεσιακών εκθέσεων επειδή έγιναν από διαφορετικές ομάδες αξιολόγησης. Και ότι παράνομα υιοθέτησε τη σύσταση του διευθυντή χωρίς να ασκήσει έλεγχο της ορθότητας του περιεχομένου της. Τέλος ο αιτητής εισηγείται πως η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη εφόσον αυτή δεν αποκαλύπτει ουσιαστικούς λόγους οι οποίοι να δικαιολογούν την επιλογή του ενδιαφερόμενου για προαγωγή στην υπό πλήρωση θέση.
Οπως έχει προαναφερθεί η διαμόρφωση γνώμης από το διευθυντή ύστερα από διαβουλεύσεις με τους οικείους προϊσταμένους είναι απόλυτα επιτρεπτή διεργασία η οποία εξυπηρετεί το σκοπό της συγκεκριμένης διαδικασίας που είναι η επιλογή μεταξύ περισσοτέρων, του πιο κατάλληλου και ικανού υποψηφίου για την πλήρωση συγκεκριμένης θέσης.
Η ΕΔΥ καθώς προκύπτει από το σχετικό απόσπασμα των πρακτικών δεν αποδέχθηκε παθητικά τη σύσταση του διευθυντή. Η Επιτροπή αξιολόγησε τους υποψηφίους και προέβη σε σύγκριση λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων. Η Επιτροπή έδωσε έμφαση στις εκθέσεις των τελευταίων χρόνων, έλαβε υπόψη τα προσόντα, τις κρίσεις και τη σύσταση του διευθυντή και με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια έκρινε ως τον καταλληλότερο για προαγωγή στην υπό πλήρωση θέση τον ενδιαφερόμενο.
Η ΕΔΥ έκρινε πως ο ενδιαφερόμενος υπερείχε ουσιαστικά σε αρχαιότητα, δεν υστερούσε ουσιαστικά σε αξία και είχε υπέρ του την αιτιολογημένη σύσταση του διευθυντή. Ο αιτητής δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή και η απόφαση της ΕΔΥ ήταν εύλογα επιτρεπτή.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή. Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
Α. Κραμβής,
Δ.
ΑΦ.
Οπως προκύπτει από τις πιο πάνω αποφάσεις της Ολομέλειας και
Παραθέτω σχετικό απόσπασμα από την υπόθεση Γεωργιάδου (ανωτέρω):
"Προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι στα πρακτικά της Ε.Δ.Υ. δεν καταγράφηκαν οι απόψεις που εξέφρασαν διάφοροι λειτουργοί προς τον προϊστάμενο του τμήματος, ο οποίος έκαμε τις δικές του συστάσεις αναφορικά με τις υποψήφιες. Η νομολογία μας όμως απαιτεί μεν να καταχωρούνται οι συστάσεις του προϊσταμένου του τμήματος, που αποτελούν σοβαρό στοιχείο κρίσεως για το διορίζον όργανο και επομένως πρέπει να είναι και ενώπιον του Δικαστηρίου για έλεγχο, αλλά όχι και οι απόψεις που άκουσε από άλλους λειτουργούς για να καταλήξει στη δική του κρίση. Ο τρόπος που ο προϊστάμενος τμήματος αξιολογεί τις απόψεις λειτουργών που συμβουλεύεται, αναφορικά με την κρίση τους για συναδέλφους του, δεν είναι δυνατό να ελέγχεται δικαστικά."
Οπως επίσης ανέφερε και ο Δικαστής Καλλής σε ανάλογη περίπτωση σ΄ άλλη υπόθεση η απαίτηση από το άρθρο 35(4) του Ν. 1/90 για αιτιολόγηση των συστάσεων, δεν αλλοιώνει την εμβέλεια των πιο πάνω νομολογιακών αρχών ούτε και μετριάζει τη βαρύτητα που πρέπει νάχουν οι συστάσεις. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα στην υπόθεση Γ.Γεωργίου ν. ΕΔΥ, Υπόθ. Αρ. 34/96-8.11.96.
"Αναφορικά με την μη αποκάλυψη και καταγραφή του περιεχομένου των διαβουλεύσεων του Διευθυντή με τους Προϊσταμένους άλλων Τμημάτων η νομολογία μας απαιτεί μεν να καταχωρούνται οι συστάσεις του προϊσταμένου του τμήματος, που αποτελούν σοβαρό στοιχείο κρίσεως για
Είναι ορθό ότι οι πιο πάνω θέσεις της νομολγοίας έχουν διαμορφωθεί με βάση το άρθρο 44(3) του περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμου, 1967 (33/67) το οποίο, σε αντίθεση με το πιο πάνω άρθρο 35(4) του Ν. 1/90, δεν αναφέρεται σε αιτιολογημένες συστάσεις. Ωστόσο η αναφορά σε αιτιολογημένες συστάσεις δεν μετριάζει τη βαρύτητα που πρέπει να δοθεί στις συστάσεις ούτε αλλοιώνει την εμβέλεια των πιο πάνω νομολογιακών αρχών.
Δεν έχει σημασία ότι η πιο πάνω νομολογία βασίζεται πάνω στο άρθρο 4483) του Νόμου 33/67. Η ανάγκη για αιτιολογημένες συστάσεις από το διευθυντή η οποία υπαγορεύεται από το άρθρο 35(4) του Νόμου 1/90 δεν καλύπτει και τις διαβουλεύσεις με τους άλλους προϊσταμένους."
Στα πλαίσια του ιδίου ισχυρισμού της αμφισβήτησης της σύστασης του Διευθυντή ο αιτητής πρόβαλε ότι ο Διευθυντής αμφισβήτησε τη διαδικασία που οι κανονισμοί καθιέρωσαν για τις υπηρεσιακές εκθέσεις και ότι αυτός θεώρησε τις εκθέσεις ως μη ενιαίο μέτρο σύγκρισης. Αυτό υποστήριξε συγκρούεται με τη νομολογία η οποία δεν παύει να αναγνωρίζει τις εκθέσεις αυτές ως αξιόπιστο δείκτη της υπηρεσιακής ικανότητας των υποψηφίων.
Είναι καλό στο σημείο αυτό να παραθέσω το σχετικό απόσπασμα από τη σύσταση του Διευθυντή:
"Με βάση τα τρία κριτήρια στο σύνολό τους και τις πληροφορίες που πήρα από τους οικείους προϊσταμένους των υποψηφίων σ΄ ό,τι αφορά την προσφορά, την αξία και την καταλληλότητά τους για την υπό πλήρωση θέση, συστήνω για προαγωγή το Γερούδη Μιχαήλ.
"Ο Γερούδης, ο οποίος υπερέχει έναντι των άλλων δύο υποψηφίων σε αρχαιότητα, είναι εξαίρετος υπάλληλος, με ικανότητες, ευρεία πείρα και δυνατότητα να ασκήσει τα καθήκοντα της νέας θέσης πιο αποτελεσματικά. Ο Γερούδης υστερεί πολύ οριακά έναντι των άλλων υποψηφίων σε αξία, έχοντας όμως υπόψη το γεγονός ότι οι ομάδες αξιολόγησης είναι διαφορετικές και έτσι δεν υπάρχει ενιαίο μέτρο κρίσης στις αξιολογήσεις, με αποτέλεσμα σε ορισμένους κλάδους οι αξιολογήσεις να είναι αυστηρότερες ή επιεικέστερες, δίδω τη σημασία και τη βαρύτητα που οφείλω να αποδώσω στην καταλληλότητα των υποψηφίων για προαγωγή και την αποτελεσματικότερη άσκηση των καθηκόντων της υπό πλήρωση θέσης. Με βάση τα στοιχεία αυτά θεωρώ ότι ο Γερούδης είναι ο πιο κατάλληλος για να καταλάβει τη θέση.
Τέλος, προβαίνοντας στη σύστασή μου για προαγωγή του Γερούδη, έλαβα υπόψη ότι ο Μεστάνας Πέτρος κατέχει πανεπιστημιακό προσόν, το οποίο όμως δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας ούτε και αποτελεί πλεονέκτημα."
(Η υπογράμμιση δική μου)
Οπως προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα της σύστασης ο Διευθυντής δεν έχει αγνοήσει τις υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων, αλλά στην παρούσα περίπτωση έκρινε νόμιμα και σύμφωνα με τη νομολογία ότι στην περίπτωση που ο ενδιαφερόμενος υστερούσε πράγματι οριακά έναντι του αιτητή στην αξία, να λάβει υπόψη του ότι οι εκθέσεις καταρτίσθηκαν από διαφορετικές ομάδες αξιολόγησης με αποτέλεσμα σε ορισμένους κλάδους οι αξιολογήσεις να είναι αυστηρότερες ή επιεικέστερες και έδωσε τη βαρύτητα που όφειλε να δώσει σ΄ αυτές.
Αυτό μάλιστα συνάδει με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σχετικά με το θέμα, η οποία δέχεται ότι οι εκθέσεις που καταρτίζονται από διαφορετικούς λειτουργούς δεν έχουν την ίδια βαρύτητα μ΄ εκείνες που ετοιμάζονται απ΄ τους ίδους λειτουργούς παρόλο που εξακολουθούν να παραμένουν ένας αξιόπιστος δείκτης της υπηρεσιακής ικανότητας των υποψηφίων.
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να πω ότι η γενική βαθμολογία του αιτητή και του ενδιαφερομένου κατά τα τελευταία 5 χρόνια (1990-1994) ήταν η ίδια σε εξαίρεση τα έτη 1993 και 1992 όπου ο αιτητής συγκέντρωνε 8 Εξαίρετος για την κάθε χρονιά αξιολόγησης ενώ ο ενδιαφερόμενος 45 Εξαίρετος - 1 Π.Ι. για την κάθε χρονιά. Γενονός το οποίο δικαιολογεί όπως προανέφερα τη συγκεκριμένη αντιμετώπιση απ΄ το διευθυντή, κατά τη γνώμη μου.
Επίσης προβλήθηκε ο ισχυρισμός ότι η σύσταση πάσχει και για το λόγο ότι ο Διευθυντής παρέλειψε ή και δεν στηρίζεται στα αντικειμενικά στοιχεία που φαίνονται στους φακέλους σχετικά με την υπεροχή του αιτητή στα προσόντα το οποίο είναι απόλυτα σχετικό με τα καθήκοντα.
Παρατηρώ ότι το προσόν αυτό λήφθηκε υπόψη από τον διευθυντή ο οποίος συμείωσε κατά τη σύστασή του ότι αυτό "δεν απαιτείται από το σχέδιο υπηρεσίας ούτε και αποτελεί πλεονέκτημα," αλλά το έλαβε υπόψη. Οπως νομολογήθηκε στα προσόντα αυτά αποδίδεται οριακή σημασία. Χριστοδούλου ν. ΕΔΥ, Υπόθ. Αρ. 661/93-17.5.95.
Τέλος ο αιτητής ισχυρίστηκε ότι η σύσταση πάσχει και γιατί είναι αναιτιολόγητη. το άρθρο 35(4) του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990 Ν. 1/90 απαιτεί από τον Προϊστάμενο του τμήματος να αιτιολογεί τη σύστασή του.
Τα πιο κάτω σχόλια του Διευθυντή κατά τη σύσταση ο αιτητής υποστήριξε ότι είναι υποθετικά για μελλοντικά στοιχεία και αβέβαια που δεν μπορούν να αποτελούν νόμιμα στοιχεία κρίσης κατά το νόμο. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα: "Ο Γερούδης .... είναι εξαίρετος υπάλληλος, με ικανότητες, ευρεία πείρα και δυνατότητα να ασκήσει τα καθήκοντα της νέας θέσης πιο αποτελεσματικά." Παραγνωρίστηκε υποστήριξε η πολύμορφή και εξειδικευμένη πείρα του.
Εξετάζοντας το δικατήριο την αιτιολογία της σύστασης του Διευθυντή πρέπει απαραίτητα να έχει ενώπιόν του συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξεως και να μην είναι αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο. Εχει δε νομολογηθεί ότι η επάρκεια της αιτιολογίας κρίνεται ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά και τη φύση της κάθε υπόθεσης. Δεν έχει σημασία η ε΄κταση του λεκτικού της αιτιολογίας αλλά η ουσία του περιεχομένου, ώστε να ικανοποιείται ο δικατικός έλεγχος.
Στην προκείμενη περίπτωση είναι φανερό ότι ο Διευθυντής (α) εηέφρασε τις απόψεις του στηριζόμενος και στις πληροφορίες που πήρε από τους οικείους προϊταμένους των υποψηφίων ώστε να διαμορφώσει πιο αντικειμενική άποψη, για την καταλληλότητά τους για την υπό πλήρωση θέση. (β) βασίστηκε στα καθιερωμένα κιτήρια στο σύνολό τους καθώς και στις απαιτήσεις της υπό πλήρωση θέσης. (γ) αιτιολόγησε τη σύσταση για τον συστηθέντα υποψήφιο Γερούδη, με γνώμονα όχι μόνο τα τρία καθιερωμένα κριτήρια αλλά και από την άποψη συγκέντρωσης των ικανοτήτων που απαιτούν τα καθήκοντα της θέσης, εκφράζοντας τη γνώμη του ως προς το ποιος από τους υποψηφίους ήταν ο αξιότερος για την εκπλήρωση αυτών. Και αλλοίμονο αν στη σύσταση του διευθυντή δεν περιλαμβανόταν και η κρίση του για το ποιος από τους υποψηφίους είναι σε θέση ν΄ασκήσει καλύτερα τα καθήκοντα της θέσης. Γεγονός το οποίο αμφισβήτησε ο αιτητής υποστηρίζοντας ότι οι ικανότητες και η ευρεία πείρα του ενδιαφερόμενου είναι στοιχεία μελλοντικά και αβέβαια.
Εξάλλου η μεγάλη αρχαιότητα του ενδιαφερομένου μέρους έναντι του αιτητή κατά 6 χρόνια και 3 μήνες εξυπακούει και μεγαλύτερη πείρα. Βλ. σχετικά απόφαση Ολομέλειας Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. Πετρίδη (1991) 3 ΑΑΔ 731-740.
Ολα όσα ανέφερα πιο πάνω συνηγορούν στο γεγονός ότι η σύσταση του διευθυντή είναι αιτιολογημένη και δεν έρχεται σε σύγκρουση με τα στοιχεία των διοικητικών φακέλων των υποψηφίων.
Τέλος σχετικά με την αμφισβήτηση από τον αιτητή ότι ο διευθυντής δεν είχε προσωπική γνώση της υπηρεσίας των υποψηφίων και σαν τέτοια δεν την κατάθεσε στη σύσταση του επειδή διορίστηκε ως Γενικός Διευθυντής στο Υπουργείο Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού την 1.5.95 ενώ τη σύστασή του την έκανε στις 29.9.95, πιστεύω ότι θα πρέπει ν΄ απορριφθεί. γιατί σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και στην περίπτωση που ο προϊστάμενος τμήματος κατέχει τη θέση του για βραχύ χρονικό διάστημα δεν κωλύεται από το νόμο στην υποβολή συστάσεων. Βλ. απόφαση Ολομέλειας Ανωτάτου Δικαστηρίου ΑΕ 699 Χαρής ν. Δημοκρατίας
, 27.1.89.Ενόψει των ανωτέρω στοιχείων πιστεύω ότι η σύσταση του διευθυντή είναι νόμιμη και αιτιολογημένη, λήφθησαν υπόψη όλα τα σχετικά υπηρεσιακά στοιχεία των υποψηφίων χωρίς να δημιουργείται υπόνοια για πλάνη ή παρανομία.
Ομολογουμένως, πρόκειται περί δυο πολύ καλών υπαλλήλων όμως υπό τις περιστάσεις και με δεδομένα τα πιο πάνω στοιχεία κρίθηκε ως καταλληλότερος ο ενδιαφερόμενος. Ο αιτητής δεν απέδειξε αλλά ούτε και ισχυρίστηκε ότι είναι έκδηλα υπέρτερος του ενδιαφερομένου έτσι ώστε να μπορούσε να ακυρώσει την προαγωγή του ενδιαφερομένου μέρους.
Τέλος ο ισχυρισμός του αιτητή ότι η επίδικη απόφαση πάσχει γιατί η ΕΔΥ ως το αρμόδιο και αποφασίζον όργανο δε διεξήγαγε τη δέουσα έρευνα. Αλλά δέχθηκε παθητικά όσα πρόβαλε αυθαίρετα και αδικαιολόγητα ο διευθυντής. Οφειλε υποστήριξε να ζητήσει διευκρινήσεις από το διευθυντή ποιες ήταν οι πληροφορίες που πήρε και από ποιους οικείους προϊσταμένους τις πήρε. Σχετικά δε με τον αιτητή να διαπίστωνε ποιος ήταν ο προϊστάμενος του ενόψει της υπηρεσίας του στο Λονδίνο.
Επίσης έπρεπε να είχε διαπιστώσει τί σχέση είχαν οι πληροφορίες αυτές με τη μελέτη που έκανε ο διευθυντής των φακέλων ενώπιον της ΕΔΥ.
Ο αιτητής ισχυρίστηκε επίσης ότι η ΕΔΥ όφειλε να μη δεχθεί την κρίση του Γενικού εφόσον αυτός αμφισβήτησε την αξιολόγηση των υπηρεσιακών εκθέσεων γιατί αυτές έγιναν από διαφορετικές ομάδεα ξιολόγησης.
Καταλήγοντας ο αιτητής υποστήριξε ότι παράνομα η ΕΔΥ υιοθέτησε την παράνομη σύσταση του Διευθυντή χωρίς να ασκήσει έλεγχο ορθότητας περί των όσων περιέχει αυτή αλλά και γενικά να ερευνήσει το σύνολο των στοιχείων που είχε ενώπιόν της.
Επίσης υποστήριξε ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη εφόσον δεν αποκαλύπτονται σ΄ αυτήν ουσιαστικοί λόγοι γιατί η ΕΔΥ επέλεξε το ενδιαφερόμενο πρόσωπο αντί τον αιτητή.
Η δικηγόρος των καθ΄ων αντέκρουσε και τον πιο πάνω ισχυρισμό του αιτητή.
Οπως προαναφέρθηκε ανωτέρω, η αμφισβήτηση της επίδικης απόφασης από τον αιτητή επειδή δέχθηκε η ΕΔΥ τη σύσταση του διευθυντή η οποία στηρίχθηκε, κατά τη θέση του, παράνομα σε πληροφορίες που πήρε άμεσα από τους προϊσταμένους των υποψηφίων δεν ευσταθεί. Εφόσον η πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου θεωρεί απόλυτα επιτρεπτή τη διαμόρφωση από το διευθυντή γνώμης μετά από διαβουλεύσεις με τους οικείους προϊσταμένους.
Εξάλλου όπως φαίνεται από το πιο κάτω απόσπασμα της επίδικης απόφασης η ΕΔΥ δεν αποδέχθηκε παθητικά τη σύσταση του διευθθυντή αλλά ασχολήθηκε η ίδια σε αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων λαμβάνοντας υπόψη τα ουσιώδη στοιχεία των υποψηφίων από τους προσωπικούς φακέλους και τους φακέλους των υπηρεσιακών εκθέσεών τους, όπου έδωσε έμφαση στις εκθέσεις των τελευταίων χρόνων, έλαβε υπόψη τα προσόντα τους, τις κρίσεις και τη σύσταση του διευθυντή και με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια και όλα τα πιο πάνω στοιχεία έκρινε ως τον καταλληλότερο για προαγωγή τον ενδιαφερόμενο.
"Η Επιτροπή εξέτασε τα ουσιώδη στοιχεία από το Φάκελο Πλήρωσης της θέσης, καθώς και από τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Φακέλους των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, και έλαβε επίσης υπόψη τις κρίσεις και τη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.
Η Επιτροπή έλαβε υπόψη τις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις των υποψηφίων στο σύνολό τους, όπως αυτές έγιναν τελικά δεκτές από την ίδια, με ιδιαίτερη έμφαση στα τελευταία χρόνια. Οσον αφορά τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις που λήφθηκαν για το 1990, η Επιτροπή τις προσήγγισε με βάση τη γενική απόφαση που πήρε στη συνεδρίασή της με ημερομηνία 7.10.91, στο βαθμό που συνάδει με τα στοιχεία της παρούσας διαδικασίας.
Η Επιτροπή έλαβε επίσης υπόψη τα προσόντα των υποψηφίων καθώς και την αρχαιότητά τους, η οποία φαίνεται στον ενώπιόν της κατάλογο των υποψηφίων.
Η Επιτροπή, αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιόν της ουσιώδη στοιχεία και με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολό τους -- αξία, προσόντα, αρχαιότητα - τη σύσταση και τα σχετικά αιτιολογικά που πρόβαλε ο Γενικός Διευθυντής, έκρινε ότι ο ΓΕΡΟΥΔΗΣ Μιχαήλ υπερέχει των άλλων υποψηφίων, τον επέλεξε ως τον πιο κατάλληλο και αποφάσισε να προσφέρει σ΄ αυτόν προαγωγή στη μόνιμη (Τακτ. Προϋπ.) θέση Πρώτου Βοηθού Εμπορίου και Βιομηχανίας, Υπηρεσίες Εμπορίου και Βιομηχανίας."
Επίσης η ΕΔΥ επιλέγοντας τον ενδιαφερόμενο ως τον καταλληλότερο για προαγωγή προέβη στα πιο κάτω σχόλια συγκρίνοντας τον με τον αιτητή σε σχέση με τις υπηρεσιακές τους εκθέσεις και το μεταπτυχιακό προσόν του αιτητή.
"Η Επιτροπή, επιλέγοντας το Γερούδη, έλαβε υπόψη ότι οι Μεστάνας Πέτρος και Σαββίδης Ανδρέας οι οποίοι δεν επιλέγηκαν υπερέχουν πολύ οριακά σε αξία στα τελευταία χρόνια, η οποία, σύμφωνα με τη δήλωση του Γενικού Διευθυντή, οφείλεται στο γεγονός ότι οι ομάδες αξιολόγησης είναι διαφορετικές με αποτέλεσμα να μην υπάρχει ενιαίο μέτρο κρίσης, σημειώνοντας περαιτέρω ότι στα προηγούμενα χρόνια οι γενικές αξιολογήσεις των Γερούδη και Μεστάνα βρίσκονταν περίπου στο ίδιο επίπεδο παρόλο ότι ο πρώτος είχε υψηλότερη θέση με πιο υπεύθυνα καθήκοντα.
Η Επιτροπή έλαβε τέλος υπόψη ότι ο Μεστάνας Πέτρος διαθέτει μεταπτυχιακό προσόν, το οποίο όμως δεν απαιτείται από το Σχέδιο Υπηρεσίας ούτε αποτελεί πλεονέκτημα και ως εκ τούτου του αποδίδεται η ανάλογη βαρύτητα."
Καταλήγοντας η ΕΔΥ έκρινε τον ενδιαφερόμενο ως τον καταλληλότερο για την υπό πλήρωση θέση γιατί κατά την κρίση της:
(α) υπερέχει ουσιαστικά σε αρχαιότητα,
(β) δεν υστερεί ουσιαστικά σε αξία, και
(γ) έχει υπέρ του την αιτιολογημένη σύσταση του Γενικού Διευθυντή.
Με βάση όλα τα πιο πάνω δεδομένα πιστεύω πως η ΕΔΥ προέβη στη δέουσα έρευνα των ενώπιον της στοιχείων προτού λάβει την προσβαλλόμενη απόφαση και η επίδικη απόφαση είναι αιτιολογημένη.
Α. Κραμβής,
Δ.
ΑΦ.