ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 227/97
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ
:Γεώργιου Κορλού, από τη Λάρνακα,
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπουργού Άμυνας,
Καθ΄ ου η αίτηση
---------------------------
30 Απριλίου 1998
Για τον αιτητή: Σ. Οικονομίδης.
Για τον καθ΄ ου η αίτηση: Μ. Φλωρέντζος.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής προσελήφθη ως Εθελοντής Πενταετούς Υποχρέωσης στο Στρατό της Δημοκρατίας δυνάμει σύμβασης ημερομηνίας 23 Νοεμβρίου 1995. Στις 13 Μαίου 1996 υπέβαλε αίτηση για παραίτηση. Το ζήτημα ρυθμίζεται από τον Κανονισμό 47 των περί Εθελοντών Πενταετούς Υποχρεώσεως του Στρατού της Δημοκρατίας Κανονισμών του 1995, τον οποίο παραθέτω:
"47. - (1) Τηρουμένων των διατάξεων της παραγράφου (2) του παρόντος Κανονισμού, ο ΕΠΥ δεν μπορεί να παραιτηθεί πριν από τη συμπλήρωση της πρώτης πενταετούς απασχόλησής του. Η παραίτηση ΕΠΥ αποφασίζεται από τον Υπουργό.
(2) Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, ο Υπουργός, με πλήρως αιτιολογημένη απόφασή του, που εκδίδεται κατόπιν εισήγησης του Αρχηγού, μπορεί να αποφασίσει την παραίτηση ΕΠΥ πριν από τη συμπλήρωση της πρώτης πενταετούς περιόδου υπηρεσίας του.
(3) Αν αποφασιστεί η παραίτηση ΕΠΥ όπως αναφέρεται στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο, αυτός δυνατό να κληθεί να καταβάλει αποζημίωση ίση με το ποσό που δαπανήθηκε για την εκπαίδευσή του."
Στις 5 Νοεμβρίου 1996 ο Υπουργός Άμυνας αποφάσισε να εγκρίνει το αίτημα υπό την προϋπόθεση ότι πριν από την αποδέσμευση ο αιτητής θα κατέβαλλε ποσό £1.500 ως αποζημίωση για την προκύψασα δαπάνη εκπαίδευσης του, όπως και ποσό £250 προς εξόφληση δανείου το οποίο του είχε παραχωρήσει η Δημοκρατία. Η απόφαση γνωστοποιήθηκε στον αιτητή στις 16 Δεκεμβρίου 1996 με έγγραφο του Γενικού Επιτελείου Εθνικής Φρουράς. Ο αιτητής, με σημείωμα ημερ. 28 Δεκεμβρίου 1996, πληροφόρησε την αρμόδια αρχή ότι δεν αποδεχόταν τη σύνδεση του αιτήματος για παραίτηση με τις προβληθείσες οικονομικές αξιώσεις, ότι θεωρούσε αρνητική την απόφαση και ότι θα προσέφευγε στο Δικαστήριο.
Ακολούθησε όμως στις 10 Ιανουαρίου 1997, η υποβολή αίτησης μέσω του δικηγόρου του προς τον Υπουργό για επανεξέταση της περίπτωσης. Δεν ετίθετο οποιοδήποτε νέο πραγματικό ή νομικό στοιχείο. Απλώς αμφισβητείτο η από νομικής άποψης δυνατότητα του Υπουργού να συνδέσει το ζήτημα παραίτησης με την εκ των προτέρων καταβολή αποζημίωσης. Το Υπουργείο Άμυνας απάντησε με επιστολή ημερ. 13 Φεβρουαρίου 1997 λέγοντας ότι η αίτηση εξεταζόταν σε συνεργασία με τη Νομική Υπηρεσία και ότι θα ακολουθούσε άλλη επικοινωνία "μετά την ολοκλήρωση της εξέτασης και τη λήψη σχετικής απόφασης".
Με εσωτερικό σημείωμα ημερ. 18 Φεβρουαρίου 1997, διατυπώθηκε προς τον Υπουργό εισήγηση για επανεξέταση, ανάκληση της απόφασης και αποδέσμευση του αιτητή "χωρίς την υποχρέωση καταβολής της προβλεπόμενης αποζημίωσης". Αυτή ήταν, καθώς προστίθετο, και η νέα επί του ζητήματος εισήγηση του Γ.Ε.Ε.Φ. Ο Υπουργός Άμυνας, που επιλήφθηκε του ζητήματος στις 27 Μαρτίου 1997, δεν αποδέχθηκε την εισήγηση διότι, όπως αναφέρεται σε σύντομο πρακτικό του, θεωρούσε ότι βάσει του Κανονισμού 47(3) πρέπει να καταβάλλεται η αποζημίωση προτού επέλθει αποδέσμευση. Προηγήθηκε όμως στις 18 Μαρτίου 1997 η καταχώρηση της παρούσας προσφυγής. Τελικά, στο αίτημα για επανεξέταση το Υπουργείο Άμυνας απάντησε με επιστολή ημερ. 2 Απριλίου 1997 ότι θα ανέμενε την έκβαση της προσφυγής και θα ενεργούσε τότε ανάλογα.
Ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο:
"1. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη του Καθ΄ ου η αίτηση να επιληφθεί ταχέως γραπτού αιτήματος του Αιτητή ημερ. 10-1-1997 και να του γνωστοποιήσει την απόφασή του, είναι άκυρη και/ή παράνομη και ότι αυτό που έχει παραληφθεί θα έπρεπε να είχε εκτελεστεί.
2. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η άρνηση του Καθ΄ ου η αίτηση να δεχθεί όπως η έγκριση του αιτήματος του Αιτητή για παραίτηση από Εθελοντής Πενταετούς Υποχρέωσης του Στρατού της Δημοκρατίας μη τελεί υπό την προϋπόθεση της εκ των προτέρων καταβολής από τον Αιτητή αποζημίωσης, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη οποιασδήποτε έννομης συνέπειας."
Ο συνήγορος του αιτητή διευκρίνησε, σε σχέση με τη δεύτερη αξιούμενη θεραπεία, πως ό,τι προσβάλλεται είναι όχι η απόφαση ημερ. 5 Νοεμβρίου 1996 αλλά, η άρνηση του Υπουργού - την οποία χαρακτήρισε νέα πράξη - να ανακαλέσει την τεθείσα προϋπόθεση για την εκ των προτέρων καταβολή αποζημίωσης. Προέβαλε σχετικά ότι η απαίτηση του Υπουργού για την καταβολή αποζημίωσης πριν από την αποδέσμευση του αιτητή αποτελούσε αναβλητική αίρεση που ενώ δεν αφαιρούσε από την αυτοτέλεια της έγκρισης για παραίτηση του αιτητή δεν μπορούσε νομίμως να τεθεί και επομένως η άρνηση του Υπουργού να την εξαλείψει παρείχε στον αιτητή δικαίωμα της επιμέρους προσβολής της. Πρόσθεσε εξ άλλου ότι εάν η αναφερθείσα άρνηση του Υπουργού "δεν θεωρηθεί αυτοτελής εκτελεστή διοικητική πράξη διάφορος της πράξης και/ή απόφασης του ....... ημερομηνίας 5 Νοεμβρίου 1996", η προσφυγή και πάλι δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί εκπρόθεσμη κι αυτό διότι από 10 Ιανουαρίου 1997 που υποβλήθηκε το αίτημα για επανεξέταση, το οποίο ο συνήγορος χαρακτήρισε ως χαριστική ή ιεραρχική προσφυγή, μέχρι 10 Φεβρουαρίου 1997 που έληξε η προθεσμία των 30 ημερών εντός της οποίας θα έπρεπε να είχε απαντήσει η διοίκηση, ο χρόνος δεν θα έπρεπε να υπολογιστεί οπότε η προσφυγή καθίστατο και σε αυτή την περίπτωση εμπρόθεσμη. Αναφέρθηκε σχετικά στο σύγγραμμα του Θ.Δ. Τσάτσου "Η Αίτησις Ακυρώσεως ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας" (3η Έκδ.) σελ. 90-92, για να υποστηρίξει την άποψη ότι αφού υποβληθεί αίτηση για θεραπεία υπό μορφή χαριστικής ή ιεραρχικής προσφυγής η προθεσμία για την άσκηση προσφυγής στο Δικαστήριο αναστέλλεται και επαναρχίζει μετά την εκπνοή του χρόνου εντός του οποίου η αρμόδια αρχή όφειλε να είχε απαντήσει. Ας
σημειωθεί ότι σε σχέση με την απόφαση ημερ. 5 Νοεμβρίου 1996 ο νόμος δεν προέβλεπε για ιεραρχική προσφυγή.Δεν συμμερίζομαι την άποψη ότι η τεθείσα προϋπόθεση αποτελούσε αναβλητική αίρεση. Η έννοια της αναβλητικής αίρεσης συνίσταται, όπως το διατυπώνει ο Π. Δ. Δαγτόγλου στο σύγγραμμα, "Γενικό Διοικητικό Δίκαιο"
, (3η Έκδ.) παράγραφος 592, "στην εξάρτηση της επελεύσεως ή ανατροπής των αποτελεσμάτων της διοικητικής πράξεως από γεγονός μελλοντικό και αβέβαιο". Εδώ επρόκειτο για απόφαση την οποία χαρακτήριζε η άρρηκτη ενότητα μεταξύ έγκρισης της παραίτησης και της εκπλήρωσης υποχρέωσης υπό τη μορφή συμμόρφωσης από τον αιτητή με όρο που αφορούσε συγκεκριμένο και βέβαιο ζήτημα - ανεξάρτητα από την όποια δυνατότητα αμφισβήτησης του ύψους του ποσού - και όχι κάποιο αβέβαιο συμβάν του μέλλοντος. Η έγκριση παραίτησης δεν επήλθε ανεξάρτητα από τον όρο ή την προϋπόθεση αλλά θα επερχόταν μόνο κατόπιν εκπλήρωσης της. Ούτε και θα ήταν δυνατό, εάν επρόκειτο πράγματι περί αναβλητικής αίρεσης, να εξαλειφθεί χωρίς να συμπαρασύρει ολόκληρη τη διοικητική πράξη: βλ. το ίδιο σύγγραμμα στην παράγραφο 593. Στην προκείμενη περίπτωση ό,τι θα μπορούσε να είχε προσβληθεί ήταν η απόφαση του Υπουργού, ημερ. 5 Νοεμβρίου 1996, γνώση της οποίας ο αιτητής, καθώς ήδη ανέφερα, έλαβε στις 16 Δεκεμβρίου 1996. Όμως η εν λόγω απόφαση δεν προσεβλήθη εμπρόθεσμα.Ως προς την εναλλακτική εισήγηση του συνήγορου του αιτητή ότι με τη δεύτερη αξιούμενη θεραπεία θα μπορούσε να θεωρηθεί ως προσβληθείσα η απόφαση του Υπουργού ημερ. 5 Νοεμβρίου 1996, όχι μόνο δεν νομίζω ότι το σχετικό λεκτικό του αιτητικού επιδέχεται μιας τέτοιας ερμηνείας, αλλά και ο χρόνος δεν θα σταματούσε να τρέχει για σκοπούς υπολογισμού της προθεσμίας κατά την περίοδο που ο συνήγορος ανέφερε: βλ. επ΄ αυτού την απόφαση της Ολομέλειας στη
Larkos v. Republic (1987) 3 C.L.R. 2189.Αναφορικά με την πρώτη αξιούμενη θεραπεία, σημειώνω κατ΄ αρχήν ότι το αίτημα που υποβλήθηκε με επιστολή του δικηγόρου του αιτητή ημερ. 10 Ιανουαρίου 1997 για επανεξέταση της περίπτωσης, δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε νέα εκτελεστή απόφαση εφόσον, καθώς είναι προφανές, δεν εγειρόταν ζήτημα νέας έρευνας στη βάση νέου πραγματικού η νομικού στοιχείου. Όπως αναφέρεται στο "Δίκαιο Διοικητικών Πράξεων" του Στασινόπουλου (Έκδ. 1951) στη σελ. 126:
"Θεωρείται όμως γενικώς νέα έρευνα η λήψις υπ΄ όψιν νέων ουσιωδών νομικών ή πραγματικών στοιχείων, κρίνεται δε αυστηρώς το χρησιμοποιηθέν νέον υλικόν, διότι δεν πρέπει ο απωλέσας την προθεσμίαν διά την προσβολή μιας εκτελεστής πράξεως, να δύναται να καταστρατηγή την προθεσμίαν ταύτην διά της δημιουργίας νέας πράξεως, η οποία εξεδόθη κατ΄ επίφασιν μεν κατόπιν νέας ερεύνης, κατ΄ ουσίαν όμως επί τη βάσει των αυτών στοιχείων."
Ο Υπουργός μπορούσε να θεωρήσει το ζήτημα κλειστό και δεν είχε υποχρέωση να επαναλάβει. Γι΄ αυτό η μη απάντηση δεν σήμαινε παραβίαση του Άρθρου 29 του Συντάγματος: βλ. την
Pangyprios Enosis Epistoimonon Chimikon v. Minister of Education (1983) 3 C.L.R. 745.Για τους λόγους που εξέθεσα, η προσφυγή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη. Και απορρίπτεται με έξοδα εναντίον του αιτητή. Τα έξοδα να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ