ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση αρ. 683/96

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος

 

ΜΕΤΑΞΥ:

MOUSKITA HOTELS LTD από τη Λεμεσό

Αιτητών

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

του Υπουργείου Οικονομικών

και/ή Εφόρου Φόρου Εισοδήματος

Καθ΄ων η αίτηση

_____________

 

30 Απριλίου, 1998

Για τους αιτητές : κ. Α. Σ. Αγγελίδης με την κα Μ. Παπαθωμά -

Καλίγερου για Χρύση Δημητριάδη και Σια.

Για τους καθ΄ων η αίτηση : κα Λ. Ζαννέττου , Δικηγόρος της

Δημοκρατίας, για Γενικό Εισαγγελέα.

_____________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η αιτήτρια εταιρεία αξιώνει ακύρωση του επιβληθέντος φόρου εισοδήματος για το έτος 1990 που περιέχεται στην ειδοποίηση επιβολής φορολογίας, ημερ. 11.6.1996, με την οποία καθορίστηκε εκ νέου μετά από επανεξέταση σε £28.169,16. Αξιώνεται επίσης η ακύρωση της επιβολής της έκτακτης εισφοράς για τις τριμηνίες του 1990 που επιβλήθηκαν με την ίδια επιστολή.

Η ουσία της προσφυγής κείται στην άρνηση του καθ΄ ου η αίτηση να μην επιτρέψει τη ζημιά που διεκδίκησε η αιτήτρια από μεταφορά στο συγκεκριμένο φορολογικό έτος. Το εισόδημα της αιτήτριας κατά τον ουσιώδη χρόνο με βάση τους εξελεγμένους λογαριασμούς που υποβλήθηκαν προερχόταν από τραπεζικούς τόκους.

Τόσο ο φόρος εισοδήματος, όσο και η έκτακτη εισφορά επιβλήθηκαν ύστερα από την απόρριψη ένστασης της αιτήτριας. Ακολούθησε η καταχώρηση της προσφυγής αρ. 458/94. Ο ΄Εφορος επί του Φόρου Εισοδήματος (στο εξής "ο ΄Εφορος"), αφού διαπίστωσε ότι η αιτιολογία της απόφασής του ήταν λανθασμένη ακύρωσε την επίδικη φορολογία. ΄Υστερα από επανεξέταση, στις 23.3.1995 απέστειλε στην αιτήτρια τη νέα ειδοποίηση επιβολής φορολογίας στην οποία εξηγούσε γιατί δεν παραχωρούνται τα έξοδα που διεκδικήθηκαν για τα έτη 1979-1989, με αποτέλεσμα να μη θεωρεί ότι υπάρχει ζημιά προς μεταφορά, όπως διεκδικούσε η αιτήτρια.

Στις 28.4.1995 η αιτήτρια υπέβαλε μέσω των ελεγκτών της νέα ένσταση εναντίον της φορολογίας και στις 11.6.1996 ο ΄Εφορος προέβηκε σε τελική βεβαίωση του φορολογητέου εισοδήματός της απορρίπτοντας την ένστασή της, τόσο για σκοπούς φόρου εισοδήματος, όσο και για σκοπούς έκτακτης εισφοράς.

Ο λόγος που η ένσταση απορρίφθηκε ήταν γιατί ο ΄Εφορος κατέληξε ότι τα έξοδα που έγιναν από την αιτήτρια στα έτη 1979-1989 δεν έγιναν εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά για την κτήση εισοδήματος, αλλά αφορούσαν την επέκταση ή ενίσχυση της κεφαλαιουχικής βάσης της εταιρείας και ως εκ τούτου δεν αποτελούσαν έξοδα που μπορούσαν να αφαιρεθούν για σκοπούς προσδιορισμού του φορολογητέου εισοδήματος.

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι υποβλήθηκε τόσο σε πρώτο στάδιο όσο και κατ΄ επανεξέταση στην κρίση του ίδιου οργάνου κατά παράβαση της αρχής ότι όργανο δεν μπορεί να γίνεται κριτής της ίδιας του πράξης. Επακόλουθο του πιο πάνω αξιώματος είναι ότι αναπόφευκτα θα υπάρξει μεροληψία υπέρ της αρχικής απόφασης, αφού αναμένεται ότι ο αρμόδιος λειτουργός θα επιμείνει στην ορθότητα της πρώτης του απόφασης.

Δεν συμφωνώ με το πιο πάνω επιχείρημα. Η επανεξέταση της φορολογίας είναι διαδικασία που προβλέπεται από το σχετικό νόμο και βρίσκεται ακριβώς μέσα στα καθήκοντα του Εφόρου. Συνεπώς, όχι μόνο δεν βλέπω οποιαδήποτε παράβαση του νόμου ή οποιασδήποτε άλλης αρχής δικαίου, αλλά αντίθετα, αν ακολουθείτο οποιαδήποτε διαφορετική διαδικασία τότε κατά πάσα πιθανότητα θα είχαμε λόγο ακύρωσης. Δεν δέχομαι ότι στην παρούσα περίπτωση υπήρξε μεροληψία υπέρ της αρχικής απόφασης, ούτε ότι ο ΄Εφορος έγινε κριτής της ίδιας του πράξης. Επανεξέτασε τα ενώπιόν του στοιχεία για να καταλήξει σε νέα απόφαση. Το γεγονός ότι κατέληξε ουσιαστικά στο ίδιο αποτέλεσμα δεν επηρεάζει την κατάληξη του θέματος.

Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι η δήλωση εισοδήματος της αιτήτριας εξετάστηκε και τις δύο φορές ουσιαστικά από την ίδια λειτουργό, την κα Πιριλλίδου, με αποτέλεσμα αυτή υποστηρίζοντας την αρχική της απόφαση να μεροληπτήσει εναντίον των αιτητών, αντίθετα με τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης. Εξέταση του φακέλλου δείχνει ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι αβάσιμος. Η αρχική εξέταση έγινε από το λειτουργό Χρ. Ραουνά και απλώς η επιστολή της τελικής βεβαίωσης μετά την ένσταση υπογράφηκε από την κα Πιριλλίδου ως ιεραρχικά εξουσιοδοτημένη λειτουργό για υπογραφή τέτοιων εγγράφων. Η επανεξέταση έγινε από την κα Πιριλλίδου.

Αναφέρω το γεγονός ενισχυτικά γιατί είμαι της γνώμης ότι ακόμα κι΄ αν ο ίδιος λειτουργός εξέταζε την υπόθεση δεν θα υπήρχε λόγος ακυρότητας, από αυτό και μόνο το λόγο. Η Yπηρεσία Φόρου Εισοδήματος όπως και κάθε άλλη δημόσια υπηρεσία είναι απρόσωπη και πολυμελής. Αν συγκεκριμένος λειτουργός προβεί στην εξέταση συγκεκριμένης δήλωσης και στην επανεξέτασή της, δεν νομίζω ότι τίθεται θέμα είτε μεροληψίας, είτε κινδύνου εμμονής στην πρώτη του γνώμη. Ιδιαίτερα στην παρούσα περίπτωση όπου το θέμα ανάγεται, όπως θα δούμε πιο κάτω, σε καθαρά νομική ερμηνεία, δεν μπορεί να τίθεται θέμα εμμονής στην αρχική απόφαση. Εν πάση περιπτώσει θα πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι ο ΄Εφορος αυτοβούλως δέκτηκε στην προηγούμενη προσφυγή της αιτήτριας ότι η αιτιολογία της πράξης ήταν λανθασμένη και γι΄ αυτό την ανακάλεσε.

Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η απόφαση του Εφόρου είναι εσφαλμένη και αντίκειται στις πρόνοιες του άρθρου 15 (1) του περί Φορολογίας του Εισοδήματος Νόμου του 1961, Ν.58/61, όπως τροποποιήθηκε, που προβλέπει ότι όταν ποσό ζημιάς που επεσυνέβη εντός του έτους του προηγούμενου του φορολογικού έτους, σε επιχείρηση που ασκείται ατομικά ή εταιρικά είναι τέτοιο που να μην μπορεί να συμψηφιστεί εξ ολοκλήρου από άλλες πηγές εισοδήματος για το ίδιο φορολογικό έτος, το ποσό της ζημιάς αυτής, στην έκταση που δεν συμψηφίζεται, θα μεταφέρεται και θα συμψηφίζεται με το εισόδημα των επομένων ετών μέχρις ότου η ζημιά αποσβεστεί.

Η αιτήτρια ύστερα από την παράθεση αριθμού νομικών αυθεντιών που αναφέρονται στον τρόπο και στις αρχές που τίθενται για τη σωστή ερμηνεία κάθε νομοθετικής διάταξης, καταλήγει ότι ο καθ΄ ου η αίτηση όφειλε να εφαρμόσει τις προϋποθέσεις του νόμου και να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια σωστά, καθοδηγούμενος από το νόμο και τις γενικές αρχές της χρηστής διοίκησης και να επιτρέψει όπως η ζημιά των προηγουμένων ετών συμψηφιστεί και μεταφερθεί στο επόμενο φορολογικό έτος.

Εξέταση του διοικητικού φακέλλου δείχνει ότι η ζημιά που ζητείται συμψηφισμός της δημιουργήθηκε κατά κύριο λόγο από έξοδα που έγιναν σε σχέση με την ανέγερση ξενοδοχείου ιδιοκτησίας της εταιρείας. Ο ΄Εφορος θεώρησε ότι τα έξοδα αυτά είχαν σχέση με την απόκτηση πάγιου κεφαλαιουχικού στοιχείου και συνεπώς δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ότι σχετίζονταν με την κτήση εισοδήματος. Τούτο συνάγεται εκτός από τους υποβληθέντες λογαριασμούς της αιτήτριας και από αριθμό εγγράφων, όπως για παράδειγμα την επιστολή των ελεγκτών της εταιρείας προς τον ΄Εφορο ημερ. 23.2.1993 όπου παραδέχονται τις προσπάθειες για την ανέγερση του ξενοδοχείου της εταιρείας στην περιοχή Αμαθούντας στη Λεμεσό, στην επιστολή του Γραφείου Φόρου Εισοδήματος προς την αιτήτρια ημερ. 23.3.1995 και στο σημείωμα ημερ. 22.12.1992.

Το άρθρο 11 (1) του Νόμου αναφέρει ότι προς εξεύρεση του φορολογητέου εισοδήματος κάθε προσώπου θα εκπίπτουν όλες οι δαπάνες που το πρόσωπο αυτό υπέστη εξ ολοκλήρου και αποκλειστικώς προς κτήση του εισοδήματος. Στη συνέχεια το άρθρο 13 (ε) προβλέπει ότι προς εξεύρεση του φορολογητέου εισοδήματος δεν εκπίπτει κάθε δαπάνη ή έξοδο που δεν αντιπροσωπεύει ποσό εξ ολοκλήρου και αποκλειστικώς διατεθέν ή δαπανηθέν προς το σκοπό κτήσης του εισοδήματος.

΄Εχει επανειλημμένα αναφερθεί ότι ως προς το βάρος απόδειξης των λόγων ακύρωσης, οι υποθέσεις επιβολής φορολογίας δεν διαφέρουν από άλλες υποθέσεις διοικητικής φύσης. Εφαρμόζονται τα ίδια κριτήρια και οι ίδιες αρχές. Τεκμαίρονται δηλαδή νόμιμες μέχρι απόδειξης του αντιθέτου από το πρόσωπο που προσβάλλει τη διοικητική πράξη, το οποίο φέρει και το βάρος απόδειξης (βλέπε μεταξύ άλλων Καλογήρου ν. Υπουργού Οικονομικών κ.α. (1992) 3 Α.Α.Δ., 534, 540).

Δαπάνες που σκοπούν στην επέκταση ή ενίσχυση της κεφαλαιουχικής βάσης της εταιρείας δεν αφαιρούνται κατά τον προσδιορισμό του φορολογητέου εισοδήματος. Αντίθετα εισοδηματικές δαπάνες είναι εκείνες που γίνονται ή αποβλέπουν στο σύνολο τους και αποκλειστικά στη κτήση του εισοδήματος που αποτελεί το αντικείμενο της φορολογίας. Ο διαχωρισμός μεταξύ εισοδηματικών και κεφαλαιουχικών δαπανών δεν είναι πάντοτε εύκολος. ΄Οταν η δαπάνη δεν είναι επαναληπτική, αλλά αντίθετα γίνεται μία μόνο φορά, αποβλέπει δε στην εξασφάλιση ευεργετήματος διαρκείας, θεωρείται κεφαλαιουχική (G. Pavlou Textiles Inustries Ltd v. Δημοκρατίας (1994) 3 Α.Α.Δ. 225, 231).

Θεωρώ ότι ο ΄Εφορος εύλογα δέκτηκε ότι οι συγκεκριμένες δαπάνες ήταν κεφαλαιουχικής μορφής, αφού έγιναν προς αύξηση της κεφαλαιουχικής βάσης της εταιρείας. Εύλογα επιτρεπτή είναι η απόφαση στην οποία ένα λογικό πρόσωπο θα μπορούσε να καταλήξει με τα στοιχεία που είχε ενώπιόν της η διοίκηση, ανεξαρτήτως του αν άλλος μπορούσε να καταλήξει σε διαφορετική απόφαση. Πιστεύω ότι ορθά ο ΄Εφορος δεν εφάρμοσε το άρθρο 15(1) του Νόμου γιατί το συγκεκριμένο ποσό δεν αποτελούσε ζημιά που μπορούσε να συμψηφιστεί με το εισόδημα της αιτήτριας για την επόμενη φορολογική χρήση. Οι δαπάνες έγιναν για την ανέγερση ξενοδοχείου που αποτελεί κεφαλαιουχικό στοιχείο, έγιναν δηλαδή για την εξασφάλιση πηγής εισοδήματος και όχι εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά για την κτήση εισοδήματος.

Προβάλλεται επίσης ο ισχυρισμός ότι η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αιτιολογημένη γιατί γίνεται μόνο απλή επίκληση του νόμου. Η αιτήτρια ισχυρίζεται περαιτέρω ότι η απόφαση ελήφθη χωρίς τη δέουσα έρευνα. Προβάλλεται τέλος ο ισχυρισμός ότι η συμπεριφορά αυτή πλήττει το ατομικό δικαίωμα για ίση μεταχείριση κάθε φορολογούμενου στο μέτρο της εισοδηματικής του δύναμης κατά τη δική του εργασία.

Δεν συμφωνώ με κανένα από τα πιο πάνω επιχειρήματα. Βρίσκω ότι η απόφαση του Εφόρου είναι πλήρως αιτιολογημένη και η αιτιολογία μπορεί να βρεθεί και στο διοικητικό φάκελλο της υπόθεσης. Η αιτιολογία δεν συνίσταται σε απλή επίκληση της νομοθετικής διάταξης. Αντίθετα έχουμε ερμηνεία της. Ο ΄Εφορος αφού εξέτασε την ένσταση της αιτήτριας κατέληξε σε κάποια απόφαση η οποία είναι πλήρως αιτιολογημένη. Η αιτιολογία συνίσταται ακριβώς στη θέση ότι η συγκεκριμένη δαπάνη δεν μπορεί να θεωρηθεί ζημιά γιατί συνιστά κεφαλαιουχική δαπάνη που δεν μπορεί να συνυπολογιστεί, όπως πιο αναλυτικά είδαμε πιο πάνω.

΄Οσον αφορά τον ισχυρισμό για δέουσα έρευνα δεν μπορώ να αντιληφθώ τι περαιτέρω έρευνα μπορούσε να γίνει στην περίπτωση αυτή. Ο ΄Εφορος είχε ενώπιόν του τη δήλωση και την ένσταση της αιτήτριας και εφαρμόζοντας το νόμο κατέληξε σε συγκεκριμένη απόφαση. Δεν προβλήθηκε καν ισχυρισμός ότι τα γεγονότα ήταν διαφορετικά από αυτά που παρουσιάζονται από τον ΄Εφορο. Ακόμα και οι ελεγκτές της αιτήτριας παραδέχονται ουσιαστικά στην επιστολή τους ημερ. 23.2.1993 ότι εταιρεία ασχολείτο με την ανέγερση του ξενοδοχείου της στην περιοχή Αμαθούντας στη Λεμεσό.

Παραμένει προς εξέταση ο ισχυρισμός ότι η επιβολή της φορολογίας πλήττει το δικαίωμα για ίση μεταχείριση, αφού όλοι όσοι υπέστηκαν ζημιά δικαιούνται να την μεταφέρουν στο επόμενο έτος, πλεονέκτημα που δεν καρπώθηκαν οι αιτητές. Νομίζω ότι το επιχείρημα απαντάται με όσα έχω αναφέρει προηγουμένως. Ο ΄Εφορος δεν αρνήθηκε στην αιτήτρια τη μεταφορά της ζημιάς αν βέβαια την εδικαιούτο. Ο ΄Εφορος δεν δέκτηκε ότι η συγκεκριμένη δαπάνη αποτελούσε ζημιά που μπορούσε να συμψηφιστεί με τις επόμενες φορολογικές χρήσεις. Συνεπώς δεν μπορώ να δεκτώ ότι παραβιάστηκε καθ΄ οιονδήποτε τρόπο η αρχή της ισότητας, ή το ΄Αρθρο 24 του Συντάγματος που καθιερώνει την υποχρέωση για ίση συνεισφορά στα δημόσια βάρη.

Προβάλλεται τέλος κάποιος αόριστος ισχυρισμός ότι η επιβληθείσα φορολογία είναι καταστρεπτικής φύσης. Ο ισχυρισμός είναι αβάσιμος. Εκτός του ότι αν φορολογία επιβλήθηκε νόμιμα και είναι ανάλογη του ύψους του εισοδήματος της αιτήτριας, δεν μπορεί εν πάση περιπτώσει να θεωρηθεί καταστροφική, ούτως ή άλλως οι αριθμοί δεν τεκμηριώνουν ούτε αυτό το επιχείρημα. Το συνολικό ύψος της φορολογίας που επιβλήθηκε ανέρχεται για το έτος 1990 σε £33.844 ενώ το εκδοθέν μετοχικό κεφάλαιο της εταιρείας στις 31.12.1990 ανερχόταν σε £6.500.000 ενώ τον αμέσως επόμενο χρόνο αυξήθηκε σε £9.000.000. Τα ποσά αυτά είναι πολλαπλάσια της φορολογίας που επιβλήθηκε και δεν δικαιολογούν το επιχείρημα ότι η επιβληθείσα φορολογία είναι καταστρεπτική.

Με βάση όλα τα πιο πάνω βρίσκω ότι η προσφυγή είναι αβάσιμη και θα πρέπει να απορριφθεί. Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της αιτήτριας, τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £400.

Φρ. Νικολαΐδης

Δ.

/ΜΔ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο