ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(1998) 4 ΑΑΔ 267
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 113/94
ΕΝΩΠΙΟΝ: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.
ΜΕΤΑΞΥ:
1. Παναγιώτας Φωτίου, από την Αγ. Νάπα,
2. Κώστα Δημητρίου,
Αιτητών
και
Συμβουλίου Αποχετεύσεων Αγίας Νάπας,
Καθ'ου η αίτηση
--------------------------------
27 Απριλίου 1998
Για τον Αιτητή Αρ. 2: κα Λυκούργου για κ. Τ. Παπαδόπουλο.
Για τους Καθ'ων η αίτηση: κ. Αγ. Σταύρου.
-------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
(Α) Τα γεγονότα
Τον Ιανουάριο του 1992 το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Αγίας Νάπας αποφάσισε να προσλάβει δύο Γραφείς Β΄. Κατόπιν γραπτών και προφορικών εξετάσεων το Συμβούλιο αποφάσισε στις 22/4/93 να προσλάβει τους δύο αιτητές που ήταν τα πρόσωπα που είχαν συγκεντρώσει τις καλύτερες βαθμολογίες. Στις 21/9/93 ο Επαρχος Αμμοχώστου κ. Χριστάκης Αθανασίου με την ιδιότητα του Προέδρου του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Αγίας Νάπας πληροφόρησε και τους δύο αιτητές ότι
"η απόφαση για το διορισμό σας στην πιο πάνω θέση ανακαλείται από σήμερα σύμφωνα με τη σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται".
Η σχετική γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ημερομηνίας 21/9/93 που είχε επισυναφθεί αναφέρει τα εξής:
"Αναφέρομαι στην αλληλογραφία που λήγει με την επιστολή σας με ημερομηνία 6 Αυγούστου 1993 και με αρ. φακ. 133/84/Ε και σας πληροφορώ ότι εφόσον το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Γραφέα 2ης Τάξης στο Συμβούλιο Αποχετεύσεων Αγίας Νάπας δεν έχει εγκριθεί από το Υπουργικό Συμβούλιο, κατά παράβαση των προνοιών του άρθρου 15Α του περί Αποχετευτικών Συστημάτων Νόμου του 1971 (Νόμος 1/71), όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 194/91, οι προσλήψεις που έγιναν με βάση αυτό θα πρέπει να ανακληθούν και αφού εγκριθεί το σχέδιο υπηρεσίας από το Υπουργικό Συμβούλιο οι θέσεις να επαναπροκηρυχθούν."
Σύμφωνα με δήλωση των δικηγόρων της, η αιτήτρια 1 είχε ειδοποιηθεί ότι οι δικηγόροι της θα ζητούσαν άδεια να αποσυρθούν και ότι προς τούτο της είχε δοθεί ο φάκελος της υπόθεσης και είχε πληροφορηθεί ότι η υπόθεση ήταν ορισμένη στις 11/11/95. Η αιτήτρια παρέλειψε να εμφανιστεί στις 11/11/95. Στις 20/2/97 σύμφωνα με πληροφορίες που δόθηκαν από το δικηγορικό γραφείο Τάσου Παπαδόπουλου (που ενεργεί εκ μέρους του β΄ αιτητή) η αιτήτρια παντρεύτηκε και ανεχώρησε για μόνιμη εγκατάσταση στην Αμερική. Διπλοσυστημένη επιστολή που στάληκε από το Πρωτοκολλητείο στις 27/5/97 με την οποία η αιτήτρια ειδοποιείτο ότι η υπόθεση της είχε οριστεί για οδηγίες στις 8/7/97 και ότι η παρουσία της ήταν αναγκαία, επεστράφηκε με την ένδειξη "Gone away". Κάτω από τις περιστάσεις το Δικαστήριο δεν έχει άλλη εκλογή παρά να απορρίψει την αίτηση της για έλλειψη προώθησης της.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής 2 προσβάλλει την εγκυρότητα της απόφασης της 22/4/93 για
(α) Αναρμοδιότητα οργάνου που εξέδωσε την απόφαση,
(β) Κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας για την ανάκληση,
(γ) Πλάνη περί το Νόμο και τα πράγματα,
(δ) Ελλειψη αιτιολογίας.
Οι καθ'ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι η ανάκληση έγινε κατόπιν απόφασης που είχε ληφθεί σύμφωνα με τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα από το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Αγίας Νάπας, που ήταν και το αρμόδιο όργανο, χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση.
(Β) Η νομική πλευρά
Ανάκληση είναι η διοικητική πράξη που καταργεί, για το μέλλον ή αναδρομικά, μια άλλη διοικητική πράξη. Το θέμα της ανάκλησης εξετάστηκε από το Δικαστή Πική στην υπόθεση
Moschovakis v. Cyprus Broadcasting Corporation (1988) 3 C.L.R. 750, όπου υιοθέτησε περιληπτικά τις αρχές όπως αναφέρονται στο "Δίκαιο των Διοικητικών Διαφορών" του Μ. Στασινόπουλου (1951) σ. 230, ως ακολούθως:(1) Η Διοίκηση έχει το δικαίωμα να ανακαλέσει μια προηγούμενη διοικητική πράξη.
(2) Το πιο πάνω δικαίωμα δεν είναι απεριόριστο αλλά υπόκειται στην αρχή ότι η Διοίκηση θα πρέπει να εφαρμόζει τον κανόνα της καλής πίστης και να λαμβάνει υπόψη τη δημιουργία δικαιωμάτων ως αποτέλεσμα της διοικητικής πράξης.
(3) Μια νόμιμη διοικητική πράξη δεν μπορεί να ανακληθεί αν έχουν δημιουργηθεί πραγματικές καταστάσεις που δεν επιτρέπουν την ανατροπή τους.
(4) Μια παράνομη διοικητική πράξη μπορεί να ανακληθεί νοουμένου ότι η ανάκληση γίνεται μέσα σε "εύλογο χρονικό διάστημα".
(5) Τι είναι "εύλογο χρονικό διάστημα" εξαρτάται από τα γεγονότα της κάθε περίπτωσης.
(6) Το κώλυμα του εύλογου χρονικού διαστήματος δεν μπορεί να προβληθεί όταν ο διοικούμενος με τις πράξεις ή παραλείψεις του έχει συνεισφέρει στη δημιουργία της παράνομης πράξης.
Η ανάκληση ενεργεί για το μέλλον, όταν η πράξη που ανακαλείται είναι νόμιμη πράξη και αναδρομικά όταν η πράξη είναι παράνομη. Στην τελευταία περίπτωση η ανάκληση έχει ως αποτέλεσμα την εξ υπαρχής εξαφάνιση της πράξης, δηλαδή αποκαθιστά το διοικούμενο στη νόμιμη θέση που βρισκόταν πριν από την έκδοση της παράνομης πράξης που έχει ανακληθεί. (Α. Τάχος, "Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο", 5η Εκδοση, σ. 460.)
Η ανάκληση μπορεί να αναφέρεται σε νόμιμη διοικητική πράξη ή παράνομη διοικητική πράξη. Ο γενικός κανόνας είναι ότι επιτρέπεται η ανάκληση νόμιμων διοικητικών πράξεων που είναι δυσμενείς για το διοικούμενο. Αντίθετα διοικητικές πράξεις που είναι ευμενείς για το διοικούμενο δεν μπορούν να ανακληθούν ιδιαίτερα αν έχουν δημιουργήσει δικαιώματα ή πραγματικές καταστάσεις.
Κατά γενικό κανόνα επιτρέπεται η ανάκληση παράνομων διοικητικών πράξεων γενικού ή ατομικού περιεχομένου. Παράνομη θεωρείται η πράξη που παραβαίνει κανόνες δικαίου ή εκδίδεται κατόπιν πλάνης περί τα πράγματα (Δαγτόγλου "Γενικό Διοικητικό Δίκαιο", 4η Εκδοση, σ. 320) ή από πράξη που πάσχει από ακυρότητα, που αν προσβληθεί με προσφυγή θα ακυρωθεί (Σπηλιωτόπουλος "Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου", 7η Εκδοση, σ. 181.)
Στην περίπτωση ανάκλησης μιας παράνομης διοικητικής πράξης ο χαρακτήρας της διοικητικής πράξης δεν μπορεί να παραγνωριστεί.
Οταν η πράξη είναι δυσμενής για τον ιδιώτη, η υποχρέωση της Διοίκησης να αποκαταστήσει τη νομιμότητα καταργώντας την παράνομη δυσμενή διοικητική πράξη (απόλυση, απαγόρευση άσκησης επαγγέλματος, επιβολή διοικητικής κύρωσης) συμπίπτει με τα συμφέροντα του ιδιώτη, χωρίς να δημιουργείται πρόβλημα ούτε για τη νομιμότητα της πράξης ούτε για την αναδρομική της ισχύ. Με σχετικές του αποφάσεις το Συμβούλιο Επικρατείας έχει δεχθεί ότι η ανάκληση μπορεί να γίνει έστω και αν ακόμα ο νόμος χαρακτηρίζει την πράξη ως "αμετάκλητη", "οριστική" ή "τελεσίδικη". (Π. Δαγτόγλου
"Γενικό Διοικητικό Δίκαιο", 4η Εκδοση, σ. 322.)Στην περίπτωση όμως μιας παράνομης αλλά ευμενούς για τη Διοίκηση πράξης, (π.χ. διορισμός, παροχή μιας άδειας), δεν μπορεί να επικληθεί η ανάκληση της όταν "από την πάροδο μακρού σχετικώς χρόνου από την έκδοση της δημιουργήθηκε πραγματική κατάσταση τέτοια, που η ακύρωση της να προσκρούει στην αρχή της χρηστής διοίκησης". (Π. Δαγτόγλου "Γενικό Διοικητικό Δίκαιο", 4η Εκδοση, σ. 324.) Αυτό βασίζεται στην αρχή προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη στη διατήρηση των διοικητικών πράξεων, που είναι αναγκαία για την ομαλή λειτουργία μιας δημοκρατικής πολιτείας.
(α) Αναφορικά με την αναρμοδιότητα του οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη ανάκληση είναι η θέση του αιτητή ότι ενώ η απόφαση για το διορισμό του λήφθηκε από το Συμβούλιο Αποχετεύσεων Αγίας Νάπας ως συλλογικό όργανο η ανάκληση του διορισμού έγινε με απόφαση του Επάρχου Αμμοχώστου και όχι του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Αγίας Νάπας. Το γεγονός αυτό υποδηλεί ότι η ανάκληση είναι ελαττωματική γιατί εκδόθηκε από αναρμόδιο όργανο και όχι από εκείνο που εξέδωσε την ανακληθείσα απόφαση.
Η θέση αυτή δεν μπορεί να ευσταθήσει. Υπάρχει σχετική αναφορά στα πρακτικά του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Αγίας Νάπας της 22/11/93 ότι το Συμβούλιο αποφάσισε να αποσταλεί επιστολή στον αιτητή στην οποία θα επισυναπτόταν η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα με την οποία θα επληροφορείτο ότι το Συμβούλιο ήταν αναγκασμένο να τερματίσει τις υπηρεσίες του. Η σχετική επιστολή ανάκλησης του διορισμού που στάληκε στον αιτητή στις 8/12/93, έχει δακτυλογραφηθεί σε κόλλες του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Αγίας Νάπας και υπογράφεται από τον Επαρχο με την ιδιότητα του του Προέδρου του Συμβουλίου Αποχετεύσεων Αγίας Νάπας. Κάτω από τις περιστάσεις δεν μπορώ να αποδεχθώ τον ισχυρισμό ότι η ανάκληση έγινε από αναρμόδιο όργανο.
(β) Αναφορικά με την κακή άσκηση της διακριτικής ευχέρειας για την ανάκληση είναι η θέση του αιτητή ότι η διακριτική ευχέρεια της ανάκλησης εξασκήθηκε λανθασμένα αφού οι καθ'ων η αίτηση παρέλειψαν να λάβουν υπόψη τη σημασία που απέκτησε ο διορισμός, το γεγονός ότι ο αιτητής δεν ευθύνεται για την τυπική παρανομία του διορισμού του και γιατί η ανάκληση δεν θα έπρεπε να ανατρέψει δικαιώματα αστικής και διοικητικής φύσης που δημιουργήθηκαν υπέρ του αιτητή.
Εχει ήδη αναφερθεί ότι η Διοίκηση μπορεί να προβεί στην ανάκληση μιας παράνομης διοικητικής πράξης. Οι λόγοι που επικαλείται ο αιτητής δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση για την ακύρωση της ανάκλησης. Ο διορισμός ήταν παράνομος και η ανάκληση επήλθε μετά πάροδο 7 μηνών. Δεν έχει δοθεί μαρτυρία ότι ο αιτητής έχει επηρεασθεί τόσο δυσμενώς από την ανάκληση ή έχουν επισυμβεί γεγονότα τα οποία θα συνηγορούσαν υπέρ της ακυρότητας της απόφασης για την ανάκληση.
(γ) Σχετικά με την πλάνη περί το Νόμο και τα πράγματα ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η ανάκληση του επίδικου διορισμού δεν ήταν υποχρεωτική για τους καθ'ων η αίτηση, που είχαν την ευχέρεια να ανακαλέσουν το διορισμό αφού ελάμβαναν υπόψη τα κριτήρια της σημασίας που απέκτησε ο διορισμός για τον αιτητή, τα δικαιώματα αστικής και διοικητικής φύσης που απέκτησε και την έλλειψη οποιασδήποτε ευθύνης εκ μέρους του. Η θεώρηση εκ μέρους των καθ'ων η αίτηση ότι ο διορισμός έπρεπε οπωσδήποτε να ανακληθεί είναι παντελώς εσφαλμένη αφού οι γνωματεύσεις που δίνονται ακόμα και από νομικούς της Γενικής Εισαγγελίας δεν έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα.
Η εισήγηση αυτή δεν μπορεί να ευσταθήσει. Το παράνομο του διορισμού δεν αμφισβητείται. Οι καθ'ων η αίτηση δεν είχαν άλλη εκλογή παρά να τερματίσουν την παρανομία που έλαβε χώρα με το διορισμό του αιτητή. Αν η γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα ήταν λανθασμένη, αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει βάση για άλλες διαδικασίες.
(δ) Επιπρόσθετα ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η απόφαση για την ανάκληση είναι εντελώς αναιτιολόγητη αφού βασίστηκε αποκλειστικά στη γνωμάτευση της Γενικής Εισαγγελίας που δεν μπορεί να αποτελέσει αιτιολογία και/ή επαρκή αιτιολογία της προσβαλλόμενης ανάκλησης.
Κατά την άποψη του Δικαστηρίου δεν μπορούσε να υπάρξει καλύτερη και/ή πιο επαρκής αιτιολογία από τη σχετική επιστολή της ανάκλησης που είχε σταλεί στον αιτητή μαζί με τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα που είχε επισυναφθεί. Αυτά τα δύο έγγραφα ήταν αρκετά για να αιτιολογήσουν την πράξη των καθ'ων η αίτηση, όπως αυτή υποστηρίζεται από το υπόλοιπο περιεχόμενο του φακέλου.
Εφόσον κρίθηκε ότι η ανάκληση ήταν δικαιολογημένη εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο είχε γίνει μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Ο προσδιορισμός του τι είναι εύλογο χρονικό διάστημα για την ανάκληση της διοικητικής πράξης δεν είναι εύκολος και η διακύμανση της χρονικής διάρκειας εξαρτάται από τις ειδικές συνθήκες της κάθε περίπτωσης. Μπορεί να λεχθεί ότι όταν ο χαρακτήρας της παρανομίας είναι τόσο έντονος, οι πράξεις δεν μπορούν να καταστούν αμετάκλητες όσος χρόνος και αν παρέλθει.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η διαδικασία καθορισμού του εύλογου χρονικού διαστήματος οδήγησε στην Ελλάδα στην έγκριση του Νόμου 961/68 που καθόρισε ότι ο εύλογος χρόνος μεταξύ της έκδοσης και ανάκλησης μιας πράξης δεν θα είναι βραχύτερος των πέντε χρόνων.
Στην Κύπρο έχει αποφασιστεί ότι μια ανάκληση ταξινόμησης εμπορευμάτων μετά πάροδο 21 μηνών θεωρήθηκε ότι έγινε μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα (A.S. Antoniades and Co. v. Republic (1965) 3 C.L.R. 623), όπως επίσης και μια ανάκληση άδειας εξόρυξης μεταλλεύματος που έγινε 12 μήνες μετά την έκδοση της σχετικής άδειας. (Yiangou v. The Republic (1975) 3 C.L.R. 228.) Στην υπόθεση Ν.Σ. Πισσαρίδης Λτδ. ν. Δημοκρατίας (Προσφυγή Αρ. 493/86 της 28/7/1990) το Δικαστήριο βρήκε ότι μια ανάκληση δασμολογικής απόφασης που έγινε μετά πάροδο 2½ μηνών είχε γίνει μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα σε αντίθεση με μια ανάκληση που έγινε στην ίδια υπόθεση μετά πάροδο 15 μηνών, που κρίθηκε ότι δεν έλαβε χώρα μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα.
Στην παρούσα περίπτωση ο διορισμός είχε γίνει στις 22/4/93 και ο τερματισμός στις 22/11/93. Η πάροδος των 7 μηνών δεν μπορεί να θεωρηθεί ως τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα που θα μπορούσε να επηρεάσει την εγκυρότητα της ανάκλησης.
Συνεπακόλουθα η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 113/94
ΕΝΩΠΙΟΝ: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.
ΜΕΤΑΞΥ:
1. Παναγιώτας Φωτίου, από την Αγ. Νάπα,
2. Κώστα Δημητρίου,
Αιτητών
και
Συμβουλίου Αποχετεύσεων Αγίας Νάπας,
Καθ'ου η αίτηση
--------------------------------
27 Απριλίου 1998
Για τον Αιτητή Αρ. 2: κα Λυκούργου για κ. Τ. Παπαδόπουλο.
Για τους Καθ'ων η αίτηση: κ. Αγ. Σταύρου.
-------------------------
Διαβάζεται η απόφαση και δίδονται αντίγραφα στους δικηγόρους