ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 397/96
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ
:Νίκου Λάρκου, εκ Κοντέας, νυν εις Δρομολαξιά
Αιτητή
- και -
Δημοκρατίας της Κύπρου, μέσω του
Υπουργού Εμπορίου και Βιομηχανίας
Καθ΄ων η αίτηση
_____________
31 Μαρτίου, 1998
Για τον αιτητή : κ. Αντώνης Μιχαηλίδης.
Για τους καθ΄ων η αίτηση : κ. ΄Ακης Παπασάββας, Εισαγγελέας της
Δημοκρατίας εκ μέρους του Γενικού
Εισαγγελέα.
_____________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής κατείχε τη θέση του γραμματέα της ΣΠΕ Κοντέας. Μετά τη διαπίστωση διάφορων ατασθαλιών την 1.5.1987 τέθηκε σε διαθεσιμότητα. Στις 20.11.1987 συστάθηκε από τον ΄Εφορο Συνεργατικών Εταιρειών και Συνεργατικής Ανάπτυξης εξεταστική επιτροπή. Στις 31.12.1987 ο αιτητής υπέβαλε, για προσωπικούς λόγους όπως ο ίδιος αναφέρει στην επιστολή του, παραίτηση. Η Επιτροπή υπέβαλε στις 25.2.1989 την έκθεσή της την οποία ο ΄Εφορος Συνεργατικής Ανάπτυξης διαβίβασε με τις απόψεις του στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας στις 18.3.1989.
΄Υστερα από την πάροδο πολλού χρόνου και συγκεκριμένα στις 25.5.1994 ο δικηγόρος του αιτητή απέστειλε επιστολή στον Υπουργό Εμπορίου και Βιομηχανίας με την οποία εξέφραζε ορισμένες καταγγελίες εναντίον του προσώπου του Εφόρου Συνεργατικής Ανάπτυξης αξιώνοντας την πειθαρχική και ποινική του δίωξη, ισχυριζόμενος την επίδειξη προκατάληψης εις βάρος του πελάτη του. Ο Υπουργός, αφού πήρε τις απόψεις του Εφόρου επί του θέματος, απάντησε με επιστολή του ημερ. 7.7.1994 και απορρίπτοντας τις πιο πάνω κατηγορίες, θεώρησε το θέμα λήξαν. Ο αιτητής επανήλθε στις 11.9.1995 με επιστολή του στον ΄Εφορο παραπονούμενος ότι δεν του δόθηκε η δυνατότητα να εκθέσει τις απόψεις του ενώπιον της εξεταστικής επιτροπής. Ο ΄Εφορος με επιστολή του ημερ. 12.9.1995 τον παρέπεμψε στην επιστολή του Υπουργού ημερ. 7.7.94 και επανέλαβε ότι θεωρεί το θέμα λήξαν.
Στις 27.9.1995 ο αιτητής καταχώρησε με βάση το άρθρο 56(1) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου του 1985, Ν.22/85, ιεραρχική προσφυγή εναντίον της επιστολής του Εφόρου. Το άρθρο προβλέπει ότι οποιοσδήποτε δεν ικανοποιείται από οποιαδήποτε απόφαση του Εφόρου, μπορεί μέσα σε 15 μέρες από της κοινοποίησης της απόφασης αυτής να την προσβάλει στον αρμόδιο υπουργό.
Στις 23.2.1996 ο Υπουργός Εμπορίου και Βιομηχανίας τον πληροφόρησε ότι σύμφωνα με γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας δεν μπορούσε να εξετάσει την προσφυγή του γιατί παρήλθε η προθεσμία των 15 ημερών που προβλέπει το άρθρο 56(1). Στην ίδια επιστολή αναφέρεται επίσης ότι από το περιεχόμενο της ιεραρχικής προσφυγής δεν φαίνεται να προσβάλλεται συγκεκριμένη απόφαση του Εφόρου που να μπορεί να προσβληθεί με ιεραρχική προσφυγή. Εναντίον της απόφασης αυτής ασκήθηκε η παρούσα προσφυγή.
Με την ένσταση εγείρονται διάφορα σημεία καθώς και δύο προδικαστικές ενστάσεις. Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ο αιτητής δεν έχει έννομο συμφέρον διότι ο ίδιος έχει παραιτηθεί από τη θέση του γραμματέα χωρίς καμιά επιφύλαξη. Αναφέρεται επίσης ότι η προσβαλλόμενη επιστολή δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη γιατί ο αιτητής δεν νομιμοποιείται. Ούτε τη μια, ούτε την άλλη ένσταση οι καθ΄ ων η αίτηση αναπτύσσουν ή επεξηγούν. Παρά ταύτα θα τις εξετάσω γιατί άπτονται θεμάτων δημοσίου συμφέροντος τα οποία το Δικαστήριο έχει καθήκον να τα εξετάσει ακόμα και αυτεπάγγελτα.
Νομίζω ότι καμία από τις δύο αυτές ενστάσεις ευσταθεί. Ο αιτητής, ανεξάρτητα του αν έχει παραιτηθεί από τη θέση του γραμματέα, δεν παύει να επηρεάζεται ούτως ή άλλως, από το οποιοδήποτε πόρισμα της εξεταστικής επιτροπής. Αναμφίβολα έχει τουλάχιστον ηθικό συμφέρον το οποίο επηρεάζεται από την οποιαδήποτε απόφαση της επιτροπής. Θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι η πιο πάνω αποδοχή ύπαρξης εννόμου συμφέροντος δεν συνιστά και την εκ μέρους του Δικαστηρίου αποδοχή της οποιασδήποτε θέσης αναφορικά με το χρόνο αμφισβήτησης της απόφασης της εξεταστικής επιτροπής, θέμα το οποίο δεν εγείρεται, αφού η παρούσα υπόθεση στρέφεται εναντίον της νομιμότητας της απόφασης του Υπουργού στην ιεραρχική προσφυγή του αιτητή και όχι της νομιμότητας του πορίσματος της εξεταστικής επιτροπής.
Δεν αντιλαμβάνομαι τι ακριβώς εννοείται με τη θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι η προσβαλλόμενη επιστολή δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη γιατί ο αιτητής δεν νομιμοποιείται. Αν εννοεί ότι η εκτελεστότητα της πράξης συνδέεται με το έννομο συμφέρον, δεν νομίζω ότι το επιχείρημα των καθ΄ ων η αίτηση προωθείται καθ΄ οιονδήποτε τρόπο, γιατί σαφώς εκτελεστότητα της πράξης και έννομο συμφέρον είναι έννοιες που δεν επηρεάζουν η μια την άλλη. Περαιτέρω, αναμφίβολα η οποιαδήποτε απόφαση του Υπουργού σε ιεραρχική προσφυγή που ετέθη ενώπιόν του συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη η οποία υπόκειται στην ακυρωτική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Το κύριο στοιχείο της έννοιας της εκτελεστής πράξης είναι η άμεση παραγωγή εννόμου αποτελέσματος συνισταμένου στη δημιουργία, τροποποίηση ή κατάλυση νομικής κατάστασης, ήτοι δικαιωμάτων και υποχρεώσεων διοικητικού χαρακτήρα των διοικουμένων (βλέπε Δρ. Δημήτρης Γεωργίου ν. Αρχής Ηλεκτρισμού Κύπρου (1995) 3 Α.Α.Δ. 424). Η απόφαση του Υπουργού στην ιεραρχική προσφυγή περιέχει τα πιο πάνω στοιχεία και συνεπώς ο αιτητής έχει κάθε δικαίωμα να την προσβάλει.
Η ιεραρχική προσφυγή του αιτητή απορρίφθηκε γιατί παρήλθε η προθεσμία των 15 ημερών που τίθεται από το νόμο από την κοινοποίηση σ΄ αυτόν της πράξης για την οποία παραπονείται. Η πράξη για την οποία παραπονείται, η επιστολή του Εφόρου Συνεργατικής Ανάπτυξης, φέρει ημερομηνία 12.9
.1995 και στάληκε στον αιτητή στη Δρομολαξιά όπου διαμένει. Η ιεραρχική προσφυγή ασκήθηκε στις 27.9.1995, δεκαπέντε ακριβώς μέρες από την ημερομηνία της απόφασης του Εφόρου. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να δείχνει την ημερομηνία λήψης της επιστολής από τον αιτητή. ΄Οσον ικανές κι΄αν θεωρήσουμε τις ταχυδρομικές υπηρεσίες, δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι η επιστολή ελήφθη στη Δρομολαξιά την ίδια ημέρα της σύνταξής της (βλέπε επίσης το άρθρο (2) του περί Ερμηνείας Νόμου, Κεφ. 1). Χαρακτηριστικό είναι ότι δύο λειτουργοί του Γραφείου του Εφόρου Συνεργατικής Ανάπτυξης έλαβαν γνώση της επιστολής μόλις στις 14.9.1995. Είναι λογικό ότι ο αιτητής που κατοικεί μάλιστα και σε χωριό άλλης επαρχίας να έλαβε γνώση σίγουρα μετά την ημερομηνία που αναφέρει η επιστολή.Για τον πιο πάνω λόγο η απόφαση του Υπουργού θα πρέπει να ακυρωθεί. Εν όψει του γεγονότος ότι η ιεραρχική προσφυγή του αιτητή θα επανεξεταστεί από τον αρμόδιο Υπουργό, θεωρώ ότι δεν θα ήταν σκόπιμο να υπεισέλθω και εξετάσω είτε το δεύτερο λόγο απόρριψης της προσφυγής, δηλαδή τη θέση του Υπουργού ότι δεν φαίνεται να προσβάλλεται συγκεκριμένη απόφαση του Εφόρου με την ιεραρχική προσφυγή, είτε και οποιοδήποτε άλλο σημείο ουσίας που εγείρεται από τον αιτητή.
Η προσφυγή επιτυγχάνει. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Φρ. Νικολαΐδης
Δ.
/ΜΔ