ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 171/96
ΕΝΩΠΙΟΝ
: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ
:Aνδρέα Χαραλάμπους κ.α. ως ο επισυνημμένος
κατάλογος Α
Αιτητών
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Υπουργού ΄Αμυνας
Καθ΄ων η αίτηση
_____________
31 Μαρτίου, 1998
Για τους αιτητές : κα Nικολάου για Παπαχαραλάμπους
& Αγγελίδη.
Για τους καθ΄ων η αίτηση : κ. Α. Μαππουρίδης, Δικηγόρος της
Δημοκρατίας, εκ μέρους του Γενικού
Εισαγγελέα.
Για τα ενδιαφερόμενα μέρη 1 : κ. Ι. Νικολάου για Μαρκίδη & Μαρκίδη και
3, 4, 5, 6, 7 και 8 Σια.
_____________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή αξιώνεται η ακύρωση της προαγωγής αριθμού λοχαγών στο βαθμό του ταγματάρχη. Οι αιτητές και τα ενδιαφερόμενα μέρη κατέχουν το βαθμό του λοχαγού στην Εθνική Φρουρά από τις 15.6.1991. Οι αιτητές διορίστηκαν στη θέση ανθυπολοχαγού το 1981 και 1983,
ενώ τα ενδιαφερόμενα μέρη το 1978 και το 1980. Επειδή οι αιτητές δεν πληρούσαν τις προβλεπόμενες από τις σχετικές διατάξεις των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990, Κ.Δ.Π. 90/90, προϋποθέσεις για κρίση, δεν εδικαιούνταν να κριθούν από το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών κατά την τακτική σύνοδό του για το 1995, αλλά κατά την τακτική σύνοδο για το 1996.Τα ενδιαφερόμενα μέρη έφεραν το βαθμό του λοχαγού από 15.6.1991 και παρ΄ όλο που δεν πληρούσαν τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις για κρίση, κατά τις τακτικές ετήσιες κρίσεις για το 1995, κρίθηκαν από το αρμόδιο για το βαθμό του Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών κατά την τακτική σύνοδό του για το έτος αυτό. Αυτό έγινε κατορθωτό ύστερα από σχετική διαταγή του Υπουργού ΄Αμυνας που λήφθηκε μετά την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ημερ. 31.5.1995, δυνάμει των διατάξεων του Καν. 27(4) των Κανονισμών.
Στη συνέχεια τα ενδιαφερόμενα μέρη επειδή κρίθηκαν προακτέα από το Συμβούλιο Κρίσεων, ύστερα από σχετική απόφαση του Υπουργού ΄Αμυνας ημερ. 13.12.95, προήχθηκαν στο βαθμό του ταγματάρχη από 15.12.1995 σε υφιστάμενες κενές θέσεις.
Ο κυριότερος λόγος που προβάλλεται γιατί τα ενδιαφερόμενα μέρη κρίθηκαν το έτος 1995 αντί το 1996, ήταν γιατί η ανέλιξή τους είχε προηγουμένως επηρεαστεί δυσμενώς σε σχέση με την ανέλιξη άλλων συναδέλφων τους της σειράς τους που κρίθηκαν μέσα στο 1995. ΄Ετσι και δεδομένου ότι υπήρχαν υπηρεσιακές ανάγκες στο βαθμό του ταγματάρχη, υποβλήθηκε από τον Υπουργό πρόταση για εξασφάλιση της έγκρισης του Υπουργικού Συμβουλίου.
Οι αιτητές άνκαι κατείχαν το βαθμό του λοχαγού από την ίδια ημερομηνία με τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν συμπεριλήφθηκαν στις τακτικές ετήσιες κρίσεις των αξιωματικών του 1995 για να κριθούν και αυτοί έκτακτα, γιατί δεν πληρούσαν τις προϋποθέσεις εκείνες για τις οποίες είχε υποβληθεί η πιο πάνω πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου. Είχαν διοριστεί στο Στρατό της Δημοκρατίας σε μεταγενέστερο από τα ενδιαφερόμενα μέρη χρόνο.
Τα ενδιαφερόμενα μέρη ήγειραν προδικαστική ένσταση, σύμφωνα με την οποία ισχυρίζονται ότι οι αιτητές δεν έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλουν την παρούσα προσφυγή γιατί δεν εδικαιούντο ούτως ή άλλως να κριθούν από το Συμβούλιο Κρίσεων για το έτος 1995.
Οι κρίσεις έγιναν κατ΄ εξαίρεση σύμφωνα με τον Κανονισμό 27(1)(4) της Κ.Δ.Π.90/90, ο οποίος προβλέπει ότι σε εξαιρετικές περιστάσεις και όταν το απαιτεί το συμφέρον της υπηρεσίας, ο Υπουργός, μετά από έγκριση του Υπουργικού Συμβουλίου, μπορεί να διατάξει όπως κριθεί κατά την τακτική ή έκτακτη σύνοδο του
Συμβουλίου Κρίσεων και αξιωματικός ο οποίος κατά την ημερομηνία έκδοσης της διαταγής για σύγκληση του Συμβουλίου δεν πληροί τις προϋποθέσεις για κρίση που αναφέρονται στην παράγραφο (1) του Κανονισμού. Είναι η θέση των καθ΄ων η αίτηση ότι εφ΄ όσον οι προαγωγές των ενδιαφερομένων μερών έγιναν κατ΄ εξαίρεση δεν τίθεται θέμα σύγκρισης μεταξύ των αιτητών και των ενδιαφερομένων μερών.Μια από τις προϋποθέσεις που θέτει το ΄Αρθρο 146.2 του Συντάγματος είναι, όπως είναι γνωστό, η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος του αιτητή, στο οποίο να προξενείται υλική ή ηθική βλάβη. Είναι η θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν δημιουργεί οποιανδήποτε βλάβη στους αιτητές γιατί δεν υφίσταται ειδική έννομη σχέση των αιτητών με την πράξη προαγωγής των ενδιαφερομένων μερών. Το θέμα τίθεται και σε σχέση με την αρχαιότητα των υποψηφίων και αναφέρεται ότι σε περίπτωση προαγωγής κατ΄ αρχαιότητα τα ενδιαφερόμενα μέρη θα επροηγούντο εν πάση περιπτώσει, γιατί είναι αρχαιότεροι των αιτητών, αφού διορίστηκαν στο βαθμό του ανθυπολοχαγού σε προγενέστερη ημερομηνία από εκείνη των αιτητών.
Παρ΄ όλον ότι οι αιτητές δεν απάντησαν στην προδικαστική ένσταση, θα προχωρήσω βέβαια να εξετάσω αν έχουν ή όχι έννομο συμφέρον. Για την άσκηση προσφυγής απαιτείται βλάβη από την προσβαλλόμενη πράξη που ο αιτητής έχει υποστεί υπό ορισμένη ιδιότητα που αναγνωρίζεται από τους κανόνες του δικαίου. Η έννοια του συμφέροντος στην περίπτωση της άσκησης της αίτησης ακύρωσης είναι ευρύτερη από την έννοια του νομικού δικαιώματος. Αφορά κάθε νομική ή πραγματική κατάσταση που αναγνωρίζεται από το δίκαιο από την οποία ο αιτητής βάσει ενός ειδικού δεσμού αντλεί ωφέλεια που θίγεται από την προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη, δηλαδή που μεταβλήθηκε ή δεν ρυθμίστηκε με συνέπεια την πρόκληση υλικής ή ηθικής βλάβης σ΄ αυτόν (βλέπε Λουκία Σεργίδου ν. Δήμου Λευκωσίας κ.α., Α.Ε. 1738, ημερ. 27.2.1998
).Ακόμα στην υπόθεση Γεωργίου κ.α. ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2166, ημερ. 28.2.1997, αποφασίστηκε ότι σε περιπτώσεις προαγωγής επ΄ ανδραγαθία, κάθε μέλος της Αστυνομίας που έχει τα προσόντα για προαγωγή, έχει ηθικό συμφέρον να προσβάλει την απόφαση. Το συμφέρον του πηγάζει από την παράκαμψη της διαδικασίας για τις προαγωγές μελών της τάξης όπου υπηρετεί, που επηρεάζει αφ΄ ενός την υπηρεσιακή του κατάσταση και αφ΄ ετέρου τη λειτουργία του σώματος (βλέπε επίσης
Petrakis Panayides v. Republic (1973) 3 C.L.R. 378).Στην παρούσα υπόθεση πιστεύω ότι οι αιτητές είχαν έννομο συμφέρον να προσφύγουν αφού επηρεάζεται άμεσα η υπηρεσιακή τους κατάσταση. Ο βαθμός του ταγματάρχη είναι σύμφωνα με τον Καν. 3(2) των Κανονισμών ο αμέσως επόμενος βαθμός και οι αιτητές ασφαλώς επηρεάζονται από την κατ΄ εξαίρεση κρίση ομόβαθμου τους. Εξ άλλου, ο κάθε αξιωματικός μπορεί, σύμφωνα με τους σχετικούς Κανονισμούς, να προαχθεί εκτός "κατ΄ αρχαιότητα" και "κατ΄ εκλογή" και η προαγωγή των ενδιαφερομένων μερών σαφώς επηρεάζει τη δυνατότητα αυτή των αιτητών. ΄Ετσι εν όψει όλων των πιο πάνω καταλήγω ότι οι αιτητές έχουν έννομο συμφέρον και η προδικαστική ένσταση θα πρέπει να απορριφθεί.
Οι αιτητές επικαλούνται βασικά τους ακόλουθους ισχυρισμούς: Προβάλλουν το επιχείρημα ότι η δοθείσα από το Υπουργικό Συμβούλιο έγκριση είναι αναιτιολόγητη, ότι η επίδικη απόφαση είναι αποτέλεσμα πλάνης περί το νόμο, αφού ερμήνευσε λανθασμένα την πρόνοια για εξαιρετικές περιστάσεις, όπως
αυτή συναντάται στο κείμενο του Κανονισμού 27 και τέλος ότι ο Καν. 27(4) παραβιάζει την αρχή της ισότητας που θέτει το ΄Αρθρο 28 του Συντάγματος.Δεν συμφωνώ με το πρώτο επιχείρημα των αιτητών. Της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου προηγήθηκε πρόταση του Υπουργού ΄Αμυνας στην οποία με μεγάλη λεπτομέρεια και σε τρεις συνολικά σελίδες εξηγείται η πρόταση και δίδεται σαφής αιτιολογία. Στο τέλος της πρότασης αναφέρεται ότι η πρόταση συζητήθηκε και εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο και εν όψει της έγκρισης του Υπουργικού Συμβουλίου διατάσσεται όπως τα ενδιαφερόμενα μέρη κριθούν κατά την τακτική σύνοδο του Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών για το 1995. Το γεγονός ότι στο πρακτικό αναφέρεται απλώς ότι η πρόταση συζητήθηκε και εγκρίθηκε από το Υπουργικό Συμβούλιο δεν σημαίνει ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου δεν είναι αιτιολογημένη. Η αιτιολογία της πράξης εμφαίνεται, με μεγάλη μάλιστα λεπτομέρεια στην πρόταση του Υπουργείου ΄Αμυνας προς το Υπουργικό Συμβούλιο. Από τη διατύπωση που χρησιμοποιήθηκε φαίνεται
ότι η ουσία της πρότασης εξετάστηκε και το Υπουργικό Συμβούλιο κατέληξε στην απόφασή του που αιτιολογείται από το κείμενο της πρότασης (βλέπε σχετικά και Δημοτικό Συμβούλιο Λάρνακας κ.α. ν. Mobil Oil (Cyprus) Ltd κ.α., A.E.1436, ημερ. 11.7.1996).Εξ άλλου είναι γνωστή και η αρχή ότι η αιτιολογία μπορεί να συναχθεί ακόμα και από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλλου. Εξέταση του φακέλλου δείχνει ότι η εισήγηση του Υπουργείου ΄Αμυνας περιέχει επαρκή δικαιολογία. Ακόμα μπορεί να λεχθεί ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, αποκτά νόημα μόνο αν διαβαστεί σε συνάρτηση ακριβώς με την πρόταση του Υπουργείου.
Θα προχωρήσω στη συνέχεια να εξετάσω κατά πόσο ο ισχυρισμός των αιτητών ότι τόσο το Υπουργικό Συμβούλιο όσο και ο Υπουργός ΄Αμυνας ενήργησαν κάτω από πλάνη περί το νόμο αφού έκριναν λανθασμένα ότι η περίπτωση των ενδιαφερομένων μερών συνιστά εξαιρετική περίσταση όπως προβλέπεται από τον Καν. 27(1)(4).
Στην πρόταση προς το Υπουργικό Συμβούλιο αναφέρεται ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη κατείχαν το βαθμό του λοχαγού από 15.6.1991 και δεν συμπλήρωναν μέχρι την 31.12.1995 τον καθοριζόμενο ελάχιστο χρόνο παραμονής στο βαθμό τους για να δικαιούνται κρίσης μέσα στο 1995. ΄Εκρινε ότι η κατ΄ εξαίρεση κρίση τους, λόγω εξαιρετικών περιστάσεων ήταν δικαιολογημένη, γιατί τα ενδιαφερόμενα μέρη μαζί με άλλα πρόσωπα, είχαν διοριστεί με απ΄ ευθείας διορισμό ως ανθυπολοχαγοί, οι τρεις απ΄ αυτούς το 1978, οι δε υπόλοιποι το 1980.
΄Ολοι οι αξιωματικοί της σειράς του 1978, εκτός των τριών ενδιαφερομένων μερών και τριών που έχουν εν τω μεταξύ παραιτηθεί, κρίθηκαν κατά την τακτική σύνοδο του Συμβουλίου Κρίσεων Αξιωματικών που έγινε το 1994 και προήχθηκαν στο βαθμό του ταγματάρχη χωρίς να συμπληρώνουν τον ελάχιστο χρόνο παραμονής στο βαθμό του λοχαγού, αφού είχαν υπηρεσία μόνο τέσσερα χρόνια αντί πέντε που είναι η κανονική. Αυτό έγινε επειδή είχε καθυστερήσει η ανέλιξή τους από το βαθμό του υπολοχαγού στο βαθμό του λοχαγού, γιατί παρέμειναν οκτώ χρόνια στο βαθμό του υπολοχαγού, ενώ καθοριζόμενος ελάχιστος χρόνος παραμονής είναι τέσσερα χρόνια.
Τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν τότε μόνο τρία χρόνια παραμονής στο βαθμό του λοχαγού και έτσι δεν κρίθηκε σκόπιμο να συμπεριληφθούν στις κρίσεις του 1994. ΄Ολοι οι αξιωματικοί της σειράς του 1980 εκτός των έξι ενδιαφερομένων μερών, καθώς και οι αξιωματικοί της τάξης του 1982 είχαν κανονική ανέλιξη.
Τα ενδιαφερόμενα μέρη δεν είχαν την ίδια ανέλιξη με τους άλλους συναδέλφους της σειράς τους, γιατί το 1985 που κρίθηκαν ως ανθυπολοχαγοί και εδικαιούνταν να προαχθούν στο βαθμό του υπολοχαγού, δεν υπήρχαν αρκετές κενές θέσεις. Κατά το 1986 που εδικαιούνταν και πάλι να κριθούν δεν έγιναν κρίσεις και κατά συνέπεια, ούτε προαγωγές.
Τα έξι ενδιαφερόμενα μέρη τελικά προήχθηκαν σε υπολοχαγούς το 1987 και σε λοχαγούς το 1991 και γι΄ αυτό δεν πληρούσαν τις προβλεπόμενες προϋποθέσεις για κρίσεις μέσα στο 1995 ούτως ώστε να μπορούν έτσι να κριθούν μαζί με τους υπόλοιπους συναδέλφους της σειράς τους. Η πρόταση του Υπουργείου ΄Αμυνας καταλήγει ότι όπως προκύπτει από τα πιο πάνω στοιχεία η ανέλιξη των συγκεκριμένων
αξιωματικών επηρεάστηκε δυσμενώς και δεδομένου ότι υπήρχαν υπηρεσιακές ανάγκες στο βαθμό του ταγματάρχη, υποβλήθηκε η πρόταση για κρίση τους κατά την τακτική σύνοδο του έτους 1995.Δεν νομίζω ότι οι πιο πάνω περιστάσεις όπως περιγράφονται από τη σχετική πρόταση του Υπουργείου ΄Αμυνας συνιστούν εξαιρετικές περιστάσεις που δικαιολογούν την κατ΄ εξαίρεση κρίση των ενδιαφερόμενων μερών. Εξαιρετικές περιστάσεις μπορούν να περιγραφούν περιστάσεις όταν είναι έξω από το σύνηθες, ξεχωριστές, έκτακτες, μοναδικές. Το ότι δεν έγιναν κρίσεις σε συγκεκριμένες χρονιές δεν συνιστά εξαιρετική περίσταση. Εξ άλλου δεν είναι ασφαλώς υποχρεωτικό να γίνονται κρίσεις σε ετήσια βάση.
Η πρόνοια του Καν.27(1)(4) συνιστά εξαιρετικό μέτρο το οποίο πρέπει να ασκείται σπάνια και μόνο όταν το απαιτεί το συμφέρον της υπηρεσίας. Οποιαδήποτε παράκαμψη της συνήθους και νόμιμης διαδιακασίας, ιδιαίτερα όσον αφορά προαγωγές μελών της συγκεκριμένης τάξης, σαφώς επηρεάζει την υπηρεσιακή κατάσταση και επεμβαίνει στην κανονική λειτουργία του σώματος. ΄Ετσι θεωρώ ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου ελήφθη κάτω από πλάνη περί το νόμο, αναφορικά με την έννοια των εξαιρετικών περιστάσεων και συνεπώς θα πρέπει να ακυρωθεί.
Εν όψει όλων των πιο πάνω η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται με έξοδα εναντίον των καθ΄ ων η αίτηση όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Φρ. Νικολαΐδης
Δ.
/ΜΔ