ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 580/96 και 608/96
Ενώπιον
: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με τα ΄Αρθρα 146 και 28 του Συντάγματος
Υπόθεση Αρ. 580/96
Μεταξύ:-
Ανδρέα Χριστοδούλου από τη Λεμεσό
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
Καθ΄ ων η Αίτηση
_ _ _ _ _ _ _ _
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Υπόθεση Αρ. 608
/96Μεταξύ
:-Χαράλαμπου Ηλιάδη, από τη Λάρνακα
Αιτητή
και
1. Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας
2. Κυπριακής Δημοκρατίας δια του Γενικού Εισαγγελέως
Καθ΄ ων η Αίτηση
_ _ _ _ _ _ _ _
27 Φεβρουαρίου, 1998
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ
Για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 580/96: Κος. Α.Σ. Αγγελίδης.
Για τον Αιτητή στην Υπόθεση Αρ. 608/96: Κος. Ν. Γιαπανάς.
Για τους Καθ΄ ων η Αίτηση: Κα. Λ. Κουρσουμπά, Εισαγγελέας της
Δημοκρατίας.
_ _ _ _ _ _ _ _
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με τις προσφυγές, που συνεκδικάστηκαν λόγω ταυτότητας πραγματικού και νομικού υπόβαθρου, ο μεν αιτητής στην Προσφυγή Αρ. 580/96 επιδιώκει την ακύρωση της απόφασης της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (η Επιτροπή), που δημοσιεύθηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας την 31/5/1996, με την οποία προήχθη στη μόνιμη θέση Διοικητικού Λειτουργού Α΄ η Χριστίνα Ροδοσθένους, αντί αυτού, ο δε αιτητής στην Προσφυγή Αρ. 608/96 επιδιώκει την ακύρωση της ίδιας απόφασης με την οποία προήχθησαν στην ίδια θέση, πέραν της Χριστίνας Ροδοσθένους, και οι Λοϊζος Σκουρίδης, Χρυσόστομος Κατσιαμπίρτας, Μαίρη Παπακυριακού-Παπαδοπούλου, ΄Αννυ Σιακαλλή και Ανδρέας Θεοδοσίου, αντί αυτού.
Η μόνιμη θέση Διοικητικού Λειτουργού Α΄, Γενικό Διοικητικό Προσωπικό, Γενικές Κατηγορίες Προσωπικού, είναι θέση προαγωγής.
Με επιστολή του ημερομηνίας 6/3/1996 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Οικονομικών ζήτησε από την Επιτροπή την πλήρωση έξι κενών θέσεων. Ακολούθως η Επιτροπή αποφάσισε να προχωρήσει στην πλήρωση των θέσεων αφού πρώτα ακούσει τις απόψεις του προϊσταμένου του Τμήματος, στην προκείμενη περίπτωση, του Διευθυντή της Υπηρεσίας Δημοσίας Διοικήσεως και Προσωπικού (ο Διευθυντής). Στη συνεδρίαση της Επιτροπής της 28/3/1996 ο Διευθυντής σύστησε για προαγωγή τα έξι ενδιαφερόμενα μέρη και, στη συνέχεια, μετά που αυτός αποχώρησε, η Επιτροπή προχώρησε στη γενική αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων. Αφού εξέτασε όλα τα ουσιώδη στοιχεία από το φάκελο πλήρωσης των θέσεων και από τους Προσωπικούς Φακέλους και τους Υπηρεσιακούς Φακέλους των υποψηφίων και αφού, επίσης, έλαβε υπ΄ όψη τις συστάσεις του Διευθυντή, η Επιτροπή κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι συστηθέντες υπερείχαν των άλλων υποψηφίων με βάση το σύνολο των καθιερωμένων κριτηρίων (αξία, προσόντα, αρχαιότητα) και αποφάσισε να τους προσφέρει προαγωγή ως τους πλέον κατάλληλους.
Σύσταση του Διευθυντή αναφορικά με την Χρ. Ροδοσθένους
Το μεγαλύτερο βάρος της επιχειρηματολογίας των συνηγόρων των δύο αιτητών έχει επικεντρωθεί στη σύσταση του Διευθυντή η οποία προσβάλλεται ως αντίθετη προς τα στοιχεία των Υπηρεσιακών Φακέλων και, παράλληλα, ως αναιτιολόγητη. Την παραθέτω αυτούσια στο βαθμό που σχετίζεται με τους αιτητές και, ιδιαίτερα, το ενδιαφερόμενο μέρος Χριστίνα Ροδοσθένους.
"Για την πλήρωση των έξι κενών θέσεων Διοικητικού Λειτουργού Α΄, έχω μελετήσει και αξιολογήσει το σύνολο των ουσιωδών στοιχείων των υποψηφίων, έχοντας υπ΄ όψη τα καθιερωμένα κριτήρια προαγωγής, δηλαδή αξία, προσόντα και αρχαιότητα, και συστήνω τους ακόλουθους υποψηφίους:
1. Ροδοσθένους Χριστίνα
2. Κατσιαμπίρτα Χρυσόστομο
3. Παπαδοπούλου Μαίρη
4. Σκουρίδη Λοϊζο
5. Θεοδοσίου Ανδρέα
6. Σιακαλλή ΄Αννυ.
Επειδή η αξία των υποψηφίων, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται στις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις, αναφέρεται στην εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης που κατείχαν, δηλαδή εκείνης του Διοικητικού Λειτουργού, έλαβα σοβαρά υπόψη μου και τις δυνατότητές τους να αναλάβουν ψηλότερου επιπέδου ευθύνες και να εκτελέσουν με επάρκεια τα καθήκοντα της θέσης Διοικητικού Λειτουργού Α΄.
Η γνώμη μου για τη συγκριτική αξία των υποψηφίων στηρίζεται όχι μόνο στις Εμπιστευτικές/Υπηρεσιακές Εκθέσεις και τα λοιπά στοιχεία των Φακέλων, αλλά και σε προσωπική αντίληψη και τις εντυπώσεις που προσωπικά ή μέσω αρμόδιων λειτουργών της Υπηρεσίας μου έχω αποκομίσει από επαφές με τους ίδιους τους υπαλλήλους ή/και με τους προϊσταμένους τους.
Αναφέρω σχετικά ότι η θέση Διοικητικού Λειτουργού Α΄ βρίσκεται στο μεσοδιευθυντικό επίπεδο, σύμφωνα δε με το Σχέδιο Υπηρεσίας οι κάτοχοι αυτής της θέσης εκτελούν διοικητικά καθήκοντα συνήθως ως υπεύθυνοι κλάδων εργασίας σε Υπουργεία, Τμήματα ή άλλες υπηρεσίες ή, σε περίπτωση τοποθέτησής τους στην Επαρχιακή Διοίκηση, αναλαμβάνουν ευθύνες Επαρχιακού Επόπτη.
Σημειώνω επίσης ότι τα μέλη του Γενικού Διοικητικού Προσωπικού είναι διασκορπισμένα σε πολλές υπηρεσίες και αξιολογούνται από διάφορους προϊσταμένους με διαφορετικό μέτρο κρίσης στο θέμα της αξιολόγησης. Συνεπώς, με τη συνεκτίμηση όλων όσων έχω αναφέρει, καθίσταται δυνατή η εξασφάλιση κοινού μέτρου κρίσης και σύγκρισης γι΄ αυτούς.
Αναφορικά με τις προσωπικές ιδιότητες των υποψηφίων σε συσχετισμό με τις απαιτήσεις της εργασίας στο επίπεδο του Διοικητικού Λειτουργού Α΄, βεβαιώ ότι οι υποψήφιοι που συστήνονται κατέχουν όλα τα αναγκαία προσόντα. ΄Οσον αφορά τα υπόλοιπα κριτήρια προαγωγής δηλώνω ότι στη διαμόρφωση των συστάσεων μου έλαβα δεόντως υπ΄ όψη και τα προσόντα των υποψηφίων έστω και αν αυτά δεν απαιτούνται από το Σχέδιο Υπηρεσίας καθώς και την αρχαιότητα, στοιχεία που είναι λεπτομερώς καταγραμμένα στους Φακέλους των υποψηφίων. Οι συστηνόμενοι, εκτός της Ροδοσθένους Χριστίνας, έπονται σε αρχαιότητα των Σκορδή Αντώνιου, Φυλακτού Ανδρέα, Μηλιατού Ιωάννη και Γωγάκη Παναγιώτη - οι Σκουρίδης, Θεοδοσίου και Σιακαλλή έπονται και του Χριστοδούλου Ανδρέα - αλλά υπερέχουν αυτών σε αξία, όπως αυτή συνεκτιμάται από τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις στο σύνολό τους και από την εικόνα της γενικής απόδοσης και προσφοράς των υπαλλήλων που προκύπτει μέσα από τη διαδικασία της διερεύνησης για τον καθένα από αυτούς. Επίσης, σημειώνω ότι η συστηνόμενη Σιακαλλή έπεται σε αρχαιότητα και άλλων υποψηφίων λόγω της ημερομηνίας γέννησης, αλλά το στοιχείο αυτό έχει πολύ περιορισμένη σημασία.
Με βάση τα πιο πάνω στοιχεία και δεδομένα κρίνω ότι οι έξι υποψήφιοι που συστήνονται υπερτερούν επί του συνόλου των κριτηρίων έναντι των άλλων υποψηφίων, γι΄ αυτό και τους θεωρώ ως τους πιο κατάλληλους για προαγωγή. Παραθέτω πιο κάτω στοιχεία, πληροφορίες και εκτιμήσεις για τον καθένα από αυτούς, προς αιτιολόγηση των συστάσεων μου.
Η Ροδοσθένους Χριστίνα είναι μεθοδική, απόλυτα συνεργάσιμη και διαθέτει προθυμία ανάληψης ευθυνών. Διακρίνεται από ευθυκρισία και εκτελεί τα καθήκοντά της με ζήλο και αφοσίωση. Υπερέχει όλων σε αρχαιότητα και παρουσιάζει σημαντική βελτίωση στη γενική απόδοση και προσφορά της κατά τα τελευταία έτη. Είναι τοποθετημένη στο Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας."
Ο αιτητής Ανδρέας Χριστοδούλου (Προσφυγή Αρ. 580/96) διορίσθηκε στην προσωρινή θέση Διοικητικού Λειτουργού στις 16/5/1977, και στη μόνιμη θέση Διοικητικού Λειτουργού 3ης Τάξης στις 15/3/1978 (ο τίτλος της θέσης Διοικητικός Λειτουργός 3ης Τάξης αντικαταστάθηκε με τον τίτλο "Διοικητικός Λειτουργός" από την 1/1/1981). Ο αιτητής Χαράλαμπος Ηλιάδης (Προσφυγή Αρ. 608/96) διορίσθηκε προσωρινά στη θέση Διοικητικού Λειτουργού 3ης Τάξης στις 2/5/1978, και στη μόνιμη θέση Διοικητικού Λειτουργού την 1/6/1983. Το ενδιαφερόμενο μέρος και στις δύο προσφυγές Χριστίνα Ροδοσθένους διορίσθηκε στην προσωρινή θέση Επιμελητή (Ινστιτούτο Εκπαιδεύσεως Προσωπικού Ξενοδοχείων και Επισιστικής Βιομηχανίας) στις 15/11/1977, με μισθό ψηλότερο από το μισθό του Ανδρέα Χριστοδούλου, (ο τίτλος της θέσης άλλαξε σε "Διοικητικό Λειτουργό, Γενικό Διοικητικό Προσωπικό" στις 29/7/1981), και στη μόνιμη θέση Διοικητικού Λειτουργού την 1/6/1983.
Απ΄ όλα τα πιο πάνω συνάγεται το συμπέρασμα ότι η Χριστίνα Ροδοσθένους υπερέχει ελαφρά των αιτητών αναφορικά με το στοιχείο της αρχαιότητας.
Το ίδιο, όμως, δεν συμβαίνει αναφορικά με το στοιχείο της αξίας.
Ο αιτητής Ανδρέας Χριστοδούλου έχει βαθμολογία εννέα "εξαίρετος" και τρία "λίαν καλός" για το 1989, έξι "εξαίρετος" και δύο "πολύ ικανοποιητικά" για το 1990, επτά "εξαίρετος" και ένα "πολύ ικανοποιητικά" για το 1991, και οκτώ "εξαίρετος" για το 1992, 1993 και 1994. Ο αιτητής Χαράλαμπος Ηλιάδης έχει δώδεκα "εξαίρετος" για το 1989, οκτώ "πολύ ικανοποιητικά" για το 1990, έξι "εξαίρετος" και δύο "πολύ ικανοποιητικά" για το 1991, και για τα έτη 1992, 1993 και 1994 οκτώ "εξαίρετος". Το ενδιαφερόμενο μέρος Χριστίνα Ροδοσθένους έχει επτά "εξαίρετος", πέντε "λίαν καλός" για το 1989, δύο "εξαίρετος", τέσσερα "πολύ ικανοποιητικά" και δύο "ικανοποιητικά" για το 1990, δύο "εξαίρετος", τέσσερα "πολύ ικανοποιητικά" και δύο "ικανοποιητικά" για το 1991, επτά "εξαίρετος" και ένα "πολύ ικανοποιητικά" για το 1992, οκτώ "εξαίρετος" για το 1993 και επτά "εξαίρετος" και ένα "πολύ ικανοποιητικά" για το 1994.
Από τη σύγκριση της βαθμολογίας στις Υπηρεσιακές Εκθέσεις προκύπτει αβίαστα ότι οι αιτητές στις δύο προσφυγές υπερείχαν κατά πολύ του ενδιαφερομένου μέρους Χριστίνας Ροδοσθένους αναφορικά με το στοιχείο της αξίας, όπως αυτή αντικατοπτρίζεται μέσα από τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις. Δεν μου διαφεύγει βέβαια το γεγονός ότι οι Υπηρεσιακές Εκθέσεις ετοιμάστηκαν από διαφορετικούς προϊσταμένους επειδή οι υποψήφιοι υπηρετούσαν σε πολλές και διαφορετικές υπηρεσίες. ΄Οπως όμως ορθά παρατηρεί ο Δικαστής Νικήτας στις Προσφυγές Αρ. 135/84, 173/94 και 174/84 - Ανδρέας Παπαδόπουλος & ΄Αλλοι ν. Ε.Δ.Υ. [απόφαση ημερ. 19/4/1989]:-
"Παρόλο που οι εκθέσεις που καταρτίζουν διαφορετικοί λειτουργοί δεν έχουν την ίδια βαρύτητα με εκείνες που ετοιμάζονται από τους ίδιους λειτουργούς, εντούτοις παραμένουν ένας αξιόπιστος δείκτης της υπηρεσιακής ικανότητας των υποψηφίων."
Ευρίσκω ότι η σύσταση του Διευθυντή υπέρ του ενδιαφερομένου μέρους Χριστίνας Ροδοσθένους βρίσκεται, έναντι των αιτητών, σε χτυπητή αντίθεση με το περιεχόμενο των Υπηρεσιακών Φακέλων αναφορικά με το στοιχείο της αξίας. Η αντίθεση αυτή καθιστά τη σύσταση αναιτιολόγητη, αν ληφθεί υπ΄ όψη και το γεγονός ότι, από πλευράς προσόντων, οι αιτητές και το ενδιαφερόμενο μέρος παρουσιάζονται ίσοι (βλέπε, μεταξύ άλλων, τις πρόσφατες αποφάσεις στις Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 895/96 και 913/96 - Παναγιώτης Κουτσουπίδης και ΄Αλλη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας [απόφαση ημερ. 27/11/1997], Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις Αρ. 38/97 και 39/97 - Ανδρέας Ιακωβίδης και ΄Αλλος ν. Κυπριακής Δημοκρατίας [απόφαση ημερ. 29/1/1998] και Υπόθεση Αρ. 990/96 - Φρειδερίκης Κουτσαβάκη ν. Κυπριακής Δημοκρατίας [απόφαση ημερ. 30/1/1998]).
΄Ερχομαι τώρα στους λόγους ακυρώσεως που προβάλλονται από το συνήγορο του αιτητή Χαράλαμπου Ηλιάδη αναφορικά με την προαγωγή των πέντε άλλων ενδιαφερομένων μερών, πλην, δηλαδή, της Χριστίνας Ροδοσθένους. Οι λόγοι αυτοί μπορούν να επικεντρωθούν στις θέσεις ότι ο αιτητής υπερέχει έκδηλα των πέντε ενδιαφερομένων μερών, ότι οι συστάσεις του Διευθυντή πάσχουν διότι παραγνωρίζουν την αρχαιότητα και την αξία του αιτητή και ότι η τελική απόφαση της Επιτροπής είναι αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα ενώ, ταυτόχρονα, δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
΄Εκδηλη Υπεροχή
Από τη μελέτη των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων Υπηρεσιακών Εκθέσεων του αιτητή και των ενδιαφερομένων μερών προκύπτουν τα ακόλουθα:-
(α) Αναφορικά με το στοιχείο της αρχαιότητας, ο αιτητής διορίστηκε προσωρινά στη θέση Διοικητικού Λειτουργού 3ης Τάξης στις 2/5/1978 (ο τίτλος της θέσης αντικαταστάθηκε με τον τίτλο "Διοικητικός Λειτουργός" από την 1/1/1981). Από την 1/6/1983 διορίσθηκε στη μόνιμη θέση Διοικητικού Λειτουργού. Το ενδιαφερόμενο μέρος Λοϊζος Σκουρίδης διορίσθηκε στη μόνιμη θέση Διοικητικού Λειτουργού 3ης Τάξης, στις 2/5/1978, η Μαίρη Παπακυριακού-Παπαδοπούλου διορίσθηκε στην ίδια θέση στις 15/3/1978. Το ίδιο ο Χρυσόστομος Κατσιαμπίρτας. Η ΄Αννυ Σιακαλλή διορίσθηκε στη μόνιμη θέση Διοικητικού Λειτουργού 3ης Τάξης στις 2/5/1978, και ο Ανδρέας Θεοδοσίου διορίσθηκε στην προσωρινή θέση Διοικητικού Λειτουργού 3ης Τάξης την 2/5/1978 και στη μόνιμη θέση Διοικητικού Λειτουργού την 1/6/1983.
Η ισχυριζόμενη υπεροχή του αιτητή αναφορικά με το στοιχείο της αρχαιότητας δεν είναι ορθή. Η υπηρεσία του με βάση σύμβαση απασχόλησης, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται στη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του, δεν προσμετρά προς το σκοπό υπολογισμού της αρχαιότητας. Το θέμα ρυθμίζεται από το άρθρο 49(1) των Περί Δημοσίας Υπηρεσίας Νόμων 1990 έως 1997. Σύμφωνα με το άρθρο, για σκοπούς αρχαιότητας, η υπηρεσία του αιτητή αρχίζει στις 2/5/1978. Είναι αρχαιότερος από μερικά των ενδιαφερομένων μερών απλώς και μόνο λόγω του ότι είναι μεγαλύτερος στην ηλικία. Η αρχαιότητα, όμως, δεν είναι το αποφασιστικό κριτήριο. Υπερισχύει μόνο όταν τα άλλα δύο κριτήρια (αξία, προσόντα) είναι ίσα, πράγμα που, όπως θα δούμε αμέσως πιο κάτω, δεν συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση (βλέπε, μεταξύ άλλων,
Karageorghis v. Republic (1982) 3 C.L.R. 435, Smyrnios v. Republic (1983) 3 C.L.R. 124, Τokkas v. Republic (1983) 3 C.L.R. 361, Constantinou v. Republic (1983) 3 Α.Α.Δ. 136, Γεώργιος Λυώνας και άλλοι ν. Δημοκρατίας, [Υποθέσεις Αρ. 683/88, 703/88, 706/88, απόφαση Ολομέλειας ημερ. 14/6/1990, σελ. 6]).(β) Αναφορικά με το στοιχείο της αξίας, ο αιτητής έχει την ακόλουθη βαθμολογία στις εμπιστευτικές του εκθέσεις. Για το 1989 δώδεκα "εξαίρετος", για το 1990 οκτώ "πολύ ικανοποιητικά", για το 1991 έξι "εξαίρετος" και δύο "πολύ ικανοποιητικά", και για τα έτη 1992, 1993, 1994 οκτώ "εξαίρετος". Το ενδιαφερόμενο μέρος Σκουρίδης έχει βαθμολογία για το 1989 δώδεκα "εξαίρετος", για το 1990 τέσσερα "εξαίρετος" και τέσσερα "πολύ ικανοποιητικά", για το 1991 έξι "εξαίρετος" και δύο "πολύ ικανοποιητικά", και για το 1992, 1993 και 1994 οκτώ "εξαίρετος". Η Παπακυριακού-Παπαδοπούλου έχει για το 1989 δέκα "εξαίρετος" και δύο "λίαν καλός", για το 1990 επτά "εξαίρετος" και ένα "πολύ ικανοποιητικά", για το 1991 επτά "εξαίρετος" και ένα "πολύ ικανοποιητικά", και για το 1992, 1993 και 1994 οκτώ "εξαίρετος". Ο Κατσιαμπίρτας έχει για το 1989 επτά "εξαίρετος" και πέντε "λίαν καλός", για το 1990 έξι "εξαίρετος" και δύο "πολύ ικανοποιητικά", για το 1991 επτά "εξαίρετος" και ένα "πολύ ικανοποιητικά, και για το 19
92, 1993 και 1994 οκτώ "εξαίρετος". Η Σιακαλλή έχει για το 1989 δώδεκα "εξαίρετος", για το 1990, 1991, 1992, 1993 και 1994 οκτώ "εξαίρετος". Τέλος, ο Θεοδοσίου έχει για το 1989 δέκα "εξαίρετος" και δύο "λίαν καλός", για το 1990 ένα "εξαίρετος" και επτά "πολύ ικανοποιητικά", για το 1991 πέντε "εξαίρετος" και τρία "πολύ ικανοποιητικά", και για το 1992, 1993 και 1994 οκτώ "εξαίρετος".΄Οπως έχω ήδη σημειώσει, τα τρία ενδιαφερόμενα μέρη, πέραν του ότι, όπως προκύπτει από τα πιο πάνω, είχαν πρόδηλα καλύτερες Υπηρεσιακές Εκθέσεις, παράλληλα είχαν υπέρ τους και τη σύσταση του Διευθυντή.
Ο ισχυρισμός του αιτητή ότι από το 1983 έως το 1995 ασκούσε καθήκοντα Διοικητικού Λειτουργού Α΄ ήταν ενώπιον της Επιτροπής και, επομένως, πρέπει να θεωρηθεί ότι περιήλθε σε γνώση της αν και τούτο δεν διαφοροποιεί τα πράγματα. Η άσκηση των καθηκόντων ψηλότερης θέσης, ακόμα και σε περίπτωση αναπληρωματικού διορισμού, δεν δίδει προβάδισμα ή πλεονέκτημα στον υποψήφιο που ασκεί αυτά τα καθήκοντα.
Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου όταν η Επιτροπή επιλέγει ένα υποψήφιο για προαγωγή στη βάση της σύγκρισης του με άλλους δεν είναι υπόχρεη, για να δικαιολογήσει την απόφασή της, να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτός που επέλεξε υπερέχει έκδηλα των υπολοίπων. Ο αιτητής, όμως, που προσφεύγει στο Δικαστήριο, για να πετύχει στην προσφυγή του, πρέπει να αποδείξει "έκδηλη υπεροχή" έναντι των ενδιαφερομένων μερών γιατί τότε μόνο θεωρείται ότι η αρμόδια για τις προαγωγές αρχή έχει υπερβεί τα ακραία όρια της διακριτικής εξουσίας που της παρέχει ο νόμος ώστε να δικαιολογείται η επέμβαση του Δικαστηρίου με το δικαιολογητικό ότι υπήρξε υπέρβαση εξουσίας. Η φράση "έκδηλη υπεροχή" υποδηλοί ότι η υπεροχή του υποψηφίου πρέπει να είναι αυταπόδεικτη και προφανής. Πρέπει να είναι τέτοιας φύσεως που
να αναδύεται από κάθε άποψη από τη συνδυασμένη θεώρηση της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητας των όσων συναγωνίζονται για προαγωγή. Με άλλα λόγια, η υπεροχή πρέπει να αναδύεται ως αναντίρρητο γεγονός, τόσο πειστικό και αναμφισβήτητο, που να εντυπωσιάζει κάποιο από την πρώτη ματιά (HadjiSavva v. Republic (1982) 3 C.L.R. 76).΄Εχοντας υπ΄ όψη τα στοιχεία που είχε ενώπιον της η Επιτροπή, ευρίσκω ότι ο αιτητής δεν κατόρθωσε να αποδείξει, ως εβαρύνετο, όχι μόνο έκδηλη υπεροχή έναντι των πέντε ενδιαφερομένων μερών αλλά ούτε καν απλή υπεροχή. Στην πραγματικότητα, πρόδηλη είναι η υπεροχή των ενδιαφερομένων μερών.
Σύσταση του Διευθυντή αναφορικά με τα πέντε ενδιαφερόμενα μέρη
΄Εχω αναγνώσει με προσοχή τη σύσταση του Διευθυντή όπως περιέχεται στα πρακτικά της Επιτροπής της 28/3/1996, και ευρίσκω ότι, αναφορικά με τα πέντε υπό εξέταση ενδιαφερόμενα μέρη, δεν πάσχει κατά οποιοδήποτε τρόπο. Είναι εμπεριστατωμένη, επαρκώς αιτιολογημένη, και, ταυτόχρονα, συνάδει πλήρως με τα στοιχεία των Υπηρεσιακών Φακέλων.
Αιτιολογία
Προβάλλεται, τέλος, η θέση ότι η επίδικη απόφαση της Επιτροπής στερείται επαρκούς αιτιολογίας. Είναι πάγια νομολογημένο ότι η αιτιολογία των διοικητικών πράξεων είναι απαραίτητη για να δίδεται στο Δικαστήριο η δυνατότητα του νομικού ελέγχου με τον οποίο είναι επιφορτισμένο. ΄Οπως παρατηρεί ο Π.Δ. Δαγτόγλου στο βιβλίο του "Διοικητικό Δικονομικό Δίκαιο" στη σελίδα 443:-
"Σημαντικό, στην πράξη μάλιστα σπουδαιότατο "ουσιώδη τύπο" αποτελεί η α ι τ ι ο λ ο γ ί α της διοικητικής πράξεως, όπου επιβάλλεται ρητώς από τον νόμο ή, κατά γενική αρχή του διοικητικού δικαίου, από την φύση της πράξεως. Η αιτιολογία έχει θεμελιώδη σημασία για την διενέργεια του δικαστικού ελέγχου, γιατί συχνά αυτή μόνη καθιστά τον έλεγχο αυτόν δυαντό, ευχερή και αποδοτικό. Η αιτιολογία επιτρέπει πράγματι στον δικαστή να ελέγξει αν η διοίκηση ενήργησε σύμφωνα με τον νόμο ή κατά παράβασή του, ενώ χωρίς την αιτιολογία ο δικαστής δεν είναι συχνά σε θέση να παράσχει την συνταγματικώς κατοχυρωμένη έννομη προστασία.
Από τις ανωτέρω σκέψεις προκύπτει ότι η αιτιολογία αποτελεί ένα σπουδαίο μ έ σ ο διεξαγωγής του δικαστικού ελέγχου προς διαπίστωση της τηρήσεως ή παραβάσεως του νόμου. Αποτελεί επομένως ένα ο υ σ ι ώ δη τ ύ π ο (επιβαλλόμενο ρητώς από τον νόμο ή από γενική αρχή του διοικητικού δικαίου) και όχι μια κατ΄ ουσίαν διάταξη του νόμου. Πράγματι η αιτιολογητέα, αλλά μη αιτιολογημένη διοικητική πράξη είναι ακυρωτέα, ανεξαρτήτως ουσιαστικής παραβάσεως του νόμου."
Αιτιολογία που δεν παρέχει στο Δικαστή τα απαραίτητα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία για τη διακρίβωση της νομιμότητας της διοικητικής πράξης, ή που είναι τόσο αόριστη και ασαφής ώστε να καθιστά ανέφικτο το δικαστικό έλεγχο, δεν είναι νόμιμα αιτιολογημένη και οδηγεί, αναπόφευκτα, στην ακύρωση της πράξης (βλ. μεταξύ άλλων, Δημοκρατία ν. Σταύρου (1993) 3 Α.Α.Δ. 71). Το κατά πόσο μια διοικητική πράξη είναι επαρκώς αιτιολογημένη είναι ζήτημα πραγματικό που συναρτάται με τα συγκεκριμένα περιστατικά της υπό εκδίκαση υπόθεσης. (
Pissas v. Republic (1974) 3 C.L.R. 476.)΄Εχω εξετάσει κατά πόσο η προσβαλλόμενη πράξη περιέχει τα ειδικά και συγκεκριμένα στοιχεία που είναι απαραίτητα για τη διακρίβωση της νομιμότητας της.
Αφού μελέτησα, όχι μόνο το περιεχόμενο της σύστασης του Διευθυντή, αλλά και την απόφαση της Επιτροπής, όπως διατυπώνεται στα πρακτικά της 28/3/1996, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν όλα τα αναγκαία στοιχεία για τον έλεγχο της νομιμότητάς της. Η αιτιολογία αναφορικά με όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, πλην της Χριστίνας Ροδοσθένους, είναι ικανοποιητική και συνάδει πλήρως με τα στοιχεία των φακέλων τα οποία και την συμπληρώνουν. Η σχετική απόφαση είναι, πράγματι, δεόντως και επαρκώς αιτιολογημένη. Το ίδιο, όμως, δεν συμβαίνει με την απόφαση για την προαγωγή της Χριστίνας Ροδοσθένους η οποία στηρίζεται πάνω στη σύσταση του Διευθυντή
που, όπως εξήγησα, πάσχει διότι βρίσκεται σε αντίθεση με το περιεχόμενο των Υπηρεσιακών Φακέλων αναφορικά με το στοιχείο της αξίας. Στην περίπτωση αυτή η απόφαση της Επιτροπής είναι αναιτιολόγητη.Εν όψει των πιο πάνω ευρημάτων μου η Προσφυγή Αρ. 580/96 επιτυγχάνει με έξοδα.
Η Προσφυγή Αρ. 608/96 επιτυγχάνει έναντι του ενδιαφερομένου μέρους Χριστίνας Ροδοσθένους ενώ αποτυγχάνει έναντι των υπολοίπων πέντε ενδιαφερομένων μερών χωρίς διαταγή για τα έξοδα.
Αναφορικά με το ενδιαφερόμενο μέρος Χριστίνα Ροδοσθένους η επίδικη απόφαση ακυρώνεται βάσει του ΄Αρθρου 146(4)(β) του Συντάγματος, ενώ για τα υπόλοιπα πέντε ενδιαφερόμενα μέρη επικυρώνεται βάσει του ΄Αρθρου 146(4)(α) του Συντάγματος.
Ρ. Γαβριηλίδης,
Δ.
/ΜΝ